Υποναύαρχος (Ο) Δημήτριος Γεωργαντάς ΠΝ ε.α.

Ιωάννα – Θεοδοσία Γεωργαντά, Γεωλόγος

 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

 «Πάθει μάθος – κατακτούμε τη γνώση μόνο υποφέροντας» Αισχύλος

  1. Βιογραφικά στοιχεία

Ο Αισχύλος ο Ελευσίνιος (525 ή 524 π.Χ. – 456 π.Χ.) ήταν ο σημαντικότερος των τριών μεγάλων δραματουργών της κλασικής Αθήνας, των οποίων έχουν σωθεί ολοκληρωμένα έργα. Ήταν γόνος του ευγενούς γαιοκτήμονα Ευφορίωνα, του γένους των Κοδριδών. Έλαβε μέρος είκοσι πέντε ετών στους δραματικούς αγώνες, κατά την 70η Ολυμπιάδα (499/496 π.Χ.), όταν διαγωνίσθηκε εναντίον των δραματικών ποιητών Πρατίνα και του Χοιρίλου, αλλά απέτυχε. Ήταν Αθηναίος πολίτης που σε ηλικία 35 ετών πολέμησε ηρωικά στο Μαραθώνα (490 π.Χ.) κατά των Περσών, ενώ είχε και δυο αδέλφια, που επίσης πολέμησαν στη εν λόγω μάχη, τον Αμείνιο και τον Κυναίγειρο. Ο τελευταίος μάλιστα πέθανε στον Μαραθώνα στη προσπάθεια του να κρατήσει με τα χέρια του, καθώς ήταν χειροδύναμος και πιθανότατα παλαιστής, ένα πλοίο των Περσών πριν βγει στα ανοιχτά. Όλη η οικογένειά του φλογίζονταν από πατριωτισμό και γενναιότητα. Αυτή η συμμετοχή του απηχεί στον θεατρικό και ποιητικό στίβο, αυτή ακριβώς την ιστορική στιγμή της πόλεως, την ερμηνεύει ιδεολογικά, πολιτικά και φιλοσοφικά και ερμηνεύεται από αυτήν.

Από το 499 π.Χ. μέχρι το 469 π.Χ. λάμβανε μέρος στους δραματικούς αγώνες και κέρδισε πολλές πρώτες νίκες, όταν ήταν ακόμη 26 ετών. Το έτος 468 π.Χ. νικήθηκε από τον νεότερό του Σοφοκλή, που πρωτοεμφανιζόταν στους θεατρικούς αγώνες. Από τότε κέρδιζε πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Στο έργο του συμπυκνώνεται η έννοια του δικαίου και η συνείδηση του ποιητή ως μαχόμενου πολίτη. Από τα έργα του που είναι γεμάτα πυθαγόρειες ιδέες συμπεραίνεται ότι ήταν οπαδός του Πυθαγόρα του Σάμιου. Ο ίδιος πίστευε ότι το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα. Ήταν ήδη μεγάλος, 45 ετών, και δεν είχε τις απαραίτητες σωματικές δυνάμεις ώστε να λάβει μέρος ως πλήρωμα τριήρους στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τις πληροφορίες από τη ναυμαχία μάλλον τις συνέλεξε από τους Αθηναίος, πρωτεργάτες της ναυμαχίας, αλλά και από προσωπική του εμπειρία, καθόσον πιθανότατα έβλεπε τη ναυμαχία από τη Σαλαμίνα, όπου είχαν καταφύγει όλοι οι κάτοικοι της Αθήνας. Πιστεύεται ότι συμμετείχε στα Ελευσίνια Μυστήρια, στη λατρεία της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Στην κολοφώνα της ζωής του ταξίδεψε στη Σικελία, στην αυλή του ισχυρού φιλόσοφου τυράννου Ιέρωνα, που καλούσε μεγάλους καλλιτέχνες της εποχής του στις Συρακούσες. Εκεί έγραψε την τραγωδία «Αιτναία» και παρουσίασε για δεύτερη φορά την τραγωδία του «Πέρσαι». Οι «Πέρσαι» ήταν το κατάλληλο έργο για τον Ιέρωνα, πολεμικό αρχηγό των Ελλήνων της Δύσης, καθόσον αποτελούσε εγκώμιο της ελληνικής πολεμικής αρετής. Ταξίδεψε δεύτερη φορά στη Σικελία, πιθανώς εξαιτίας της διαφωνίας του με το αθηναϊκό κοινό, όπως παρουσιάζεται στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη.

Πέθανε στη Γέλα το 456/455 π.Χ. κατά την δεύτερη επίσκεψή του και λέγεται ότι σκοτώθηκε όταν δέχτηκε στο κεφάλι του μία χελώνα, που έριξε από ψηλά ένας αετός, ώστε να σπάσει το καβούκι της και να τη φάει. Οι Αθηναίοι διασφάλισαν την υστεροφημία του μεγάλου τραγικού ποιητή, ψηφίζοντας νόμο σύμφωνα με τον οποίο επιτρεπόταν όποιος ήθελε να συμμετάσχει στον διαγωνισμό με έργα του Αισχύλου. Οι δύο γιοι του, Ευαίων και Ευφορίων, έγραψαν επίσης τραγωδίες, όπως και ο Φιλοκλής, γιος της αδελφής του. Ο Ευφορίων μάλιστα νίκησε και τον πατέρα του και τον Σοφοκλή στους δραματικούς αγώνες. Έγραψε περί τις 70 με 90 τραγωδίες και δράματα. Από αυτά σώζονται σήμερα επτά ολόκληρα και 400 αποσπάσματα και σπαράγματα από τα υπόλοιπα. Όταν πέθανε, ο Αισχύλος, ενώ θα μπορούσε να μνημονεύσει στο επιτύμβιό του τα μεγάλα επιτεύγματά του ως ποιητής, αυτό που ζήτησε να γραφεί στο τάφο ήταν το επίγραμμα, με το οποίο τόνισε τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα:

«Κάτω από αυτό το λίθο βρίσκεται ο Αισχύλος

Γιος του Ευφορίωνα, Αθηναίος,·      

που χάθηκε στη σιτοφόρο γη της Γέλας.

Για την τιμημένη γενναιότητά του μπορεί

να μιλήσει το άλσος του Μαραθώνα

ή ο μακρυμάλλης Μήδος που την ξέρει καλά.»

  1. Τα Έργα

Ο Αισχύλος υπήρξε ο αρχαιότερος των Αθηναίων δραματουργών της κλασικής Αθήνας. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του είναι η ποιητική του μεγαλοφυΐα και ο σχεδόν διονυσιακός του ενθουσιασμός. Τα έργα του τα έγραψε σαν να κατέχονταν από θεόσταλτη μανία και δώρο θείας έμπνευσης και ίσως λιγότερο από δημιουργία τέχνης. Από τα επιγραφικά στοιχεία που υπάρχουν η πρώτη του νίκη στους δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων σημειώθηκε το 484 π.Χ. και την ακολούθησαν άλλες 12. Στο λεξικό Σούδα αναφέρονται 28 νίκες, γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση ότι έργα του κέρδισαν την πρώτη θέση και μετά θάνατον. Το 472 π.Χ. πήρε την νίκη στους δραματικούς αγώνες των «εν Άστει Διονυσίων» με το έργο του «Πέρσαι»[1]. Το 468 π.Χ. διαγωνίσθηκε με τον Σοφοκλή, παίρνοντας την δεύτερη θέση, αλλά τον επόμενο χρόνο (467 π.Χ.) νίκησε με τη «Θηβαϊκή τριλογία» και το 458 π.Χ. με την τριλογία «Ορέστεια». Η αισχυλική δραματουργία εξελίσσεται από τα πρώιμα στα ωριμότερα σωζόμενα έργα του. Εφάρμοσε σημαντικές καινοτομίες. Χρησιμοποιούσε θεατρικά σκηνικά και επιμελούνταν ο ίδιος τη σκηνική παρουσία των υποκριτών. Παρουσίαζε τους υποκριτές του με εντυπωσιακότερα ρούχα, βελτίωσε τις θεατρικές τους μάσκες (προσωπεία) και τους φόρεσε κοθόρνους, ώστε το ανάστημά τους να είναι επιβλητικότερο. Λέγεται ότι στη διάρκεια των «Ευμενίδων», από την «Ορέστεια», όταν στη σκηνή εμφανίστηκαν οι Ερινύες, όσες εγκυμονούσες παρακολουθούσαν την παράσταση, απέβαλαν. Πρόσθεσε και δεύτερο υποκριτή (δευτεραγωνιστή). Μείωσε τα χορικά και τα μέλη  των χορικών σε 12 άνδρες. Σκόπευε με τις αλλαγές του να παρασύρει τους θεατές του στη γοητεία της θεατρικής ψευδαίσθησης. Εισήγαγε την τριλογία, δηλαδή τρεις τραγωδίες που αναφέρονταν στο ίδιο θέμα και στις οποίες αθροίζονταν και ένα σατυρικό δράμα. Ο ίδιος συμμετείχε στις παραστάσεις του, είτε ως υποκριτής είτε ως μέλος του χορού. Γνωστά σωζώμενα έργα του αποτελούν: «Πέρσαι» (472 π.Χ.), «Αιτναίαι» (470 π.Χ.), «Επτά επί Θήβας» (467 π.Χ.), «Ικέτιδες» (463 π.X.), «Προμηθεύς Δεσμώτης» και «Ορέστεια» [τριλογία] (458 π.Χ.), αποτελούμενη από τις τραγωδίες «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι», «Ευμενίδες». Το έργο «Προμηθεύς Δεσμώτης» αμφισβητείται ότι είναι δικό του, και ενδεχομένως ανήκει στον γιο του Ευφορίωνα.

  1. Η Τραγωδία «Πέρσαι»
Τραγωδία “Πέρσαι” σε σκηνοθεσία Καρόλου Κούν.

Η τραγωδία «Πέρσαι»[2] είναι το πρωιμότερο έργο του Αισχύλου που διασώζεται. Παρουσιάστηκε στους δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων στο θέατρο Διονύσου της Αθήνας, το 472 π.Χ., όπου κέρδισε το 1ο βραβείο. Είναι μία πραγματική ιστορική μαρτυρία ενός σημαντικού γεγονότος για την τύχη της Ελλάδος και της Ευρώπης, της απόκρουσης της επίθεσης του Πέρση βασιλιά Ξέρξη Α΄ (519-475 π.Χ.) στην Ελλάδα. Γίνεται λεπτομερειακή αφήγηση της ναυμαχίας της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), περιγράφοντας με ποιητική δεινότητα ό,τι είδε. Η αφήγηση του της ναυμαχίας της Σαλαμίνας είναι καλύτερη ακόμη και από τον ιστορικό Ηρόδοτο, που έγραψε σαράντα χρόνια μετά και με άφθονο υλικό και προσεκτικά διαλεγμένο.  Η πλοκή της τραγωδίας τοποθετείται στα Σούσα[3], την περσική πρωτεύουσα. Η ήττα του περσικού στόλου εμφανίζεται από την οπτική γωνία όχι των νικητών (Ελλήνων), αλλά από την πλευρά των ηττημένων (Περσών). Κύριο μέλημα του Αισχύλου είναι η έμμεση και όχι η άμεση εξύμνηση της ελληνικής ανδρείας. Εξαίρεται το ελληνικό ιδεώδες της ελευθερίας, το οποίο αντιδιαστέλλεται προς τον ανατολικό δεσποτισμό. Ο θεατής μαθαίνει τον θρίαμβο των Ελλήνων στη Σαλαμίνα, όχι από τους Έλληνες αλλά από τον Πέρση αγγελιαφόρο, που μεταφέρει στους συμπατριώτες του την είδηση της μεγάλης ήττας. Μετά από λίγο και ο ίδιος ο Ξέρξης Α΄ έχει επιστρέψει από την Ελλάδα κουρελιασμένος και βεβαιώνει τον αφανισμό του στρατού του και του στόλου του. Ο Χορός της τραγωδίας θεωρώντας τον βασιλιά υπεύθυνο για την καταστροφή, τον ρωτά με αμείλικτο ύφος κατηγόρου, που είναι τώρα οι άλλοτε ανίκητοι στρατηγοί του! Επιβλητικό είναι το γεγονός ότι όλα τα ονόματα είναι περσικά. Σε ένα μόνο σημείο, εξιστορεί το πολεμικό τέχνασμα των Ελλήνων και εξαίρει το στρατηγικό δαιμόνιο του Θεμιστοκλή, ο οποίος έστειλε τον δούλο του για να μεταφέρει την ψεύτικη είδηση ότι οι Έλληνες ετοιμάζονταν να υποχωρήσουν στον Ισθμό. Το συγκινησιακό βέρος της τραγωδίας δεν βασίζεται στον θρίαμβο των Ελλήνων, αλλά στην συντριβή των Περσών και στις συνέπειες που είχε αυτή η συντριβή στην Περσία. Η τοποθέτηση της δράσης στα Σούσα και η αποκλειστική συμμετοχή Περσών ηρώων κατέστησε δημοφιλή την τραγωδία.

Επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην τραγωδία του είναι η ονομαστική απαρίθμηση των αρχηγών της περσικής εκστρατευτικής δύναμης. Ένας μακρύς κατάλογος ονομάτων δημιουργεί συναισθήματα δέους για την συντριπτική υπεροπλία των Περσών. Η απαρίθμηση των ονομάτων συνεχίζεται για αρκετούς στίχους, δημιουργώντας την αίσθηση αναρίθμητης και ανίκητης στρατιωτικής υπερδύναμης. Όταν όμως ακούγεται η αγγελία της περσικής συντριβής, το μοτίβο της απαρίθμησης των πολεμιστών αποκτά χαρακτήρα δυσοίωνο. Στο τέλος της τραγωδίας το μοτίβο της απαρίθμησης ακούγεται ως προσκλητήριο πεσόντων.

Το κεντρικό θέμα της τραγωδίας, εκτός από την τόνωση του πατριωτισμού των Ελλήνων θεατών, είναι η ιδέα ότι ο πλούτος τρέφει την αλαζονεία. Οι θεοί φθόνησαν την κυριαρχία ενός ανθρώπου πάνω στην Ασία και την Ευρώπη. Ο βασιλιάς Ξέρξης Α΄ έκανε αμαρτήματα, για τα οποία ο κλασικός κόσμος αισθάνονταν αποτροπή. Έκαψε ναούς, γκρέμισε αγάλματα θεών, κατέστρεψε τον Προπαρθενώνα, μαστίγωσε και έδεσε τη θάλασσα. Η Αθήνα αποτέλεσε το όργανο στο θεϊκό χέρι και οι Πέρσες, που δεν γνωρίζουν τη σοφία της τήρησης του μέτρου «μηδέν άγαν», είναι τα θύματα. Στην τραγωδία διακρίνονται καθαρά δύο βασικές έννοιες, που για τον Έλληνα της κλασικής εποχής, αποτελούσαν αδιάσπαστη ενότητα. Η Άτη, την οποία στέλνουν οι θεοί στους ανθρώπους για να θολώσει το μυαλό τους, να τους ξεγελάσει και να φθάσουν στην Ύβρη, στην υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων. Έτσι, και η περσική αυτοκρατορία υπερέβη το μέτρο που της ήταν καθορισμένο, και η Ύβρης του Ξέρξη Α΄ υλοποιήθηκε, όταν αυτός τάραξε τα στοιχεία της φύσης και έκανε τη θάλασσα στεριά με την κατασκευή των τεράστιων πλοιογεφυρών στον Ελλήσποντο.

Κορυφαίο σημείο της τραγωδίας είναι το περίφημο ανακάλημα του φαντάσματος του Δαρείου Α΄ (550-486 π.Χ.). Οι αναφορές του Δαρείου Α΄ δεν έχουν σκοπό να εξηγήσουν τις αιτίες της ήττας του Ξέρξη Α΄, αλλά να απευθύνουν προειδοποιήσεις στους Αθηναίους και τους άλλους Έλληνες ότι τα λόγια του Δαρείου Α΄ για τα αποτελέσματα της οίησης, της ύβρεως, της αλαζονείας κ.α. δεν έχουν αποδέκτη τους Πέρσες ή τον Ξέρξη Α΄, αλλά τους Αθηναίους και τους άλλους Έλληνες. Είναι η εποχή που η Αθήνα αναδεικνύεται σε κορυφαία πολιτική και ναυτική δύναμη, δημιουργώντας την αθηναϊκή ηγεμονία και την κυριαρχία της σε μεγάλο μέρος του πανελλήνιου κόσμου. Ο Αισχύλος προειδοποιούσε ότι «όταν ανθήσει η υπεροψία, μεστώνει της καταστροφής το στάχυ, κι  έχεις μονάχα δάκρυα να θερίσεις». Θα ακολουθήσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος και η εξαφάνιση της στρατιωτικής – πολιτικής και πνευματικής ηγεμονίας της Αθήνας.

Η τραγωδία γράφτηκε κατά παραγγελία για την τελετή εορτασμού της εθνικής νίκης στη Σαλαμίνα,. Η πατριωτική ποίηση δεν είναι  γραμμένη για να εκφράσει ποιητική έμπνευση ή έξαρση, αλλά κάποιο ξένο συναίσθημα. Προέχει η διήγηση και η περιγραφή και τα πρόσωπα ουσιαστικά στρατεύονται στις ανάγκες απεικόνισης των γεγονότων, τα οποία διαδέχονται το ένα το άλλο. Το έργο έχει περισσότερο τη μορφή έπους και εξιστορεί κινηματογραφικά μία διαδοχική σειρά εικόνων. Τα γεγονότα επέρχονται σαν μοιραίο αποτέλεσμα μιας μυστηριώδους θέλησης και μία σκοτεινή μοίρα δείχνει τον δρόμο τους. Η ίδια μοίρα διέπει όλα τα έργα του.

  1. Γλώσσα και Ύφος

Η γραφή του Αισχύλου είναι σε υψηλή ποιητική γλώσσα και το περιεχόμενο και το ύφος σκοτεινό με τολμηρούς νεολογισμούς, καινοφανείς σύνθετες ή πολυσύνθετες λέξεις και περίπλοκη και δυσνόητη σύνταξη. Η αλληλουχία σύνθετων ή πολυσύνθετων επιθέτων δημιουργεί στεντόρεια μεγαλοστομία και μεγαλοπρέπεια. Ο Αριστοφάνης στο έργο του «Βάτραχοι» σατιρίζει τη γλώσσα του Αισχύλου ως τραγική. Το ύφος του δημιουργούσε στους θεατές δέος, όπως αυτό που νιώθει ο πολεμιστής που αντικρίζει στο πεδίο της μάχης τα τρομερά λοφία από τα κράνη του εχθρικού στρατού. Με την τολμηρή και διαρκή χρησιμοποίηση μεταφορών μετέδιδε την αντανάκλαση του πράγματος κοντά στο πρωτότυπο, ώστε να το φωτίζει, ανυψώνει, διευρύνει και λαμπρύνει. Άλλο βασικό γνώρισμα των έργων του είναι η ανυπέρβλητη πυκνότητα. Κάθε λέξη του γίνεται φορέας πολλαπλού και πολυεπίπεδου σημασιολογικού φορτίου.

  1. Επίδραση

Ο Αισχύλος θεωρείται ο μέγιστος τραγικός του αρχαίου κόσμου, ο ανεπανάληπτος σε μεγαλείο, δύναμη και προφητικούς οραματισμούς. Στα έργα του υμνεί τους ελευθερωτές της Ελλάδος. Στο τραγικό του έργο «Προμηθέας» παρουσίασε την οδυνηρή ανθρώπινη εποποιία του ανθρώπου επάνω στη γη. Επηρέασε σημαντικά τους μεταγενέστερους συγγραφείς, οι οποίοι θα εμπνευστούν από αυτόν, όπως οι γιοι του Ευφορίων και Ευαίων, ο ανιψιός του Φιλοκλής, ο Σοφοκλής (496-406 π.Χ.), ο Ευριπίδης (480-406 π.Χ.), ο Αριστοφάνης (445-386 π.Χ.), ο Πολύβιος (200-118 π.Χ.), ο Λατίνος Σαλλούστριος (85-35 π.Χ.), ο Τάκιτος (52-120 μ.Χ.), ο Βυζαντινός Προκόπιος (τέλη του 5ου αιώνα μ.Χ.), ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616), ο Pierre Corneille ή Πιέρ Κορνέιγ (1606-1684), ο Τζον Μίλτον (1608-1674) που έγραψε το 1671 το έργο «Συμεών Αγωνιστής», ο Ρακίνας ή Ζαν Ρασίν (Jean Racine) (1639-1699), ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε (1749-1832), ο Λόρδος Βύρων (1788-1824), ο Πέρσι Σέλλεϋ (1792-1822) που έγραψε το έργο «Προμηθέας Λυόμενος», ο Βίκτωρ Ουγκώ (1802-1885), ο Γερμανός συνθέτης Ρίχαρντ Βάγκνερ (1813-1883), ο Καρλ Μαρξ (1818-1883), ο Ευγένιος Ο’Νήλ (1888-1953) που έγραψε το έργο «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», ο Ζαν Πωλ Σαρτρ (1905-1980), ο Γεώργιος Σεφέρης (1900-1971), κ.α..

  1. Το Τέλος

Ο Αισχύλος το 465 π.Χ. χάνει το πρώτο βραβείο των δραματικών αγώνων των Μεγάλων Διονυσίων από τον νεώτερο του αντίπαλο Σοφοκλή και πικραμένος αυτοεξορίζεται στην αυλή του βασιλιά Ιέρωνα των Συρακουσών. Απεβίωσε το 456 π.Χ. (σε ηλικία 69 ετών) στη Γέλα της Σικελίας και η Αθήνα έχασε τον τραγικότερο των ποιητών της. Αξίζει να αναφερθεί ότι από την αχαριστία των Αθηναίων ο μεν Μιλτιάδης, ο στρατηγός του στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) πέθανε το 489 π.Χ. στη φυλακή από γάγγραινα, ενώ ο Θεμιστοκλής, ο νικητής της ναυμαχίας της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) απεβίωσε το 460 π.Χ. ξεχασμένος στη Μικρά Ασία, ως σατράπης του γιου του Ξέρξη Α΄, Αρταξέρξη Α΄.

 

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

«Όποιος έχει μελετήσει τον Πελοποννησιακό πόλεμο, γνωρίζει όλα τα τεχνάσματα της πολιτικής και της στρατηγικής.» Ουίνστον Τσόρτσιλ (1874-1965)

  1. Βιογραφικά στοιχεία

Ο Θουκυδίδης (460 – 399 π.Χ.), σπουδαίος πολιτικός και ιστορικός, γιος του Ολόρου, γεννήθηκε στο Δήμο Αλιμούντα της Αττικής (σημερινό Άλιμο), από πλούσια αριστοκρατική οικογένεια, η οποία είχε δεσμούς με το βασιλικό οίκο της Θράκης, τους μεγάλους στρατηγούς Μιλτιάδη και Κίμωνα, καθώς και με τους Πεισιστρατίδες. Το έτος γέννησής του, ο Θεμιστοκλής, ο ηγέτης της Αθήνας στη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνας, θα πεθάνει εξόριστος στην αυλή του Πέρση αυτοκράτορα Αρταξέρξη Α΄ (465-424 π.Χ.). Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, αυτοκτόνησε προκειμένου να αποφύγει την ηγεσία του Περσικού στόλου εναντίον της Αθήνας στην Αίγυπτο, οι οποίοι Αιγύπτιοι είχαν επαναστατήσει κατά των Περσών. Επίσης, είναι τεσσάρων ετών όταν πεθαίνει ο σπουδαίος τραγικός ποιητής της Αθήνας, Αισχύλος και έτσι δεν πρόλαβε να παρακολουθήσει τον γίγαντα της δραματικής ποίησης να διαγωνίζεται στα Μεγάλα Διονύσια στο θέατρο Διονύσου. Τα στοιχεία για τη ζωή του απορρέουν άμεσα ή έμμεσα από το έργο του, τη «συγγραφή» του, όπου αναφέρεται ότι κατείχε μεταλλεία χρυσού στη Θράκη, στη Σκαπτή Ύλη, απέναντι από τη Θάσο και κοντά στο όρος Παγγαίο. Η παιδική και η εφηβική ηλικία του ταυτίζεται με τα χρόνια της ακμής της Αθήνας, της ακμής του Περικλή (495/494-429)[4], τον οποίο θαυμάζει και εγκωμιάζει στο έργο του. Τα πλούτη του πατέρα του, του επέτρεψαν να λάβει εξαιρετική μόρφωση και παιδεία. Νεότατος άκουσε τον Ηρόδοτο[5] να διαβάζει τμήμα από τις ιστορίες του στην Αθήνα και υπήρξε μαθητής του Αναξαγόρα[6] και του ρήτορα Αντιφώντα[7], την αρετή των οποίων εξαίρει στο σύγγραμμά του. Πέραν των ανωτέρω στην πνευματική του διαμόρφωση επέδρασαν και άλλοι σοφοί που συνέρρεαν στην Αθήνα. Η σεμνότητα του ήθους του, η άμεμπτη ζωή του, η αυστηρότητα του ύφους του, διακρίνονται και στα χαρακτηριστικά της μορφής του. Επίδραση στη συγγραφή του άσκησε το ύφος του Γοργία, η λάμψη των τραγικών (τρόπος παρουσίασης και εξήγησης των δραματικών γεγονότων, παρουσίαση ιστορικών χαρακτήρων) και η ιατρική του Ιπποκράτη (αυστηρός καθορισμός θέματος, εξοικείωση με ιατρικούς όρους). Δέχθηκε μεγάλη επιρροή από το κίνημα των σοφιστών[8] (αντίθεση φύσης – νόμου, συμπεριφορά ανθρώπων στον πόλεμο). Ο Πλάτωνας αναφέρει στο έργο του «Φαίδρος» ότι μαζί με τον συνομήλικό του Σωκράτη και τον Ευριπίδη, υπήρξε μαθητής του σοφιστή Πρόδικου του Κείου (465-395 π.Χ.). Ο τόσο πυκνός και βαθυστόχαστος Θουκυδίδης χρωστά πάρα πολλά στον Πρόδικο, καθόσον συχνά επαναλαμβάνει στους λόγους του διακρίσεις δανεισμένες από αυτόν. Ο πιο ισχυρός παράγοντας και συντελεστής της μόρφωσης του ήταν η Αθήνα, η οποία στα χρόνια του ήταν το πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο όλης της Ελλάδας με το δημοκρατικό της πολίτευμα, την αίγλη και την οικονομική της ευρωστία. Ο ίδιος τη θεωρεί σχολείο όλης της Ελλάδας: «Ξυνελών τε λέγω την τε πάσαν πόλιν της Ελλάδος παίδευσιν είναι».

Ο Θουκυδίδης πιθανότατα συμμετείχε στην εκστρατεία του 426 στην Αιτωλία και στις ναυμαχίες του Κορινθιακού κατά το 428 π.Χ. υπό τις διαταγές των στρατηγών Δημοσθένη και Φορμίωνα, με τους οποίους ήταν στενός φίλος. Κατά την διάρκεια του λοιμού των Αθηνών βρισκόταν στην πόλη, γράφοντας τον περίφημο Επιτάφιο του Περικλή το 429 π.Χ. Η τύχη όμως φάνηκε δυσμενής για τον μέγιστο αυτό άνδρα! Το 424 π.Χ., όταν εκλέχθηκε στρατηγός, κατά το όγδοο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου και στάλθηκε με μικρή μοίρα του αθηναϊκού στόλου να επιβλέπει τα παράλια της Θράκης. Η αξιολογότερη πόλη της περιοχής ήταν η Αμφίπολη, στις εκβολές του Στρυμόνα, υπερπολύτιμη για τους Αθηναίους λόγω της στρατηγικής της θέσης για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου (χρυσού) της Χαλκιδικής. Ο Θουκυδίδης όμως δεν πρόλαβε, λόγω άπνοιας των ανέμων να σώσει την πόλη από το Σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα[9], ο οποίος την κατέλαβε αιφνιδιαστικά. Οι Αθηναίοι «έφεραν βαρέως» την απώλεια της Αμφίπολης, τον κατηγόρησαν για προδοσία και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Διέφυγε, ευτυχώς, την εκτέλεση, εγκαταλείποντας την πατρίδα του και αυτοεξορίστηκε επί είκοσι έτη. Η φυγή του ωφέλησε την ιστορία των γραμμάτων, καθόσον βρήκε χρόνο να περιηγηθεί τόπους που είχαν γίνει θέατρο του πολέμου και απερίσπαστος να τον μελετήσει και να τον καταγράψει. Η εξορία του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί με την έρευνα, να ταξιδέψει και να συλλέξει πληροφορίες, να παρακολουθεί με άνεση χρόνου τις εξελίξεις του Πελοποννησιακού πολέμου, τη σοβαρότητα και τις διαστάσεις του οποίου είχε προβλέψει. Διαφαίνεται ότι επισκέφτηκε την Ιταλία και την Σικελία, όπως διαπιστώνεται από τη σαφή αφήγηση των πολεμικών γεγονότων στη Σικελία, κατά την καταστροφική εκστρατεία των Αθηναίων. Έμεινε κοντά στο φιλόμουσο βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο Α΄ (5ος αιώνας – 399 π.Χ.)[10] για αρκετό χρονικό διάστημα. Έπειτα κατέβηκε στη Σκαπτή Ύλη στα ορυχεία του χρυσού όπου φαίνεται ότι έζησε τα περισσότερα έτη της αυτοεξορίας του. Η φιλοδοξία του ήταν να δώσει στην ανθρωπότητα όχι μόνο την αληθινή ιστορία ενός σημαντικότατου γεγονότος, αλλά επιπρόσθετα και ένα «κτήμα αιώνιο» για διδάγματα σε κάθε όμοια περίσταση «και όχι ανάγνωσμα για εφήμερη ακρόαση»: «κτήμα τε ες αεί μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν ξύγκειται».  

  1. Τα Έργα

Ο Θουκυδίδης υπήρξε ο πρώτος κριτικός ιστοριογράφος. Συνέγραψε τον πόλεμο Αθηναίων και Πελοποννησίων (431-404 π.Χ.), που έφερε αντιμέτωπες τις δύο μεγάλες ελληνικές πόλεις, την Αθήνα και τη Σπάρτη. Ειδικότερα, εξιστόρησε τα γεγονότα των πρώτων 20 ετών του πολέμου (431-411 π.Χ.), αφού ο θάνατός του τον εμπόδισε να περατώσει το έργο του[11]. Τα τελευταία επτά έτη του πολέμου (411-404 π.Χ.) τα ξέρουμε από τα δύο πρώτα βιβλία του έργου του Ξενοφώντα (431-354 π.Χ.) τα «Ελληνικά». Ο Θουκυδίδης καταμαρτυρεί ότι έζησε τα είκοσι επτά χρόνια του πολέμου, σε ηλικία που του επέτρεπε να έχει καθαρή αντίληψη των γεγονότων. Γράφει τη σύγχρονή του ιστορία και έχει περισσότερα πλούσια και αξιόπιστα μέσα στη διάθεσή του από τον Ηρόδοτο για τους Περσικούς πολέμους. Στο προοίμιό του δηλώνει με σαφήνεια ότι άρχισε τη συγγραφή του έργου του αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου, επειδή κατάλαβε τη σημασία και το μέγεθος αυτής της μεγάλης σύγκρουσης: «Θουκυδίδης Αθηναίος ξυνέγραψε τον πόλεμον των Πελοποννησίων και Αθηναίων ως επολέμησαν προς αλλήλους, αρξάμενος ευθύς καθισταμένου και ελπίσας μέγαν τε έσεσθαι και αξιολογώτατον των προγεγενημένων, τεκμαιρόμενος ότι ακμάζοντές τε ήσαν ες αυτόν αμφότεροι παρασκευή τη πάση και το άλλον Ελληνικόν ορών ξυνιστάμενον προς εκατέρους, το μεν ευθύς, το δε και διανοούμενον».  Ο τίτλος του έργου «Θουκυδίδου ξυγγραφή» και η διαίρεσή του σε οκτώ βιβλία είναι μεταγενέστερη. Με την ικανότητα στρατηγού – ναυάρχου υψηλότατης ευφυΐας καταγράφει ως βασικό πλεονέκτημα της Σπάρτης τον οπλικό της στρατό και τη μάχη σώμα με σώμα στην ξηρά, ενώ της Αθήνας το μεγάλο και ισχυρό της στόλο και την ικανότητά της στο ναυτικό εμπόριο – ναυμαχίες. Το σύγγραμμα  αποτελεί αυστηρή εξιστόρηση των γεγονότων του πολέμου και περιλαμβάνει και άλλα περιστατικά, μόνον εφόσον σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με αυτόν. Η ιστορία του είναι εξολοκλήρου πολιτική και όχι εθνογραφική, όπως του Ηροδότου.

  1. Μέθοδος – Πηγές – Χρονολογικό Σύστημα – Δημηγορίες

Κατευθύνει την ιστορία στο αιώνιο σκοπό της, δηλαδή την ανακάλυψη της αλήθειας. Με ακρίβεια παρουσιάζει τους τρόπους και μεθόδους που απαιτείται να ακολουθεί ο ιστορικός και παραδέχεται τις δυσχερείς και επίπονες προσπάθειες που απαιτούνται. Θεωρεί ότι η ιστορία δεν είναι απλή διαδοχή γεγονότων ή σκηνών, αλλά ίσως περισσότερο και για όσα υπάρχουν κάτω και πίσω από τα γεγονότα, δηλαδή τις αιτίες, τις διαφορές, τη φύση των ανθρώπων, τις επιθυμίες, τα πάθη, την απληστία και την φιλοδοξία τους. Στην ιστορία του δεν υπάρχουν μεταφυσικοί παράγοντες όσον αφορά την ερμηνεία των γεγονότων (εκλείψεις ηλίου, σεισμοί, κ.α.). Οι θεοί απουσιάζουν από το έργο του και δεν αναφέρεται σε χρησμούς ή μύθους ή ανέκδοτα και αποκλείει το μυθώδες, καταγράφοντας μόνο την ιστορική αλήθεια.  Με επιστημονική μέθοδο κάνει προσπάθειες απόδοσης στις διηγήσεις του τέλεια βεβαιότητα. Στόχος του είναι η πειστική απόδειξη (τεκμήριο) ή σε άλλη περίπτωση αποβλέπει στο εύλογο (εικός). Με την μέθοδο του «εικάζειν» επιδιώκει την αλήθεια και δίνει βαρύτητα στα γεγονότα με την τέχνη της πρόβλεψης (πρόνοια).  

Δεν ενδιαφέρεται για την ευχάριστη ιστορία, αλλά την αληθινή και την ωφέλιμη. Συγκεντρώνει όλο το υλικό του, ακόμη και επουσιώδεις λεπτομέρειες, με μεγάλη επιμέλεια, δίχως να παραβλέπει το έργο των προηγούμενων λαογράφων και ιστορικών, τους οποίους όμως κρίνει και ελέγχει για τις ανακρίβειές τους. Για τα μυθικά γεγονότα βασίζεται στην επική ποίηση και την παράδοση, αφαιρώντας όμως τα διακοσμητικά στοιχεία. Για τα γεγονότα της εποχής του αντλεί τις πληροφορίες από αυτόπτες μάρτυρες όλων των παρατάξεων. Συγκεντρώνει πολλές μαρτυρίες, τις παραβάλλει, τις συγκρίνει, τις αλληλοσυμπληρώνει, ώστε να πλησιάσει την αλήθεια. Με σχολαστικό τρόπο ελέγχει και τις δικές του ακόμη αντιλήψεις για τα γεγονότα, όσες δημιούργησε έπειτα από προσωπική παρατήρηση. Χρησιμοποίησε επίσης και γραπτές πηγές, όπως συνθήκες, επιστολές, έγγραφα, δημόσιους λόγους, κ.α. Η μέθοδος που χρησιμοποίησε για την συγγραφή του έργου του προσέδωσε στη συγγραφή του αμεροληψία, αντικειμενικότητα και νηφαλιότητα.

Στην προσπάθειά του να χρονολογήσει με ακρίβεια τα γεγονότα, αντιμετώπισε ποικιλία ημερολογίων που χρησιμοποιούσαν οι διάφορες ελληνικές πόλεις, που βασίζονταν σε σεληνιακούς μήνες και μεταβάλλονταν από χρόνο σε χρόνο. Ως εκ τούτου εξιστορεί τα γεγονότα κατά χρονική σειρά, κάνει αρίθμηση αυτόνομη των ετών του πολέμου (τέλος του πρώτου έτους, του δευτέρου, κ.α.). Κάνει χρήση του ηλιακού έτους και το υποδιαιρεί σε θέρος (8 μήνες στρατιωτικών επιχειρήσεων) και σε χειμώνα (4 μήνες, στη διάρκεια των οποίων γίνονται οι πολεμικές προετοιμασίες). Επιπρόσθετα, χρησιμοποιεί χρονικούς προσδιορισμούς, όπως αρχή ή τέλος των γεωργικών εργασιών, κ.α.

Στο έργο του, εκτός από την αφήγηση των ιστορικών γεγονότων, καταγράφει και δημηγορίες, λόγους που εκφωνήθηκαν από διάφορα πολιτικά πρόσωπα της εποχής στην Εκκλησία του Δήμου ή από στρατιωτικούς και πρεσβευτές σε στρατιώτες και πολίτες, αντίστοιχα. Δηλώνει ότι διατύπωσε τους λόγους αυτούς μένοντας όσο το δυνατόν πιο κοντά στη γενική έννοια αυτών που πραγματικά ειπώθηκαν. Τονίζει όμως ότι ήταν δύσκολο να διατηρηθούν όπως ακριβώς λέχθηκαν στη μνήμη του, για όσα άκουσε ο ίδιος, όσο και των άλλων, για όσα του μετέδωσαν από τα διάφορα μέρη.  Παρουσιάζει πάνω από σαράντα αγορεύσεις, οι οποίες καταλαμβάνουν το ένα πέμπτο του έργου του. Με τις αγορεύσεις προσπαθεί να διαφωτίσει τις αιτίες των γεγονότων, τα κίνητρα, την προσωπικότητα, τις ιδέες των αγορητών και τη στρατηγική κουλτούρα της εποχής γενικότερα, ώστε να διαφανεί καθαρά η αντικειμενικότητα των πραγμάτων. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται στις περιπτώσεις που οι δημηγορίες προσλαμβάνουν τη μορφή λόγου – αντίλογου, όταν παρουσιάζονται οι εκπρόσωποι των αντίθετων παρατάξεων με την κατάθεση των επιχειρημάτων τους[12]. Οι απόψεις του για τη δημοκρατία, την ναυτική δύναμη, την αποκτήνωση που έχει ο πόλεμος, τα αίτια και το παράλογο του πολέμου, κ.α., προσφέρουν τα κριτήρια βάση των οποίων είναι δυνατή η ερμηνεία των δημηγοριών.

  1. Η Τραγωδία της Σικελικής Εκστρατείας και η Καταστροφή της Μήλου

Στον Πελοποννησιακό πόλεμο και γενικά στους εμφύλιους πολέμους, οπότε το μίσος, η σφαγή, η καταστροφή, ο φόβος, η οργή, παίρνουν τερατώδεις διαστάσεις. Ο Θουκυδίδης παρουσιάζεται υπεράνω των άγριων παθών και ήσυχος, με νηφάλιο τόνο, θέτει πάνω στην πατρίδα την ελευθερία, τους στόχους και την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Η ιστορία του δίνει την εντύπωση τραγωδίας, που το μεσαίο μέρος της αποτελεί η εκστρατεία των Συρακουσών. Η καταστροφή των Συρακουσών φέρνει και τη λύση της τραγωδίας. Στην εξιστόρηση της τραγωδίας αυτής με τρομερή δραματική ομορφιά περιγράφει την εγκατάλειψη του στρατοπέδου, όταν πλέον οι Αθηναίοι κατανικήθηκαν στην θάλασσα και δεν υπήρχε ούτε ένας ήρωας για να πεθάνει πολεμώντας, ούτε ένα πτώμα για να βρει τάφο, αλλά απειράριθμοι νεκροί κινούσαν την λύπη, οι δε τραυματίες και οι άρρωστοι ήταν ακόμη περισσότερο αξιοθρήνητοι από τους ήδη νεκρούς. Σαν ιστορικός έχει μελετήσει τα έργα των προηγούμενων λαογράφων, τους οποίους επικρίνει. Ελέγχει αυστηρά τους προηγούμενους λαογράφους (και τον Ηρόδοτο, παρόλο ότι δεν τον κατονομάζει), λέγοντας ότι έγραψαν ιστορία απλώς για τέρψη και κατέγραψαν όσα θυμόντουσαν και όσα τους καταμαρτύρησαν οι άλλοι, χωρίς τεκμηρίωση.

Επίσης, στο τελευταίο μέρος του 5ου βιβλίου του, αναφέρεται στην τύχη της Μήλου, όπου ο αθηναϊκός επεκτατισμός στράφηκε εναντίον της. Το ιστορικό γεγονός (416 π.Χ.) παρουσιάζεται παραστατικά ως άλλο επεισόδιο αρχαίας τραγωδίας. Ο Αισχύλος έχει ήδη πεθάνει από το 456 π.Χ. και οι άλλοι μεγάλοι δραματουργοί Σοφοκλής και Ευριπίδης ασχολούνται με τον Τρωικό – Θηβαϊκό και Αργείο μυθικό κύκλο. Ο Θουκυδίδης δίνει, ως άλλος τραγικός ποιητής,  με ενάργεια ένα αιώνιο παράδειγμα ηθικής αντίστασης ενός μικρού και αδύναμου νησιού απέναντι στην ωμή βία και βούληση του δυνατού. Η πάνοπλη αλαζονεία των ισχυρών, μετά το τέλος του πολέμου, οδηγεί μοιραία και αναπόφευκτα και στη δική τους τιμωρία. Η Μήλος καταλήγει σύμβολο, με δραματική επικαιρότητα, της θαρραλέας αντιπαράταξης των μικρών λαών στην υπεροψία των δυνατών. Η καταστροφή της Μήλου, η σφαγή και ο εξανδραποδισμός των κατοίκων της ενέπνευσαν αρκετούς συγγραφείς. Ο Γιάννης Ρίτσος στο έργο του «ο αφανισμός της Μήλου» (1971), παρουσιάζει τις οδυνηρές εμπειρίες του λαού μας από την ξενική κατοχή, προμαντεύοντας ακόμη και την εθνική συμφορά της Κύπρου.

  1. Γλώσσα και Ύφος

Η γραφή του Θουκυδίδη είναι χαρακτηριστικό δείγμα των περίτεχνων πεζών της περιόδου της εποχής του Περικλή. Αρκετά στοιχεία πήρε από την ποίηση. Το ύφος του ξεχωρίζει για τον έντονο τρόπο έμφασης και αντίθεσης, το οποίο διακρίνεται από σαφήνεια και λεπτομερειακή επεξεργασία. Κάνει χρήση αφηρημένων λέξεων, ουσιαστικοποιημένων απαρεμφάτων – μετοχών και ουδέτερων επιθέτων – μετοχών στη θέση αφηρημένων ουσιαστικών. Μολονότι επηρεάζεται από τη ρητορική δεν εκμεταλλεύεται πολλά σχήματα λόγου. Χρησιμοποιεί όμως εντυπωσιακά ρητορικά σχήματα. Η γλώσσα του είναι η αρχαία αττική διάλεκτος με ορισμένους ιωνικούς τύπους. Χρησιμοποιεί αρκετές αρχαιοπρεπείς ποιητικές λέξεις, καθώς και νέες λέξεις και λέξεις δικής του επινόησης. Παρουσιάζει ελευθερία στη σύνταξη και ο λόγος του καταντάει πυκνός, βαθύς και πολλές φορές σκοτεινός. Χρησιμοποιεί μακροπερίοδο λόγου και γύρω από τις κύριες προτάσεις τοποθετεί πολλές δευτερεύουσες, προσδιορισμούς και επεξηγήσεις. Διαθέτει σπουδαία περιγραφική ικανότητα και μεγάλη δεξιότητα περιγραφής με σαφήνεια των χαρακτήρων με λίγα μόνο γνωρίσματα. Θεωρείται κορυφαίος ιστορικός συγγραφέας του κόσμου και θεμελιωτής της αντικειμενικής ιστοριογραφίας, κριτικής ιστορίας, ερευνητής και καθοριστικός αναζητητής της αλήθειας. Τα πάντα τα υποτάσσει στην εξυπηρέτηση της διάδοσης της πραγματικότητας. Επιδιώκει με το έργο του να μεταδώσει πολιτικές γνώσεις και μόνιμες αξίες. Παραδέχεται στο βάθος των γεγονότων νομοτέλειες, όπως σχέσεις αιτίας και αποτελέσματος, καθώς και δυνάμεις με στοιχεία μονιμότητας.   

  1. Επίδραση

Η επίδρασή του στους νεώτερους ήταν σημαντική. Πολλοί μεταγενέστεροι σημαντικοί ιστορικοί τον έχουν ως πρότυπο, όπως ο Γάιος Σαλλούστιος Κρίσπος (86-34 π.Χ.), ο Τάκιτος (52-120 μ.Χ.), ο Πολύβιος (200-118 π.Χ.), ο Βυζαντινός Προκόπιος (τέλη του 5ου αιώνα μ.Χ.), κ.α. Θαυμάζεται για την επιστημονική του μέθοδο, την αξιοπιστία του, την ολόπλευρη ενημέρωσή του και τον πολιτικό του στοχασμό. Σήμερα σε πολλές χώρες διδάσκεται σε στρατιωτικές σχολές και σε σχολές πολιτικών επιστημών.

  1. Το Τέλος

Το 404 π.Χ. επέστρεψε στην Αθήνα, μετά από είκοσι χρόνια αυτοεξορίας και όπου επιδόθηκε στη συγγραφή του έργου του «διατρίβων υπό πλατάνου έγραφεν». Κατά τον Πλούταρχο, σύντομα όμως έφυγε πάλι στη Σκαπτή Ύλη[13], όπου την συγγραφή του έργου του σταμάτησε ο θάνατός του το 399 π.Χ. (61 ετών), ο οποίος έγινε κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες. Πέθανε από βίαιο θάνατο είτε από κεραυνοβόλο ασθένεια είτε από δολοφονία. Το ίδιο έτος θα πεθάνει και ο συνομήλικός του φιλόσοφος Σωκράτης[14] καταδικασμένος από τους αχάριστους Αθηναίους να πιει το κώνειο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, (2000). Συλλογικό έργο, Αθήνα: ΙΣΤΟΡΙΚΑ.
  • Αισχύλος, (1992). ΠΕΡΣΑΙ, μετάφραση Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΚΑΚΤΟΣ.
  • Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία, διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: (http://www.mousa.gr/html/esxilos.html, 10-3-2020).
  • Βαβελίδης, Μιχάλης. (1996). Αρχαίος Χρυσός στην ανατολική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: (https://www.xrysoselladas.gr/ellinikos-chrysos-archaia-metalleia-skapti-yli.html, 10-3-2020).
  • Βλασόπουλος, Κώστας. (2020). Έλληνες και Βάρβαροι 1: Επαφές, Συγκρούσεις, Ανταλλαγές», Αθήνα: Mathesis, διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: (https://mathesis.cup.gr/courses/course-v1:GreekCivilization+GC3.1+20A/about, 10-3-2020).
  • Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας. (2002). Συλλογικό έργο, Αθήνα: ΙΣΤΟΡΙΚΑ.
  • ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, (2005). Συλλογικό έργο, Αθήνα: ΙΣΤΟΡΙΚΑ.
  • Θουκυδίδης, (2016). ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ, μετάφραση Ελευθέριος Βενιζέλος, Αθήνα: ΤΟ ΒΗΜΑ.
  • Θουκυδίδης, (2020). ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΙ, μετάφραση Αθ. Γιαγκόπουλος & Θ.Π.Τσιόγκας, Αθήνα: ΤΟ ΒΗΜΑ.
  • Κοκκάλας, Βασίλειος. (2001). Σοφιστές. Το κίνημα του Διαφωτισμού στην αρχαία Ελλάδα, σελ. 43-44, Αθήνα: ΨΑΡΑΣ.
  • Λιαπής, Βάιος. (2020). Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο και Δράμα, Αθήνα: Mathesis, διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: (https://mathesis.cup.gr/courses/course-v1:GreekCivilization+GC2.1+19E/about, 10-3-2020).
  • Μερτζάνης, Ιωάννης. (2010). Ο ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, Αθήνα: Βεργίνα.
  • Τσεκουράκης, Δαμιανός. (1981). Η Θέση της Αρχαίας Σκαπτής Ύλης, διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: (file:///C:/Users/User/Desktop/ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ/ΣΚΑΠΤΗ%20ΥΛΗ-2.pdf, 10-3-2020).
  • PHILIP MATYSZAK, (2019). 24 ΩΡΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ. ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΗΣ, μετάφραση Πάνος Τομαράς, Αθήνα: BRAINFOOD ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΜΕΠΕ.
  • Πλάτων, Φαίδρος, στίχος 267 b, Αθήνα: Κάκτος.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Το 476 π.Χ. ο ο τραγικός ποιητής Φρύνιχος παρουσίασε στο θέατρο Διονύσου το δράμα «Φοίνισσαι» (γυναίκες από τη Φοινίκη) με θέμα τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και το οποίο πιθανόν να στάθηκε το πρότυπο του Αισχύλου. Χορηγός της ανωτέρω παράστασης ήταν ο Θεμιστοκλής, ο ίδιος ο αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

[2] Πιστεύεται ότι αντίστοιχη τραγωδία θα έγραψε για τη σημαντική μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.), στην οποία έλαβε μέρος και ως εκ τούτου είχε περισσότερες εμπειρίες του γεγονότος.

[3] Αποτελεί παγκόσμια ιδιαιτερότητα η πρωτεύουσα της Περσικής αυτοκρατορίας. Δεν είχε μία, αλλά τέσσερεις πρωτεύουσες. Τα Σούσα (την πρώην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του Ελάμ), τα Εκβάτανα (πρώην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Μήδων), τη Βαβυλώνα και την Περσέπολη. Ο Πέρσης αυτοκράτορας στη διάρκεια του έτους μετακινούνταν με όλη τη βασιλική αυλή στις αναφερόμενες πρωτεύουσες.

[4] Ο Περικλής εκλέγονταν στρατηγός στην Αθήνα από 442 π.Χ. έως και το 429 (μέχρι τον θάνατό του)!

[5] Ο Ηρόδοτος (484 π.Χ. – Θούριοι 425 π.Χ./410 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ιστορικός, περιηγητής και γεωγράφος του 5ου αιώνα π.Χ., γεωλόγος, βοτανολόγος, χημικός και ιατρός. Θεωρείται ο θεμελιωτής της επιστήμης της ιστορίας. Το μόνο γνωστό έργο που έχει συγγράψει φαίνεται να είναι οι «Ιστορίαι». Πρόκειται για ένα αρχείο της ιστορίας σχετικά με τους πολέμους μεταξύ Ελλήνων και Περσών, συμπεριλαμβανομένων πλούσιων γεωγραφικών και εθνογραφικών στοιχείων. Παρόλο που κάποιες από τις ιστορίες του ήταν ευφάνταστες και άλλες ανακριβείς, ο ίδιος αναφέρει πως κατέγραφε μόνο ότι του έλεγαν και ήταν συνήθως σωστός στις πληροφορίες του. Πέρα από τη σπουδαιότητα του Ηροδότου ως ιστορικού, λίγα είναι γνωστά για την προσωπική του ζωή. Χαρακτηρίστηκε για πρώτη φορά από τον Κικέρωνα ως «Πατέρας της Ιστορίας».

[6] Ο Αναξαγόρας (~500-428 π.Χ) ήταν σπουδαίος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και αστρονόμος. Γεννήθηκε στις Κλαζομενές της Ιωνίας. Ήταν γιος του Ηγησίβουλου ή Εύβουλου και ανήκε σε πλούσιο και αριστοκρατικό γένος. Σε ηλικία 20 ετών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για περίπου 30 έτη, ασχολούμενος με φιλοσοφικές σπουδές. Σύμφωνα με τους ιστορικούς κατηγορήθηκε για ασέβεια και αναγκάστηκε, με την βοήθεια του Περικλή, να εγκαταλείψει την πόλη. Ο Αναξαγόρας ανανέωσε την ιωνική φυσιολογία και τη συνδύασε με τις πνευματικές κατακτήσεις του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή.

[7] Ο Αντιφών ο Ραμνούσιος (480 π.Χ. – 410 π.Χ.), ήταν Αθηναίος πολιτικός μαθητής του Γοργία, ο οποίος διαπνέονταν από ολιγαρχικά ιδεώδη, γεγονός που περιόρισε την πολιτική του δράση για πολλά χρόνια στην δημοκρατική Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ.

[8] Φαίνεται ότι επηρεάστηκε από τις φιλοσοφικές ιδέες του συμπατριώτη του από τα Άβδηρα Πρωταγόρα (490 – 411 π.Χ.).

[9] Ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας σκοτώθηκε το 422 π.Χ. σε σύγκρουση Σπαρτιατών και Αθηναίων έξω από την Αμφίπολη στην τοποθεσία Νέα Πέραμο Καβάλας, η οποία μέχρι σήμερα λέγεται «Ακρωτήρι στρατηγού Βρασίδα».

[10] Ο Θουκυδίδης πέθανε το ίδιο έτος με τον βασιλιά Αρχέλαο Α΄ της Μακεδονίας!

[11] Στο έργο του αναφέρεται και στους Περσικούς πολέμους με τη νικηφόρα μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), υμνώντας τις στρατιωτικές ιδιοφυίες Μιλτιάδη και Θεμιστοκλή.

[12] Φαίνεται η επίδραση της σοφιστικής και ιδιαίτερα τα διπλά επιχειρήματα του σοφιστή Πρωταγόρα του Αβδηρίτη (490-411 π.Χ.)

[13] Μεταγενέστερες πηγές αναφέρουν ότι η σύζυγός του κατάγονταν από τη Σκαπτή Ύλη, όπου είχε μεταλλεία χρυσού. Η Σκαπτή Ύλη, σύμφωνα και με τον Στέφανο Βυζάντιο στο βιβλίο του «Εθνικά», τοποθετείται κοντά στο σημερινό χωρίο Κρυνίδες – Παλιά Καβάλα. Η «πρόσοδος», από τα μεταλλεία της Σκαπτής Ύλης, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και τον Στράβωνα, ανέρχονταν σε 80 τάλαντα (περίπου 160-180 κιλά χρυσού, σήμερα). Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, αργότερα ο βασιλιάς Φίλιππος Β΄ αύξησε τον πληθυσμού της πόλης και την μετονόμασε σε Φιλίππους. Έφτιαξε καινούργια μεταλλεία αυξάνοντας τις προσόδους πάνω από χίλια τάλαντα.

[14] Ο Θουκυδίδης και ο φιλόσοφος Σωκράτης γεννήθηκαν το ίδιο έτος Και πέθαναν το ίδιο έτος! Δύο σημαντικές προσωπικότητες της πνευματικής κλασικής Αθήνας που άφησαν το στίγμα τους ανά τους αιώνες.