Κείμενο – μετάφραση: Αριστοτέλης Ζερβούδης, επαγγελματίας δύτης

Η βύθιση του ατμόπλοιου “ΟΡΙΑ” στις 12 Φεβρουαρίου 1944 στο νησί του Πατρόκλου στα ανοιχτά του Σουνίου αποτελεί την 4η μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία στα παγκόσμια χρονικά και την μεγαλύτερη στή Μεσόγειο. Παρ᾽όλα αυτά παρέμεινε στην λήθη της ιστορίας ακόμα και μετά την ανεύρεση των συντριμμιών του το 1999 έως και το 2012 οπότε ξεκίνησε μια συλλογική προσπάθεια στην Ελλάδα και την Ιταλία, με σημαντικότερη στιγμή την εύρεση της λίστας με τα ονόματα των Ιταλών στρατιωτών στον Ερυθρό Σταυρό, ώστε να πληροφορηθούν οι οικογένειες των επιβαινόντων πού χάθηκαν οι δικοί τους. Μέχρι το 2014 οι οικογένειες αυτές είχαν λάβει μόνο μια επιστολή στο τέλος του πολέμου από το υπουργείο Αμύνης της Ιταλίας ότι οι δικοί τους χάθηκαν κάπου στην Μεσόγειο. Θεωρούντο “αγνοούμενοι”.

Το ατμόπλοιο SS ORIA ήταν ένα Νορβηγικό πλοίο που είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς για μεταφορές στη Μεσόγειο.

Πολλά γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια, τα περισσότερα επαναλήψεις των αρχικών δημοσιευμάτων, ενώ τελευταία ειπώθηκαν και ανακρίβειες με αποτέλεσμα να υπάρχει μια σύγχυση για το τι ακριβώς συνέβη εκείνο το βράδυ. Ο τελικός απολογισμός απωλειών του ναυαγίου φαίνεται ότι είναι 4.095 Ιταλοί, 15 Γερμανοί και 21 μέλη του πληρώματος του πλοίου (όλοι Έλληνες). Επέζησαν 21 Ιταλοί, 6 Γερμανοί, ο Νορβηγός καπετάνιος και ένας Έλληνας μηχανικός. Πολλές τραγικές ιστορίες βγήκαν στην επιφάνεια μετά από μακροχρόνιες έρευνες, και πολλά νέα στοιχεία άγνωστα μέχρι τώρα ήρθαν στο φώς. Όπως αυτή του Έλληνα μηχανικού του πλοίου Δαμιανού Ιορδανόπουλου πού άλλαξε τον Έλληνα συνάδελφο του που λόγω της θαλασσοταραχής δεν ένοιωθε καλά, κατεβαίνοντας από το κατάστρωμα στο μηχανοστάσιο και βρήκε εκεί τραγικό θάνατο μαζί με το υπόλοιπο Ελληνικό πλήρωμα.  

O Δαμιανός Ιορδανόπουλος

Τραγική φιγούρα ο Giulio Antoniacci, τον οποίο επιβίβασαν στο πλοίο οι Γερμανοί στην Ρόδο αλλά λόγω του απίστευτου συνωστισμού και της υπερφόρτωσης του πλοίου τον κατέβασαν και τον έστειλαν στην Αθήνα με αεροπλάνο την επόμενη μέρα. Όταν προσγειώθηκε στο Τατόι τόν φόρτωσαν το επόμενο πρωί σε φορτηγά μαζί με άλλους αιχμάλωτους Ιταλούς και τον έστειλαν στην παραλία του Χάρακα στα Λεγραινά για να θάψει τους συντρόφους του που χάθηκαν το προηγούμενο βράδυ. Η πρώτη του αντίδραση μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί ήταν να λιποθυμήσει στην παραλία. Μέχρι σήμερα ζει μη μπορώντας να ξεπεράσει αυτά που είδε.

Θα παραθέσω δύο ανέκδοτες έγγραφες μαρτυρίες επιζώντων που δημοσιεύονται για πρώτη φορά μία από την Ιταλική και μία από την Γερμανική πλευρά πού φωτίζουν τα τραγικά γεγονότα της νύχτας του ναυαγίου.

Πρώτη η αναφορά του λοχία Guarisco Giuseppe του 149ου Σώματος αντιαεροπορικού πυροβολικού πού δόθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1946, ο οποίος μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας μεταφέρθηκε στο 4ο στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Ρόδου, και μου παραχωρήθηκε από το δίκτυο οικογενειών των συγγενών του “ΟΡΙΑ”.

SS Oria

“Το απόγευμα της 11ης Φεβρουαρίου μας μετέφεραν στο στρατιωτικό λιμάνι της Ρόδου και μας επιβίβασαν σε ένα επιβατηγό ατμόπλοιο το όνομα του οποίου δεν γνώριζα, αλλά μπόρεσα να δώ στα πλευρά του γραμμένο με μεγάλα λευκά γράμματα το POW (σημ.Prisoners Of War). Τόσο στο κατάστρωμα όσο και στά αμπάρια υπήρχε απίστευτος συνωστισμός.

Την 12η του μήνα η κατάσταση της θάλασσας χειροτέρεψε και το απόγευμα μια τρομερή καταιγίδα ξέσπασε με βροχή και ομίχλη. Κάποια στιγμή το πλοίο χτύπησε σ έναν βράχο και αμέσως εκτοξεύθηκαν φωτοβολίδες. Απίστευτο κομφούζιο. Όταν χτυπήσαμε στο νησί έπεσα στο κατάστρωμα και όταν κατάφερα να σηκωθώ ένα μεγάλο κύμα μ᾽έριξε σ᾽ένα πολύ μικρό δωμάτιο στην πλώρη του πλοίου στο επίπεδο του καταστρώματος και η πόρτα του έκλεισε πίσω μου. Τα φώτα ακόμα λειτουργούσαν και είδα ακόμα 6 στρατιώτες εκεί.  Μετά από λίγο τα φώτα έσβησαν και το νερό άρχισε να μπαίνει με βία. Ανεβήκαμε σ ένα μικρό πατάρι για να μείνουμε στεγνοί. 

Κάποια στιγμή έβαλα το πόδι μου κάτω για να δω αν ανέβηκε η στάθμη του νερού και μετά από λίγο κατάλαβα ότι αυτή παρέμενε αμετάβλητη. Μέσα στο δωμάτιο είχε πάνω από 1 μέτρο νερό το οποίο ανέβαινε όταν ερχόταν το κύμα και κατέβαινε μετά δημιουργώντας ένα είδος αντανάκλασης φωτός από ένα μικρό παραθυράκι στο κάτω μέρος της πόρτας. Βούτηξα 2 φορές για να δω αν μπορούσαμε να βγούμε από την πόρτα αλλά ήταν αδύνατον. Έπεισα τους άλλους να περιμένουμε ως το πρωί και περάσαμε όλη την νύχτα τρέμοντας με τον φόβο ότι ανά πάσα στιγμή θα βυθιστούμε.

Όταν ξημέρωσε και μπορέσαμε να δούμε λίγο καλύτερα παρατηρήσαμε ψηλαφίζοντας στο πλευρό του δωματίου έναν σιδερένιο δίσκο τοποθετημένο με βίδες εκεί που ήταν κανονικά ένα φινιστρίνι. Χτυπώντας το μ έναν γάντζο σπάσαμε μερικές βίδες και λασκάραμε τις άλλες καταφέρνοντας να τον μετακινήσουμε. Τότε είδαμε ότι κοντά μας ήταν ένας βράχος ύψους 50 μέτρων. Αρχίσαμε να φωνάζουμε αλλά δεν μας άκουγε κανείς. Προσπαθήσαμε να περάσουμε από το φινιστρίνι αλλά δεν χωρούσε κανείς μας.

Μετά από λίγο ακούσαμε αεροπλάνα και βγάζοντας το κεφάλι μου είδα ένα να κάνει κύκλους από πάνω μας. Τότε έδεσα την ζώνη μου πάνω σ᾽ ένα σίδερο το έβγαλα από το φινιστρίνι και άρχισα να το κουνάω όσο πιο ψηλά μπορούσα. Περνούσαν οι ώρες αλλά κανείς δεν ερχόταν να βοηθήσει. Ξαναπροσπαθήσαμε να ανοίξουμε την πόρτα και το πετύχαμε αλλά έμενε ανοιχτή μόνο όταν ερχόταν κάποιο κύμα, μετά ξαναέκλεινε και κοιτώντας είδαμε ότι το νερό αμέσως μετά την πόρτα έφτανε ως το ταβάνι.

Ένας από εμάς επιλέγοντας την στιγμή που η πόρτα ήταν ανοιχτή βούτηξε μήπως και βρει διέξοδο. Μετά από κάποια αναμονή που μας φάνηκε αιώνια τον είδαμε να μας φωνάζει πάνω από το φινιστρίνι και μας είπε ότι πέρασε από ένα άνοιγμα που ήταν εντελώς κάτω από το νερό. Άλλος ένας παρ’ ότι προσπάθησα να τον αποτρέψω δοκίμασε το ίδιο και δυστυχώς δεν τον ξαναείδαμε. Αυτός που τα κατάφερε και βγήκε μας είπε ότι το μόνο μέρος του πλοίου που ήταν έξω από το νερό ήταν η πλώρη και δεν είχε δει κανέναν γύρω, παρά μόνο αεροπλάνα από πάνω μας στα οποία έκανε σήματα. 

Κάποια στιγμή επιτέλους είδαμε κάποιους πάνω στον βράχο και αμέσως μετά μία βάρκα με 2 ναύτες ήρθε κοντά και μας είπαν ότι είναι Ιταλοί πλήρωμα του ρυμουλκού Vulcan υπό γερμανική διοίκηση και ερχόμενο από Πειραιά αλλά λόγω της κακοκαιρίας δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν, μας είπαν να μείνουμε ήρεμοι και θα μας βγάλουν σύντομα. Πήραν στην βάρκα τον συνάδελφο μας που είχε βγει και επέστρεψαν με εξοπλισμό για να ανοίξουν την τρύπα αλλά δεν τα κατάφεραν έτσι έφυγαν αφού μας υποσχέθηκαν ότι θα γυρίσουν αλλά δεν τους ξαναείδαμε. Έπεσε η νύχτα και έπρεπε να την ξαναπεράσουμε εκεί μέσα ίσως πιο αγχωμένοι απ᾽ότι την πρώτη.

H καμπάνα του SS ORIA

Το επόμενο πρωί είδαμε κάποιον να μας κοιτάει από το φινιστρίνι και ήταν από το πλήρωμα του ρυμουλκού Titan πάλι με ιταλικό πλήρωμα υπό γερμανική διοίκηση. Αμέσως ήρθαν ναύτες με μηχάνημα κοπής και άρχισαν να ανοίγουν τρύπα στο κύτος του πλοίου για να περάσουμε. Επιτέλους ήρθε η στιγμή να βγούμε σχεδόν 40 ώρες μετά και αφού πιστέψαμε ότι αυτή η τρύπα θα είναι ο τάφος μας. Τότε παρατήρησα ότι η πλώρη ήταν πραγματικά το μόνο μέρος του πλοίου που παρέμενε τσακισμένο στα βράχια αλλά έξω από το νερό και η θάλασσα ήταν ακόμα πολύ ταραγμένη.

Μας μετέφεραν στο ρυμουλκό όπου ο καπετάνιος και όλο το πλήρωμα έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν για εμάς αν και μας είχαν ήδη σώσει την ζωή ρισκάροντας τις δικές τους. Μείναμε όλη την ημέρα στο ρυμουλκό το οποίο έδεσε στον Πειραιά. Τα ονόματα όσων ήταν μαζί μου και θυμάμαι είναι, Riccardi Tomaso, Lauriola Pasquale, Civitillo Cristoforo, Bianco Antonio’”.

Η περιγραφή του Oscar Ernst Meyer πού υπηρετούσε στην Granatwerferzug des BB 999 στην Κάρπαθο,  και μου παραχωρήθηκε ευγενικά από την κόρη του Inga Grunst έχει ως εξής,

Ο Oscar Ernst Meyer πού υπηρετούσε στην Granatwerferzug des BB 999 στην Κάρπαθο.

“11 Φεβρουαρίου 1944 μεσημέρι, ξαφνικά όλοι οι αδειούχοι έπρεπε να εμφανιστούν με τις αποσκευές τους. Φορτηγά μας μετέφεραν στην παλιά πόλη της Ρόδου στο λιμάνι. Φορτωθήκαμε σε πλοία: τριάντα άντρες, συμπεριλαμβανομένου και εμού, του φίλου μου Alfred Jentsch και άλλων συντρόφων του λόχου μας BB 999, σε φορτηγό πλοίο ως επιβλέποντες για τους 4100 Ιταλούς. Οι υπόλοιποι, τουλάχιστον οι περισσότεροι, κατέληξαν στα τρία τορπιλοβόλα σκάφη που μας συνοδεύουν. Τα αμπάρια του ‘ΟΡΙΑ’ και η γέφυρα ήταν γεμάτα από Ιταλούς. Εμείς οι αδειούχοι καταλήξαμε στο κατάστρωμα του σκάφους. Λίγο πριν το σκοτάδι, φύγαμε. Όλοι, εκτός από τους κρατούμενους, είχαν βάλει σωσίβια. Πάνω από 4000 άτομα χωρίς τη δυνατότητα σωτηρίας! Πολλά αχρησιμοποίητα σωσίβια ήταν ακόμα διαθέσιμα. Κάποιοι από εμάς, ειδικά οι πιο τρομαγμένοι, είχαν δύο σωσίβια. Διπλό είναι καλύτερο, σκέφτηκαν. Οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Αν και το σκάφος μας είχε στα πλάγια του την επιγραφή “POW” (σημ.Prisoners of War) με μεγάλα λευκά γράμματα, αυτό ασφαλώς δεν απέκλειε μια επίθεση, ειδικά τη νύχτα, όπου η γραφή δεν ήταν πολύ αναγνωρίσιμη. Ακόμα και εγώ δεν ήμουν τόσο ήσυχος όσο ήμουν σε άλλα ταξίδια. Και ο φίλος μου Άλφρεντ ήταν εμφανώς νευρικός

 Μετά από τρεις ώρες ταξίδι, ήταν ήδη βαθιά νύχτα, είδαμε προς την κατεύθυνση της Ρόδου ισχυρές εκρήξεις βλημάτων των βαρέων αντιαεροπορικών όπλων. Οι ‘Tommy’ προφανώς νόμιζαν ότι είμαστε ακόμα στο λιμάνι. Ήμασταν ευτυχείς που είμαστε ήδη έξω. Περίπου μια ώρα μετά ένα Βρεταννικό ανιχνευτικό αεροπλάνο ήταν από πάνω μας. Ένα αντιαεροπορικό το πολυβόλησε και σε απάντηση έριξε  μια φωτοβολίδα στο κεφάλι της ναυτικής μας συνοδείας. Ούτε πέντε λεπτά αργότερα εμφανίστηκαν δύο Sunderland-τορπιλοπλάνα (Torpedoflugzeug). Τώρα άρχισε ο χορός! Ήμουν στη θέση μου ακριβώς κάτω από τη γέφυρα. Τα αντιαεροπορικά από όλα τα πλοία χτύπησαν τους επιτιθέμενους σε απάντηση. Παρ ‘όλα αυτά, αυτοί άρχισαν να επιτίθενται από δύο πλευρές. Το αντιαεροπορικά τροχιοδεικτικά διασχίζουν τη νύχτα. Εκεί, μια σκοτεινή σκιά στα δεξιά ! Εκεί, ακόμη και από την πλευρά του λιμανιού! Από τη γέφυρα η εντολή: “Torpedo torpedo! Torpedo” Το πλοίο έστριψε. Ήμουν παγωμένος με κρύα ρίγη κατά μήκος της πλάτης μου. Τώρα στο ταξίδι αδείας μου! Και πώς οι 4000 Ιταλοί πρέπει να νιώθουν, άρρωστοι, χωρίς σωσίβια και πεταμένοι στο κατάστρωμα σαν βοοειδή. Δεν έγινε τίποτα.  Έχασαν τον στόχο!

Τα αεροπλάνα αποσύρθηκαν και το αντιαεροπορικό ήταν και πάλι σιωπηλό. Ξαφνικά ήρθαν πάλι και μια τορπίλη ήρθε απευθείας πάνω μας! Οι ίδιες εντολές από τη γέφυρα όπως κατά την πρώτη επίθεση. Σκέφτηκα, “Τώρα ας πάμε στον ουρανό” και όλως παραδόξως ξύσαμε κάπου, μια ισχυρή γρατζουνιά κάτω από το πλοίο. Τίποτα δεν συνέβη, η τορπίλη είχε γλιστρήσει ακριβώς κάτω από το πλοίο. Ο ‘Tommy’ είχε ρίξει τέσσερις τορπίλες εναντίον μας αλλά ευτυχώς γλυτώσαμε.

Αργότερα η νύχτα πέρασε ήσυχα. Προς το πρωί ξαφνικά υποβρύχια-συναγερμός. Τα τορπιλοβόλα κυνηγούσαν στη θάλασσα σαν να είναι καταδικασμένα και έριχναν βόμβες βυθού. Αλλά δεν ακολούθησε καμία επίθεση. Εν τω μεταξύ, είχαν φτάσει γερμανικά αεροπλάνα, τέσσερα αεροπλάνα που έπρεπε να μας συνοδεύουν όλη την ημέρα και άλλαζαν κάθε δεύτερη ώρα με άλλα αεροσκάφη και έκαναν κύκλους γύρω από τη συνοδεία χωρίς παύση. Κατά τη διάρκεια της ημέρας η θαλασσοταραχή άρχισε να γίνεται μεγάλη. Όσο περνούσε η ώρα, το πλοίο άρχισε να κλυδωνίζεται σημαντικά. Πολλοί άρχισαν να αισθάνονται ναυτία. Τα κύματα έγιναν δυνατά και ισχυρότερα. Το μεσημέρι ήταν τόσο έντονα που προσωρινά τα τορπιλοβόλα που μας συνοδεύουν δεν ήταν πλέον ορατά και μπορούσε να θεωρηθεί ότι τα είχαν καταπιεί τα κύματα. Οι Ιταλοί έπαθαν ναυτίες ιδιαίτερα μεταξύ εκείνων που τοποθετήθηκαν κάτω από το κατάστρωμα στα αμπάρια. Και αυτό σίγουρα δεν ήταν έκπληξη. Λόγω του λιγοστού  φαγητού και των διαταγών, ήταν τόσο αποδυναμωμένοι στο σώμα τους, που ήταν εντελώς ανίκανοι ν᾽ αντισταθούν. Προστέθηκε σε αυτό το γεγονός ότι οι καταπακτές ήταν ερμητικά κλειστές και δεν είχαν κανενός είδους εξαερισμό. Και εδώ η Σύμβαση της Γενεύης ήταν αυστηρά περιφρονημένη.
Προς το βράδυ ο καιρός είχε φορτώσει για να γίνει καταιγίδα. Δεν μπορούσαμε να κρατηθούμε στα πόδια μας. Ακόμα και για το πλήρωμα ήταν υπερβολικό. Ένας είπε ότι ήταν ένα τρελό ταξίδι ή τρελοί άνθρωποι ήθελαν να γίνει. Η καταιγίδα έγινε τυφώνας. Αέρας δύναμη 12 !! Η θάλασσα έγινε άγρια. Ο αφρός των κυμάτων έπεφτε ψηλά πάνω από τη γέφυρα και έκανε τους έκθετους χωρίς προστασία Ιταλούς να παγώνουν, την εποχή εκείνη έκανε κρύο και περιστασιακά έριχνε χιόνι και χαλάζι.  Η δεύτερη νύχτα ήρθε στο ‘OΡΙΑ’. Η καταιγίδα σφύριζε στις κουκούλες μας , τα κύματα έσκαγαν πάνω στις σανίδες του πλοίου. Κάτω από την ώθηση τους, το πλοίο κινείτο βαριά και ταλαντευόταν και στις δύο πλευρές τόσο έντονα ώστε έπρεπε να γαντζωθείς ώστε να μην πέσεις κάτω από τη γέφυρα.

Εν τω μεταξύ η νύχτα είχε γίνει πίσσα σκοτάδι. Δεν θα μπορούσατε να δείτε την μύτης σας. Το σκοτάδι διακόπτεται μόνο από το διαλείπον μπλε λευκό οπτικό σήμα των πλοίων που επικοινωνούν μεταξύ τους. Ξαφνικά σε βόρεια κατεύθυνση, επαναλαμβάνοντας σε τακτά χρονικά διαστήματα, φωτοβολίδες που φωτίζουν προς τα πάνω. Τα σκοτεινά προφίλ των βουνών αυξήθηκαν ενάντια στο ανοιχτόχρωμο φόντο και κατέστησαν ολόκληρη την εικόνα ακόμα πιο ανησυχητική. Εκεί, ακόμα διαλείποντα οπτικά σήματα και αλλαγή της πορείας. Έμεινα παράξενα ανήσυχος. Δεν ήταν φόβος, δεν ήταν ξεκάθαρο γιατί. Βρισκόμασταν στο κατάστρωμα και κοιτάξαμε με καυτά μάτια στο σκοτάδι. Τα διαλείποντα σήματα των τορπιλοβόλων είχαν μετακινηθεί μακρύτερα και πιο μακριά και τώρα είχαν εξαφανιστεί εντελώς. Ξαφνικά μια τρομερή συντριβή, ένα χτύπημα τόσο τρομακτικό που με έκανε να τρέμω. Την ίδια στιγμή, φωνές φόβου από εκατοντάδες λαιμούς ξεχύνονταν από τις καταπακτές των αμπαριών. Τι είχε γίνει; Ούτε καν ο χρόνος για να το σκεφτείς, πάλι μια συντριβή και χτυπήματα. Προσαράξαμε ! Ο πανικός ξέσπασε στους Ιταλούς. Αυτοί που βρισκόντουσαν στο κατάστρωμα έτρεξαν στις σκάλες. Στα αμπάρια σαν τάφος ο πανικός έγινε όλο και μεγαλύτερος, οι κραυγές έγιναν όλο και πιο τρομακτικές! Οι Ιταλοί δεν μπορούσαν να βγουν έξω. Οι σκάλες είχαν τραβηχτεί προς τα πάνω από το πλήρωμα του πλοίου, για φόβο από το ξέσπασμα μιας ανταρσίας.

Είχα φτάσει στο κατάστρωμα του πλοίου, καθώς ένα χτύπημα, και το πλοίο κλονίστηκε και ρίχτηκε στα βράχια από την τρομερή θάλασσα. Ένας εκκωφαντικός βρυχηθμός και το βράδυ καλύπτεται με τον ήχο του. Οι ενδεικτικές λυχνίες ενεργοποιήθηκαν. Μόνο τώρα αναγνωρίστηκε ο τόπος της καταστροφής. Ψηλός ως πύργος δεξιά μας βρισκόταν ένας βράχος, σαν τοίχος. Το πλοίο πρέπει να έχει γύρει πάνω σε αυτόν. Φαινόταν σαν ο βράχος να πέφτει πάνω μας. Ένα βροντερό σφύριγμα από τις βαλβίδες και το σφύριγμα του ατμού κατέστησε σαφές ότι ο ατμός έβγαινε από τους λέβητες. Ήταν ένας ενοχλητικός θόρυβος ο βρυχηθμός και η βροντή της θάλασσας, αναμειγνύονταν με τον θόρυβο των βαλβίδων, το κύτος που έσπαζε κάθε φορά που το πλοίο χτυπούσε στο βράχο, και στη συνέχεια οι τεράστιες κραυγές χιλιάδων λαιμών. Ήταν απλά τρομακτικό! Στην γέφυρα έγιναν απίστευτες σκηνές. Πολλοί προσπάθησαν να πηδήξουν στο κενό, να γλιστρήσουν κάτω από τον απότομο βρεγμένο βράχο, έπεσαν ανάμεσα στα κύματα, από τα οποία αμέσως ρίχτηκαν και σκοτώθηκαν στα βράχια. Άλλοι προσπάθησαν να πηδήξουν στη θάλασσα από τα αριστερά, παρασύρθηκαν από το κύμα που τραβιόταν προς τα μέσα για να τους ρίξει το επόμενο που ερχόταν με τρομερή βία πάνω στο πλευρό του πλοίου και να τους πνίξει. Το πλοίο άρχισε να βυθίζεται. Ένα κομμάτι ήταν ήδη κάτω από το νερό. Μια νέα συντριβή, μια σύγκρουση και μια έκρηξη και το πλοίο έσπασε σε δύο κομμάτια.

Aπό τις έρευνες του συγγραφέα στο ναυάγιο του SS ORIA.

Υπό το φως των φωτοβολίδων φωτισμού που ριχνόντουσαν προς τα πάνω, φαινόντουσαν οι άνθρωποι να ρίχνονται μαζικά στη θάλασσα. Το κρύο φρικτό. Μόνο οι κραυγές του φόβου των ανθρώπων που βρίσκονται πολύ κοντά θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές. Κάποιος μπορούσε να δει στους ανθρώπους αυτή τη φρίκη του νερού, του θανάτου σε αυτή τη θάλασσα που έσκαγε με τρομερή δύναμη και απέναντι στην οποία βρέθηκαν αδύναμοι και χωρίς δυνατότητα σωτηρίας. Άλλοι ήταν δύσκαμπτοι, σαν να είχαν παραλύσει από τον τρόμο και τους έριχναν στη θάλασσα τα τεράστια κύματα. Από την εξωτερική πλευρά βγήκε μια σωσίβια λέμβος. Μπλόκαρε και κρεμάστηκε στους γερανούς, γεμάτη ανθρώπους. Προσπαθήσαμε να την κατεβάσουμε. Η βάρκα κόλλησε προς τα εμπρός, γλίστρησε προς τα πίσω και κρεμόταν κάθετα στον αέρα. Οι επιβάτες κρεμάστηκαν με το κεφάλι κάτω στη θάλασσα, και κομματιάστηκαν. Αναρωτιόμουν: «Τι πρέπει να κάνω; Να πέσω στη θάλασσα;» Θα ήταν τρέλα. Από τη μία πλευρά θα είχα εκτοξευθεί στον βράχο, από την άλλη στα πλευρά του πλοίου. Ήταν μια απελπιστική κατάσταση. “Περίμενε, αν το πλοίο παραμείνει έτσι, αναζήτησε το υψηλότερο σημείο” Νόμιζα ότι αυτό ήταν το σωστό πράγμα και προσπάθησα να επιστρέψω στην πρύμνη. Ήταν δύσκολο να προχωρήσουμε πάνω στο ναυάγιο που είχε πάρει μεγάλη κλίση. Έπρεπε ν᾽ανοίξω  το δρόμο προς τα εμπρός, και να πιάνομαι από αντικείμενα, για να μην γλιστρήσω ή να μην πέσω στη θάλασσα. Ένα μέρος της πλευράς του πλοίου ήταν ήδη κάτω από το νερό και βρισκόμουν στο νερό μέχρι το στήθος μου τις περισσότερες φορές. Καθώς ανέβηκα μπροστά, συναντήθηκα με τον σύντροφό μου Alfred. “Βγάλε τουλάχιστον το παλτό σου”, φώναξε στο αυτί μου και τον συμβούλεψα να συνεχίσει μαζί μου, επειδή η πρύμνη ανέβηκε περισσότερο από τα άλλα μέρη του πλοίου πάνω από το νερό. Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε μαζί, αλλά ξαφνικά τον έχασα. Φώναξα το όνομά του μερικές φορές, αλλά ο θόρυβος της καταιγίδας και η βροντή της θάλασσας έπνιξαν τις κραυγές. Ανέβηκα πίσω, κοίταξα χωρίς να τον βρω. Τη στιγμή που ήθελα να αρπαχτώ από ένα σχοινί σε άλλο, ένα κύμα με άρπαξε με βίαιο τρόπο και με έριξε στη θάλασσα. Απίστευτος στροβιλισμός και αμέσως παρασύρθηκα στα βαθιά. Προσπάθησα να ωθήσω τον εαυτό μου προς τα πάνω, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μια σκέψη ήρθε στο μυαλό μου:. Ήταν πολύ περίεργο, τώρα όλα ήταν καθαρά για μένα μπροστά στα μάτια μου. Δεν έχασα τη συνείδηση, δεν ήμουν παράλυτος από τρόμο. Ούτε καν φοβόμουν. Ήταν σαν να μην αγωνίζομαι με τον θάνατο. Είχα καταληφθεί από μια παράξενη ηρεμία. “Αυτό δεν μπορεί να είναι το τέλος, δεν μπορεί να τελειώσει τόσο εύκολα”, πέρασε από το κεφάλι μου. Μου φαινόταν γελοίο ότι όλα έπρεπε να τελειώνουν ξαφνικά και κάτω από το νερό.

Το νερό γύρω μου φωτίστηκε από το φωσφορίζον πλαγκτόν. Χάρη σε αυτό αναγνώρισα σαφώς μαύρες σκιές που πήγαιναν προς τα πάνω, άρπαξα με το ένα χέρι, ‘έσκαψα’ βαθιά με τα δάκτυλά μου και με έσυρε προς τα πάνω. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα άδειο βαρέλι βενζίνης. Το βαρέλι μ᾽ έφερε στην επιφάνεια, στον αέρα. Αλλά αμέσως ένα κύμα σάρωσε ξανά από πάνω μου. Τα βαρέλια που επιπλέουν στο νερό χτυπούν το ένα πάνω στο άλλο και πάνω μου. Πίσω στην επιφάνεια, έπρεπε να απελευθερώσω τον εαυτό μου με μεγάλη προσπάθεια από τα βαρέλια που συνέχιζαν να χτυπούν το ένα εναντίον του άλλου. Η θάλασσα γύρω μου γεμάτη με θραύσματα και βαρέλια, νεκρών και ζωντανών ανθρώπων. Στον φόβο τους για το θάνατο φώναζαν αλλά η θάλασσα τους κατάπινε. Από το ‘ΟΡΙΑ’ δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο να δει κανείς, μόνο τα κομμάτια του πλοίου, τα οποία με αυξανόμενο αριθμό επέστρεφαν από το βάθος και χιλιάδες άνθρωποι στο νερό ήταν το τελευταίο σημάδι του. Είχα μια αδιανόητη τύχη όταν βγήκα από το ‘ΟΡΙΑ’ που βυθιζόταν. Τώρα ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο στον αγώνα μου με το ορμητικό στοιχείο, αλλά και με τους πνιγμούς. Η θάλασσα ζήτησε τα θύματά της με όλη της τη δύναμη. Πέταξε και γύρισε τα θύματα ανάποδα, τα έσπρωχνε κάτω από το νερό! Αυτός ο αγώνας ανθρώπων με τις δυνάμεις της φύσης ήταν τρομακτικός. Φώναζαν και προσευχόταν σε ανάγκη και με το φόβο του υγρού θανάτου! Η αγωνία των πνιγμένων είναι μικρή αλλά φοβερή. Συχνά επανεμφανίστηκαν ξανά, πιάνονταν στο σωσίβιο μου, έπρεπε να ελευθερώσω τον εαυτό μου με βία, ώστε να μην με τραβήξουν στα  βαθιά. Ήταν ένα φοβερό πράγμα. Κατά την βύθιση τους προσπάθησαν να κρατηθούν στο πόδι μου. Έτσι έπρεπε να κλωτσήσω με το άλλο, για να τους ξεφορτωθώ. Δεν υπάρχει τίποτα που πρέπει να γίνει, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος, είτε αυτός είτε εγώ, ή και οι δύο. Αμέτρητα σώματα μετακινήθηκαν στο νερό και ρίχτηκαν από τα κύματα εδώ και εκεί ανάμεσα στα συντρίμμια. Με συνάντησαν με γυαλιστερά μάτια με ανοιχτά μάτια, στα οποία όλη η αγανάκτηση αυτού του τρομερού θανάτου ήταν ακόμα ευανάγνωστη. Έπεφταν πάνω μου από τα κύματα, μπλέχτηκαν ανάμεσα στα πόδια μου. Το χέρι του νεκρού άνδρα με χτύπησε στο πρόσωπο. Τα ρούχα που έφυγαν από τα σώματα είχαν ριχτεί στο κεφάλι μου από τα κύματα και με βούλιαζαν συνεχώς κάτω από το νερό. Προσπάθησα να δέσω μερικά κομμάτια ξύλου μαζί με ένα μαντίλι, αλλά στο πλάι μου ένας Ιταλός που βυθιζόταν μ᾽ ένα στεναγμό, επανεμφανίστηκε, άρπαξε απελπισμένα γύρω του το μαντίλι και το πήρε μαζί του στα βάθη. Με όλη μου τη δύναμη, έσπρωξα μακριά από μένα τον άνδρα και συνέχισα να κολυμπάω. Και για άλλη μια φορά μακριά από το σωρό, με κάθε κόστος. Ο καθένας βασιζόταν μόνο στον εαυτό του.

Ιταλικές καραβάνες υπάρχουν ακόμη στον βυθό της περιοχής του ναυαγίου.

Περίπου 2 ή 3 χιλιόμετρα από μένα είναι ένας βραχώδης κόλπος όπου το κύμα είναι ορμητικό. Πίσω από μένα το μικρό και απότομο βραχώδες νησί. Κοίταξα γύρω, έδωσα προσοχή στο ρεύμα του νερού,με οποιοδήποτε κόστος έπρεπε να φτάσω στον κόλπο, ίσως θα μπορούσα να φτάσω στο έδαφος κάπου, δίπλα μου υπήρχε κάτι λευκό, μια πόρτα. Θα μπορούσα να ξαπλώσω πάνω της, ήμουν κλονισμένος από το κρύο, κτυπούσαν τα δόντια μου και ολόκληρο το σώμα μου ένοιωθε με κρύο και κούραση. Μπροστά μου δυο άνθρωποι τραβήχτηκαν από το ρεύμα πάνω σε ένα ξύλο τους κάλεσα, ρώτησα αν ήταν Γερμανοί, αλλά δεν έλαβα καμιά απάντηση. Πόσο καιρό βρισκόμουν στο νερό, σύμφωνα με τη θέση του φεγγαριού τουλάχιστον μία ώρα και μισή έως δύο ώρες. Η ηπειρωτική χώρα έμοιαζε να πλησιάζει και πραγματικά μεταφέρθηκα στον κόλπο, αισθάνθηκα ότι ο αφρός και ο βρυχηθμός του ερχόταν πιο κοντά. Τώρα επίσης είδα πολύ καθαρά και μπορούσα να αναγνωρίσω ότι εξακολουθούσε να είναι ταραγμένη προς τα δεξιά, ενώ στο κέντρο ήταν προφανώς ήσυχη. «Πώς είναι δυνατόν;», αναρωτήθηκα στο κεφάλι μου. Όλος ο κόλπος ήταν βραχώδης και ορεινός. Ο βρυχηθμός και το φούσκωμα έγιναν όλο και πιο εκκωφαντικά, πιο τρομακτικά. Ξαφνικά βρήκα τον εαυτό μου στη μέση της κόλασης. Ήρθε από πίσω μου με μεγάλη ταχύτητα και έντονο θόρυβο. Μια γιγαντιαία καταιγίδα ήρθε προς μένα, με άρπαξε, με έσπρωξε με βία κάτω από το νερό, με έκανε να στροβιλίσω μαζί με την πόρτα στην οποία προσκολλήθηκα σαν τρελός. Καταπίνω νερό, νερό όλο και περισσότερο νερό! Ο λαιμός μου έκαψε το στήθος μου. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερα να επιστρέψω στην επιφάνεια του νερού και να φτάσω στην πόρτα μου. Αγωνιζόμουν απεγνωσμένα για να πάρω λίγο αέρα, αλλά εδώ ήρθε το επόμενο κύμα γρήγορα και στροβιλίστηκα υποβρύχια και μόλις που πρόφτασα να κλείσω το στόμα και τα μάτια μου. “Αυτό είναι το τέλος”, σκέφτηκα. “Δεν θα επιζήσεις από αυτό! Θέλατε να έρθετε εδώ, τώρα έχετε έρθει, είναι κόλαση, και εδώ καταστρέφεστε!” Αλλά η θέληση να ζήσω είναι τόσο δυνατή! Και πάλι επέστρεψα στην επιφάνεια και πάλι εκσφενδονίστηκα και γύρισα γύρω. Είδα την κόλαση που ήταν από πάνω μου, πιο βίαιη από τις προηγούμενες. Έμεινα σφιχτά, έκλεισα ερμητικά το στόμα μου και σκέφτηκα: “Απλά μην αφήνεις να φύγεις, απλά μην αφήνεις να φύγεις”. Εδώ ήρθε ένα τεράστιο χτύπημα. Μου συνέτριψε στην πόρτα, γύρισα απότομα την τράβηξα, αλλά επέστρεψα ξανά. Και αυτό συνεχίστηκε αρκετές φορές, μέχρις ότου το κύμα εξασθένησε.

Βαρέλια του ΟΡΙΑ στο βυθό

Ξαφνικά, χωρίς καμία εξήγηση, η πόρτα μου δεν κινήθηκε πια και παρέμεινε σε οριζόντια θέση λίγο κάτω από την επιφάνεια του νερού. Ήμουν ακόμα εντελώς ζαλισμένος και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Ξαφνικά αισθάνθηκα στερεό έδαφος κάτω από τα πόδια μου, ακούω  φωνές και είδα δύο μορφές που είχαν πέσει στο έδαφος. Ένας νεαρός Γερμανός χειριστής  του αντιαεροπορικού του πλοίου και ένας Έλληνας του πληρώματος, με τη σειρά τους τελείως εξαντλημένοι και αναστατωμένοι. Μετά βίας  μπορούσαμε  να μιλήσουμε. Προσπαθήσαμε να απελευθερώσουμε ο ένας τον άλλον από τα σωσίβια. Αλλά τα χέρια δεν μπορούσαν να το κάνουν. Αποφασισμένοι, χωρίς δυνάμεις παγωμένοι, βρισκόμαστε στην παραλία. Η καταιγίδα σφύριζε πάνω μας, μας κούναγε και έκοβε τα άκρα μας σαν εκατοντάδες μαχαίρια. Αργά ανακτώντας τις αισθήσεις μου, βρήκα ένα μαχαίρι στην τσέπη μου και μας ελευθέρωσα από τα σωσίβια. Γύρω από το σώμα του Έλληνα εξακολουθούσαν να κρέμονται κομμάτια από τα ρούχα του, το μάτι του πρησμένο, το κεφάλι του χτυπημένο. Ο νεαρός ναύτης, με μια ομοιόμορφη στολή, χωρίς παπούτσια, χωρίς κάλτσες, με σχισμένο το κεφάλι του. Και εγώ, εξίσου εξαντλημένος, αλλά όχι χτυπημένος! Έτσι βρισκόμαστε στην παραλία. Δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε, ανεβήκαμε χαμηλά στους βράχους και προσπαθήσαμε να καταφύγουμε και να ζεσταθούμε ο ένας με τον άλλο από το κρύο της καταιγίδας. Έτσι λοιπόν, είχαμε κοιμηθεί εξαιτίας της εξάντλησης στον κρύο πάγο, στα ρούχα που έσταζαν και στα λακκάκια των ρούχων μας”.

 Εδώ σταματάει η αφήγηση του Meyer μια και οι τελευταίες της σελίδες χάθηκαν κάπου στον χρόνο.

Η αναθηματική πλάκα που τοποθετήθηκε από τον συγγραφέα στον βυθό, στο σημείο του ναυαγίου.

Σήμερα 74 χρόνια μετά έχουν βρεθεί μόνο 320 οικογένειες των χαμένων Ιταλών και γίνεται προσπάθεια να εντοπιστούν όσο περισσότεροι γίνεται. Το σημείο του ναυαγίου έχει χαρακτηριστεί “υγρός τάφος” και στον βυθό έχει τοποθετηθεί αναμνηστική πλάκα για τους νεκρούς του “ΟΡΙΑ”. Στην ακτή απέναντι από τον Πάτροκλο και πάνω στην παραλιακή οδό Αθηνών Σουνίου από το 2014 με την βοήθεια του Δήμου Σαρωνικού και τοπικών παραγόντων έχει στηθεί μνημείο για να θυμίζει το μέγεθος της τραγωδίας.