Η ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
- 05/05/2019
- 0
Του Γιώργου Κανάκη
Τον Μάιο του 1892 στο περιοδικό Εστία με υπότιτλο «Αναμνήσεις προς φίλον» προδημοσιεύτηκε σε δυο συνέχειες το «Ολόγυρα στη λίμνη», στο έργο του αυτό, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μας παρουσιάζει αριστοτεχνικά όλη τη Σκιάθο, τη λίμνη με τα περίγυρά της, το λιμάνι με τους ανθρώπους και με τις ασχολίες τους, τον ταρσανά με τα νέα σκαριά, διαφόρους τύπους, ιστορίες, μα πάνω σ’ όλα αυτά τα περιγραφικά στοιχεία κυριαρχεί με το φως μιας υπερούσιας βελουδένιας ομορφιάς η αναπόληση και η νοσταλγία, ο έρωτας στα πρώτα του φτερουγίσματα, η αφέλεια γεμάτη μικροκαημούς, το βαθύτερο κοίταγμα της ζωής.
Σκηνές υπέροχες, όπως του καραβιού, αισθήματα, ψυχογραφία, αντιθέσεις, δίνουν στο έργο μια πολυσύνθετη ομορφιά, από όπου όμως λάμπει το ψυχικό περιεχόμενο, ο νοσταλγικός ήχος, που τα κάνει όλα ζωντανά κι αναγκαία, δηλαδή ενώ φαίνονται να είναι περιττά, τελικά προσθέτουν κάτι σπουδαίο στη συγκίνησή μας.
Η νατουραλιστική περίοδος του Παπαδιαμάντη αρχίζει με το πρώτο του διήγημα στα 1887 και φτάνει ως τα 1892. Είναι περίοδος ορμής, περιγραφική, φυσιολατρική, θεματογραφική, με έντονο χρωματισμό, με φανερή προσπάθεια στα εκφραστικά μέσα, με ειδυλλιακή ατμόσφαιρα και με κάποια τάση περιτέχνησης και υποταγής σε κανόνα και σχέδιο.
Ας αφήσουμε όμως το παρακάτω κείμενο να μας ταξιδέψει στον ταρσανά με τα λόγια του Άγιου των Ελληνικών γραμμάτων του μπαρμπα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, ναι έγινε αποσαπασματικό «copy paste» μια και έκρινα, ότι το κείμενο θα ακουγόταν πιο καλά όπως το έγραψε ο ίδιος!
Ὅλη ἡ μακρὰ καὶ πλατεῖα ἀμμουδιὰ ἡ ἁπλουμένη μεταξὺ τῆς λίμνης καὶ τοῦ λιμένος, δὲν εἶχεν οὐδὲ ἕνα κόκκον ἄμμου ἀμιγῆ ἀπὸ πριονίδια, οὐδὲ ἕνα χάλικα ἐλεύθερον ἀπὸ τὴν γειτονίαν πελεκουδίου. Πόσα δάση ἀγριοξύλων μετεμορφώθησαν ἐνταῦθα, ἀπὸ ἀμνημονεύτων χρόνων, εἰς σκάφας μὲ κατάρτια ὑψηλά, μὲ μυριάδας ὀργυιῶν σχοινίων καὶ πανίων, καὶ πόσαι τοιαῦται σκάφαι θὰ ἐκοιμῶντο τώρα τὸν αἰώνιον ὕπνον εἰς τὰ βάθη τῆς Μεσογείου ἢ τοῦ Εὐξείνου! Δύο τοιοῦτοι σκελετοὶ ἐφαίνοντο σήμερον κείμενοι ἐπὶ τὴν μίαν πλευράν, εἰς τὰ ρηχά, ἀντικρὺ τοῦ ναυπηγείου, μὲ τὰς σκωληκοβρώτους καὶ μαυρισμένας σανίδας των, μὲ τὰ σκουριασμένα καρφία των, καὶ τὰ διέχοντα στραβόξυλα* γυμνὰ μαδερίων, δι᾿ ὧν διέρρεεν ἐλευθέρως ἡ θάλασσα, ἐφαίνοντο θλιβερῶς μειδιῶντα, μὲ ὀδόντας ἄνευ χειλέων, ὡς νὰ ᾤκτειρον βλέποντα ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὴν τόσην μανιώδη μέριμναν καὶ μεταλλευτικότητα τῶν ἀνθρώπων. Πόσαι χεῖρες ἀνθρώπων πυρετωδῶς ἐργασθεῖσαι ἄλλοτε ἐδῶ δὲν ἔκειντο ξηραὶ εἰς τὰ βάθη τῆς γῆς, πόσαι κεφαλαί, τόσον ἔχουσαι ἐγκέφαλον, ὅσος θὰ ἤρκει, καθ᾿ ἃ ἔλεγε γηραιὸς ναυτικός, «διὰ νὰ παλαμίσῃ* τις ἕνα καράβι ὁλόκληρο», δὲν ἔθρεψαν ἀδηφάγα κήτη εἰς τὸν βυθὸν τοῦ πόντου!
* * *
Ἐνθυμεῖσαι, ὑπῆρχαν τότε τρία μεγάλα σκάφη πλησίον ἀλλήλων ναυπηγούμενα, ὑπὸ τὸν αὐτὸν ἀρχιναυπηγόν. Θαυμάσιος ἄνθρωπος! Πῶς ἠδύνατο νὰ ἐπαρκῇ καὶ εἰς τὰ τρία, τρέχων ἀπὸ σκάφης εἰς σκάφην, μ᾿ ἕνα πῆχυν εἰς τὴν χεῖρα, μὲ μίαν στάθμην καὶ μ᾿ ἓν σκέπαρνον ἀπὸ τοῦ αὐχένος κρεμάμενον μὲ τὴν λαβὴν ἐπὶ τοῦ στέρνου. Καὶ ὁποία στρατιὰ ἀνθρώπων ἐτέλει ὑπὸ τὰς διαταγάς του! Ὁ πλοίαρχος, οἱ βοηθοί του, οἱ πριονισταί, οἱ πελεκηταί, οἱ μαραγκοὶ καὶ οἱ καλαφάται! Δὲν ἔλειπαν καὶ οἱ Γύφτοι, οἵτινες εἶχον ἱδρύσει προχείρως ἀνὰ μίαν καλύβην ὄπισθεν ἑνὸς ἑκάστου τῶν σκαφῶν. Καὶ μὲ τὴν κάμινον πλήρη ἀνθράκων, μὲ τοὺς φυσητῆρας, μὲ τοὺς ἄκμονας, μὲ τοὺς ραιστῆρας καὶ τὰς βαρείας σφύρας των, ἔκοπταν, ἔκοπταν μεγάλα καρφία, τζαβέτες*. Ὁποῖος φοβερὸς θόρυβος! Οἱ κτύποι τοῦ ραιστῆρος ἔπνιγον τὸν ἔρρυθμον τριγμὸν τοῦ πρίονος, ὁ κρότος τοῦ σκεπάρνου ἐκάλυπτε τὸν δοῦπον τῆς ξυλίνης ματσόλας, δι᾿ ἧς ἐκτύπα τὸ στυππεῖον ὁ καλαφάτης, καὶ ὑπὲρ πάντας τοὺς ἄλλους κρότους ἐδέσποζεν ὁ βαρὺς ροῖβδος τοῦ πελωρίου ραιστῆρος, δι᾿ οὗ ἐνέπηγον τὰ χονδρὰ καρφιὰ καὶ τοὺς ξυλίνους ἥλους, τὲς καβίλιες, εἰς τὰς στρογγύλας πλευρὰς τοῦ κολοσσαίου σκάφους. Καὶ ὑψηλός, μεγαλόκορμος ἀνήρ, μὲ ὀρθὰς τὰς πλάτας, μὲ τὸ κόκκινον πλατὺ ζωνάρι συνέχον τὴν μακρὰν σέλλαν* τοῦ βρακίου ὑπὸ τοὺς βουβῶνάς του, εἶχεν ἀναβῆ, ὁ δαιμόνιος, ὑψηλὰ ἐπὶ τῆς κωπαστῆς, καὶ ὁ ἴσκιος του μακρός, ὑπὸ τὰς τελευταίας ἀκτῖνας τοῦ δύοντος ἡλίου, ἐμεγεθύνετο τεραστίως, τῶν μὲν σκελῶν πιπτόντων ἐντεῦθεν τῆς λίμνης ἐπὶ τῶν φυτῶν τοῦ σικυῶνος, τοῦ δὲ κορμοῦ ἀορίστως κυμαινομένου ἐπὶ τοῦ ὕδατος, καὶ τῆς κεφαλῆς ζωγραφουμένης μεγαλοπρεπῶς πέραν τῆς λίμνης, πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὴν ὑπώρειαν τοῦ βουνοῦ. Οὗτος ἦτο ὁ πουργοτζής*, ἔργον ἔχων τὸ ν᾿ ἀνοίγῃ τρύπες. Ὑπερμέγεθες πισσωμένον ζεμπίλιον, κείμενον κάπου, ἀνάμεσα εἰς δύο βουβά*, μεγάλα ξύλα, ὑπὸ τὴν πρύμνην, ἦτο γεμᾶτον ἀπὸ τριβέλια διαφόρων μεγεθῶν, ἕως τρεῖς δωδεκάδας, ὧν τὸ μὲν μικρότερον θὰ ἦτο ἕως δύο σπιθαμῶν, τὸ δὲ μέγιστον, βαρύ, ὀγκῶδες, ἦτο σχεδὸν ἴσον μὲ τὸ ἀνάστημα τοῦ κατόχου του. Τὴν στιγμὴν ταύτην ἐχειρίζετο ἀκριβῶς ἓν τῶν μεγίστων τρυπανίων, καὶ ἔκυπτεν, ὁ θαυμάσιος, ἐπὶ τῆς κωπαστῆς, αἰωρούμενος ὡς σχοινοβάτης, καὶ ἤνοιγε βαθεῖαν κάθετον ὀπὴν εἰς μίαν τῶν πλευρῶν τοῦ σκάφους. Ὢ τῆς ἀκαταληψίας!
* * *
Ἀλλ᾿ ὁ ἥλιος ἐκρύβη ἤδη εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὑψηλοῦ πετρώδους βουνοῦ, καὶ ὁ ἴσκιος τοῦπουργοτζῆ διεγράφη καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ὕδατος καὶ ἀπὸ τὸν ἄμμον τῆς παραλίας. Οἱ μαστόροι, καθὼς καὶ οἱ πολλοὶ ἐπισκέπται, οἱ περιπατηταὶ τῆς ἑσπέρας, οἵτινες ἤρχοντο νὰ συγκοπιάζωσι καὶ αὐτοὶ μὲ τὸ βλέμμα εἰς τοὺς ἱδρῶτας τῶν ἄλλων, κ᾿ ἐνίοτε νὰ τοὺς χασομερῶσι μὲ τὰς ἀκαίρους ἐρωτήσεις των, διασκελίσαντες τὰ παντοῦ ἐσκορπισμένα ἀνὰ τὸ ναυπηγεῖον βουβά, δοκοὺς καὶ στραβόξυλα, συνήχθησαν ὅλοι ἐν συγκεχυμένῳ βόμβῳ, περὶ τὴν μικρὰν καλύβην τοῦ πλοιάρχου, ἥτις ἦτο πλήρης τάκων καὶ τεμαχίων ξύλου καὶ σπυρίδων μὲ ἐργαλεῖα καί τινων ἐνδυμάτων καὶ κλινοσκεπασμάτων, διὰ νὰ πίωσιν ὅλοι τὸ τσίπουρο, ἀπὸ μεγάλην χιλιάρικην φιάλην, μὲ τὸ αὐτὸ ποτήριον ὅλοι. Μόνος ὁ πελώριος καραβόσκυλος, ὁ προσδεδεμένος μὲ στερεὰν ἅλυσιν ἔξω τῆς καλύβης, ὄπισθεν τῆς πρύμνης τοῦ μεγάλου σκάφους, ἐξέπεμπεν ἀπειλητικὸν ὑπόκωφον γρυλισμόν, ὡς νὰ διέκρινεν αὐτὸς μόνος τὸν βόμβον τῶν κηφήνων ἀπὸ τοῦ βόμβου τῶν μελισσῶν, κ᾿ ἐφαίνετο, ἂν τοῦ τὸ ἐπέτρεπαν, ἕτοιμος νὰ ἐφορμήσῃ. Ἀλλ᾿ ὁ πλοίαρχος, ὁ καπετὰν Γιωργάκης, ὅστις ἐφαίνετο κάπως μορφωμένος, μὲ τοὺς μακροὺς ἀγκιστροειδεῖς ξανθοὺς μύστακάς του, τὸ ἡλιοκαὲς πρόσωπον καὶ τὸ μικρὸν ἀνάστημα, διὰ μονοσυλλάβων ἀνέκοπτε τὴν ὁρμήν του. «Πίσω, Τσοῦρμο! κάτω, Τσοῦρμο!» Ὁ Τσοῦρμος ὑπήκουεν, ἀλλὰ μετὰ δυσκολίας, κ᾿ ἐξέφραζε τὴν λύπην του διὰ παρατεταμένων γαυγισμῶν. Ἤρχισε νὰ κυκλοφορῇ τὸ ποτήριον τῆς ρακῆς, καὶ οἱ ναυπηγοὶ ὅλοι καὶ οἱ περιπατηταὶ ἔλεγαν τὰς συνήθεις εὐχάς: «Καλορρίζικο! μάλαμα τὸ καρφί τ᾿, καπετάνιο! Καλὸ πλέψιμο!» Τὴν τελευταίαν λέξιν οἱ πλεῖστοι ἐπρόφεραν, κατὰ παραφθοράν,πλέξιμο. Καὶ εἷς περίεργος ἄνθρωπος μὲ χονδρὸν ἄσχημον πρόσωπον, μὲ παχύτατον μύστακα ἐπικαθήμενον ὡς στοιβιὰ ἐπὶ τῶν μήλων τῶν παρειῶν του, ἕως τοὺς ὀφθαλμούς, ἡμιναύτης καὶ ἡμιεργάτης καὶ ἡμιεκφορτωτής (οὗτος ἦτο ὁ Ἀλέξανδρος Χάραυλος, ὁ ἴδιος ὅστις πηδαλιουχῶν ποτὲ ἐν μακρῷ ταξιδίῳ, κατὰ τὴν Μαύρην Θάλασσαν, ἐπὶ μεγάλου πλοίου, τὴν νύκτα, ἠρωτήθη ὑπὸ τοῦ πλοιάρχου, περιπατοῦντος κατὰ μῆκος τοῦ καταστρώματος ἀπὸ τὴν πρύμνην ἕως τὴν πρῷραν: «Τί ἔχεις, βρὲ Ἀλέξανδρε, κι ἀναστενάζεις;» κ᾿ ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Συλλογίζομαι, καπετάνιε, πῶς θὰ τὰ πληρώσουμε, τόσα ἑκατομμύρια ποὺ χρωστάει τὸ Ἔθνος!»)· οὗτος λοιπὸν ὁ Ἀλέξανδρος Χάραυλος, ὀλίγον πέραν τοῦ δέοντος ἀφελής, προσληφθεὶς ἀπὸ τῆς προτεραίας διὰ νὰ ὑπηρετῇ εἰς τὴν ναυπήγησιν τοῦ σκάφους, ὅταν ἦλθεν ἡ σειρά του διὰ νὰ πίῃ καὶ νὰ χαιρετίσῃ, ἐπρόφερεν ἐξ ὑπερβαλλούσης ἀδεξιότητος ὡς ἑξῆς τὴν ἀνωτέρω σημειωθεῖσαν λέξιν:
― Καλὸ μπλέξιμο, καπετάνιο!
Οἱ ἄλλοι ἐκάγχασαν· ὁ ξανθομούστακος πλοίαρχος συνωφρυώθη, ὁ Τσοῦρμος ἠγέρθη ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν καὶ ἀφῆκε φοβερὰν ὑλακήν! Ὁ ἀδελφὸς τοῦ πλοιάρχου, ὁ Δημήτρης ὁ Τσιμπίδας, ἤγειρε τὴν χεῖρα ν᾿ ἁρπάσῃ ἀπὸ τὸν σβέρκον τὸν Ἀλέξανδρον τὸν Χάραυλον καὶ νὰ τοῦ καταφέρῃ ὀλίγους κονδύλους. Ὁ καπετὰν Γιωργάκης τὸν ἐμπόδισεν, ἂν καὶ τοῦ ἐκόστισε πολύ. Διότι ὅλοι οἱ ναυτικοί, καὶ οἱ πλέον μορφωμένοι σχετικῶς, δὲν εἶναι ἀπηλλαγμένοι δεισιδαιμονιῶν καὶ προλήψεων. Πῶς νὰ μὴν εἶναί τις δεισιδαίμων ὅταν «πολεμῇ μὲ τὸ μεγαλύτερον θηρίον», ὅταν παλαίῃ μὲ τὸ ἄγνωστον, καὶ δὲν ἠξεύρῃ ἂν αὔριον θὰ ἐπιπλέῃ ἢ θὰ ποντισθῇ, ἂν θὰ εἶναι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ἢ εἰς τὸν πυθμένα; Ὁ πλοίαρχος ἠρκέσθη μόνον νὰ εἴπῃ ὀργίλως:
― Δάκω τὴ γλῶσσα σ᾿, βρὲ στραβο-Χάραυλε… νὰ μὴν ἁρπάξω τὴ σαλαμάστρα*, τώρα…
Καὶ μετὰ δυσκολίας πολλῆς ἐμπόδισε τὸν ἀδελφόν του νὰ μὴ τὸν αἰκίσῃ.
Η ΚΑΘΕΛΚΥΣΗ
Μόνον περὶ τὰ μέσα τοῦ Αὐγούστου, ὅτε τὸ τρίτον καὶ ὀγκωδέστατον τῶν ναυπηγηθέντων πλοίων εἶχε τελειώσει ἤδη, ἐπῆγες καὶ σὺ μετὰ πολλοῦ πλήθους εἰς τὸ ναυπηγεῖον, ὅπως ἴδῃς τὴν καθέλκυσιν τοῦ μεγάλου σκάφους. Τὸ θέαμα ἦτο ἐπιβλητικόν, ὅπως λέγουσι σήμερον. Ὅλη ἡ πολίχνη εἶχεν ἐρημωθῆ σχεδόν, καὶ κόσμος πολυάριθμος ἐπλήρου τὴν μεγάλην μεταξὺ τῆς λίμνης καὶ τοῦ λιμένος λωρίδα. Ἐκεῖθεν τοῦ σκάφους, ὁ ἥλιος ἦτο ἤδη δύο κοντάρια ὑψηλά, καὶ ἵσταντο οἱ τραχεῖς, οἱ σκληραγωγημένοι ναῦται καὶ χειρώνακτες, συμπληροῦντες τὸ παλάμισμα* τῆς καρίνας, ἀποκαρφώνοντες τὰ βάζια* ἢ ὑποσκάπτοντες εἰς τὴν βάσιν, ὅπως εἶναι ἕτοιμα πρὸς πτῶσιν τὰ κοντοστύλια*. Ἐντεῦθεν τοῦ σκάφους, ὅπου βαθμηδὸν ἠλαττοῦτο ἡ σκιά, ἵσταντο, πλὴν τῶν συνεργατῶν τῆς καθελκύσεως, καὶ οἱ θεαταί, καὶ οὐκ ὀλίγαι γυναῖκες, ἐλθοῦσαι πρὸς τέρψιν.
Ἐν τούτοις τὸ παλάμισμα εἶχε συμπληρωθῆ, τὰ βάζια ἦσαν ὅλα καρφωμένα, ἡ σκάρα μὲ τὰ βουβὰ λίπος ἀλειμμένα, ἦτο στρωμένη πρὸ πολλοῦ. Ὁ πρωτομάστορης μὲ τὸν βαριὸν ἔκαμε τοὺς νενομισμένους τρεῖς σταυροὺς εἰς τὸ πηδάλιον, καὶ ἔδωκε τὸν πρῶτον κτύπον τῆς ὠθήσεως εἰς τὸ πελώριον σκάφος. Συγχρόνως ἔπεσαν ἐν ἀκαρεῖ τὰ κοντοστύλια ὅλα. Ἡ καπετάνισσα, ὡραία, μελαγχροινή, μικρόσωμος, φορέσασα ὡς νέα ἀκόμη, διὰ τὴν περίστασιν, πλήρη τὴν νυμφικὴν στολήν της, μὲ τὸ λευκὸν ἀναφὲς καὶ αἰθερόπλαστον ἀλέμι*, τὴν χρυσοκέντητον σκούφιαν, εἰκονίζουσαν γάστραν μὲ ἄνθη καὶ μὲ κλῶνας, τὸ βελούδινον βαβουκλὶ* μὲ τὰ χρυσοΰφαντα προμάνικα* ἀνασηκωμένα, τὴν βυσσινόχρουν ὁλομέταξον καὶ χρυσοκέντητον τραχηλιάν, τὴν ζώνην μὲ τ᾿ ἀργυρᾶ καὶ μαλαμοκαπνισμένα τσαπράκια*, τὸ φουστάνι τὸ χαρένιο* μὲ τὸ ὁλόχρυσον ποδογύρι* τρεῖς σπιθαμὲς πλατύ, κρατοῦσα μέγαν ἐπάργυρον δίσκον διὰ τῆς ἀριστερᾶς, περιῆλθεν ὁλόγυρα τὸ πλοῖον καὶ ἔρρανε διὰ τῆς δεξιᾶς, μὲ κοφέτα καὶ μὲ ὀρύζιον, τὴν πρῷραν, τὴν πρύμνην, τὴν τρόπιν καὶ τὰς πλευρὰς τοῦ σκάφους. Οἱ ναῦται, οἱ ναυπηγοὶ καὶ πολλοὶ τῶν θεατῶν, ὡς σταφυλαὶ εἰς κλῆμα, ὡς μολυβῆθραι ἐπὶ σαγήνης ἁλιευτικῆς, ἐπιάσθησαν ἀπὸ τὸ παλάγκο*, καὶ ἤρχισαν νὰ σύρωσι τὸν χονδρὸν κάλων νεύοντες ὅλοι πρὸς τὴν θάλασσαν, ἐπαναλαμβάνοντες ἐν ρυθμῷ τὸ κέλευσμα: «Ἔ! γιάσαλέσα! Ἔ! γιούργια!» Ἐν τούτοις, εἴτε διότι τὸ ἔδαφος, ἐφ᾿ οὗ εἶχε σκαρωθῆ τὸ πλοῖον, δὲν ἦτο ἀρκετὰ κατωφερές, εἴτε διὰ τὴν ἀτέλειαν τῶν κινητηρίων μέσων, τὸ σκάφος, ἐστέναζεν, ἐστέναζε, καὶ δὲν ἐκινεῖτο. Παρῆλθον ὀλίγα λεπτά, ἡ δύναμις ἐδιπλασιάσθη· ὁ μέγας ὄγκος ἐκινήθη ὀλίγον ἕως δύο σπιθαμές, τὸ παλάγκον ἐκόπη ἀπὸ τὴν βίαν τοῦ ἑλκυσμοῦ, ἡ γούμενα* μὲ τοὺς δύο μακαράδες* ἔμεινεν ἄπρακτος περὶ τὴν πρύμνην, οἱ ἡμίσεις τῶν ἀνθρώπων δυσμόθεν τοῦ σκάφους ἔπεσαν εἰς τὴν ἄμμον πρὸς τὸ μέρος τῆς θαλάσσης καὶ οἱ ἄλλοι ἡμίσεις ἔμειναν μὲ τὸ παλάγκον εἰς τὰς χεῖρας πρὸς τὸ μέρος τῆς λίμνης, καγχασμοὶ καὶ γογγυσμοὶ τῶν πεσόντων, ὧν τινες ἐμωλωπίσθησαν ἐλαφρῶς εἰς τὸν δεξιὸν βραχίονα ἢ τὴν πλευράν, ὁ πλοίαρχος κάθιδρως, ἡλιοκαής, ἀξιολύπητος, ἐστενοχωρεῖτο φοβερά, καὶ ὁ καπετὰν Δημήτρης ὁ Κασσανδριανός, ὅστις μὲ τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν*, μὲ τὸ τσόχινον πανωβράκι του, μὲ τὰ ὑψηλὰ μέχρι τοῦ γόνατος ὑποδήματά του, τὰ ὁποῖα ἠγάπα νὰ φορῇ χειμῶνα καὶ θέρος, εἶχεν ἔλθει νὰ πρωτοστατήσῃ εἰς τὴν καθέλκυσιν τοῦ σκάφους, καὶ δὲν εἶχε παύσει ἀπὸ πρωίας νὰ δίδῃ ὁδηγίας καὶ συμβουλάς, ἰδὼν τὸ ἀτύχημα ἐστέναξε καὶ βραδύγλωσσος ἐπεφώνησε:
― Πφού! σκ᾿ληκομυρμηγκότρυπα!
Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν ἁμματίσει τὸ παλάγκο, καὶ πάλιν νέα προσπάθεια κατεβλήθη. Ἀλλὰ δὲν παρῆλθον ὀλίγα λεπτὰ καὶ τὸ παλάγκο ἐκόπη εἰς ἄλλο μέρος, ὄχι ἐκεῖ ὅπου τὸ εἶχαν ἀρτίως ἁμματίσει. Ἔφεραν νέον παλάγκο, ἐνῷ ὁ πλοίαρχος, μὴ εὐκαιρῶν νὰ σπογγίσῃ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του, δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ ἐνθυμηθῇ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὴν ἀκούσιον ἐκείνην ἀρὰν «Καλὸ μπλέξιμο!» καὶ βεβαίως ἂν εἶχεν ἐμπρός του, αὐτὴν τὴν φοράν, τὸν Ἀλέξανδρον τὸν Χάραυλον, κακὸ μπλέξιμο θὰ εἶχε μαζί του. Ὁ δὲ καπετὰν Δημήτρης μὲ τὸ τσιμπούκι του, ἱστάμενος παρὰ τὴν καλύβην τοῦ γύφτου, κάτωθεν τῆς πρύμνης, ἐπανελάμβανε:
― Πφού! σκ᾿ληκομυρμηγκότρυπα…
Οἱ δύο ἱερεῖς, πρῴην ναυτικοί, οἵτινες εἶχαν ἀναρρίψει τὰ ἐπιτραχήλια ἐπὶ τὸν δεξιὸν ὦμον, καὶ εἶχαν ἀναβῆ ἐλαφροὶ εἰς τὸ κατάστρωμα, τελειώσαντες τὸν ἁγιασμόν, ἐπλησίασαν εἰς τὴν κωπαστὴν κ᾿ ἔβλεπαν τὰ συμβαίνοντα, διότι, καταρριφθείσης ἤδη καὶ τῆς προχείρου κλίμακος, ἔμελλον νὰ μείνωσι ἐπὶ τοῦ πλοίου, καὶ δὲν θὰ κατέβαιναν πρὶν πέσῃ τὸ πλοῖον εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ δυνηθῶσι νὰ κατέλθωσι, μὲ τὰς ἱερὰς εἰκόνας, εἰς τὴν βάρκαν. Πλῆθος δὲ ἀπὸἀθερίνες ―παιδία ὀκταετῆ καὶ δεκαετῆ― ἔτρεχαν ἐμπρὸς ὀπίσω ἐπὶ τοῦ καταστρώματος, βοηθοῦντα διὰ τοῦ μέσου τούτου εἰς τὴν καθέλκυσιν τοῦ πλοίου.
Τέλος, μετὰ πολλοὺς ἀγῶνας, καὶ τῇ ἐφαρμογῇ πολλῶν θεραπευτικῶν μέσων, τὸ μέγα πλοῖον, ἀργὰ ἀργά, ὡς καμαρωμένη νύμφη, ἔπεσεν εἰς τὴν θάλασσαν. Μέγας τότε ὁ ἀλαλαγμός, γυναικῶν σταυροκοπουμένων, παιδίων σκιρτώντων, ἀνδρῶν τρεχόντων ὀπίσω τῆς πρύμνης ὡς νὰ ἤθελον διὰ τοῦ δρόμου τούτου νὰ ἐκπτοήσωσι καὶ νὰ πειθαναγκάσωσι τὸ πλοῖον νὰ πέσῃ εἰς τὴν θάλασσαν. Καὶ ὁ μέγας καραβόσκυλος, ὁ Τσοῦρμος, τρέχων καὶ αὐτὸς ὅσον τοῦ ἐπέτρεπεν ἡ ἄκρα ἔντασις τῆς ἁλύσεώς του, ἐγαύγιζε μανιωδῶς προπέμπων τὸ πλοῖον ἐφ᾿ οὗ ἐντὸς τῆς ἡμέρας ἔμελλε νὰ μεταφερθῇ. Καὶ ἐνῷ ὅλοι ἔτρεχαν πρὸς τὴν θάλασσαν κατόπιν τοῦ ὀλισθαίνοντος καὶ καταφερομένου διὰ τῆς ἐσχάρας σκάφους, εἷς μόνος ἐστράφη αἴφνης, κρατῶν τὸν βαριόν του, καὶ ἔτρεξε πρὸς τὴν ἀντίθετον διεύθυνσιν, πρὸς τὴν ξηράν, ὡς διὰ νὰ κρυβῇ εἰς τὴν καλύβην τοῦ πλοιάρχου, τὴν χρησιμεύουσαν ὡς ἀποθήκην καὶ διὰ τὸν ὕπνον τοῦ νυκτερινοῦ φύλακος. Ὁ τρέχων οὕτως ἦτο αὐτὸς ὁ πρωτομάστορης, καὶ ἔτρεχεν οὐχὶ δι᾿ ἄλλον λόγον, ἢ διὰ νὰ μὴ συμμερισθῇ τὸ λουτρὸν τοῦ πλοιάρχου, τὸ ὁποῖον τινὲς ἐζήτουν κατ᾿ ἔθος νὰ ἐπεκτείνωσι καὶ εἰς αὐτόν. Ἠκούσθη δὲ τότε αἴφνης μεγάλη φωνή, δεσπόσασα ὅλου τοῦ παμμιγοῦς θορύβου:
― Τὸν καπετάνιο στὸ γιαλό!
Ἡ φωνὴ αὕτη ἐξῆλθεν ἐκ πολλῶν στομάτων συγχρόνως. Ὁ καπετὰν Γιωργάκης, ἐνδίδων εἰς τὴν ἀπαίτησιν τοῦ πλήθους, ἀπορρίψας τὰ ἐλαφρὰ ὑποδήματά του, ἔτρεξεν ἐπὶ τῆς σκάρας, πατῶν ἐπὶ τῶν ὀνύχων, ὄπισθεν τῆς πρύμνης, καὶ τὴν στιγμὴν καθ᾿ ἣν ἡ πρύμνη ἀπηλλάσσετο τέλος τῆς ἐσχάρας καὶ τὸ σκάφος, φέρον ὑπερήφανον τὴν κυανόλευκον ἐπὶ κονταρίου μετ᾿ ἐρυθροῦ σταυροῦ, ἐβαπτίζετο τὸ πρῶτον εἰς τὸ κῦμα, ἐρρίφθη μὲ ὅλα τὰ ἐνδύματά του κατὰ κεφαλῆς εἰς τὴν θάλασσαν, βυθισθεὶς πρῶτον, εἶτα εὐθὺς ἀνελθὼν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, καὶ ἀφοῦ ἐκολύμβησε δύο ἢ τρεῖς γύρες, ἐπέστρεψεν εἰς τὰ ρηχά, ἐπάτησεν εἰς τὴν ἄμμον, ἀπέβη εἰς τὴν ξηράν, καὶ ὑπὸ τοὺς ἀλαλαγμοὺς τοῦ πλήθους ἔτρεξεν εἰς τὴν καλύβην ὅπου εἰς τὴν στιγμὴν ἤλλαξε τὰ βρεγμένα ἀμπαδίτικα κ᾿ ἐφόρεσε τὰ κυριακάτικα.