Του Γιώργου Κανάκη

Τον Μάιο του 1892 στο περιοδικό Εστία με υπότιτλο «Αναμνήσεις προς φίλον» προδημοσιεύτηκε σε δυο συνέχειες το «Ολόγυρα στη λίμνη», στο έργο του αυτό, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μας παρουσιάζει αριστοτεχνικά όλη τη Σκιάθο, τη λίμνη με τα περίγυρά της, το λιμάνι με τους ανθρώπους και με τις ασχολίες τους, τον ταρσανά με τα νέα σκαριά, διαφόρους τύπους, ιστορίες, μα πάνω σ’ όλα αυτά τα περιγραφικά στοιχεία κυριαρχεί με το φως μιας υπερούσιας βελουδένιας ομορφιάς η αναπόληση και η νοσταλγία, ο έρωτας στα πρώτα του φτερουγίσματα, η αφέλεια γεμάτη μικροκαημούς, το βαθύτερο κοίταγμα της ζωής.

Σκηνές υπέροχες, όπως του καραβιού, αισθήματα, ψυχογραφία, αντιθέσεις, δίνουν στο έργο μια πολυσύνθετη ομορφιά, από όπου όμως λάμπει το ψυχικό περιεχόμενο, ο νοσταλγικός ήχος, που τα κάνει όλα ζωντανά κι αναγκαία, δηλαδή ενώ φαίνονται να είναι περιττά, τελικά προσθέτουν κάτι σπουδαίο στη συγκίνησή μας.

Η νατουραλιστική περίοδος του Παπαδιαμάντη αρχίζει με το πρώτο του διήγημα στα 1887 και φτάνει ως τα 1892. Είναι περίοδος ορμής, περιγραφική, φυσιολατρική, θεματογραφική, με έντονο χρωματισμό, με φανερή προσπάθεια στα εκφραστικά μέσα, με ειδυλλιακή ατμόσφαιρα και με κάποια τάση περιτέχνησης και υποταγής σε κανόνα και σχέδιο.

Ας αφήσουμε όμως το παρακάτω κείμενο να μας ταξιδέψει στον ταρσανά με τα λόγια του Άγιου των Ελληνικών γραμμάτων του μπαρμπα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, ναι έγινε αποσαπασματικό «copy paste» μια και έκρινα, ότι το κείμενο θα ακουγόταν πιο καλά όπως το έγραψε ο ίδιος!

λη μακρ κα πλατεα μμουδι πλουμένη μεταξ τς λίμνης κα το λιμένος, δν εχεν οδ να κόκκον μμου μιγ π πριονίδια, οδ να χάλικα λεύθερον π τν γειτονίαν πελεκουδίου. Πόσα δάση γριοξύλων μετεμορφώθησαν νταθα, π μνημονεύτων χρόνων, ες σκάφας μ κατάρτια ψηλά, μ μυριάδας ργυιν σχοινίων κα πανίων, κα πόσαι τοιαται σκάφαι θ κοιμντο τώρα τν αώνιον πνον ες τ βάθη τς Μεσογείου το Εξείνου! Δύο τοιοτοι σκελετο φαίνοντο σήμερον κείμενοι π τν μίαν πλευράν, ες τ ρηχά, ντικρ το ναυπηγείου, μ τς σκωληκοβρώτους κα μαυρισμένας σανίδας των, μ τ σκουριασμένα καρφία των, κα τ διέχοντα στραβόξυλα* γυμν μαδερίων, δι᾿ ν διέρρεεν λευθέρως θάλασσα, φαίνοντο θλιβερς μειδιντα, μ δόντας νευ χειλέων, ς ν κτειρον βλέποντα κ το σύνεγγυς τν τόσην μανιώδη μέριμναν κα μεταλλευτικότητα τν νθρώπων. Πόσαι χερες νθρώπων πυρετωδς ργασθεσαι λλοτε δ δν κειντο ξηρα ες τ βάθη τς γς, πόσαι κεφαλαί, τόσον χουσαι γκέφαλον, σος θ ρκει, καθ᾿ λεγε γηραις ναυτικός, «δι ν παλαμίσ* τις να καράβι λόκληρο», δν θρεψαν δηφάγα κήτη ες τν βυθν το πόντου!

* * *

νθυμεσαι, πρχαν τότε τρία μεγάλα σκάφη πλησίον λλήλων ναυπηγούμενα, π τν ατν ρχιναυπηγόν. Θαυμάσιος νθρωπος! Πς δύνατο ν παρκ κα ες τ τρία, τρέχων π σκάφης ες σκάφην, μ᾿ να πχυν ες τν χερα, μ μίαν στάθμην κα μ᾿ ν σκέπαρνον π το αχένος κρεμάμενον μ τν λαβν π το στέρνου. Κα ποία στρατι νθρώπων τέλει π τς διαταγάς του! πλοίαρχος, ο βοηθοί του, ο πριονισταί, ο πελεκηταί, ο μαραγκο κα ο καλαφάται! Δν λειπαν κα ο Γύφτοι, οτινες εχον δρύσει προχείρως ν μίαν καλύβην πισθεν νς κάστου τν σκαφν. Κα μ τν κάμινον πλήρη νθράκων, μ τος φυσητρας, μ τος κμονας, μ τος ραιστρας κα τς βαρείας σφύρας των, κοπταν, κοπταν μεγάλα καρφία, τζαβέτες*. ποος φοβερς θόρυβος! Ο κτύποι το ραιστρος πνιγον τν ρρυθμον τριγμν το πρίονος, κρότος το σκεπάρνου κάλυπτε τν δοπον τς ξυλίνης ματσόλας, δι᾿ ς κτύπα τ στυππεον καλαφάτης, κα πρ πάντας τος λλους κρότους δέσποζεν βαρς ροβδος το πελωρίου ραιστρος, δι᾿ ο νέπηγον τ χονδρ καρφι κα τος ξυλίνους λους, τς καβίλιες, ες τς στρογγύλας πλευρς το κολοσσαίου σκάφους. Κα ψηλός, μεγαλόκορμος νήρ, μ ρθς τς πλάτας, μ τ κόκκινον πλατ ζωνάρι συνέχον τν μακρν σέλλαν* το βρακίου π τος βουβνάς του, εχεν ναβ, δαιμόνιος, ψηλ π τς κωπαστς, κα σκιος του μακρός, π τς τελευταίας κτνας το δύοντος λίου, μεγεθύνετο τεραστίως, τν μν σκελν πιπτόντων ντεθεν τς λίμνης π τν φυτν το σικυνος, το δ κορμο ορίστως κυμαινομένου π το δατος, κα τς κεφαλς ζωγραφουμένης μεγαλοπρεπς πέραν τς λίμνης, πρς νατολάς, ες τν πώρειαν το βουνο. Οτος το  πουργοτζής*, ργον χων τ ν᾿ νοίγ τρύπες. περμέγεθες πισσωμένον ζεμπίλιον, κείμενον κάπου, νάμεσα ες δύο βουβά*, μεγάλα ξύλα, π τν πρύμνην, το γεμτον π τριβέλια διαφόρων μεγεθν, ως τρες δωδεκάδας, ν τ μν μικρότερον θ το ως δύο σπιθαμν, τ δ μέγιστον, βαρύ, γκδες, το σχεδν σον μ τ νάστημα το κατόχου του. Τν στιγμν ταύτην χειρίζετο κριβς ν τν μεγίστων τρυπανίων, κα κυπτεν, θαυμάσιος, π τς κωπαστς, αωρούμενος ς σχοινοβάτης, κα νοιγε βαθεαν κάθετον πν ες μίαν τν πλευρν το σκάφους. τς καταληψίας!

* * *

λλ᾿ λιος κρύβη δη ες τν κορυφν το ψηλο πετρώδους βουνο, κα σκιος τοπουργοτζ διεγράφη κα ατς π τν πιφάνειαν το δατος κα π τν μμον τς παραλίας. Ο μαστόροι, καθς κα ο πολλο πισκέπται, ο περιπατητα τς σπέρας, οτινες ρχοντο ν συγκοπιάζωσι κα ατο μ τ βλέμμα ες τος δρτας τν λλων, κ᾿ νίοτε ν τος χασομερσι μ τς καίρους ρωτήσεις των, διασκελίσαντες τ παντο σκορπισμένα ν τ ναυπηγεον βουβά, δοκος κα στραβόξυλα, συνήχθησαν λοι ν συγκεχυμέν βόμβ, περ τν μικρν καλύβην το πλοιάρχου, τις το πλήρης τάκων κα τεμαχίων ξύλου κα σπυρίδων μ ργαλεα καί τινων νδυμάτων κα κλινοσκεπασμάτων, δι ν πίωσιν λοι τ τσίπουρο, π μεγάλην χιλιάρικην φιάλην, μ τ ατ ποτήριον λοι. Μόνος πελώριος καραβόσκυλος, προσδεδεμένος μ στερεν λυσιν ξω τς καλύβης, πισθεν τς πρύμνης το μεγάλου σκάφους, ξέπεμπεν πειλητικν πόκωφον γρυλισμόν, ς ν διέκρινεν ατς μόνος τν βόμβον τν κηφήνων π το βόμβου τν μελισσν, κ᾿ φαίνετο, ν το τ πέτρεπαν, τοιμος ν φορμήσ. λλ᾿ πλοίαρχος, καπετν Γιωργάκης, στις φαίνετο κάπως μορφωμένος, μ τος μακρος γκιστροειδες ξανθος μύστακάς του, τ λιοκας πρόσωπον κα τ μικρν νάστημα, δι μονοσυλλάβων νέκοπτε τν ρμήν του. «Πίσω, Τσορμο! κάτω, Τσορμο!» Τσορμος πήκουεν, λλ μετ δυσκολίας, κ᾿ ξέφραζε τν λύπην του δι παρατεταμένων γαυγισμν. ρχισε ν κυκλοφορ τ ποτήριον τς ρακς, κα ο ναυπηγο λοι κα ο περιπατητα λεγαν τς συνήθεις εχάς: «Καλορρίζικο! μάλαμα τ καρφί τ᾿, καπετάνιο! Καλ πλέψιμο!» Τν τελευταίαν λέξιν ο πλεστοι πρόφεραν, κατ παραφθοράν,πλέξιμο. Κα ες περίεργος νθρωπος μ χονδρν σχημον πρόσωπον, μ παχύτατον μύστακα πικαθήμενον ς στοιβι π τν μήλων τν παρειν του, ως τος φθαλμούς, μιναύτης κα μιεργάτης κα μιεκφορτωτής (οτος το λέξανδρος Χάραυλος, διος στις πηδαλιουχν ποτ ν μακρ ταξιδί, κατ τν Μαύρην Θάλασσαν, π μεγάλου πλοίου, τν νύκτα, ρωτήθη π το πλοιάρχου, περιπατοντος κατ μκος το καταστρώματος π τν πρύμνην ως τν πρραν: «Τί χεις, βρ λέξανδρε, κι ναστενάζεις;» κ᾿ κενος πήντησε: «Συλλογίζομαι, καπετάνιε, πς θ τ πληρώσουμε, τόσα κατομμύρια πο χρωστάει τ θνος!»)· οτος λοιπν λέξανδρος Χάραυλος, λίγον πέραν το δέοντος φελής, προσληφθες π τς προτεραίας δι ν πηρετ ες τν ναυπήγησιν το σκάφους, ταν λθεν σειρά του δι ν πί κα ν χαιρετίσ, πρόφερεν ξ περβαλλούσης δεξιότητος ς ξς τν νωτέρω σημειωθεσαν λέξιν:

― Καλ μπλέξιμο, καπετάνιο!

Ο λλοι κάγχασαν· ξανθομούστακος πλοίαρχος συνωφρυώθη, Τσορμος γέρθη π τν πισθίων ποδν κα φκε φοβερν λακήν! δελφς το πλοιάρχου, Δημήτρης Τσιμπίδας, γειρε τν χερα ν᾿ ρπάσ π τν σβέρκον τν λέξανδρον τν Χάραυλον κα ν το καταφέρ λίγους κονδύλους. καπετν Γιωργάκης τν μπόδισεν, ν κα το κόστισε πολύ. Διότι λοι ο ναυτικοί, κα ο πλέον μορφωμένοι σχετικς, δν εναι πηλλαγμένοι δεισιδαιμονιν κα προλήψεων. Πς ν μν εναί τις δεισιδαίμων ταν «πολεμ μ τ μεγαλύτερον θηρίον», ταν παλαί μ τ γνωστον, κα δν ξεύρ ν αριον θ πιπλέ θ ποντισθ, ν θ εναι ες τν πιφάνειαν ες τν πυθμένα; πλοίαρχος ρκέσθη μόνον ν επ ργίλως:

― Δάκω τ γλσσα σ᾿, βρ στραβο-Χάραυλε… ν μν ρπάξω τ σαλαμάστρα*, τώρα…

Κα μετ δυσκολίας πολλς μπόδισε τν δελφόν του ν μ τν ακίσ.

Η ΚΑΘΕΛΚΥΣΗ

Μόνον περ τ μέσα το Αγούστου, τε τ τρίτον κα γκωδέστατον τν ναυπηγηθέντων πλοίων εχε τελειώσει δη, πγες κα σ μετ πολλο πλήθους ες τ ναυπηγεον, πως δς τν καθέλκυσιν το μεγάλου σκάφους. Τ θέαμα το πιβλητικόν, πως λέγουσι σήμερον. λη πολίχνη εχεν ρημωθ σχεδόν, κα κόσμος πολυάριθμος πλήρου τν μεγάλην μεταξ τς λίμνης κα το λιμένος λωρίδα. κεθεν το σκάφους, λιος το δη δύο κοντάρια ψηλά, κα σταντο ο τραχες, ο σκληραγωγημένοι ναται κα χειρώνακτες, συμπληροντες τ παλάμισμα* τς καρίνας, ποκαρφώνοντες τ βάζια* ποσκάπτοντες ες τν βάσιν, πως εναι τοιμα πρς πτσιν τ κοντοστύλια*. ντεθεν το σκάφους, που βαθμηδν λαττοτο σκιά, σταντο, πλν τν συνεργατν τς καθελκύσεως, κα ο θεαταί, κα οκ λίγαι γυνακες, λθοσαι πρς τέρψιν.

ν τούτοις τ παλάμισμα εχε συμπληρωθ, τ βάζια σαν λα καρφωμένα, σκάρα μ τ βουβ λίπος λειμμένα, το στρωμένη πρ πολλο. πρωτομάστορης μ τν βαριν καμε τος νενομισμένους τρες σταυρος ες τ πηδάλιον, κα δωκε τν πρτον κτύπον τς θήσεως ες τ πελώριον σκάφος. Συγχρόνως πεσαν ν καρε τ κοντοστύλια λα. καπετάνισσα, ραία, μελαγχροινή, μικρόσωμος, φορέσασα ς νέα κόμη, δι τν περίστασιν, πλήρη τν νυμφικν στολήν της, μ τ λευκν ναφς κα αθερόπλαστον λέμι*, τν χρυσοκέντητον σκούφιαν, εκονίζουσαν γάστραν μ νθη κα μ κλνας, τ βελούδινον βαβουκλ* μ τ χρυσοΰφαντα προμάνικα* νασηκωμένα, τν βυσσινόχρουν λομέταξον κα χρυσοκέντητον τραχηλιάν, τν ζώνην μ τ᾿ ργυρ κα μαλαμοκαπνισμένα τσαπράκια*, τ φουστάνι τ χαρένιο* μ τ λόχρυσον ποδογύρι* τρες σπιθαμς πλατύ, κρατοσα μέγαν πάργυρον δίσκον δι τς ριστερς, περιλθεν λόγυρα τ πλοον κα ρρανε δι τς δεξις, μ κοφέτα κα μ ρύζιον, τν πρραν, τν πρύμνην, τν τρόπιν κα τς πλευρς το σκάφους. Ο ναται, ο ναυπηγο κα πολλο τν θεατν, ς σταφυλα ες κλμα, ς μολυβθραι π σαγήνης λιευτικς, πιάσθησαν π τ παλάγκο*, κα ρχισαν ν σύρωσι τν χονδρν κάλων νεύοντες λοι πρς τν θάλασσαν, παναλαμβάνοντες ν ρυθμ τ κέλευσμα: «! γιάσαλέσα! ! γιούργια!» ν τούτοις, ετε διότι τ δαφος, φ᾿ ο εχε σκαρωθ τ πλοον, δν το ρκετ κατωφερές, ετε δι τν τέλειαν τν κινητηρίων μέσων, τ σκάφος, στέναζεν, στέναζε, κα δν κινετο. Παρλθον λίγα λεπτά, δύναμις διπλασιάσθη· μέγας γκος κινήθη λίγον ως δύο σπιθαμές, τ παλάγκον κόπη π τν βίαν το λκυσμο, γούμενα* μ τος δύο μακαράδες* μεινεν πρακτος περ τν πρύμνην, ο μίσεις τν νθρώπων δυσμόθεν το σκάφους πεσαν ες τν μμον πρς τ μέρος τς θαλάσσης κα ο λλοι μίσεις μειναν μ τ παλάγκον ες τς χερας πρς τ μέρος τς λίμνης, καγχασμο κα γογγυσμο τν πεσόντων, ν τινες μωλωπίσθησαν λαφρς ες τν δεξιν βραχίονα τν πλευράν, πλοίαρχος κάθιδρως, λιοκαής, ξιολύπητος, στενοχωρετο φοβερά, κα καπετν Δημήτρης Κασσανδριανός, στις μ τ τσιμπούκι του, μ τν λέκτρινον μαμέν*, μ τ τσόχινον πανωβράκι του, μ τ ψηλ μέχρι το γόνατος ποδήματά του, τ ποα γάπα ν φορ χειμνα κα θέρος, εχεν λθει ν πρωτοστατήσ ες τν καθέλκυσιν το σκάφους, κα δν εχε παύσει π πρωίας ν δίδ δηγίας κα συμβουλάς, δν τ τύχημα στέναξε κα βραδύγλωσσος πεφώνησε:

― Πφού! σκ᾿ληκομυρμηγκότρυπα!

ν τ μεταξ εχαν μματίσει τ παλάγκο, κα πάλιν νέα προσπάθεια κατεβλήθη. λλ δν παρλθον λίγα λεπτ κα τ παλάγκο κόπη ες λλο μέρος, χι κε που τ εχαν ρτίως μματίσει. φεραν νέον παλάγκο, ν πλοίαρχος, μ εκαιρν ν σπογγίσ τν δρτα το προσώπου του, δν δυνήθη ν μ νθυμηθ τν στιγμν κείνην τν κούσιον κείνην ρν «Καλ μπλέξιμο!» κα βεβαίως ν εχεν μπρός του, ατν τν φοράν, τν λέξανδρον τν Χάραυλον, κακ μπλέξιμο θ εχε μαζί του. δ καπετν Δημήτρης μ τ τσιμπούκι του, στάμενος παρ τν καλύβην το γύφτου, κάτωθεν τς πρύμνης, πανελάμβανε:

― Πφού! σκ᾿ληκομυρμηγκότρυπα…

Ο δύο ερες, πρην ναυτικοί, οτινες εχαν ναρρίψει τ πιτραχήλια π τν δεξιν μον, κα εχαν ναβ λαφρο ες τ κατάστρωμα, τελειώσαντες τν γιασμόν, πλησίασαν ες τν κωπαστν κ᾿ βλεπαν τ συμβαίνοντα, διότι, καταρριφθείσης δη κα τς προχείρου κλίμακος, μελλον ν μείνωσι π το πλοίου, κα δν θ κατέβαιναν πρν πέσ τ πλοον ες τν θάλασσαν, κα δυνηθσι ν κατέλθωσι, μ τς ερς εκόνας, ες τν βάρκαν. Πλθος δ πθερίνες ―παιδία κταετ κα δεκαεττρεχαν μπρς πίσω π το καταστρώματος, βοηθοντα δι το μέσου τούτου ες τν καθέλκυσιν το πλοίου.

Τέλος, μετ πολλος γνας, κα τ φαρμογ πολλν θεραπευτικν μέσων, τ μέγα πλοον, ργ ργά, ς καμαρωμένη νύμφη, πεσεν ες τν θάλασσαν. Μέγας τότε λαλαγμός, γυναικν σταυροκοπουμένων, παιδίων σκιρτώντων, νδρν τρεχόντων πίσω τς πρύμνης ς ν θελον δι το δρόμου τούτου ν κπτοήσωσι κα ν πειθαναγκάσωσι τ πλοον ν πέσ ες τν θάλασσαν. Κα μέγας καραβόσκυλος, Τσορμος, τρέχων κα ατς σον το πέτρεπεν κρα ντασις τς λύσεώς του, γαύγιζε μανιωδς προπέμπων τ πλοον φ᾿ ο ντς τς μέρας μελλε ν μεταφερθ. Κα ν λοι τρεχαν πρς τν θάλασσαν κατόπιν το λισθαίνοντος κα καταφερομένου δι τς σχάρας σκάφους, ες μόνος στράφη αφνης, κρατν τν βαριόν του, κα τρεξε πρς τν ντίθετον διεύθυνσιν, πρς τν ξηράν, ς δι ν κρυβ ες τν καλύβην το πλοιάρχου, τν χρησιμεύουσαν ς ποθήκην κα δι τν πνον το νυκτερινο φύλακος. τρέχων οτως το ατς πρωτομάστορης, κα τρεχεν οχ δι᾿ λλον λόγον, δι ν μ συμμερισθ τ λουτρν το πλοιάρχου, τ ποον τινς ζήτουν κατ᾿ θος ν πεκτείνωσι κα ες ατόν. κούσθη δ τότε αφνης μεγάλη φωνή, δεσπόσασα λου το παμμιγος θορύβου:

― Τν καπετάνιο στ γιαλό!

φων ατη ξλθεν κ πολλν στομάτων συγχρόνως. καπετν Γιωργάκης, νδίδων ες τν παίτησιν το πλήθους, πορρίψας τ λαφρ ποδήματά του, τρεξεν π τς σκάρας, πατν π τν νύχων, πισθεν τς πρύμνης, κα τν στιγμν καθ᾿ ν πρύμνη πηλλάσσετο τέλος τς σχάρας κα τ σκάφος, φέρον περήφανον τν κυανόλευκον π κονταρίου μετ᾿ ρυθρο σταυρο, βαπτίζετο τ πρτον ες τ κμα, ρρίφθη μ λα τ νδύματά του κατ κεφαλς ες τν θάλασσαν, βυθισθες πρτον, ετα εθς νελθν ες τν πιφάνειαν, κα φο κολύμβησε δύο τρες γύρες, πέστρεψεν ες τ ρηχά, πάτησεν ες τν μμον, πέβη ες τν ξηράν, κα π τος λαλαγμος το πλήθους τρεξεν ες τν καλύβην που ες τν στιγμν λλαξε τ βρεγμένα μπαδίτικα κ᾿ φόρεσε τ κυριακάτικα.