Του Ηλία Μεταξά, Οικονομικού Αξιωματικού Ε.Ν.

Το Υ/Κ “ΛΑΚΩΝΙΑ” ναυπηγήθηκε το 1930 στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας από το ναυπηγείο NEDERLANDSCHE SCHEEPSBUN. Το πρώτο του όνομα ήταν “JOHAN VAN OLDENBARNEVELT” και ανήκε στην εταιρεία NEDERLAND LINES. Αρχικά έκανε την γραμμή προς τις Ολλανδικές Αποικίες στην Ινδονησία. Είχε εκτόπισμα 20.314 τόνους, μηχανή Ντίζελ, μήκος 587 πόδια, πλάτος 75 πόδια και ταχύτητα 16.5 κόμβους. Έπαιρνε 751 επιβάτες ενώ το πλήρωμά του ήταν 367 άτομα. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως Ολλανδικό LINER, είχε βεβαρυμένο ιστορικό πυρκαϊών, γεγονός που ανάγκασε τις Ολλανδικές Αρχές να επιβιβάζουν στα ταξίδια του, άνδρες της Ναυτικής Αστυνομίας ώστε να αποκλείσουν τις υποψίες για ενδεχόμενες δολιοφθορές. Στον Β΄ Π.Π. χρησιμοποιήθηκε από τους Συμμάχους ως Οπλιταγωγό. Περιήλθε στην ιδιοκτησία της εταιρείας GREEK LINE του ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ και χρησιμοποιήθηκε σαν Κρουαζιερόπλοιο με το όνομα «ΛΑΚΩΝΙΑ».

Την νύχτα της 22ας προς 23ην Δεκεμβρίου 1963 στο πλοίο εκδηλώθηκε πυρκαϊά. Εγκατελείφθη και τελικώς εβυθίσθη 6 μέρες αργότερα την 29/12/63, ενώ ερυμουλκείτο από το Νορβηγικό Ναυαγοσωστικό «HERCULES» 250 μίλια Νοτιοδυτικά του GIBRALTAR. Οι εγκαταλελειμμένες Σωσίβιες Λέμβοι του επέπλεαν επί μήνες στον Ατλαντικό Ωκεανό. Για να μη προκαλέσουν ατυχήματα στην ναυσιπλοία, όσα Πολεμικά πλοία τις συναντούσαν τις εβύθιζαν με τα πυρά τους.

Ένα μήνα πρίν, στις 21η Νοεμβρίου 1963 ναυτολογήθηκα επί του «ΛΑΚΩΝΙΑ» στο λιμάνι LE HAVRE της Γαλλίας. Το ίδιο βράδυ αποπλεύσαμε προς SOUTHAMPTON του Ηνωμένου Βασιλείου. Εκεί κάναμε δεξαμενισμό και εκτεταμένες επισκευές έως και την Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου, οπότε και σαλπάραμε για το FUNCHAL της Μαδέρας, πρώτο λιμάνι της επταήμερης Χριστουγεννιάτικης Κρουαζιέρας αμέσως μετά την περίοδο επισκευής (Laidup period).

Κατά τις τελευταίες ημέρες της επισκευής διενεργήθηκε Γενικό Γυμνάσιο Πυρκαϊάς και Εγκαταλείψεως πλοίου. Κατεβάσαμε όλες τις Σωσίβιες Λέμβους του καραβιού. Εκείνες της αριστερής πλευράς, προς την προκυμαία, τις αφήσαμε να επικρέμανται 2 περίπου μέτρα πάνω από τον ντόκο. Αυτές όμως της δεξιάς πλευράς, προς την μεριά της θάλασσας, τις καθαιρέσαμε τελείως μέχρι το νερό. Τις ξεκοτσάραμε και τα Πληρώματά τους τις έκαναν μερικές βόλτες για εξάσκηση μέσα στο λιμάνι με τα κουπιά ή με τις προπέλες τους (χειροκίνητες ή μηχανοκίνητες).

Έτσι είχαμε πλήρη εικόνα ότι όλες λειτουργούσαν καλά. Όλες εκτός από δύο λέμβους, στην μία εκ των οποίων ήμουν και εγώ διηρημένος. Ήταν η προτελευταία της STARBOARD SIDE, νομίζω η Νο. 19. Εδώ άρχισε να δημιουργείται το μοιραίο. Τις μαϊνάρισαν μόνον λίγο κάτω από τις επωτίδες αλλά δεν μπήκαν στο νερό. Αυτή η παράλειψη συνέβη γιατί κοντά στην πλώρη της βάρκας βρισκόταν κατεβασμένη η πλευρική εξωτερική κλίμαξ.

Για τους μη γνωρίζοντες, αυτή η κλίμαξ χρησίμευε για την αποβίβαση των επιβατών στην προκυμαία ή την κάθοδό τους από το πλοίο και την επιβίβασή τους στην άκατο (λάντζα) για την μεταφορά τους στην ξηρά, όταν το πλοίο παρέμενε επ’ αγκύρα, «αρόδου» στην ναυτική διάλεκτο. Οι φωτογραφίες της εποχής αποκαλύπτουν πλήρως το γεγονός.

Οι αρμόδιοι Αξιωματικοί Καταστρώματος δεν προέβλεψαν πριν από το γυμνάσιο να «βιράρουν» λίγο την κλίμακα και να την «κολλήσουν» στα ρέλια του PROMENADE DECK, ώστε να απομακρυνθεί από την γραμμή καθαιρέσεως των λέμβων. Το ίδιο είχε συμβεί και στην αμέσως πλωριά λέμβο από την δική μου. Κατά το γυμνάσιο φοβήθηκαν να τις κατεβάσουν κανονικά έμφορτες με το πλήρωμά τους, μήπως κτυπήσουν στην σκάλα. Εάν τις είχαν κατεβάσει στο νερό για να ασκηθούν τα Πληρώματα στην κωπηλασία, ενδεχομένως να είχε παρουσιαστεί τότε το πρόβλημα στον μηχανισμό καθαιρέσεως (φρένο και συρματόσχοινα) της δικής μου λέμβου, επομένως θα το είχαν επισκευάσει. Έτσι θα είχαμε αποφύγει το ατύχημα μέσα στον ωκεανό κατά την διάρκεια του ναυαγίου, με αποτέλεσμα τον θάνατο μερικών δεκάδων ανθρώπων από αυτήν και μόνον την λέμβο.

Όπως προανέφερα, αποπλεύσαμε το βράδυ της Πέμπτης 19 Δεκεμβρίου 1963 για το Πορτογαλικό νησί της MADEIRA. Σύμφωνα με κάποιες εφημερίδες, είμαστε 686 Επιβάτες και 395 Πλήρωμα. Σύμφωνα με άλλες είμασταν 641+395, σύνολο 1,036. Βάσει του βιβλίου που είχε γράψει τότε ο Άγγλος Cruise Director του πλοίου, Geoffrey BOND, 646+376=1022. Δυστυχώς εχάσαμε 98 και 30 αντιστοίχως.

Τις δύο επόμενες ημέρες είχαμε «χοντρή» θάλασσα, μπορεί και 8 μποφώρς, ιδίως διασχίζοντας τον Βισκαϊκό Κόλπο, τον φοβερό «Bay» των ναυτικών, ο οποίος τον χειμώνα γίνεται επικίνδυνος. Εγώ είχα μόνο 3,5 μήνες θαλασσία προϋπηρεσία και είχα πάθει ναυτία. Την Κυριακή είχαμε κατέβει αρκετά Νότια και η θάλασσα είχε κοπάσει λιγάκι. Είχε μείνει η αποθαλασσία με τις «μαξιλάρες» της αλλά το Κρουαζιερόπλοιο «μποντζάριζε» ανεκτά.

Το βράδυ έκανα μία βόλτα έξω από τα σαλόνια, διότι σαν Δόκιμος απαγορευόταν «επί ποινή αποκεφαλισμού» η είσοδος. Χάζεψα τα φράκα, τα σμόκιν και τις τουαλέτες και μετά πήγα στην καμπίνα μου. Ξάπλωσα στην κάτω κουκέτα, γιατί την επάνω την κατείχε, σαν Αρχαιότερος Δόκιμος, ο Δημήτριος ΛΑΜΠΡΕΛΗΣ.

Κατά τις 11:30 την νύχτα ήχησαν τα κουδούνια του συναγερμού πυρκαϊάς. Ο Λαμπρέλης σάλταρε φωνάζοντας: «Σήκω, φωτιά». Αρχίσαμε να ντυνόμαστε γρήγορα. Εγώ έβαλα το παντελόνι της καλής στολής μου Νο. 8. Την είχα παραλάβει από τον ράφτη στο SOUTHAMPTON ολοκαίνουργια και την είχα φορέσει μόνον εκείνο το βράδυ για πρώτη φορά. Ήταν και η τελευταία. Πουκάμισο και γραβάτα φυσικά δεν φόρεσα, άρπαξα όμως το κοντό μπουφάν μου από την Στολή Υπηρεσίας «Battledress» για να έχω ευχέρεια κινήσεων στον αγώνα που έμελλε να επακολουθήσει.

Στις 00:35 ώρα GREENWICH εκπέμψαμε το πρώτο σήμα S.O.S. Σαν «στραβόγιαννος» που ήμουν ξέχασα να πάρω μαζί το σωσίβιό μου. Έτρεξα στο πόστο μου το οποίον ήταν γραμμένο στην Κάρτα Γυμνασίων πάνω από το προσκέφαλό μου, τώρα πλέον δεν θυμάμαι ποιό ακριβώς ήταν. Μετά κάποιος Αξιωματικός με διέταξε να πάω στο μεγάλο σαλόνι. Εκεί είδα και άλλους από το πλήρωμα να προσπαθούν με τσεκούρια να σπάσουν το παρκέ της πίστας χορού, ώστε να ανοίξουν τρύπα στο κατάστρωμα και να περάσουν τις μάνικες νερού για να σβήσουν την φωτιά η οποία έκαιγε τις καμπίνες ακριβώς από κάτω.

Θυμάμαι ότι ένας από αυτούς ήταν ένας Ελληνας χασάπης κοντός, γεροδεμένος πάνω από 40 χρονών. Όταν κουράστηκε να σπάει το παρκέ, του πήρα το τσεκούρι και συνέχισα εγώ. Μετά από μερικά κτυπήματα πιάστηκα, διότι ήμουν αμάθητος σε χειρωνακτικές δουλειές. Όταν φάνηκε κάτω από το παρκέ η λαμαρίνα του καταστρώματος καταλάβαμε όλοι μας ότι αγωνιζόμαστε μάταια.

Οι Εγγλέζοι μας κατηγόρησαν εκ των υστέρων για πολλά πράγματα. Είχαν άδικο, παλέψαμε με ψυχή αλλά ομολογώ χωρίς οργάνωση και σύστημα. Τρέχαμε πάνω-κάτω αλλά οι φωτιές δυνάμωναν. Οι αντλίες δεν είχαν άλλη δύναμη για να στείλουν το νερό επάνω με πίεση. Εξ άλλου είχαμε βάλει και πολλές μάνικες, οι οποίες απλώς έστελναν το νερό σαν να πότιζες ένα κήπο. Στην αγωνία μου και στον υπερβάλλοντα ζήλο μου σαν «στραβόγιαννος» πατούσα με το πόδι μου μία μάνικα για να βγάλει περισσότερο νερό!!!

Οι φήμες μεταξύ του πληρώματος ήταν ότι η φωτιά ξεκίνησε από το Κομμωτήριο, διότι τάχα, το ψαλλίδι με το οποίο οι κυρίες κατσαρώνουν τα μαλλιά τους, είχε ξεχαστεί στην πρίζα και πυρακτώθηκε. Με το μπόντζι του πλοίου κατρακύλησε από το τραπέζι έπεσε κάτω και πήρε φωτιά το χαλί ή η κουρτίνα. Αυτό ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε από όσο ξέρω.

Το ύποπτο όμως ήταν ότι φωτιές ξεπήδησαν και σε άλλα σημεία του πλοίου τελείως διαφορετικά και απόμακρα μεταξύ τους. Οπως οι καμπίνες Λουξ στο υψηλότερο κατάστρωμα. Η αποθήκη σεντονιών για τις καμπίνες και το χειρότερο όλων το Μηχανοστάσιο. Από μετέπειτα αφηγήσεις του Α΄ Μηχανικού Ιωάννη ΣΕΡΑΦΕΙΜΙΔΗ καθώς και άλλων Αξιωματικών, όλο το Πλήρωμα Μηχανής κατέβηκε αστραπιαία κάτω. Έσβησαν την φωτιά σε ικανοποιητικό χρόνο και όλοι ήλπιζαν ότι εφ’ όσον η φωτιά κατεστάλη στο πλέον επικίνδυνο σημείο, οι υπόλοιπες θα ήσαν εύκολες. Ομως διαψευσθήκαμε οικτρά.

Επανερχόμενος στην αφήγηση του σαλονιού, κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν καλά.

Τότε ήλθε μία νεαρά και ωραιωτάτη κυρία, με μαύρη έξωμη τουαλέτα, δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ την εικόνα της. Ήταν μία τραγική μητέρα. Ήταν η κλασική μορφή της Αγγλίδας. Μετά από τόσα χρόνια θα μπορούσα να πω ότι μου θυμίζει τον τύπο της μακαρίτισσας Πριγκήπισσας Νταϊάνα. Γλυκειά και αριστοκρατική. Μου είπε αναστατωμένη, όχι πανικόβλητη, να σώσω τα δύο παιδάκια της τα οποία ήσαν παγιδευμένα στην καμπίνα τους, τον αριθμό της οποίας δεν θυμάμαι, 2 ή 3 καταστρώματα πιό κάτω. Της είπα να έλθει μαζί μου να μου δείξει πού ακριβώς ήταν η καμπίνα τους διότι ομολογώ δεν ήξερα ακόμη όλο το καράβι. Κατά την διάρκεια της επισκευής δεν μπόρεσα να βρω τον χρόνο να το γυρίσω και να το μάθω καλά. Ασφαλώς ήμουν αδικαιολόγητος.

Αφού κατεβήκαμε τα 2 καταστρώματα, αντιμετωπίσαμε πυκνούς καπνούς. Της είπα να μείνει πίσω. Εγώ πήρα από κάποιον ένα φακό, έβαλα και ένα βρεγμένο μαντήλι στο στόμα μου, σαν μάσκα για να φιλτράρω κάπως τους καπνούς και προχώρησα σκυφτά. Μετά όμως από ένα σημείο ο καπνός ήταν αδιαπέραστος, ο φακός δεν εφώτιζε καθόλου, ούτε μπορούσα να αναπνεύσω. Το χειρότερο ήταν ότι φοβόμουν μην υπήρχε κάποια τρύπα στο δάπεδο και πέσω μέσα και εξαφανισθώ. Διότι το Υπερωκεάνιο ήταν πολύ παλιό και τα κατώτερα υποφράγματα δεν είχαν λαμαρίνα στα πατώματα τους, ήσαν ξύλινα.

Εγύρισα πίσω και είπα στην κυρία ότι είναι επικίνδυνο να προχωρήσω περισσότερο. Να πάμε πάλι επάνω στο PROMENADE DECK και να μου δείξει σε ποίο ακριβώς σημείο από κάτω μας ευρίσκετο η καμπίνα. Πήγαμε στην αριστερή μπάντα και στο συγκεκριμένο σημείο ακούσαμε τις φωνές των παιδιών. Ευτυχώς τα παιδάκια είχαν λασκάρει μόνα τους τις πεταλούδες και είχαν ανοίξει το φινιστρίνι και εφώναζαν: mammy, help κ.τ.λ.

Εδώ θα υπογραμμίσω την αξία του ανοίγματος των φινιστρινιών. Δυστυχώς στα σύγχρονα πλοία είναι σφραγισμένα με ηλεκτροκόλληση εκ κατασκευής. Έτσι μπορεί να θρηνήσουμε κάποτε περισσότερα θύματα.

Πήγα πάρα δίπλα και έλυσα μιά σχοινένια ανεμόσκαλα η οποία εχρησίμευε στην σωσίβια λέμβο που ήταν ακριβώς από πάνω της. Μαζί με κάποιον Αλλοδαπό εκ του Πληρώματος την μεταφέραμε 4-5 μέτρα πιό πρύμα και την δέσαμε στα “ρέλια” ακριβώς μπροστά από το φινιστρίνι των παιδιών. Εγώ κατέβηκα και είπα σε ένα από τα παιδάκια να βγει προσεκτικά μισό-μισό από το φινιστρίνι για να το πάρω στην αγκαλιά μου. Έτσι κι έγινε. Το παιδάκι γαντζώθηκε σφιχτά πάνω μου και εγώ σκαρφάλωσα σιγά-σιγά επάνω προς το Κατάστρωμα Περιπάτου.

Τα παιδάκια ήταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι περίπου 6-7 χρόνων. Σαν από θαύμα ήσαν πολύ ήρεμα και συνεργάσιμα. Δεν θυμάμαι ποιό από τα δύο ανέβασα πρώτο. Φορούσαν τα πυτζαμάκια τους και ήσαν ξυπόλυτα. Μόλις έφθασα στο ύψος της κουπαστής παρέδωσα το πρώτο παιδί σε κάποιους ανθρώπους, δεν θυμάμαι εάν ήσαν οι γονείς ή κάποιοι άλλοι. Κατ’ευτυχή συγκυρία η αριστερή πλευρά ήταν η υπήνεμη και τα κύμματα δεν ήσαν μανιασμένα, απλώς επικρατούσε φουσκοθαλασσιά, γιατί αλλιώς θα είμασταν καταδικασμένοι και οι τρεις μας. Πάντως το βαπόρι μποντζάριζε λίγο.

Ξανακατέβηκα και πήρα και το δεύτερο παιδάκι. Ανέβηκα επάνω και θυμάμαι ότι πήγε να το πάρει η μαμά του και να το ακουμπήσει κάτω στο Κατάστρωμα το οποίο ήταν διάσπαρτο με σπασμένα γυαλιά από τις πελώριες τζαμαρίες του Σαλονιού. Είχαμε κάνει το μεγάλο λάθος να σπάσουμε τις τζαμαρίες για να μπουν πιό εύκολα τα Αγήματα Πυρκαϊάς και να βάλουν πιό πολλές μάνικες, οι οποίες όπως προανέφερα δεν είχαν πλέον πίεση. Έτσι όμως έμπαινε και πολύς αέρας ο οποίος δυνάμωνε τις φλόγες.

Κράτησα το παιδί σφιχτά στην αγκαλιά μου. Δρασκέλισα την κουπαστή και πήγα και το έβαλα να κάτσει σε μία από τις σεζ-λονγκ που υπήρχαν για να ξαπλώνουν οι επιβάτες στο εστεγασμένο αλλά ανοικτό κατάστρωμα περιπάτου.

Η ωραία και αριστοκρατική μαμά, με δάκρυα στα μάτια, με ευχαριστούσε και προσπάθησε να μου φιλήσει τα χέρια, τα οποία φυσικά τράβηξα πίσω και έκανα να φύγω. Τότε ήλθε ένας αριστοκρατικός ασπρομάλλης κύριος με μαύρο σμόκιν. Δεν μου φάνηκε τόσο νέος ώστε να είναι σύζυγος της γοητευτικής νεαρής μητέρας, αλλά ούτε και τόσο ηλικιωμένος για να είναι ο πατέρας της. Απορώ και πώς έκανα τέτοιες σκέψεις εκείνες τις καταστροφικές στιγμές. Απορώ και πώς τα θυμάμαι μετά από 41 χρόνια.

Ο κύριος με ευχαρίστησε, άνοιξε το σακκάκι , τράβηξε το πορτοφόλι του και έβγαλε μερικά χαρτονομίσματα Λιρών Στερλινών για να μου τα δώσει. Εγώ θυμωμένος του έσπρωξα το χέρι και το κόλλησα επάνω στο στήθος του. Του είπα με τα μέτρια Εγγλέζικα που μίλαγα τότε: “Let me go, this is my duty”.

Υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι τριγύρω οι οποίοι είχαν γίνει μάρτυρες από την αρχή όλης της διασώσεως και ζητωκραύγασαν και χειροκρότησαν.

Αυτή η οικογένεια ευτυχώς διεσώθη και όταν γύρισε στην Βρετανία οι γονείς έκαναν κολακευτικές δηλώσεις στον Τύπο και ευχαριστούσαν τον Έλληνα Μηχανικό ο οποίος είχε σώσει τα παιδιά τους. Προφανώς ενόμισαν ότι το άσπρο σειρίτι, διακριτικό του Κλάδου μου, εκατέρωθεν του μοναδικού χρυσού γαλονιού του Δοκίμου που φορούσα, ήταν το διακριτικό χρώμα των Μηχανικών. Ίσως διότι οι Αξιωματικοί Μηχανής όταν ευρίσκοντο εκτός υπηρεσίας μπορούσαν να φορούν τις κατάλευκες φόρμες τους, αλλά να παραμένουν αποκλειστικά στον περιορισμένο χώρο του κορυφαίου καταστρώματος.

Οι δηλώσεις τους ήταν μία από τις ελάχιστες θετικές, ίσως η μοναδική, που ανεφέρθησαν για τους Έλληνες σχετικά με το ναυάγιο, από τον Βρετανικό Τύπο, τα «φιλελληνικά» αισθήματα και σχόλια του οποίου ανέκαθεν διαβάζουμε. Ειδικά προ των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.

Είχαν γίνει και κάποιες προτάσεις να βρεθεί αυτός ο Έλληνας (εγώ δηλαδή) και να του απονεμηθεί κάποια τιμητική διάκριση. Αλλά ποτέ δεν έγινε τίποτα. Εμένα μου ήταν αδιάφορο και ήδη το είχα ξεχάσει, αρκεί που γλίτωσαν τα παιδάκια.

Τότε ακριβώς ήλθε ένας ηλικιωμένος κοντόχονδρος και κοκκινοπρόσωπος Γερμανός επιβάτης – μου θύμισε τον Γερμανό ηθοποιό Gert FROEBE – και μου ζήτησε να κάνω το ίδιο ακριβώς για να σώσω την γυναίκα του. Του είπα να με οδηγήσει στο σημείο του Καταστρώματος που ήταν πάνω από το φινιστρίνι της.

Προχωρήσαμε αρκετά μέτρα προς τα πλώρα, δρασκελίσαμε την πόρτα η οποία βρισκόταν ακριβώς κάτω από τον “καθρέφτη” της Γεφύρας και πατήσαμε την “κουβέρτα” της πλώρης η οποία ήταν η προέκταση του Καταστρώματος Περιπάτου. Πράγματι εντοπίσαμε το φινιστρίνι, η κυρία μας φώναζε από κάτω. Δέσαμε μίαν ανεμόσκαλα μαζί με ένα νεαρό λεπτοκαμωμένο Γερμανό Θαλαμηπόλο. Εγώ κατέβηκα μόνος μου μέχρι το φινιστρίνι που βρισκόταν αυτή, αν θυμάμαι καλά, μόνον ένα κατάστρωμα παρά κάτω.

Η Γερμανίδα ήταν πάρα πολύ εύσωμη. Μου έδωσε να ανεβάσω πρώτα την γούνα της (!!!). Ξανασκαρφάλωσα επάνω και παρέδωσα την γούνα στον σύζυγό της. Ξανακατέβηκα για να «βιράρω» και την οριζοντίως αναπεπτυγμένη κυρία. Είδα ότι μετά μεγάλης δυσκολίας μπορούσε να περάσει τους ώμους της από το φινιστρίνι. Τότε όμως τρόμαξα διότι εάν και εφ’όσον κατάφερνε να βγει ολόκληρη, δεν θα είχα τις φυσικές δυνάμεις του Άτλαντος ή του Ηρακλέους ώστε να μπορέσω να την συγκρατήσω και ακόμη χειρότερα να την πάρω αγκαλιά και την ανεβάσω επάνω. Ενδεχομένως να έσπαζε και η ανεμόσκαλα η οποία ήταν παμπάλαια και “καμμένη” από τον ήλιο και την αλμύρα. Ανέβηκα ξανά στο DECK και είπα στον ατυχή σύζυγό της: “Είναι πολύ βαρειά και εγώ είμαι μεγαλόσωμος και βαρύς. Η σκαλιέρα θα σπάσει. Καλλίτερα να την σώσει ο Γερμανός ο οποίος είναι ελαφρύς”. Έφυγα και δεν γνωρίζω τι απέγινε.

Στις 02:10 εδόθη η διαταγή Εγκαταλείψεως. Έτρεχα όπου με διέτασσαν οι Αξιωματικοί μου. Είχα κάποιες μικρές γνώσεις από το 1962 που είχα ξεκινήσει ως Ναυτόπαις σε Πετρελαιοφόρο. Θυμάμαι ότι βοήθησα τον Υποπλοίαρχο Ασφαλείας Σπυρίδωνα ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟ, ο οποίος φορούσε και ένα κράνος, να επιβιβάσουμε τους επιβάτες σε δύο Σωσίβιες Λέμβους της αριστερής πλευράς. Στην δεύτερη απ’ αυτές επέβη και ο ίδιος επειδή ήταν Λέμβαρχος και απέπλευσε. Όλες οι αριστερές βάρκες καθαιρέθησαν χωρίς πρόβλημα διότι ήταν σταβέντο (υπήνεμα). Η συνολική χωρητικότης των Λέμβων ήταν 1,455 άτομα.

Μετά πήγαμε και στην δεξιά πλευρά όπου αντιμετωπίσαμε μεγάλες δυσκολίες. Επειδή σχεδόν όλοι οι Αξιωματικοί Καταστρώματος είχαν φύγει σαν Λέμβαρχοι, έκανα εγώ “κουμάντο” να γεμίσουμε δύο βάρκες. Είχαμε τότε Πλοίαρχο τον Ματθαίο ΖΑΡΜΠΗ και Ύπαρχο τον Δημήτριο ΒΑΛΜΑ. Τρεις Υποπλοιάρχους: Σπυρίδωνα ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟ, Σωκράτη ΛΟΥΚΙΣΑ, Α. ΠΑΤΕΡΑΚΗ. Τρεις Ανθυποπλοιάρχους: Ιωάννη ΑΜΜΟΛΟΧΙΤΗ, Αχιλλέα ΜΠΙΧΤΑ, Ιωάννη ΧΑΛΑ. Ο τελευταίος είναι ο γνωστός Γενικός Γραμματέας της Π.Ν.Ο. Αξίζει να αναφέρω ότι είχε κόψει άσχημα το χέρι του σπάζοντας ένα τζάμι για να ελευθερώσει μίαν ηλικιωμένη επιβάτιδα.

Οι Σωσίβιες Λέμβοι της δεξιάς πλευράς οι οποίες ήσαν ”σοφράνο”, κόντρα στον άνεμο, είχαν τεράστιες δυσκολίες καθαιρέσεως. Μόλις ακουμπούσαν στο νερό το κύμα τις σκαμπανέβαζε και τα Μέλη του Πληρώματος που ήσαν διηρημένα σε αυτές με το συγκεκριμένο καθήκον να τις “ξεκοτσάρουν” από τις μεγάλες μπαστέκες τους έπρεπε να ενεργήσουν ταχύτατα και συγχρονισμένα. Όταν κατέβαινε το κύμα τεζάριζαν τα συρματόσχοινα και ο γάντζος της μπαστέκας δεν μπορούσε να βγει από τις αντίστοιχες γάφες πλώρα και πρύμα. Όταν ανέβαινε το κύμα έπρεπε να προσέχουν πολύ οι άνδρες, γιατι οι μεγάλες μπαστέκες λασκαρισμένες πηγαινοερχόντουσαν και υπήρχε κίνδυνος να τους κτυπήσουν άσχημα.

Εκεί βέβαια οι Έλληνες Ναυτικοί έδειξαν την ναυτοσύνη τους, κατάφερναν να τις ξεκοτσάρουν όταν ανέβαιναν με το κύμα και λασκάριζαν τα συρματόσχοινα με απαράμιλλο συγχρονισμό. Σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιήσαν και τα μικρά τσεκούρια που ήσαν δεμένα με σχοινάκι γι’αυτό τον σκοπό! Έπλεαν δε μακρυά από το φλεγόμενο σκάφος και το αντιμάμαλο.

Από τους 395 περίπου του Πληρώματος, μόνον οι 165 ήσαν Έλληνες. Η μεγάλη πλειοψηφία των υπολοίπων ήσαν οι 90 Γερμανοί, οι Ιταλοί και διάφοροι άλλοι. Κατά βάση ήσαν Θαλαμηπόλοι και Μάγειροι. Δεν ήσαν Ναυτικοί, ήσαν υπάλληλοι ξενοδοχείων με διαβατήρια και παρά τις Ευρωπαϊκές τους εθνικότητες, αμοιβόντουσαν (παραδόξως) πιό λίγο από τους Έλληνες Ναυτεργάτες. Αυτό σήμερα είναι η πεπατημένη.

Συνήθως ήσαν μεθυσμένοι, ιδιαίτερα μετά τις εργάσιμες ώρες τα βράδυα. Έτσι κατά τη διάρκεια του ναυαγίου τα μεσάνυκτα, αρκετοί ήσαν “τύφλα”. Έτσι λίγοι μπορούσαν να προσφέρουν θετικές υπηρεσίες στον απελπισμένο αγώνα μας δια την κατάσβεση των 4 πυρκαϊών οι οποίες είχαν ξεσπάσει σε εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία στο πλοίο. Όσον αφορά στην εγκατάλειψη, η οποία είναι ακόμη πιό εξειδικευμένη ναυτική δουλειά, δεν έκαναν απολύτως τίποτε. Ο ηλικιωμένος Γερμανός Αρχιμάγειρος τριγύριζε στα Βατς, έπινε και φώναζε «ALLESKLA». Δεν τον ξαναείδαμε.

Κάποιος Αξιωματικός, δεν θυμάμαι ποιός, με διέταξε “Κάνε κουμάντο να φορτώσεις τις βάρκες”. Αυτές κατέβαιναν άδειες από το BOAT DECK στο επίπεδο του PROMENADE DECK. Οι επιβάτες περίμεναν εμπρός από το σημείο καθόδου κάθε λέμβου στην οποίαν αντιστοιχούσαν οι καμπίνες τους, ακριβώς όπως ήταν ο Πίναξ Διαιρέσεως και το γυμνάσιο το οποίο είχαμε κάνει μετά τον απόπλου από το SOUTHAMPTON. Μαζί με κάποιους από το Πλήρωμα ανοίξαμε τα πορτάκια που υπήρχαν στα ρέλια (κάγκελα) και ρίξαμε τις ανεμόσκαλες εμπρός σε κάθε βάρκα.

Η μία απ’ αυτές τις βάρκες, όταν κατέβηκε στο επίπεδο του καταστρώματος επιβιβάσεως (PROMENADE), είδα με δυσάρεστη έκπληξη ότι είχε μέσα πολλούς από το Αλλοδαπό Πλήρωμα. Οι πονηροί είχαν ανέβει στο από πάνω κατάστρωμα λέμβων και είχαν “μπουκάρει” παράνομα για να εξασφαλίσουν θέση. Παρά το ότι ήμουν “άψητος” Δοκιμάκος, πήρα το κουράγιο και με ύφος επιτακτικό και φωνή σκληρή τους διέταξα να βγουν έξω για να μπουν οι επιβάτες πρώτοι, και μετά μόνον εκείνοι που ήσαν διηρημένοι στην συγκεκριμένη βάρκα. Μέσα μου φοβόμουνα ότι θα με πέταγαν στην θάλασσα. Τίποτε δε συνέβη, βγήκαν όλοι έξω σαν αρνάκια.

Τακτοποιήσαμε τους Επιβάτες οι οποίοι αντιστοιχούσαν στις δύο βάρκες που μου είχαν αναθέσει. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την ψυχραιμία των Αγγλοσαξώνων. Αν είχαμε άλλες εθνικότητες, λιγότερο πειθαρχημένες και περισσότερο συναισθηματικές από πιό ηλιόλουστες χώρες, φοβούμαι ότι θα θρηνούσαμε μεγαλύτερες απώλειες.

Άρχισα να μετρώ κεφάλια και να επιβιβάζω τον ακριβή αριθμό ατόμων, βάσει της χωρητικότητος ο οποίος αναγραφόταν στην πλώρη κάθε σωσιβίας λέμβου, νομίζω ότι ήταν 80 άτομα μαζί με το Πλήρωμα. Ο κόσμος έμπαινε με τάξη και ησυχία. Θυμάμαι ότι σε μία από τις βάρκες εσταμάτησα την επιβίβαση με τελευταία μία γηραιά Αγγλίδα κυρία. Με στόμφο είπα: “The boat is full, no more”. Με το μπουφάν, το ψευτογαλονάκι μου και το πηλήκιο, είχα αποκτήσει τον αέρα σαν Λόρδος του Ναυαρχείου. Πάντως ο Άγιος Νικόλαος με βοηθούσε, τους είχα επιβληθεί και όλοι με υπάκουαν. Ένας γλυκός γεροντάκος, ο οποίος ήταν ακριβώς πίσω από την προαναφερθείσα κυρία μου την έδειξε και μου είπε δειλά και ευγενικά: “This is my wife”. Εγώ σκέφθηκα και με ύφος περισπούδαστο του απήντησα:”O.K. you may pass too”. Δεν νομίζω ότι διεσώθησαν. Για τον εαυτό μου σκεπτόμουν ότι θα ήταν καλύτερα να μείνω στο πλοίο και να μην διακινδυνεύσω την αβεβαιότητα του σκοτεινού και ταραγμένου Ατλαντικού. Ευελπιστούσα ότι θα ξημέρωνε ο Θεός την ημέρα και θα είχαν φτάσει τα ταχύτατα Αντιτορπιλλικά από τα γύρω λιμάνια, FUNCHAL MADEIRA, AZORES, CASABLANCA, GIBRALΤAR κ.ο.κ. για να μας σώσουν.

Αυτή η συγκεκριμένη λέμβος καθαιρέθηκε από το επάνω κατάστρωμα, κατέβαινε ωραία και σιγά. Αλλά μόλις ακούμπησε στην φουσκοθαλασσιά δεν μπόρεσαν να την ξεκοτσάρουν αμέσως. Ήλθε και ένα κύμα πιό μεγάλο από τα άλλα την αναποδογύρισε και άδειασε όλους τους επιβαίνοντες, Πλήρωμα και Επιβάτες στο νερό.

Αυτές τις σκηνές αλλοφροσύνης που έβλεπα δεν τις πίστευα. Κόλαση του Δάντε. Άνθρωποι να πνίγονται. Άνθρωποι να προσκρούουν πάνω στα μεταλλικά πλευρά του καραβιού σπρωγμένοι από τα πελώρια κύματα και να συνθλίβονται. Νόμιζα ότι έβλεπα κάποια σκηνή από κινηματογραφική ταινία. Ανοίξαμε τα ξυλοκιβώτια που βρισκόντουσαν τεταγμένα κατά μήκος του PROMENADE και BOAT DECK και περιείχαν εφεδρικά σωσίβια για παρόμοιες καταστάσεις. Τους τα πετάξαμε όλα για να έχουν κάτι να πιαστούν. Τους πετάξαμε επίσης τις κουλούρες που ήταν κρεμασμένες στα ρέλια. Με λίγα λόγια κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να τους σώσουμε αλλά δεν γνωρίζω πόσοι τελικώς διεσώθησαν από αυτή την βάρκα.

Στην επόμενη βάρκα ήμουν και εγώ διηρημένος. Κάτι μου έλεγε να μη μπω. Την γέμισα ομαλότατα και άρχισαν να την μαϊνάρουν από το υπεράνω μας BOAT DECK. Αλλά δεν κατέβαινε στρωτά, ταρακουνιόταν. Φώναξα από κάτω: “Τί συμβαίνει;”. Μου απάντησε ο Ανθυποπλοίαρχος Ιωάννης ΑΜΜΟΛΟΧΙΤΗΣ: “Δόκιμε έχουμε πρόβλημα με το φρένο, έλα πάνω να βοηθήσεις”. Ανέβηκα τρέχοντας τη σκάλα από πρύμα και βρέθηκα στο BOAT DECK. Τότε κατάλαβα τί συνέβαινε. Τα καπόνια βαρύτητος, παλαιοτάτης κατασκευής του 1930, είχαν μίαν ιδιομορφία. Έπρεπε να στρίβουμε ένα είδος “βάρδουλας” για να ξεσφίγγει ένας κοχλίας. Αυτός ο μεγάλος κοχλίας ήταν σαν άξονας ή σαν μοχλός, δεν μπορώ να τον περιγράψω καλύτερα τώρα μετά από 41 χρόνια, βρισκόταν δε σε κάθετη θέση. Κάτω από την “βάρδουλα” υπήρχε ένα έλασμα το οποίο επενεργούσε ως ασφάλεια, έτσι τουλάχιστον κατάλαβα τότε. Δηλαδή πίεζε σαν ελατήριο προς τα πάνω την στρόφιγγα της “βάρδουλας”. Για να γίνω πιο κατανοητός, κάτι σαν το τσιμπιδάκι φρυδιών.

Το δυστύχημα ήταν ότι ο κοχλίας δεν ήταν γρασσαρισμένος. Ήταν αδούλευτος, εν μέρει σκουριασμένος και το χειρότερο, είχαν πέσει και μπογιές από κάποιο απρόσεχτο βάψιμο.

Για να λασκάρει λοιπόν η ασφάλεια (τσιμπιδάκι) και να μπορέσουμε να ξεστρίβουμε την “βάρδουλα” έπρεπε να γίνονται συγχρονισμένα δύο κινήσεις. 1) Ο ένας να χτυπάει με ένα σφυρί ή σίδερο (δεν θυμάμαι τί ακριβώς) για να λασκάρει και να χαμηλώνει λίγο το “τσιμπιδάκι” 2) Ο άλλος ταχύτατα να ξεστρίβει την βάρδουλα.

Ο ΑΜΜΟΛΟΧΙΤΗΣ λοιπόν ξέστριβε και εγώ χτύπαγα. Όταν πιάνονταν τα χέρια μου, άλλαζα τακτική. Κλώτσαγα προς τα κάτω με το τακούνι μου το τσιμπιδάκι. Και οι δύο κινήσεις ήσαν δύσκολες γιατί το τσιμπιδάκι προεξείχε πολύ λίγο από το σπειροειδή άξονα (κοχλία) και έπρεπε να σημαδεύω πολύ καλά γιατί αλλιώς χτύπαγα στον αέρα. Εν πάση περιπτώσει κάτι καταφέρναμε οι δυο μας στο πλωριό καπόνι. Όμως στο πρυμιό καπόνι (της ίδιας πάντα λέμβου) υπήρχε μόνο ένας Έλληνας Ναύτης, δεν ξέρω ποιός. Αυτός είχε τεράστια δυσκολία να κάνει μόνος του τους χειρισμούς που κάναμε εμείς οι δύο. Κάπου-κάπου πήγαινα και τον βοηθούσα, αλλά χρειαζόμαστε άλλον ένα βοηθό. Η βάρκα κατέβαινε αλλά όχι ισορροπημένη και οριζοντιωμένη. Πότε κατέβαινε πιό πολύ από πλώρα και άλλοτε πιό πολύ από πρύμα. Όπως προείπα οι επωτίδες ανακρεμάσεως (καπόνια) ήσαν απηρχαιωμένου τύπου, ακόμη και για το 1963. Δεν λειτουργούσαν συνδυασμένα και ισοζυγισμένα και ήσαν ανεξάρτητες μεταξύ τους.

Παρά τις δικές μας προσπάθειες οι ταλαντώσεις εξασκούνταν τεράστιες δυνάμεις πάνω στα καπόνια. Σκεφθείτε την βάρκα βαρυφορτωμένη, το μποτζάρισμα του πλοίου, τα κτυπήματα της βάρκας στα πλευρά του πλοίου και θυμηθείτε ότι κατά το γυμνάσιο στο SOUTHAMPTON δεν την είχαν κατεβάσει μέχρι το νερό. Έτσι εάν υπήρχε κάποια αδυναμία, κάποιο κράκ ενδεχομένως στην σιδεροδοκό του καπονιού θα παρουσιαζόταν τότε.

Δυστυχώς η αστοχία υλικού παρουσιάσθηκε την πλέον ακατάλληλη ώρα.. Το καπόνι έσπασε σαν ξυλαράκι και η βάρκα κρεμάσθηκε στην μπαστέκα του ενός μόνον καπονιού και όλοι οι επιβαίνοντες αδειάσθηκαν στην θάλασσα σαν να ήταν τσουβάλια. Υπολογίζω ότι έμφορτη η βάρκα θα πρέπει να ζύγιζε πάνω από 9 τόννους. Όλος ο εξαρτισμός της βάρκας, αλμπουράκια, κουπιά, σκαρμοί, κινητοί πάγκοι, γάντζοι, λαγουδέρες, διάφορα ξύλα κ.ο.κ. έπεσαν στα κεφάλια όσων είχαν επιζήσει της κατακρημνήσεως και έπλεαν ακόμη μέσα στο νερό. Έβλεπα ένα δεύτερο εφιάλτη, δεν πίστευα ότι ήμουν εγώ εκεί μπρός σ’ αυτή την συμφορά.

Η πτώση αυτή ήταν κατά πολύ χειρότερη από την ανατροπή της προηγουμένης λέμβου, η οποία είχε ήδη ακουμπήσει στο νερό και απλώς ήλθε καπάκι. Η δεύτερη έπεσε από υψηλά με ότι θανατικό αυτό συνεπάγεται. Φοβούμαι ότι τα πιό πολλά θύματα από τα 128 του ναυαγίου θα προέρχονταν από την πτώση της συγκεκριμένης βάρκας. Ρίξαμε σε αυτούς τους δυστυχισμένους όποια σωσίβια είχαν ξεμείνει. Επαναλαμβάνω ότι αυτή ήταν η λέμβος στην οποίαν ήμουν διαιρεμένος και παρεχώρησα την θέση μου σε κάποιον άλλον επιβάτη.

Ένας από εκείνους που βρέθησαν μέσα στο νερό ήταν ο θαλαμηπόλος ΒΕΡΥΚΙΟΣ. Αυτός ο δυστυχής κατάφερε να σκαρφαλώσει στην ανεμόσκαλα και να ξαναμπεί στο πλοίο. Ίσως ήταν ο μόνος. Ήταν αγνώριστος, έτρεμε και μούγκριζε ακατάληπτα. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Τον κουκουλώσαμε με μία κουβέρτα για να μη παγώσει τελείως. Φοβόμουνα ότι θα πέθαινε.

Καταχάρηκα όταν τον είδα ζωντανό μερικές ημέρες αργότερα όταν βρεθήκαμε στα γραφεία της εταιρείας ή των δικηγόρων, δεν θυμάμαι. Τότε μου εξήγησε πως όταν βρέθηκε στο νερό, το κύμα τον ανεβοκατέβαζε ρυθμικά. Το σπασμένο καπόνι κρεμασμένο και μπλεγμένο στα συρματόσχοινά του, έφθανε μέχρι την επιφάνεια του νερού και εκινείτο ανάλογα με τους διατειχισμούς του πλοίου, σαν εκκρεμές θανάτου και θέριζε τα κεφάλια αυτών που κολυμπούσαν απεγνωσμένα να σωθούν.

Ο Βερρύκιος ήταν πολύ τυχερός όταν το κεφάλι του κατέβαινε χαμηλά μαζί με τα κύματα, το καπόνι (σιδεροδοκκός βάρους 2-3 τόννων) περνούσε ξυστά από πάνω του και πήγαινε προς την αντίθετη πλευρά. Όταν τα κύματα τον ανέβαζαν ψηλά στο επικίνδυνο σημείο, η «Λαιμητόμος» είχε ήδη περάσει απέναντι και έτσι την γλύτωνε. Αυτό του συνέβη μερικές φορές. Κάποτε επί τέλους κατάφερε να πιαστεί από την ανεμόσκαλα, της οποίας τα τελευταία σκαλοπατάκια ήσαν μέσα στο νερό, και άρχισε να σκαρφαλώνει. Αλλά και εκεί ήταν άτυχος, τον εχτύπησε το κύμα στο καράβι, έχασε την ισορροπία του, το ένα πόδι του μπλέχτηκε στην ανεμόσκαλα και όλο του το σώμα ξαναβούτηξε ανάποδα μέσα στο νερό. Φαντασθείτε, το πόδι επάνω και το σώμα να χτυπιέται ξανά στο καράβι, το δε κεφάλι μέσα στο νερό να πνίγεται.

Με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατάφερε να ισορροπήσει ξανά και να αρχίσει τον «Γολγοθά» του σκαρφαλώματος. Όταν επί τέλους έφθασε επάνω (πάντα κατά την αφήγησή του) ακούμπησε την κοιλιά του στην κουπαστή και με την τελευταία ικμάδα δυνάμεως που του είχε απομείνει, έσπρωξε όλο το σώμα του μέσα στο κατάστρωμα περιπάτου. Είπε μέσα του: “Τώρα ας γίνει ό,τι θέλει”. Εμείς σπεύσαμε να του κάνουμε εντριβές για να μη παγώσει όπως προανέφερα, αυτός όμως δεν είχε ανάγκη από μασάζ. Πονούσε τρομερά γιατί το σώμα του ήταν μωλωπισμένο παντού διότι είχε φάει εκατοντάδες κοπανίσματα από την θάλασσα πάνω στα πλευρά του βαποριού, και είχε υποστεί κακώσεις. Ήθελε να μας πει: “Σταματήστε βρε παιδιά γιατί πονάω”, αλλά δε μπορούσε να μιλήσει, απλώς μούγκριζε. Όσο περισσότερο τον τρίβαμε, τόσο του μεγαλώναμε το μαρτύριό του.

Ύστερα έλαβε χώρα ένα θλιβερό επεισόδιο που είχε κάνει αρκετό θόρυβο τότε. Είδα τον Α΄ Μηχανικό Ιωάννη ΣΕΡΑΦΕΙΜΙΔΗ να στέκεται στο καφάσι, στο άκρο της κατεβασμένης πλαϊνής σκάλας (αυτής που δεν είχε διπλωθεί κατά το γυμνάσιο) μαζί με τον Ναύκληρο ή τον Υποναύκληρο και να κραυγάζει και να βρίζει. Πήγα κοντά να δω και να βοηθήσω. Ο Α΄ Μηχανικός ωρύετο: ”Παλιάνθρωποι, άτιμοι. Πού μας αφήνετε να καούμε; Γυρίστε πίσω”. Ευτυχώς εκείνη την ώρα είχε πέσει η φουσκοθαλασσιά.

Τι είχε συμβεί; Ο Α΄ Μηχανικός μου εξήγησε ότι είχε κρατήσει αυτή την τελευταία μηχανοκίνητη λέμβο STANDBY για να βάλει μέσα τους Αξιωματικούς και το Πλήρωμα της Μηχανής που είχαν παραμείνει κάτω στο Μηχανοστάσιο καθ` όλη την διάρκεια του συναγερμού και με αυταπάρνηση και ηρωϊσμό κατάφεραν να σβήσουν την πιό επικίνδυνη φωτιά. Χάρη στις δικές τους προσπάθειες διατηρήθηκαν αναμμένα τα φώτα του βαποριού και έτσι διευκολύνθηκε πολύ το έργο των Αγημάτων Πυρκαϊάς και της Εγκαταλείψεως. Είναι βέβαιο πως αν είχαν εγκαταλείψει τη θέση τους και έσβυναν τα φώτα θα είχαμε πολύ περισσότερα θύματα. Σε αυτή την τελευταία βάρκα ο Α΄ Μηχανικός ήθελε να βάλει και μερικές συζύγους και παιδάκια Μηχανικών, που συνταξίδευαν λόγω των Χριστουγέννων.

Ήταν μία τραγική σκηνή, η βάρκα που θα μπορούσε να σώσει 80 ανθρώπους, έφυγε μόνον με 7. Έναν Ασυρματιστή, έναν Υποπλοίαρχο, έναν Ανθυποπλοίαρχο, μιά Εγγλέζα Νοσοκόμα από το Πλήρωμα (ερωμένη του Ανθυποπλοιάρχου) και άλλους τρεις του Πληρώματος, δεν είδα ποιούς. Προφανώς ήσαν οι ναύτες οι διαιρεμένοι για την καθαίρεσή της και την μετέπειτα πλεύση της. Για ευνόητους λόγους δεν καταγράφω τα ονόματα των τριών “Αξιωματικών” οι οποίοι το έσκασαν και έτσι καταρράκωσαν τις Ελληνικές ναυτικές παραδόσεις και λεβεντιά. Το χειρότερο ήταν ότι έδωσαν αφορμή στους ξένους να βυσοδομούν εναντίον μας. Δεν έμαθα ποτέ τι ποινή τους επέβαλε το δικαστήριο της Σύρου για την δειλία και την λιποταξία τους.

Στεκόμουν άλαλος και έβλεπα τη βάρκα να απομακρύνεται σιγά-σιγά από την κόλαση του φλεγομένου πλοίου, το οποίο δημιουργούσε ένα φωτεινό κύκλο μέσα στο σκοτεινό Ατλαντικό. Όσο η τελευταία αυτή βάρκα έβγαινε από το φωτεινό κύκλο και έσβηνε ο ρυθμικός ήχος της μηχανής της, έσβηναν και οι ελπίδες μας.

Τελικά απομείναμε πάνω στο πλοίο γύρω στα 200-300 άτομα χωρίς βάρκα. Ποτέ δεν μάθαμε πόσοι ακριβώς. Περιμέναμε να έλθουν άλλα πλοία προς διάσωση. Το ηθικό μας ήταν καλό.

Ένα Καμαρωτάκι, Έλληνας απο την Αίγυπτο, εμψύχωνε τον κόσμο παίζοντας πιάνο,φορούσε κάλτσες χούλα-χουπ και έλεγε χαριτωμένα: «Τώρα θα χορέψουμε μπαλέτο». Ο Θαλαμηπόλος Π. Αβτζόγλου σήκωσε μιαν ηλικιωμένη κυρία και εχόρεψαν ένα βαλσάκι. Δυστυχώς και αυτός αργότερα ξεψύχησε στα παγωμένα νερά.

Τότε σκέφθηκα ότι θα ήταν καλό να κάνουμε έναν έλεγχο σε όσες καμπίνες μπορούσαμε ακόμη να έχουμε πρόσβαση, μήπως υπήρχαν κάποιοι εγκλωβισμένοι, τραυματίες, ανήμποροι γενικώς, και να τους τραβήξουμε επάνω.

Πήρα ένα-δύο άλλους από το Πλήρωμα και ψάξαμε αλλά δεν βρήκαμε κανένα. Κοίταζα μήπως βρω κανένα σωσίβιο παρατημένο, γιατί ένα που είχα βρει το είχα πετάξει στους δυστυχισμένους όταν αναποδογύρισε η πρώτη βάρκα. Τελικώς δεν βρήκα. Μετά χωρίς συναίσθηση του κινδύνου κατέβηκα στο κατώτερο DECK όπου ήταν η καμπίνα μου για να σώσω την μοναδική μου περιουσία, τα ρούχα μου. Τα παράχωσα βιαστικά σε μια μεγάλη παλιοβαλίτσα που είχα, άρπαξα και ένα αδιάβροχο, που δε χώραγε, στο άλλο χέρι και άρχισα την δύσκολη να ανέβω στα ανοικτά καταστρώματα. Εκεί κάτω φωτιά και καπνό δεν είχε, υπήρχαν όμως πολλά νερά στους διαδρόμους από τις μάνικες κατά την προσπάθεια της πυρόσβεσης. Το πλοίο είχε πάρει αρκετή κλίση από τον καιρό, αλλά και από το τεράστιο βάρος των συσσωρευμένων νερών. Περπατούσα με δυσκολία, σκόνταψα και έπεσα μερικές φορές. Ευτυχώς υπήρχαν φώτα και τελικώς ανέβηκα επάνω.

Μετά βαλθήκαμε με μερικούς άλλους να μαζεύουμε από καμπίνες κουβέρτες για τους λίγους τυχερούς που τους είχαμε ψαρέψει από τις αναποδογυρισμένες σωσίβιες λέμβους και που κινδύνευαν να πάθουν πνευμονία ή κρυοπαγήματα. Βρήκα επίσης και πήρα μαζί μου μερικές κούτες τσιγάρα και τα έδωσα στους συναδέλφους επάνω γιά να καπνίσουν και να ηρεμήσουν. Εγώ ποτέ δεν ήμουν καπνιστής.

Σε ένα τραπεζάκι ενός άδειου σαλονιού βρήκα μια παρατημένη φωτογραφική μηχανή. Άρχισα να τραβώ φωτογραφίες “αναμνηστικές” διαφόρων Επιβατών και Πληρώματος μπροστά στην φωτιά που είχε φουντώσει και έφθανε ψηλότερα και από τις υπερκατασκευές του πλοίου. Είχα ένα κακό προαίσθημα ότι οι Βρετανοί θα κακοποιούσαν την αλήθεια, όπερ και εγένετο. Με τις πόζες αυτές θα απεδείκνυα ότι οι Ελληνες θαλασσινοί, πιστοί στις ναυτικές παραδόσεις και ικανότητές τους χιλιάδες χρόνια, κάνανε ξανά το καθήκον τους. Δεν εγκαταλείψαμε κανέναν, ούτε έγινε πανικός. Μοναδική θλιβερή εξαίρεση η βάρκα των 7 φυγάδων.

Φυσικά σε τέτοιες καταστάσεις δεν μπορεί κανείς να απαιτήσει να πάνε όλα ρολόι όπως προβλέπουν οι σχετικοί Κανονισμοί και τα Οργανογράμματα. Μερικοί Αξιωματικοί είχαν μαζί τις γυναίκες και τα παιδιά τους για να κάνουν Χριστούγεννα παρέα. Ούτε καν σκέφθηκαν να μπούνε σε βάρκα και να το σκάσουν, κολύμπησαν στον παγωμένο Ατλαντικό. Ο αδικοχαμένος Ψυκτικός Μηχανικός Αλ. ΓΙΑΛΙΤΑΚΗΣ, προτού ξεψυχήσει στο νερό εμπιστεύθηκε το διετές αγοράκι του στον Προϊστάμενο Ηλεκτρολόγο Δημ. ΝΙΚΟΛΑΡΑΚΟ που ήταν πρώην Μόνιμος Υπαξιωματικός του Β.Ν. Μόλις είχε αποστρατευθεί και μπαρκάρει στο Εμπορικό Ναυτικό. Η γυναίκα του ΓΙΑΛΙΤΑΚΗ είχε παρασυρθεί από τα κύματα και κολυμπούσε κάπου μακριά. Ο ΝΙΚΟΛΑΡΑΚΟΣ μου είπε μετά 5-6 ημέρες στα γραφεία των δικηγόρων στον Πειραιά, ότι είχε βάλει όλα τα χρήματά του μέσα στις τσέπες του, ένα μάτσο Στερλίνες. Όπως κολυμπούσε με το ένα χέρι και με το άλλο βάσταγε το αγοράκι, το παντελόνι “ήπιε” νερό, βάρυνε και γλύστρησε προς τον βυθό με μία μικρή περιουσία. Ο ίδιος εξυπακούεται ότι έσωσε το αγοράκι, του οποίου επίσης σώθηκε και η μητέρα.

Από τους άλλους Αξιωματικούς ο Α΄ Μηχανικός ΣΕΡΑΦΕΙΜΙΔΗΣ είχε μαζί τη γυναίκα του, Ο Α/Β΄ Μηχανικός Δ. ΚΥΡΙΑΖΑΝΟΣ είχε επίσης τη Γερμανίδα σύζυγό του. Ο Β΄ Μηχανικός Σωκράτης ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ είχε την σύζυγό του και το κοριτσάκι τους Αλεξάνδρα 6 ετών. Ευτυχώς όλοι σώθηκαν. Υπάρχει και φωτογραφία τους στις εφημερίδες της εποχής.

Είδα τον Ύπαρχο να κάθεται στο πεζουλάκι της πισίνας κουκουλωμένος με μια κουβέρτα, μούσκεμα από τις μάνικες, σε άθλια κατάσταση. Έβγαζε αίμα από τη μύτη του και έβηχε άσχημα. Είχε πάθει μεγάλη ζημιά σαν επικεφαλής των Αγημάτων Πυρκαϊάς. Από ό,τι πληροφορήθηκα πολλούς μήνες μετά στην Ελλάδα, η υγεία του είχε υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη.

Ο Α΄ Μηχανικός με διέταξε να πετάω στην θάλασσα τις ξύλινες σεζ-λονγκ, τάχα γιά να μη βρει υλικό η φωτιά και αναπτυχθεί περισσότερο. Εγώ φυσικά υπάκουσα, αλλά μετά από λίγο κατάλαβα το μάταιο, γιατί το καράβι ήταν παμπάλαιο, με πάρα πολλή ξυλεία και γενικώς εύφλεκτα υλικά. Δεν είχε καταιωνιστήρες (SPRINKLERS), ούτε πόρτες πυρασφαλείας.

Είχαμε καταφύγει στο ρεμέτζο πρύμα και τότε φάνηκαν πολύ μακρυά στα 5 μίλια περίπου, τα πρώτα φώτα των πλοίων που ερχόντουσαν σε βοήθειά μας. Ο Α΄ Ραδιοτηλεγραφητής Δημήτριος ΖΕΓΚΙΝΗΣ τους έκανε σήματα ΜORS με έναν φακό. Αλλά επειδή δεν μας έβλεπαν και δεν απαντούσαν, σε συνεννόηση με τον Ηλεκτρολόγο συνδέσανε όλα τα φώτα του πρυμναίου καταστρώματος και τα αναβόσβηνε ο ΖΕΓΚΙΝΗΣ κάνοντας μορς. Αλλά και πάλι δεν απαντούσαν. Ρώτησα τον Πλοίαρχο Ματθαίο ΖΑΡΜΠΗ: “Γιατί δεν απαντούν κ. Πλοίαρχε;”. Και αυτός με μία χαρακτηριστική έκφραση και χειρονομία απορίας μου είπε: “Ξέρω εγώ παιδί μου; Τί με ρωτάς;”.

Ο Β΄ Μηχανικός Π. Β. μας έλεγε με πολύ ήρεμο ύφος, αλλά φανερά στενοχωρημένος: «Πρέπει να πάω στην καμπίνα να πάρω το δακτυλίδι που μου χάρισε η αρραβωνιαστικιά μου». Εγώ προσπαθούσα να τον λογικέψω και του έλεγα: «Είσαι στα καλά σου, οι καμπίνες των Αξιωματικών είναι καμίνι, που θα πας;». Τελικώς μαζί με τους άλλους τον καταφέραμε να μείνει μαζί μας.

Κάποιος μας είπε ότι υπάρχει ακόμη μία βάρκα διαθέσιμη. Ήταν η διπλή (η μία πάνω από την άλλη) πλώρα δεξιά πάνω από την Γέφυρα που δεν είχαν καταφέρει να την κατεβάσουν. Διατρέξαμε όλο το PROMENADE DECK δίπλα από τα φλεγόμενα σαλόνια. Η πολύ ψηλή θερμοκρασία έκανε τις τζαμαρίες να σπάνε και κομματάκια γυαλιά να εκσφενδονίζονται μακριά. Έτρεξα στα τυφλά κρύβοντας το πρόσωπό μου με τις παλάμες για να μην καώ ή κοπώ από τα θραύσματα. Με 2-3 άλλους, δεν θυμάμαι ονόματα, προσπαθήσαμε να σκαρφαλώσουμε για να φθάσουμε στην ξεχασμένη βάρκα, αλλά στάθηκε αδύνατο. Ξαναγυρίσαμε στο χαμηλότερο κατάστρωμα κατάπρυμα, στο ρεμέτζο με τους κάβους και περιμέναμε να έρθουν τα πλοία της βοήθειας. Τότε ήλθε μία γηραιά κυρία και μου είπε ότι η μηχανή που φωτογράφιζα ήταν δική της και την είχε κάπου χάσει. Της την επέστρεψα φυσικά, ανταλλάξαμε διευθύνσεις και την παρεκάλεσα όταν εμφανίσει το φίλμ να μου ταχυδρομήσει αντίγραφα των φωτογραφιών μας. Όμως ουδέποτε έλαβα κάτι, προφανώς η κυρία χάθηκε.

Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν άρχισαν οι εκρήξεις από τα έγκατα του πλοίου. Τότε πολλοί άρχισαν να πηδούν στην θάλασσα. Εκεί έγινε το μεγάλο δράμα. Τα σωσίβια ήταν παλαιού τύπου από φελλό, σκληρά σαν ξύλα. Θα προσπαθήσω να τα περιγράψω. Έμοιαζαν με τις παλάσκες του Βρετανικού και Ελληνικού Στρατού, οι οποίες ήσαν μακρόστενες για να χωρούν τις γεμιστήρες του οπλοπολυβόλου τύπου “ΒREN”. Ήταν λοιπόν πολύ εύκολο να φτάσουν ψηλά μέχρι τον λαιμό και το σαγόνι και να τα σπάσουν.

Πολλοί πηδούσαν από ψηλά όμως επειδή δεν τα είχαν δέσει σφιχτά με την πρόσκρουση στο νερό τους χτύπαγαν στα σαγόνια και τους έσπαγαν τους σβέρκους. Αργότερα όταν με περισυνέλεξε το Αγγλικό Φορτηγό “MONTCALM” βάλανε πολλά πτώματα επάνω στα κλεισμένα αμπάρια τους προς αναγνώριση. Εκεί θυμάμαι ότι είδα τουλάχιστον έναν νεκρό του οποίου τα δόντια της κάτω σιαγόνος του είχαν τρυπήσει και βγει από τα ζυγωματικά οστά. Άλλη μία τέτοια περίπτωση πτώματος μου είχε αναφέρει η τηλεφωνήτρια μας με την οποίαν συνυπηρετούσαμε ξανά μετά από 3 χρόνια στο Υ/Κ “AUSTRALIS”, δεν θυμάμαι το όνομά της.

Η τραγωδία κορυφώθηκε όταν αρκετοί πέταγαν στο νερό σανίδες, πόρτες και ξύλινες πολυθρόνες ώστε να τις χρησιμοποιήσουν μετά κολυμπώντας. Μερικοί δυστυχισμένοι που ήδη κολυμπούσαν έφαγαν στο κεφάλι τα αντικείμενα τα οποία πετιόντουσαν και πήγαν σαν μολύβι στον βυθό.

Αποφάσισα ότι δεν μπορούσα να περιμένω άλλο και ότι έπρεπε να εγκαταλείψω το πλοίο. Σωσίβιο δεν είχα, ούτε είχα βρει κάποιο εφεδρικό από τα κιβώτια που τα βάζαμε γιατί τα πετάξαμε όλα στην προσπάθειά μας να βοηθήσουμε τους ανατραπέντας. Εν πάσει περιπτώσει βρήκα πάνω σε κάτι κουλουριασμένους κάβους ένα σωσίβιο και δίπλα ένα σακκάκι. Προφανώς ανήκε (το σωσίβιο) σε κάποιον Γερμανό του Πληρώματος ο οποίος κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να κολυμπήσει με το σακκάκι του. Συμπέρανα λοιπόν ότι έβγαλε το σακκάκι του και θα φορούσε μετά το σωσίβιο σκέτο. Για κάποιο λόγο δεν ήταν εκεί κοντά, ίσως είχε πάει να βρει κάποιο μαδέρι ώστε να πέσει στην θάλασσα πιο ασφαλής. Εγώ δεν είχα τίποτε και προ του κινδύνου να πνιγώ, δε δίστασα, το άρπαξα και το φόρεσα.

Συμφώνησα να εγκαταλείψω το καράβι με τον Αρχιλογιστή μου Antonio BOGHETTI, Ιταλοέλληνα από την Ρόδο. Αυτός φοβόταν να πέσει μόνος του γιατί ήταν καρδιοπαθής. Του είπα: “Περίμενε να βρω μια σανίδα και έρχομαι”. Έψαξα για κάτι ξύλινο, δεν βρήκα, γύρισα πίσω και ο Προϊστάμενος μου είχε φύγει μόνος του. Τον ξαναείδα μετά από 3,5 χρόνια στην ANCONA. Δεν είχε ξαναμπαρκάρει ποτέ, είχε γίνει ένας επιτυχημένος ναυτικός πράκτωρ.

Έδεσα μίαν ανεμόσκαλα στην κουπαστή και κατέβηκα προσεκτικά στο νερό. Έβαλα το ένα πόδι και δοκίμασα την θερμοκρασία. Είπα στον εαυτό μου σαρκαστικά: “Το θερμοσίφωνο χάλασε”. Ποτέ δεν προσδιόρισα τι ώρα εγκατέλειψα το πλοίο, ίσως ήταν 3 ή 4 το ξημέρωμα. Άρχισα να κολυμπώ όσο μπορούσα γρηγορώτερα παρά το εμπόδιο του σωσιβίου. Έπρεπε να απομακρυνθώ γιατί φοβόμουν ότι μετά τις εκρήξεις πάνω στο πλοίο, ενδεχομένως να χυνόταν το καιόμενο πετρέλαιο στην θάλασσα και να καιγόμαστε όπως συνέβη με το Δ/Ξ “ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΑΡΜΟΝΙΑ” στα στενά του Βοσπόρου δυό χρόνια πριν, και κάηκε όλο το Πλήρωμα που κολυμπούσε.

Γύρω από το πλοίο υπήρχε συνωστισμός ναυαγών. Ευτυχώς η φουσκοθαλασσιά είχε πέσει και τα φώτα του πλοίου άναβαν ακόμη. Επί πλέον η φωτιά φώτιζε σε αρκετή ακτίνα το σκοτεινό πέλαγος. Μερικά μέτρα πιό πέρα βρήκα μίαν αναποδογυρισμένη βάρκα και 20 περίπου άτομα πιασμένα από το σχοινάκι με τις λαβές γύρω της. Πιάστηκα και εγώ.

Παρά την απειρία και την ασχετοσύνη μου είχα μεγάλο θάρρος και ψυχραιμία, δεν καταλάβαινα πως και γιατί. Με φύλαγε ο ΄Αγιος Νικόλαος. Με προσοχή ανέλαβα πρωτοβουλία και άρχισα να κάνω χρήση του ψευτοβαθμού μου. Διέταξα να κολυμπάμε όλοι μαζί ρυμουλκώντας την βάρκα όσο γίνεται μακρύτερα από το φλεγόμενο “ΛΑΚΩΝΙΑ”. Φοβόμουν επίσης μήπως μας παρασύρει η δίνη μαζί του στον βυθό. Άκουγα μέσα στο σκοτάδι φωνές σε διάφορες γλώσσες “Βοήθεια, help, aiuto” κ.τ.λ. Άκουγα λαϊκά τραγούδια που τραγουδούσαν για να πάρουν κουράγιο. Κάποιος Μηχανικός, όπως μου είπε ημέρες αργότερα στην Ελλάδα, τραγουδούσε την “ΜΑΝΤΟΥΜΠΑΛΑ”, επιτυχία της εποχής.

Ένας άλλος, ο προαναφερθείς Π. Β., πιασμένος από μία ξύλινη σεζ-λόνγκ κτυπούσε τα πόδια του και απομακρύνθηκε κάπου 200-300 μέτρα από το φλεγόμενο πλοίο. Μετά συνειδητοποίησε ότι δεν εγνώριζε να κολυμπά και ξαναγύρισε πανικόβλητος στο καράβι. Ακόμη έως σήμερα δεν έχει μάθει να κολυμπάει όπως μου αποκάλυψε.

Κρατιόμαστε συγκεντρωμένοι γιατι έτσι παίρναμε κουράγιο. Κάπου-κάπου καβάλαγα την τρόπιδα (καρίνα) της βάρκας για να ξεκουράζομαι, αλλά ξαναέμπαινα γρήγορα στο νερό που ήταν πιό ζεστό, γιατί έξω πάγωνα στον άνεμο. Κατά την διάρκεια της νύκτας κάποιοι έρχονταν και πιάνονταν από τη βάρκα μας, άλλοι την εγκατέλειπαν, άλλοι πνίγονταν. Κάναμε προσπάθειες να την αναποδογυρίσουμε και να την φέρουμε στα ίσια της για να μπούμε μέσα και να φυλαχθούμε από τους καρχαρίες, αλλά εις μάττην.

Το πρώτο πλοίο που άκουσε το S.O.S. ήταν το Βρετανικό φορτηγό «MONTCALM» 5,000 τόνων υπό τον Πλοίαρχο KEMPTON. Κατέβαινε από το QUEBEC με προορισμό τη CASABLANCA.

Έφθασε στον τόπο της τραγωδίας 02:42 ξημερώματα της 23-12-1963. Έφθαναν βεβαίως και άλλα καράβια συνεχώς. Το Αργεντινό Υ/Κ «SALTA». Το Αμερικανικό «RIO GRANDE», το Βρετανικό «STRΑDENTEN». Έμεναν μακρυά και δεν επλησίαζαν να μας μαζέψουν. Οι 7 που το είχαν σκάσει τους προειδοποιήσαν ότι κολυμπούσαν εκατοντάδες και υπήρχε κίνδυνος να μας κτυπήσουν. Περιμένοντας να φωτίσει εχάθησαν πολλές ώρες και ζωές.

Εν τω μεταξύ είχε σαλπάρει από το GIBRALTAR το Βρετανικό Αεροπλανοφόρο «CENTAUR». Είχαν ήδη φθάσει από πάνω μας Αμερικανικά αεροσκάφη τύπου HC-54D (κάτι σαν DAKOTA). Ανήκαν στο 57th AIR RESCUE SQUADRON με βάση τις Αζόρες. Μας έριχναν κάτι φωτιστικά, τα οποία όπως μας είπαν αργότερα δεν εχρησίμευαν μόνο δια να φωτίζουν μεγάλη επιφάνεια,αλλά περιείχαν ταυτοχρόνως και ειδικά χημικά τα οποία με την καύση τους, απεμάκρυναν τους καρχαρίες. Αυτή ήταν μια μέθοδος που είχε επιτυχία στον τελευταίο Πόλεμο του Ειρηνικού και είχε σώσει αρκετούς Αμερικανούς. Σύντομα έφθασαν και τα Αναγνωριστικά μακράς ακτίνας τύπου SHAKLETON. Ανήκαν στο COASTAL COMMAND της R.A.F

Όταν επί τέλους ξημέρωσε είχαμε μείνει λιγότεροι ναυαγοί πιασμένοι στην βάρκα. Όλο το βράδυ υποβάσταζα και έδινα κουράγιο στον Β΄Αρχιθαλαμηπόλο Γεώργιο ΖΟΥΜΠΟΥΛΗ. Ήταν ο επί κεφαλής Υπαξιωματικός στα Bars του πλοίου. Ήταν ο καλύτερος τότε BARMAN της Επιβατηγού Ναυτιλίας, δυστυχώς όμως ήταν καρδιακός και δεν είχε ούτε σωσίβιο. Σε μία στιγμή ένας Έλληνας Γ΄ Μάγειρος έχασε τις δυνάμεις του και αφέθηκε να παρασυρθεί από το κύμα λίγο παρακάτω. Είπα σε δύο Γερμανούς Θαλαμηπόλους να πάνε να τον φέρουν πίσω.

Εγώ δεν αποτολμούσα να απομακρυνθώ από την υποτιθέμενη σιγουριά της ομάδος μας, που ήταν γύρω από την ανατραπείσα Σωσίβια Λέμβο. Σαν γνήσιος Ρωμιός έκανα οπισθόβουλες σκέψεις ότι ένας καρχαρίας επιτίθεται πιο εύκολα σε ένα μεμονωμένο κολυμβητή – στόχο, παρά σε πολλούς μαζί.

Πράγματι τον έφεραν κοντά μας και τον άρχισα στα χαστούκια και στις μαλάξεις για να τον συνεφέρω. Όταν συνήλθε και μπόρεσα να κοιτάξω τριγύρω, δεν είδα τον Ζουμπούλη. Άρχισα να φωνάζω το όνομά του. Καμμιά απάντηση, όλοι ήσαν γαντζωμένοι αμίλητοι, κάτασπροι περιμένοντας και το δικό τους τέλος. Κολύμπησα γύρω-γύρω προς την άλλη πλευρά της βάρκας, ήταν μεγάλη 5-6 μέτρα, και τον είδα παρασυρμένο περίπου 20 μέτρα μπρούμυτα τουμπανιασμένο να σκαμπανεβάζει ελαφρά στο κύμα. Αυτά όμως τα λίγα μέτρα εκείνες τις στιγμές που μας τριγύριζε ο θάνατος φαίνονταν σαν μίλια.

Με το πρώτο φως της ημέρας τα προστρέξαντα πλοία είχαν καθαιρέσει τις μηχανοκίνητες λέμβους τους και άρχισαν να «ψαρεύουν» επιζώντες και πνιγμένους. Το Βελγικό «CHARLEVILLE» περισυνέλεξε τον Πλοίαρχο Μ. ΖΑΡΜΠΗ και αρκετούς επιβάτες, όμως 6 από αυτούς πέθαναν από τις κακουχίες επί του πλοίου λίγο αργότερα και τους πέταξαν στην θάλασσα.

Οι φλόγες είχαν καταλαγιάσει, αλλά το «ΛΑΚΩΝΙΑ» ακόμα έβγαζε καπνούς. Το Πακιστανικό Φορτηγό «MEHDI» έπεσε δίπλα του και παρέλαβε αρκετούς που δεν είχαν το κουράγιο να το εγκαταλείψουν. Έφθασαν το Αμερικανικό «EXPORTER» και το Γαλλικό «BARACA». Στις 6 το πρωί είχε αναλάβει την πρωτοβουλία το ATLANTIC AIR RESCUE CENTRE της Αμερικανικής Αεροπορίας στο RAMSTEIN της Γερμανίας. Ήταν μια κολοσσιαία επιχείρηση, η μεγαλύτερη σε καιρό ειρήνης. Εκτος από τα HC-54D από τη βάση LAJES ήλθαν και άλλα παρομοίου τύπου της 58th AIR RESCUE SQUADRON, η οποία είχε μόνιμη βάση στην Λιβύη (τότε εβασίλευε ο INDRIS). Αυτά τα αεροσκάφη μεταστάθμευσαν στον NAVAL AIR STATION που ευρίσκετο στη ROTA της Ισπανίας. Από την ίδια Βάση πέταγαν τα βομβαρδιστικά – περιπολικά τύπου SP-2H NEPTUNE του Αμερικανικού Ναυτικού.

Η δική μου ομάδα πλησίαζε «ρυμουλκώντας» την ανατραπείσα λέμβο προς το Φ/Γ «MONTCALM», είμαστε τόσο κοντά που βλέπαμε τη Βρετανική σημαία του. Σημειωτέον ότι ήταν το μόνο πλοίο που είχε κατάλληλο εξοπλισμό ραδιοσυνεννοήσεως και μπορουσε να μιλάει με τα αεροπλάνα και να συντονίζει.

Όταν ακούγαμε τον ήχο μιας μηχανής να μας πλησιάζει πανηγυρίζαμε, όταν απομακρυνόταν απελπιζόμασταν και βρίζαμε την σημαία τους. Αυτοί μας είχαν εντοπίσει αλλά εμείς δεν το ξέραμε, απλώς μάζευαν κάποιους άλλους οι οποίοι τύχαινε να κολυμπάνε πλησιέστερα στα καράβια τους. Είχα αρχίσει να κουράζομαι πάρα πολύ, οι αγκώνες και τα γόνατά μου είχαν κοκκαλώσει και δεν μπορούσα να κινηθώ κανονικά. Ήταν θέμα λεπτών να αφεθώ στο μοιραίο. Μετά από λίγο ευτυχώς μας είδαν και μας μάζεψαν. Δεν μπορούσα να σκαρφαλώσω στην βάρκα λόγω εξαντλήσεως.

Θυμάμαι ένα τεράστιο Άγγλο Ναύτη με γένεια και ένα μεγάλο μαχαίρι με θήκη στην ζώνη του να με σηκώνει σαν κουκλάκι από τον ώμο και από το σώβρακο και να με πετάει μέσα στην βάρκα. Το παντελόνι της στολής είχε γλυστρίσει στο νερό από πριν. Το σώβρακο σχίσθηκε και εγώ καμάρωνα στον Ατλαντικό έχοντας μόνον την αξιοπρέπεια του μπουφάν του BATTLEDRESS με τα σκουριασμένα επώμια μου από την μέση και πάνω. Ποτέ δεν έμαθα τι ώρα σώθηκα. Ο ουρανός είχε λευκά σύννεφα και εγώ είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Ίσως ήταν 10.00 π.μ.

Η βενζινάκατος ανήκε στο “MONTCALM” και είχε μέσα καμμιά 20ριά διασωθέντες. Έτρεμα από το κρύο και την ταραχή. Με ξαπλώσανε στον πάγκο και ακούμπησα το κεφάλι μου σαν σε μαξιλάρι στο πτώμα ενός επιβάτη που ήταν ριγμένο μπρούμητα στον πάγκο. Το πτώμα του μακαρίτη Ζουμπούλη παρά τις φωνές μου το άφησαν στον Ατλαντικό. Όταν φθάσαμε δίπλα στο Φορτηγό τους, δεν είχα κουράγιο να πηδήξω από τη βάρκα και με έβγαλαν σηκωτό. Με οδήγησαν σε ένα λουτρό, πέταξα το μουσκεμένο μπουφάν και το φανελάκι μου και έκανα ένα ζεστό ντούς δια να συνέλθω. Εκεί έχασα και το παμπάλαιο οικογενειακό φυλαχτό που μου είχε δώσει η μάνα μου, το οποίο περιείχε κομματακι Τιμίου Ξύλου. Πιστεύω ότι αυτό με έσωσε. Με βάλανε να ξαπλώσω σε μία κουκέτα. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμα το μέγεθος της συμφοράς. Όταν έφεραν στο «MONTCALM» 15 πτώματα έβαλα τα κλάματα. Τελικώς το «MONTCALM» περισυνέλεξε 86 επιβάτες και 77 πλήρωμα. Οι Άγγλοι μας περιέθαλψαν σχετικώς καλά. Εμένα με επέπληξε αυστηρά ένας Αξιωματικός τους γιατί τόλμησα και πήρα από το «συσσίτιο» δύο σούπες και δύο σάντουιτς προσποιούμενος ότι θα δώσω τη δεύτερη μερίδα σε κάποιον άλλο ναυαγό.

Οι επιβάτες του Υ/Κ «SALTA» και ενός Αγγλικού Υ/Κ με κίτρινη τσιμινιέρα είχαν μαζέψει ρούχα και μας τα είχαν στείλει δια να ντυθούμε. Επίσης υπερίπταντο Αμερικανικά «DAKOTA» από τις Αζόρες και βοηθούσαν στην αναζήτηση. Είχαν προβεί σε ρίψεις πορτοκαλί πλαστικών μπόγων , οι οποίοι περιείχαν μεταχειρισμένες στρατιωτικές κουβέρτες δια να ζεσταθούμε. Επίσης έριχναν και φουσκωτές σχεδίες.

Το πλήρωμα του «MONTCALM» άπλωσαν τα πτώματα πάνω στο κλειστό αμπάρι και ήθελαν να κάνουν αναγνώριση. Προσφέρθηκε ένας Έλληνας Β΄ Αρχιθαλαμηπόλος, ανυπότακτος και ως εκ τούτου μόνιμος Έλληνας κάτοικος Γερμανίας, ονόματι Μάϊκ. Δεν θυμάμαι άλλα στοιχεία του, ήταν ο κλασσικός τύπος του Μπιτσικόμη. Ανέβηκα και εγώ πάνω στο αμπάρι τύπου MacGregor για να βοηθήσω, αλλά ένας άλλος γενειοφόρος Ναύτης με δύο σπρωξιές με πέταξε κάτω προς την κουβέρτα φωνάζοντας «gogo». Μετά μας κλείδωσαν μέσα στο accommodation. Από την πρυμνιά πόρτα του «αλουέ» (διαδρόμου) και μέσα από το φινιστρινάκι της βλέπαμε τους Άγγλους να ψάχνουν τους νεκρούς.

Το ίδιο βράδυ 10:00μμ παραμονή Χριστουγέννων, καταπλεύσαμε στην CASABLANCA όπου μας υποδέχθηκαν με πολλή θέρμη. Μόλις πατήσαμε στην αποβάθρα μας περικύκλωσε κόσμος, δημοσιογράφοι, φωτορεπόρτερς, τηλεοράσεις κλπ. Μας ρωτούσαν με έντονο ενδιαφέρον αν είχαμε φωτογραφίες και μάλιστα πρότειναν και αμοιβή. Υπενθυμίζω ότι είχα επιστρέψει την κάμερα στην γριούλα. Μας ανακοίνωσαν ότι είμαστε φιλοξενούμενοι του Σουλτάνου του Μαρόκου Χασάν Β΄. Σημειωτέον ότι αυτός είχε υπηρετήσει ως Έφεδρος Υποπλοίαρχος του Γαλλικού Πολεμικού Ναυτικού κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.

Καταλύσαμε στο ξενοδοχείο πολυτελείας «TRANSATLANTIQUE». Προτού κοιμηθούμε μας επισκέφθηκε γιατρός και μας ερώτησε εάν χρειαζόμαστε ιατρική φροντίδα. Το πρωί ανήμερα των Χριστουγέννων, ήλθαν και μας πήραν στην Ορθόδοξη εκκλησία οι Έλληνες αδελφοί της εκεί ευημερούσας Παροικίας. Οι πιο πολλοί από εμάς αποποιήθηκαν ευγενικά τις προσκλήσεις γιατί ντρεπόντουσαν να εμφανισθούν με τέτοια χάλια.

Εγώ πάντως πήγα με ένα μπουρνούζι και κάτι παντόφλες. Όπως στεκόμασταν στην τελευταία σειρά του εκκλησιάσματος, από συστολή, ταλαιπωρημένοι, αναμαλλιάρηδες με γένεια, μαυρισμένοι από τον Αφρικανικό ήλιο, κυριολεκτικά ναυάγια, μου ήλθαν στο μυαλό οι περιγραφές των βιβλίων που πήγε ο μπουρλοτιέρης Κωνσταντίνος Κανάρης με τα παλληκάρια του να προσευχηθεί μετά την ανατίναξη της “ΚΑΠΟΥΔΑΝΑΣ” στην Χίο το Πάσχα του 1822. Μετά οι θαυμάσιοι εκείνοι Έλληνες μας πήραν με το ζόρι σπίτι τους να παρακαθήσουμε στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Ήσαν από κάποιο ναυτικό μέρος της Ελλάδας, δεν θυμάμαι ποιο, και είχαν χαμένους συγγενείς τους από ναυάγιο στον πόλεμο.

Ήθελαν να μας κρατήσουν και για το βραδυνό. Εγώ και ο άλλος συνάδελφος, δεν τον θυμάμαι, επιμέναμε να φύγουμε. Μας έκαναν μια μεγάλη βόλτα στην πόλη με την MERCEDES τους. Πήγαμε και στο λιμάνι, κατ’ ευτυχή συγκυρία ήταν το Ελληνικό Κρουαζιερόπλοιο «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ». Συγκινητική υποδοχή από όλο το Πλήρωμα, μας γέμισαν τσιγάρα να τα πάμε στους υπολοίπους Ναυαγούς στο ξενοδοχείο. Κατά το σερβίρισμα του δείπνου το γκαρσόνι με είδε μαύρο και άραχνο με τα γένεια κ.λ.π. και με ρώτησε στην Γαλλική αν ήμουν Άραβας.

Την επομένη των Χριστουγέννων γυρίσαμε με ναυλωμένο αεροπλάνο στην Αθήνα. Είχα υποστεί διάφορες θλάσεις και πνευμονία. Έμεινα κλινήρης στο σπίτι μου 3-4 μέρες, αλλά διά να θεραπευθώ πλήρως εισήλθα αργότερα στο νοσοκομείο και παρέμεινα 39 ημέρες. Όταν με εκάλεσαν στο Ανακριτικό Τμήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, αδυνατούσα να προσέλθω λόγω υγείας, αλλά μου έστειλαν μια καμιονέτα δια την μεταφορά μου. Με εξέτασε ο τότε Πλωτάρχης Νέστωρ ΦΩΚAΣ, εξαίρετος Αξιωματικός, έκανε θαυμάσια δουλειά.

Σε μία στιγμή εδίστασα, δεν ήξερα πως να του πω την λέξη φινιστρίνι στην «κοινοβαρβαρική» ή στην «καθαρευουσιάνικη», παραφωτίς. Ο αείμνηστος ΦΩΚΑΣ μου είπε: «Ηλία, πες τα μου όπως τα ξέρεις εσύ. Εγώ ήμουν Καπετάνιος στις νηοπομπές στον Πόλεμο και τα καταλαβαίνω όλα. Δεν είμαι από την Πάντειο».

Όταν τελείωσα και υπέγραψα, πηγαίνοντας προς την πόρτα, σταμάτησα και τον ρώτησα: «Κύριε Πλωτάρχα, πείτε μου την αλήθεια. Εσείς εξομολογήσατε τόσους διασωθέντες. Ήταν όντως δολιοφθορά των Εγγλέζων επειδή τους παίρναμε όλους τους επιβάτες μέσα από το λιμάνι τους; Γιατί έτσι λένε στην πιάτσα μας». Ο ΦΩΚΑΣ με χτύπησε φιλικά στον ώμο και είπε: «Άστα ρε Μεταξά, κάνε τον σταυρό σου που σώθηκες και πήγαινε στην ευχή του Θεού». Μετά 10 μήνες περίπου, τέλος 1964, με εκάλεσαν για μια Τακτική Ανάκριση, σε κάποιο παλαιό, γκρίζο, θλιβερό κτήριο, γωνία Πανεπιστημίου και Κριεζώτου (ή Βουκουρεστίου) δεν θυμάμαι ακριβώς. Επειδή υπηρετούσα τη θητεία μου στο Β.Ν. πήγα ντυμένος Ναύτης. Εν πάσει περιπτώσει, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω ούτε τα πορίσματα των Ανακρίσεων, ούτε τις Αποφάσεις των Δικαστηρίων.

Μετά σχεδόν 30 χρόνια, τον Αύγουστο του 1993, ξαναβρέθηκα με το Κ/Ζ «ΟΡΦΕΥΣ» στην Καζαμπλάνκα. Το απόγευμα, κάνοντας μιά βόλτα στην πόλη και τελείως τυχαία, χωρίς να το καταλάβω, τα βήματά μου με έφεραν έξω από ένα αρχοντικό κτήριο Γαλλικής αρχιτεκτονικής της Belle Epoque των αρχών του 20ου αιώνος. Ήταν όμως εγκαταλελειμένο. Η θαυμάσια εξώπορτα με τα σκαλιστά μάρμαρα και τα περίτεχνα καγκελάκια ήταν «σφαλισμένη» με κάτι σανίδια καρφωμένα σταυρωτά.

Άθελά μου κοίταξα προς τα επάνω και είδα σκαλισμένη την επιγραφή «HOTEL TRANSATLANTIQUE». Βεβαίως η χρυσή μπογιά είχε σβύσει προ πολλού. Όμως οι δικές μου αναμνήσεις δεν θα σβήσουν ποτέ. Δεν ντρέπομαι να γράψω ότι έστεκα εκεί μερικά λεπτά βουβός και δακρυσμένος.

Η θύμιση τόσων αδικοχαμένων μέσα στον παγωμένο Ατλαντικό θα είναι πάντα μια πληγή για μας που έτυχε και σωθήκαμε. Ας είναι το γράψιμο τούτο ένας μικρός φόρος τιμής στη μνήμη τους, ας είναι ένα ταπεινό κερί που ανάβουμε μπροστά στον Αϊ Νικόλα για την ανάπαυσή τους. Και να φρονηματίζει τους νέους ναυτιλομένους και υπευθύνους, να αποφεύγουν παραλείψεις που μπορεί να έχουν ανάλογες δραματικές συνέπειες.

Print Friendly, PDF & Email