Γράφει ο  Κλεάνθης Κυριακίδης

Ράινχαρντ Σέερ (1863 – 1928)

Ο Γερμανός ναύαρχος Σέερ, παρασημοφορημένος με το περίφημο μετάλλιο «Πουρ λε Μερίτ, μετά φύλλων δρυός», έμεινε στην ιστορία ως ο νικητής της ναυμαχίας της Γιουτλάνδης (για τους Γερμανούς «ναυμαχία του Σκαγεράκη»), μιας τακτικής νίκης και στρατηγικής ήττας του γερμανικού ναυτικού.

Ο νικητής της ναυμαχίας της Γιουτλάνδης, Γερμανός ναύαρχος Ράινχαρντ Σέερ

Γεννήθηκε στο Ομπερνκίρχεν της Έσσης και η οικογένειά του ήταν μεσοαστική. Ενετάχθη στο γερμανικό ναυτικό ως δόκιμος αξιωματικός σε ηλικία μόλις 15 ετών. Έγινε Σημαιοφόρος το 1882 και ανθυποπλοίαρχος τρία χρόνια αργότερα, υπηρετώντας στο ιστιοφόρο «Νιόβη». Το 1893 προήχθη σχετικά αργά σε υποπλοίαρχο και το 1890 σε πλωτάρχη, έχοντας υπηρετήσει σε όλους τους σημαντικούς τύπους πλοίων, σε θωρηκτά, κορβέτες και φρεγάτες. Αμέσως ξεχώρισε για τη φιλομάθειά και την επαγγελματικότητά του και έγινε ειδήμων σε θέματα τορπιλών. Μετά από τέσσερα χρόνια σπουδών και υπηρεσιών όπως αυτή του αξιωματικού τορπιλών στο καταδρομικό «Σόφη», έγινε εκπαιδευτής και συνέγραψε το εγχειρίδιο τοιρπιλών του γερμανικού ναυτικού.

Το 1899 παντρεύτηκε την Έμιλυ Μορ, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Μαριάν, το 1902. Ο Σέερ ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός και ευχάριστος, με μόνη εξαίρεση τη συνήθεια του να «διατάζει» το σκυλί του, ένα τεριέ, να επιτίθεται στους φίλους του, δαγκώνοντας αρκετούς από αυτούς! Παρόλα αυτά στη δουλειά ήταν αγέλαστος και αυστηρός και το προσωνύμιό του ήταν «Άνδρας με το Σιδηρούν Προσωπείο»! Το 1903 ο αρχηγός του ναυτικού, ναύαρχος Τίρπιτζ, τον χρησιμοποίησε σε δύσκολες θέσεις στο γενικό επιτελείο και ο Σέερ ήταν από τους υπεύθυνους για την εξάπλωση του γερμανικού ναυτικού. Τόσο η σκληρή του δουλειά, όσο και η φιλία του με τον Τίρπιτζ, οδήγησαν στην προαγωγή του σε πλοίαρχο το 1905, μετά από ένα μόλις έτος στο βαθμό του αντιπλοιάρχου.

Το 1907 ανέλαβε τη διακυβέρνηση του θωρηκτού «Έλσας» και το 1909 έγινε επιτελάρχης του Αρχηγού του Στόλου Ανοικτής Θάλασσας, ναυάρχου Χένινγκ φον Χόλτζεντορφ, με πλοίο έδρας το καταδρομικό «Πρίγκιπας Γουλιέλμος». Το 1910 προήχθη σε υποναύαρχο και το 1913 σε αντιναύαρχο και ανέλαβε τη διοίκηση μιας μοίρας θωρηκτών. Τον Ιανουάριο του 1916, με την χώρα του να βρίσκεται ήδη σε πόλεμο τρία χρόνια, προήχθη σε ναύαρχο και αντικατέστησε τον ασθενή Ούγο φον Πολ, στην Αρχηγία του Στόλου Ανοικτής Θάλασσας. Αμέσως σχεδίασε μια αποφασιστική ναυμαχία, μια προσπάθεια να στήσει παγίδα στον κυρίαρχο βρετανικό στόλο και να τον εκμηδενίσει.

Η υλοποίηση της σκέψης του είχε μερική μόνο επιτυχία. Στη ναυμαχία της Γιουτλάνδης, τη σημαντικότερη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί πέτυχαν μικρή τακτική νίκη, αλλά αντελήφθησαν ότι οι Βρετανοί θα παρέμεναν κυρίαρχοι των θαλασσών. Για τη νίκη του, ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ του πρόσφερε τίτλο ευγένειας, τον οποίο ο Σέερ αρνήθηκε ευγενικά, αφού παρά τη νίκη του, θεωρούσε ότι δεν είχε πετύχει το σκοπό του. Μετά τη Γιουτλάνδη, για την οποία παρασημοφορήθηκε με το σημαντικότερο γερμανικό μετάλλιο, το περίφημο «Πουρ λε Μερίτ», ο Σέερ υποστήριξε την προσπάθεια της επικράτησης μέσω υποβρυχίου πολέμου. Τρεις μήνες πριν τη λήξη του πολέμου, έγινε Αρχηγός του Ναυτικού, αντικαθιστώντας τον παλαιό του προϊστάμενο, φον Χόλτζεντορφ και απαίτησε την κατασκευή 450 υποβρυχίων. Παρόλα αυτά σχεδίασε και μια τελευταία μεγάλη ναυμαχία, που θα έριχνε όλο το γερμανικό στόλο εναντίον του βρετανικού και η οποία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Μεταπολεμικά, όταν ένας κλέφτης εν απουσία του εισήλθε στο σπίτι του στη Βαϊμάρη, δολοφόνησε τη σύζυγό του, κάτι που δεν ξεπέρασε ποτέ ο ναύαρχος. Συνέγραψε τα απομνημονεύματά του και λίγο πριν μεταβεί στην Αγγλία, προσκεκλημένος του αντιπάλου του στη μάχη της Γιουτλάνδης, ναυάρχου Τζέλικο, πέθανε στις 26 Νοεμβρίου 1928. Το 1933 ένα νεότευκτο καταδρομικό ονομάστηκε «Ναύαρχος Σέερ» προς τιμήν του.

Τζον Τζέλικο (1859 – 1935)

Ο ναύαρχος που κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήλεγχε τις τύχες του Βασιλικού Ναυτικού της Μεγάλης Βρετανίας ήταν ο μετριοπαθής Τζον Τζέλικο.

Ο ηττημένος της Γιουτλάνδης, Βρετανός ναύαρχος Τζον Τζέλικο

Γεννήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1859 στο Σαουθάμπτον και ήταν γόνος ναυτικής οικογένειας. Ενετάχθη στο Βασιλικό Ναυτικό το 1872 και διακρίθηκε, αφού ήταν αρχηγός της τάξης του. Το 1882, ως ανθυποπλοίαρχος, είδε δράση στην Αίγυπτο, κατά την εξέγερση του Ουράμπι, υπηρετώντας στη φρεγάτα «Αζινκούρ. Το 1886, ως υποπλοίαρχος, με ηρωισμό βοήθησε στη διάσωση του πληρώματος ενός εμπορικού πλοίου που βυθίστηκε από ναυτικό ατύχημα στο Γιβραλτάρ. Από το 1888 που προήχθη σε πλωτάρχη και μέχρι το 1891 υπηρέτησε στη Διεύθυνση Οπλισμού του Ναυαρχείου.

Το 1891 προήχθη σε αντιπλοίαρχο και έγινε ύπαρχος του θωρηκτού «Βικτόρια». Στις 22 Ιουνίου 1893 ενώ το «Βικτόρια» έπλεε στη Μεσόγειο και ο Τζέλικο ήταν ασθενής με πυρετό στο θεραπευτήριο του πλοίου, από λάθος διαταγή του ναυάρχου Τζορτζ Τράιον, το πλοίο εμβολίστηκε από το θωρηκτό «Κάμπερνταουν» και 372 άνδρες έχασαν τη ζωή τους, με τον Τζέλικο να σώζεται από το δόκιμο Ρόμπερτς-Γουέστ! Το 1897 προήχθη σε πλοίαρχο και συμμετείχε στην καταστολή της «στάσης των Μπόξερ» στην Κίνα, όπου και τραυματίστηκε. Το 1902 όταν υπηρετούσε ως επιτελής στη Διεύθυνση Οπλισμού του Ναυαρχείου, παντρεύτηκε και από το 1903 έως το 1905 κυβέρνησε το καταδρομικό «Ντρέηκ». Αργότερα υπηρέτησε ως Διευθυντής Οπλισμού και για περίπου ένα χρόνο ως Υπασπιστής του βασιλιά. Με την προαγωγή του το 1907 σε υποναύαρχο έγινε Επιθεωρητής Ναυτικού και την επόμενη χρονιά υπαρχηγός του Στόλου του Ατλαντικού. Ως αντιναύαρχος διοίκησε το Στόλο του Ατλαντικού και με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου προήχθη σε ναύαρχο και ανέλαβε την Αρχηγία του Στόλου, παρότι ο Ουίνστον Τσόρτσιλ ως Υπουργός Ναυτικού τον θεωρούσε ως «το μόνο άνθρωπο μεταξύ των αντιπάλων δυνάμεων, που θα μπορούσε να χάσει τον πόλεμο μέσα σε ένα απόγευμα»!

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, διοίκησε το στόλο κατά την περίφημη ναυμαχία της Γιουτλάνδης (31 Μαΐου – 1 Ιουνίου 1916) και αρκετοί ιστορικοί του ασκούν κριτική για τις αποφάσεις και ενέργειές του, με άλλους να θεωρούν ότι χειρίστηκε σωστά το στόλο και τα λάθη που έγινα οφείλονταν στον αντιναύαρχο Μπήτυ. Στις 28 Νοεμβρίου 1916 έγινε Αρχηγός Ναυτικού, παραδίδοντας στον Μπήτυ τα καθήκοντα του Αρχηγού Στόλου. Ως Αρχηγός Ναυτικού αντελήφθη εντελώς λανθασμένα τόσο τις διαστάσεις όσο και τον τρόπο αντίδρασης στο γερμανικό υποβρύχιο πόλεμο. Εξέδωσε μια διαταγή, σύμφωνα με την οποία, τα εμπορικά πλοία δεν έπρεπε να συνοδεύονταν. Συγκεκριμένα θεωρούσε ότι τα convoy αποτελούσαν εύκολο στόχο και εξέφρασε την άποψη ότι «το σύστημα πολλών πλοίων που ταξιδεύουν μαζί (convoy) δεν είναι σωστό να χρησιμοποιείται σε μια περιοχή που υπάρχει κίνδυνος υποβρύχιας επίθεσης»! Παράλληλα, βλέποντας ότι τα γερμανικά υποβρύχια είχαν μεγάλη επιτυχία, άρχιζε να εκφράζει απαισιόδοξες απόψεις για την έκβαση του πολέμου και τη δυνατότητα της Μεγάλης Βρετανίας να συνεχίσει τη «θαλασσοκρατία» της.

Όπως ήταν φυσικό, την παραμονή Χριστουγέννων του 1918 αντικαταστάθηκε από τον πολύ πιο αισιόδοξο, Ρόσλυν Ουέμις και εχρίσθη «υποκόμης του Τζέλικο». Από το Σεπτέμβριο του 1920 έως το Νοέμβριο του 1924 διετέλεσε Κυβερνήτης της Νέας Ζηλανδίας και με την επιστροφή του στην Αγγλία έγινε κόμης. Πέθανε στις 20 Νοεμβρίου 1935, κληροδοτώντας στο μοναχογιό του μια τεράστια περιουσία και φυσικά τον τίτλο ευγενείας του. Μια συνολική και τελική αποτίμηση του Τζέλικο, αποδεικνύει ότι ήταν γενναίος, αγαπητός, ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των υφισταμένων του, αλλά ήταν πολύ συγκεντρωτικός, συντηρητικός και απαισιόδοξος.

Ναυμαχία της Γιουτλάνδης (1916)

Η έναρξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου βρήκε τη Βρετανική Αυτοκρατορία κυρίαρχη των θαλασσών, παρά το σημαντικό εξοπλιστικό πρόγραμμα της Γερμανίας. Διαθέτοντας διπλάσια μεγάλα πλοία από τον αντίπαλό του, ο βρετανικός στόλος κυριαρχούσε και έχασε μόλις μια ναυμαχία, αυτή του Κόρονελ, το Νοέμβριο του 1914, από το ναύαρχο Κόμη φον Σπέε, ο οποίος όμως συνετρίβη σε λιγότερο από ένα μήνα στη ναυμαχία των Φάκλαντς. Η μόνη ελπίδα των Γερμανών ώστε να γείρει υπέρ τους η πλάστιγγα του ελέγχου των θαλασσών, ήταν να χρησιμοποιήσουν κάποιο «δόλωμα» για να παρελκύσουν ένα μεγάλο μέρος του βρετανικού στόλου σε «παγίδα» και να το εξολοθρεύσουν, είτε με τα υποβρύχιά τους, είτε ρίχνοντας πάνω του ολόκληρο το Στόλο Ανοικτής Θαλάσσης. Για να πετύχουν το σχέδιό τους θα έπρεπε φυσικά να μην αντιληφθούν οι Βρετανοί την παγίδα, κάτι αδύνατο, αφού ήδη από την αρχή του πολέμου και κατόπιν της επιδρομής στο γερμανικό ελαφρύ καταδρομικό «Μαγδεμβούργο» που είχε προσαράξει στη Ρωσία, οι Βρετανοί πήραν τους γερμανικούς κώδικες και μπορούσαν να αποκωδικοποιήσουν τα γερμανικά απόρρητα σήματα.

Έχοντας υπόψη τη στρατηγική σύλληψη των Γερμανών, οι Βρετανοί ήταν πανέτοιμοι και στην πρώτη προσπάθεια των αντιπάλων τους να τους στήσουν παγίδα, νίκησαν στη ναυμαχία του Ντότζερ Μπανκ (24 Ιανουαρίου 1915) και βύθισαν το θωρηκτό «Μπλύχερ». Ο Κάιζερ φόρτωσε την αποτυχία στον Αρχηγό Στόλου, Φρήντριχ φον Ίνγκενολ, τον οποίο αποστράτευσε. Στο διάδοχό του, Ούγκο φον Πολ, απαγόρευσε τη χρήση του στόλου χωρίς προσωπική του εντολή και τα γερμανικά θωρηκτά σκούριασαν στις βάσεις τους! Τελικά, ο τρίτος κατά σειρά Αρχηγός του Στόλου Ανοικτής Θαλάσσης, ναύαρχος Ράινχαρντ Σέερ, έπεισε τον Κάιζερ να γίνει μια ακόμα προσπάθεια για να βυθιστεί το μεγαλύτερο μέρος του βρετανικού στόλου. Το σχέδιο του Σέερ ήταν να στείλει τη μοίρα των καταδρομικών του ναυάρχου Χίππερ ως «δόλωμα» και όταν πλησίαζαν τα βρετανικά θωρηκτά θα τα περίμεναν γερμανικά υποβρύχια. Αν παρ’ ελπίδα γλίτωναν, θα αντιμετώπιζαν ολόκληρο το γερμανικό στόλο με τα σύγχρονα θωρηκτά του. Οι Βρετανοί που έμαθαν το γερμανικό σχέδιο, απέπλευσαν ολόκληρο το στόλο τους και μάλιστα τόσο έγκαιρα ώστε να μην προλάβουν τα γερμανικά υποβρύχια να φθάσουν στα σημεία περιπολίας τους.

Στις 31 Μαΐου 1916, 5 γερμανικά βαριά καταδρομικά, 5 ελαφρά καταδρομικά και 31 αντιτορπιλικά υπό το ναύαρχο Φραντς Χίππερ, κινήθηκαν βορειοδυτικά του Βιλχελμσχάβεν, παράλληλα προς την ακτή της Δανικής Γιουτλάνδης, προς το στενό του Σκαγεράκη, ακολουθούμενα σε σχετικά μικρή απόσταση (50 ναυτικά μίλια) από 16 νέα και 6 παλιά θωρηκτά, 6 ελαφρά καταδρομικά και 30 αντιτορπιλικά. Αντίστοιχα οι Βρετανοί κινήθηκαν προς το Χίππερ, με τη μοίρα των 4 θωρηκτών, 6 θωρακισμένων καταδρομικών, 14 ελαφρών καταδρομικών, 27 αντιτορπιλικών και 1 αεροπλανοφόρου (που χρησίμευε μόνο για αεροπορική αναγνώριση) του ναυάρχου Ντέηβιντ Μπήτυ, αποπλέοντας από το Ρόσλυν. Την ίδια στιγμή ο Αρχηγός του Βρετανικού Στόλου, Τζον Τζέλικο, ακολουθούσε (επίσης σε απόσταση 50 μιλίων), έχοντας αποπλεύσει από το Σκάπα Φλόου με 33 θωρηκτά, 14 καταδρομικά και 51 αντιτορπιλικά!

 

Οι εμπροσθοφυλακές των στόλων του Μπήτυ και του Χίππερ συναντήθηκαν και αντάλλαξαν πυρά στις 2:30 το μεσημέρι, 100 μίλια δυτικά της ακτής της Γιουτλάνδης. Όμως οι Γερμανοί υποχώρησαν συντεταγμένα, ενώ οι Βρετανοί από λάθος ανταλλαγή σημάτων διασπάστηκαν, αφού η μοίρα των θωρηκτών του Χιου Έβαν – Τόμας δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τις αλλαγές πορείας του Μπήτυ που ήθελε να καταδιώξει τους αντιπάλους του. Έτσι, η καλύτερη μοίρα του βρετανικού στόλου και μάλλον του κόσμου (με τα ταχύτατα θωρηκτά τύπου «Κουήν Ελίζαμπεθ»), έμεινε 10 μίλια πίσω. Μια ώρα αργότερα οι δυο στόλοι των καταδρομικών συναντήθηκαν και ο Χίππερ προσπάθησε να παρασύρει τον Μπήτυ προς τα θωρηκτά του Σέερ. Κατά την πρώτη φάση της μάχης, γνωστή ως «αγώνας δρόμου προς το νότο», οι δυο στόλοι κινούμενοι παράλληλα άνοιξαν πυρ από απόσταση 15.000 γυαρδών (14 Km). Υποβοηθούμενοι από καλύτερη ορατότητα οι Γερμανοί βύθισαν τα βαριά καταδρομικά «Ιντεφατιγκάμπλ» και «Κουήν Μαίρη» και προκάλεσαν πολύ μεγαλύτερες ζημιές στο «Λάιον» και το «Τάιγκερ», από όσες υπέστησαν. Οι δυο στόλοι έχασαν σε αυτή τη φάση και από δυο αντιτορπιλικά.

Μετά από μια ώρα ο Μπήτυ ανέστρεψε και άρχισε να κινείται βόρεια, αυτή τη φορά παρασύροντας αυτός τους Γερμανούς προς το στόλο του Τζέλικο, στη δεύτερη φάση της ναυμαχίας, τον «αγώνα δρόμου προς το βορρά». Η μοίρα των θωρηκτών του Μπήτυ, πάντα υπό τον Χιου Έβαν – Τόμας, πάλι από επικοινωνιακό λάθος δεν έστριψε όταν έπρεπε και βρέθηκε κοντά στα θωρηκτά του Σέερ που τους προξένησαν ζημιές, αλλά δε βύθισαν κανένα από τα τέσσερα βρετανικά θωρηκτά. Η επιστροφή του Μπήτυ και επιτυχής συνένωση με τον Τζέλικο, μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί βρετανική επιτυχία. Στις 6:00 το απόγευμα τα πράγματα άλλαξαν για τους Βρετανούς, αφού ο ενωμένος τους στόλος εφάρμοσε επιτυχώς το «Τ του Νέλσονα», αφού πρώτα έχασε τα θωρακισμένα καταδρομικά «Γουόριορ» και «Ντηφένς» και το βαρύ καταδρομικό «Ινβίνσιμπλ». Ο Χίππερ έχασε το πλοίο διοικήσεώς του, βαρύ καταδρομικό «Λούτζωφ», που εξουδετερώθηκε και αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει, για να το βυθίσει τις πρώτες πρωινές ώρες ο ίδιος! Στο πρώτο «Τ», οι Βρετανοί δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τη θέση τους και να βυθίσουν έστω και ένα γερμανικό πλοίο. Όμως ο Τζέλικο, αφού πρώτα έχασε το αντιτορπιλικό «Σαρκ», κατάφερε να ξαναεφαρμόσει το «Τ», και να αναγκάσει τους Γερμανούς να υποχωρήσουν, χάνοντας τη συνοχή τους. Τέσσερα γερμανικά θωρηκτά κτυπήθηκαν και ο Σέερ αποφάσισε να θυιάσει τα ελαφρά του καταδρομικά σε μια αντεπίθεση αντιπερισπασμού, για να σώσει τον υπόλοιπο στόλο. Η ηρωική ενέργεια των καταδρομικών οδήγησε στη βύθιση τριών από αυτά.

Ο Σέερ απέκτησε μια απόσταση ασφαλείας 10 μιλίων, όμως με το σούρουπο οι δυο στόλοι ξανασυναντήθηκαν και ακολούθησε η τελευταία, «νυκτερινή» φάση της ναυμαχίας. Το ελαφρύ καταδρομικό «Φράουενλομπ» βυθίστηκε από τορπιλική προσβολή, το παλιό θωρηκτό «Πόμερν» και δυο αντιτορπιλικά βυθίστηκαν, ενώ οι Βρετανοί έχασαν το θωρακισμένο καταδρομικό «Μπλακ Πρινς» και 5 αντιτορπιλικά. Συνολικά, οι Βρετανοί έχασαν 3 βαριά καταδρομικά, 3 θωρακισμένα καταδρομικά (παλαιότερα) και 8 αντιτορπιλικά (113.000 τόνοι), με συνολικά 6.097 νεκρούς. Οι Γερμανοί με μόλις 2.551 νεκρούς, είχαν απώλειες 1 παλαιού θωρηκτού, 1 βαρέως καταδρομικού, 4 ελαφρών καταδρομικών και 5 αντιτορπιλικών (σύνολο 63.000 τόνοι).

Παρότι αριθμητικά, η ναυμαχία ήταν μια αναμφίβολη τακτική νίκη των Γερμανών, στρατηγικά ήταν μια απόλυτη αποτυχία. Οι Βρετανοί παρέμειναν κυρίαρχοι των θαλασσών και ο Σέερ πείστηκε ότι πλέον αλλαγή των ισορροπιών θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με υποβρύχιο πόλεμο. Ως αποτέλεσμα, ο γερμανικός Στόλoς Ανοικτής Θαλάσσης απέπλευσε εκ νέου μετά τη συνθηκολόγηση, απλά για να παραδοθεί, αφού οι Βρετανοί είχαν πετύχει τον ασφυκτικό ναυτικό αποκλεισμό της Γερμανίας, που οδήγησε στην οικονομική της κατάρρευση. Οι ναύαρχοι και των δύο στόλων παρασημοφορήθηκαν και αργότερα προήχθησαν ο ένας σε Αρχηγό του Ναυτικού και ο άλλος σε Αρχηγό του Στόλου, όμως στη Μεγάλη Βρετανία άρχισε μια συζήτηση με αλληλοκατηγορίες που κρατάει μέχρι σήμερα για το ποιός ευθύνεται για την ήττα, σε αντίθεση με τη Γερμανία, που θεώρησε τη «ναυμαχία του Σκαγεράκη», όπως την ονόμασε, ως μεγάλη επιτυχία.