Δημήτριος Γεωργαντάς, Υποναύαρχος (Ο) ΠΝ ε.α. ,Ιωάννα – Θεοδοσία Γεωργαντά, Φοιτήτρια

 

Καταγωγή – Προέλευση  – Γεωγραφία

         Η Λυκία είναι μία ιστορική περιοχή στο νοτιοδυτικό άκρο της Μικράς Ασίας, απέναντι από το Καστελόριζο. Στα βάθη των αιώνων αναφέρεται με διάφορα ονόματα. Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς (5ος αιώνας π.Χ.) την ονομάζει «Γιγαντία» και «Τελμιλία». Ο Παυσανίας ο Λυδεύς (110-180 μ.Χ.) και ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασεύς (484-425/410 π.Χ.) αναφέρουν ότι αποκαλούνταν «Μιλυάδα» και μετά την εγκατάσταση των Κρητών του Σαρπηδόνα (Σαρπηδών) λέγονταν «Τερμιλία». Με την έλευση του μυθικού Λύκου ονομάστηκε Λυκία. Η Λυκία ήταν μεγάλος ναυτότοπος της εποχής και οι κύρια ασχολία των κατοίκων της ήταν η ναυτιλία. Γνωστά βουνά της είναι: Κράγος, Αντίκραγος, Μασσίκυτος, Κλίμαξ, Όλυμπος και Σολύμων. Αξιόλογοι ποταμοί της είναι: Ξάνθος, Μύρος, Αρύκανδος και Λίμυρος.

Πολιτισμικές Επιρροές

         Στη Λυκία ήκμασαν πολλές και σημαντικότατες πόλεις. Σπουδαιότερες πόλεις της είναι: Ξάνθος, Λίμυρα, Τλως, Αρνέαι, Κάνδυβα, Πάταρα (Αρσινόη), Λητώον, Πινάρα (Αρτεμίσιο), Γόμβη, Πύρρα, Κας, Απέρλαι, κ.α. Στη Λυκία δεν ιδρύθηκαν ελληνικές αποικίες όπως στην Καρία. Εξαίρεση αποτελεί η πόλης Φασηλίδα, στην Ανατολική Λυκία. Χαρακτηριστικό των πόλεων της Λυκίας είναι η μικτή σύνθεση του πληθυσμού. Στις πόλεις της κυριαρχούσαν δυναστικές οικογένειες. Ιδιαίτερες είναι οι δυναστικές οικογένειες από την Ξάνθο, την κυριότερη πόλη της, που υπήρξε και έδρα του Πέρση σατράπη. Την Λυκία, για κάποια χρόνια, κυβέρνησαν και οι Εκατομνίδες, που υπήρξαν συγχρόνως και σατράπες της Καρίας.

         Στη Λυκία δεν κατοικούσε μεγάλος ελληνικός πληθυσμός και η επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό διενεργούνταν μέσω του κόσμου των δικτύων και των αυτοκρατοριών. Στην περιοχή δραστηριοποιούνται Έλληνες έμποροι, τεχνίτες, καλλιτέχνες, ποιητές, μισθοφόροι, κ.α. Εδώ έδρασε ο Αθηναίος Θεόδωρος, ο οποίος κατασκεύασε ένα μνημείο στην πόλη Τλω, καθώς και ο Σύμμαχος από την Πελλάδα Αχαΐας, ο οποίος ήταν μάντης και έγραψε ένα ποίημα για έναν δυνάστη της Λυκίας. Η ελληνική γλώσσα στη Λυκία λαμβάνει μία πρώιμη μορφή της παγκόσμιας κοινής, που εμφανίστηκε στην ελληνιστική περίοδο και που είχε σχέση με την αττική διάλεκτο. Στη Λυκία διαπιστώνεται όχι μόνο το ελληνικό ρεύμα της παγκοσμιοποίησης, αλλά και άλλα ρεύματα. Παρατηρείται η χρήση περσικών ονομάτων, όπως Άρπαγος, Ερμπίνα, Μιθραπάτα, κ.α. και η χρήση της αραμαϊκής γλώσσας, που αποτελούσε τη ligua franca (καθομιλουμένη) της περσικής αυτοκρατορίας. Συναντώνται όμως και Λύκιοι ηγεμόνες με ελληνικά ονόματα, όπως  ο Περικλής από τα Λίμυρα της Ανατολικής Λυκίας.

Η Τρίγλωσση Επιγραφή της Ξάνθου. Πηγή: Βλασόπουλος, 2020.

            Οι Λύκιοι διέθεταν πολιτισμό με στενές σχέσεις και επιρροές με τους Έλληνες. Δημιούργησαν μία δική τους παραλλαγή του ελληνικού αλφαβήτου και έκαναν τη δική τους γλώσσα. Επί ελληνιστικής εποχής στη Λυκία υιοθετείται η ελληνική γλώσσα ως ligua franca (καθομιλουμένη) και θα οδηγήσει στην εξαφάνιση της τοπικής γλώσσας ως μέσο δημόσιας επικοινωνίας και στη συνέχεια ως καθομιλούμενης γλώσσας. Οι Λύκιοι συμμετείχαν και στους πανελλήνιους αγώνες και ως εκ τούτου πέτυχαν την αναγνώρισή τους ως τμήμα του πανελλήνιου κόσμου. Έχουν ανακαλυφθεί αρκετά ελληνικά επιγράμματα στην περιοχή της Λυκίας.

            Χαρακτηριστικό της συνύπαρξης διαφόρων γλωσσών στη Λυκία είναι η ανακαλυφθείσα τρίγλωσση επιγραφή στην Ξάνθο. Καταγράφει μία απόφαση της πόλης για την ίδρυση μίας νέας θεότητας, λίγο πριν την κατάκτησή της από τον Μέγα Αλέξανδρο. Είναι γραμμένη στη λυκική γλώσσα, και υπάρχει ένα γράμμα του Πέρση σατράπη που δίνει την έγκρισή του στα αραμαϊκά. Ο Πέρσης σατράπης είναι ο Πιξώδαρος, γιος του Εκατόμνου (391-377 π.Χ.), της δυναστείας των Εκατομνιδών της Καρίας, ο οποίος κυβέρνησε την Καρία και Λυκία από 340 μέχρι 335 π.Χ. (1). Επίσης, υπάρχει και κείμενο στα ελληνικά, που αποτελεί μετάφραση του λυκικού κειμένου.

    Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του ενεπίγραφου Πεσσού της Ξάνθου. Σ’  αυτόν υπάρχουν επιγραφές και στην κορυφή του υπάρχει το ταφικό μνημείο για το οποίο στήθηκε. Οι δύο επιγραφές είναι στα λυκικά και περιγράφουν πολεμικές συγκρούσεις Λυκίων και Αθηναίων, στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Συνυπάρχει δε επιγραφή και στην ελληνική γλώσσα, όπου ο ηγεμόνας του ενεπίγραφου Πεσσού αναφέρει ότι σκότωσε επτά (7) Αρκάδες οπλίτες σε μία μέρα και εικονογραφούνται έξι (6) οπλίτες και ένας έβδομος (7) οπλίτης που πέφτει μαζί με την ασπίδα του.

         Άλλη περίπτωση αποτελεί ο δυνάστης της Ξάνθου, ο Αρβίνας, που προσέφερε αναθήματα στο ξακουστό ιερό της Ξάνθου, το Λητώο. Χαρακτηριστικό είναι ότι τοπική θεότητα ταυτίζεται με την ελληνική θεά Λητώ, καθώς και ο Λύκιος Απόλλωνας με τον ελληνικό θεό Απόλλωνα. Σύμφωνα με τα ευρεθέντα επιγράμματα, ο Αρβίνας ζήτησε χρησμό από το Μαντείο των Δελφών, από ένα πανελλήνιο ιερό. Σε άλλο επίγραμμα, ο Αρβίνας, συγκρίνει τα επιτεύγματά του με αυτά των Αχιλλέα και Έκτορα.

Ο Πεσσός της Ξάνθου. Πηγή: Βλασόπουλος, 2020.

        Επιπρόσθετα, μία επιγραφή στην Ξάνθο, αναφέρει την επίσκεψη αντιπροσωπείας από το Κυτίνιο της Δωρίδας της Κεντρικής Ελλάδος στην Ξάνθο με αίτημα οικονομικής βοήθειας για κτίσιμο των τειχών του Κυτίνιου. Οι Κυτίνιοι, για χορήγηση της βοήθειας, επικαλούνται την κοινή καταγωγή τους σύμφωνα με το μύθο του Βελλεροφόντη. Οι κάτοικοι της Ξάνθου ανταποκρίθηκαν μερικώς στο αίτημα, δίνοντας μία μικρή βοήθεια και η οποία αναγράφεται στην ευρεθείσα επιγραφή.

Σκαλιστοί Τάφοι στη Λυκία. Πηγή: Βλασόπουλος, 2020.

         Ενδιαφέρον αποτελεί ο λυκικός υλικός πολιτισμός και ειδικότερα η λυκική τέχνη, όπου χρησιμοποιούνται διάφορες όψεις του ελληνικού πολιτισμού με τις ανάλογες τροποποιήσεις, ώστε να είναι εύχρηστη για νέες πρακτικές. Οι Λύκιοι υιοθέτησαν την ελληνική μνημειακή αρχιτεκτονική για διαφορετικούς σκοπούς και μάλιστα για ταφικά μνημεία. Δημιουργήθηκαν λαξευτοί τάφοι χρησιμοποιώντας την κλασική μορφή ενός ελληνικού ναού. Διάσημο είναι το ταφικό μνημείο των Νηριήδων του 5ου – 4ου αιώνα π.Χ., όπου παρουσιάζονται εικονογραφικά θέματα με σκηνές Αμαζονομαχίας, πολιορκίας με Ασσυριακές επιδράσεις και του ηγεμόνα με περσική ενδυμασία, να υποδέχεται τους υπηκόους του.

Το Ταφικό Μνημείο των Νηριήδων στη Λυκία. Πηγή: Βλασόπουλος, 2020.
Το Ταφικό Μνημείο του Περικλή στα Λίμυρα της Λυκίας. Πηγή: Βλασόπουλος, 2020.

         Επίσης, παράδειγμα της παγκοσμιοποίησης της ελληνικής μνημειακής αρχιτεκτονικής ήταν το ταφικό μνημείο του Περικλή στα Λίμυρα της Λυκίας. Ο ανωτέρω ηγεμόνας χρησιμοποίησε το όνομα ενός από τους σημαντικότερους πολιτικούς της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ.  Στο εν λόγω μνημείο υπάρχει απεικόνιση του Βελλεροφόντη να σκοτώνει τη Χίμαιρα (2), που αποτελούσε ήρωα της ελληνικής μυθολογίας. Επιπλέον, υπάρχει απεικόνιση των καρυάτιδων, και είναι φανερή η σύνδεση με το μνημείο του Ερεχθείου της Ακρόπολης.

         Αξίζει, επιπρόσθετα, να αναφερθεί ένα ασημένιο αγγείο που πιθανόν ανακαλύφθηκε στην Αίγυπτο και απεικονίζει την επιλογή του. Αναπαριστά έναν βοσκό με το σκύλο του και τρεις (3) θεότητες, που περιμένουν να ακούσουν την επιλογή του Πάρη. Οι τέσσερις (4) μορφές καταγράφονται με επιγραφές στα λυκικά, όπου αναφέρονται με λυκική ονομασία, η μεν θεά Αφροδίτη ως «Πεδρίτα», η δε θεά Αθηνά, ως «Μαλίγια».

         Οι Λύκιοι μέσω του κόσμου των δικτύων και των αυτοκρατοριών μετακινούνταν σε όλη τη Μεσόγειο, ως έμποροι, τεχνίτες και μισθοφόροι.  Σημαντική είναι και η μετεγκατάσταση των Λυκίων εμπόρων – τεχνιτών σε διεθνή λιμάνια της Μεσογείου κατά την ελληνιστική περίοδο, όπως στο λιμάνι της Δημητριάδος, κοντά στο σημερινό Βόλο, καθώς και στο λιμάνι της Ρόδου.

         Στη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου παρατηρείται ο εξελληνισμός της Λυκίας, δηλαδή η ενσωμάτωσή της στον ελληνικό πολιτισμό και τον πανελλήνιο κόσμο. Έχουμε όχι μόνο υιοθέτηση στοιχείων της παγκόσμιας κοινής που εδράζεται στον ελληνικό πολιτισμό, αλλά διαπιστώνεται η υιοθέτηση της ελληνικής ταυτότητας και η μέθεξη σε διάφορα επίπεδα και πρακτικές του πανελλήνιου κόσμου. Η Λυκία υιοθετεί το μοντέλο της πόλης ως τρόπο οργάνωσης (συνελεύσεις, Εκκλησία του Δήμου, διαχωρισμός σε φυλές, κ.α.).

Πορεία στην Ιστορία. Από την Ακμή στην Παρακμή.

         Σημαντική θέση στην ελληνική μυθολογία κατέχει η Λυκία. Ο Όμηρος  αναφέρει στην Ιλιάδα σημαντικούς Λύκιους ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, όπως ο Βελλεροφόντης, ο Σαρπηδόνας και ο Γλαύκος (3). Ειδικότερα, αναφέρεται στον ήρωα της Λυκίας, Σαρπηδόνα, τον οποίο σκότωσε ο Πάτροκλος. Αφηγείται την επέμβαση του Δία και την εντολή του στον Απόλλωνα, όπως μεριμνήσει για την μεταφορά του νεκρού Σαρπηδόνα από το πεδίο της μάχης στη Λυκία.

         Η κατοίκηση της Λυκίας, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα των οικισμών Kataras – Semahoyuk και Bagbazi, ανάγεται στην πρώιμη εποχή του χαλκού (2.700-2.300 π.Χ.). Επίσης, στις μεσογειακές ακτές της ανακαλύφθηκαν μυκηναϊκά ευρήματα. Κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. οι Ρόδιοι αποίκησαν την περιοχή και ίδρυσαν σπουδαίες αποικίες: Φασηλίδα, Ροδιάπολη και Κορρύδαλλα.

Λύκιος Πεζοναύτης στην Υπηρεσία των Περσών 489-479 π.Χ. Πηγή: (ellinondiktyo.blogspot.com)

         Περί το 546 π.Χ., σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες με τον στρατηγό Άρπαλο εισέβαλλαν στη χώρα. Η πόλης Ξάνθος ήταν η μόνη που αντιστάθηκε με ηρωισμό και αυταπάρνηση. Όταν οι κάτοικοι διαπίστωσαν ότι οι Πέρσες θα καταλάβουν τελικά την πόλη, συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα στην ακρόπολη, έβαλαν φωτιά και οι άνδρες πραγματοποίησαν ηρωική έξοδο, πέφτοντας μέχρι τον τελευταίο στο πεδίο της μάχης. Οι Λύκιοι συμμετείχαν στη δεύτερη εισβολή των Περσών στην Ελλάδα, ενισχύοντας τον Ξέρξη Α΄ (519-476 π.Χ.) με στολίσκο πενήντα (50) τριηρών. Αρχηγός του στολίσκου ήταν ο ονομαζόμενος Κυβερνήσκος. Αργότερα, ο Κίμων (510-450 π.Χ.), γιος του Μιλτιάδη και της Ηγησιπύλης, κατέστρεψε την Ξάνθο, κατέλαβε την Φασηλίδα και υπέταξε όλη την περιοχή.

         Μετά δε την ανεξαρτησία τους από την περσική αυτοκρατορία προσχώρησαν στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία (478/7 π.Χ.) και στη Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία (377 π.Χ.). Ο Μέγας Αλέξανδρος (356-323 π.Χ.), κατέλαβε τα Ύπαρνα, κατέκτησε όλη την περιοχή και την ενσωμάτωσε στην ελληνική αυτοκρατορία.  Έτσι, στέρησε από τους Πέρσες του Δαρείου, ένα σημαντικό σύμμαχο και αιματοδότη του πολεμικού στόλου τους. Ανέθεσε την διοίκηση της περιοχής στον φίλο του και ναύαρχο Νέαρχο, τον οποίο όρισε σατράπη της Λυκίας. Μετά τον Νέαρχο την Λυκία κυβέρνησαν διαδοχικά: Σελευκίδες, Πτολεμαίοι, και τέλος ο Αντίγονος Γ΄ ο Δώσων (263-221 π.Χ.), πριν την κατάληψή της από τους Ρωμαίους. Οι πόλεις της Λυκίας είχαν δημιουργήσει το «κοινό» των Λυκίων – μία ομοσπονδία πόλεων. Από αυτές 23 πόλεις διατηρούσαν το δικαίωμα ψήφου και αποφάσιζαν για σοβαρές υποθέσεις, όπως πολέμους και συμμαχίες. Το «κοινό» των Λυκίων διατηρήθηκε από τον 3ο π.Χ. αιώνα μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια.

         Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην αρχαϊκή και κλασική εποχή, η Λυκία χρησιμοποίησε τη δική της μη ελληνική γλώσσα και γραφή. Με την ίδρυση των ελληνιστικών βασιλείων, οι επιγραφές στην τοπική γραφή εξαφανίστηκαν. Στην ελληνιστική εποχή, η υιοθέτηση της ελληνικής γλώσσας ως lingua franca στον τότε γνωστό κόσμο, θα οδηγήσει και στην Λυκία, στην εξαφάνιση της χρήσης της τοπικής γλώσσας ως μέσου δημόσιας επικοινωνίας και ακολούθως στην εξαφάνιση της λυκικής γλώσσας ως καθομιλούμενης.  Έχουμε στη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής τον εξελληνισμό της Λυκίας, δηλαδή της ένταξη ενός μη ελληνικού πολιτισμού, στον πανελλήνιο κόσμο. Παρατηρείται η υιοθέτηση της ελληνικής ταυτότητας και η  συμμετοχή στα επίπεδα και τις πρακτικές του πανελλήνιου κόσμου.

         Επί Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, περί το το 129 π.Χ., η Λυκία έγινε τμήμα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Ασίας. Περί τον 4ο αιώνα μ.Χ., επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού η ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας διασπάστηκε και η Λυκία αποτέλεσε ξεχωριστή διοικητική περιφέρεια. Επί Ιουστινιανού έγινε τμήμα του Θέματος των «Κιβυρραιωτών». Ο χριστιανισμός διαδόθηκε αργά στην Λυκία, όπου υπήρξε έντονα ο παγανισμός. Την περιοχή επισκέφθηκε ο Απόστολος Παύλος τρεις (3) φορές.  Όταν η πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ο χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους, τότε μόνον ο χριστιανισμός επικράτησε πλήρως στην Λυκία. Με τον εκχριστιανισμό της σημαντική θέση κατέχει η πόλης Μύρα, ως μητρόπολη με 30 επισκοπές. Επίσκοποι Μύρωνα είχαν διατελέσει ο Άγιος Νικόλαος και ο Νίκανδρος. Γνωστότερο μοναστήρι ήταν της Σιών, όπου βρέθηκε το 1963 ο «θησαυρός της Σιών», αποτελούμενος από 71 αργυρά σκεύη.

         Περί τον 7ο αιώνα μ.Χ, η Βυζαντινή αυτοκρατορία δημιούργησε νέο διοικητικό σύστημα με τα Βυζαντινά Θέματα, με συνέπεια την αλλαγή διοικητικής υπαγωγής της Λυκίας. Αργότερα, μετά τον 7ο αιώνα, λόγω των επιδρομών των Αράβων πειρατών, εγκαταλείφθηκε από τους Βυζαντινούς. Οι Τούρκοι την κατέκτησαν περί τον 13ο αιώνα μ.Χ., μαζί με τις άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας (Καρία, κ.α.). Πολλοί δε Τούρκοι από το εσωτερικό της Ασίας μεταφέρθηκαν στην περιοχή με συνέπεια τον πλήρη εκτουρκισμό της περιοχής.

Αντί Επιλόγου

         Διαπιστώνεται η τεράστια επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης και ειδικότερα στην περίπτωση της Λυκίας. Η Λυκία εξελληνίστηκε στην ελληνιστική εποχή και προσέφερε πολλά πολιτισμικά στοιχεία στον ελληνικό πολιτισμό. Ακολούθησε παρόμοια πολιτισμική και ιστορική διαδρομή, όπως της Καρίας. Με την παρακμή της, μοιραία εξαφανίστηκε ο ελληνικός πολιτισμός και έγινε υπαγωγή της Λυκίας σε άλλους πολιτισμούς και έθνη. Ο φάρος της Λυκίας έσβησε για πάντα και έμειναν μόνο τα αρχαιολογικά ευρήματα για να θυμίζουν τις παλιές ένδοξες εποχές της συμμετοχής της στον ελληνικό πολιτισμό και τον πανελλήνιο κόσμο.

Σημειώσεις

         (1). Ο Πιξώδαρος έγινε σατράπης της Καρίας, μετά την απέλαση της αδελφής του Άδας από τους Πέρσες, της χήρας του αδελφού του. Καλλιέργησε τη φιλία με τους Πέρσες. Προσπάθησε να εξασφαλίσει τη φιλία του Φιλίππου του Β΄ του Μακεδόνα, προσφέροντας το χέρι της μεγαλύτερης κόρης του σε γάμο με τον Αρχιδαίο, το νόθο γιο του Φιλίππου Β΄. Στη διάρκεια της σατραπείας του της Λυκίας όρισε ως άρχοντες τους Ιέρωνα – Απολλόδοτο και ως επιμελητή της Ξάνθου τον Αρτέμελι.

         (2). Ο μύθος του Βελλεροφόντη αναφέρεται στην μετοίκησή του από την Ελλάδα και την Πελοπόννησο στη Λυκία. Απόγονοι του Βελλεροφόντη υπήρξαν οι: Γλαύκος, Άωρ και Χασάωρ. Το ταφικό μνημείο του Περικλή στα Λίμυρα αποτελεί διακειμενικότητα, και απαιτείται η γνώση της ελληνικής μυθολογίας για την κατανόηση του.

(3). Ο Όμηρος στην Ιλιάδα θέτει το πανανθρώπινο είδος των κοινών προβλημάτων. Παρουσιάζει τον περίφημο διάλογο των Λυκίων ηρώων – Σαρπηδόνα και Γλαύκου -, συμμάχων των Τρώων, που σκέφτονται τα ίδια πράγματα με αυτά που αναρωτιούνται οι Έλληνες και οι Τρώες, στην Τροία. Για ποιο λόγο να πολεμήσουν; Ποια είναι τα πράγματα για τα οποία κάποιος χρειάζεται να πεθάνει;

Βιβλιογραφικές Αναφορές

  • Βλασόπουλος, Κώστας. (2020). Έλληνες και Βάρβαροι 1: Επαφές, Συγκρούσεις, Ανταλλαγές, και Έλληνες και Βάρβαροι 2: Αλληλένδετοι Πολιτισμοί, Αθήνα: Mathesis.
  • Ηρόδοτος. (1992). Ιστορία, Πολύμνια, μετάφραση Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα: Χατζόπουλος.
  • Ηρόδοτος. (1992). Ιστορία. Κλειώ, μετάφραση Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα: Χατζόπουλος.
  • Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίο 14, μετάφραση Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα: :Χατζόπουλος.
  • Όμηρος, Ιλιάδα, Ραψωδίες Ν-Π, μετάφραση Φιλολογική Ομάδα κάκτου, Αθήνα: Χατζόπουλος.