Γράφουν οι Δημήτριος Γεωργαντάς, Υποναύαρχος (Ο) ΠΝ ε.α., Ιωάννα – Θεοδοσία Γεωργαντά, Φοιτήτρια

Καταγωγή – Προέλευση

Η Καρία είναι ιστορική περιοχή στα νοτιοδυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Η περιοχή απέναντι από τα νησιά Σάμο και Ρόδο. Μέρος των παραλίων της αποικίστηκε κατά τον Α΄ ελληνικό αποικισμό από Δωριείς και ονομάστηκε «Δωρίς η εν Ασία» ή σύμφωνα με τον Ηρόδοτο αποικίστηκε από Μινωικούς.  Μιλούσαν ένα είδος ανατολίτικης γλώσσας, χωρίς να σημαίνει ότι είχαν ανατολίτικη καταγωγή. Ενδεχομένως ήταν απόγονοι των Λελέγων που έμεναν στην ίδια περιοχή και διατηρούσαν παρόμοια έθιμα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, γενάρχης της Καρίας ήταν ο μυθικός ήρωας Καρ, γιος του Δία και της Κρήτης. Οι αδελφοί του Λυδός και Μυσός ίδρυσαν τη Λυδία και τη Μυσία, αντίστοιχα. Κύρια ασχολία των κατοίκων της ήταν η ναυτιλία.

Πολιτισμικές Επαφές

Σημαντικές πόλεις της Καρίας υπήρξαν διαχρονικά οι: Μίλητος, Αλικαρνασσός, Κνίδος, Μύλασα, Μυούς, Καύνος, Μύνδος, Αφροδισιάδα, Καρύανδα, Βυβασσός, Στρατονίκεια, Άρπασα, Υδάς, Τέρμερα, Ιδριάς, Κιβύρα, Τράλλεις, Νύσσα, Ιασός, Αλάβανδα, Πέδασα, κ.α. Χαρακτηριστικό των πόλεων της Καρίας είναι η μικτή σύνθεση του πληθυσμού. Παράδειγμα στην ελληνική πόλη Ιασό βρέθηκαν καρικές επιγραφές, ενώ στην  ελληνική πόλη Αλικαρνασσό ανακαλύφθηκε επιγραφή του 5ου αιώνα π.Χ., όπου αναγράφονται αγοραπωλησίες ακινήτων από δήμευση παραβατών. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι τα ονόματα των αγοραστών είναι τα μισά ελληνικά και τα άλλα μισά καρικά. Παρατηρείται δε ότι σε μία οικογένεια δυνατόν οι γονείς ή τα παιδιά είχαν ελληνικά ονόματα ή καρικά.

Οι Κάρες διέθεταν πολιτισμό με στενές σχέσεις με τους Έλληνες. Δημιούργησαν μία δική τους παραλλαγή του ελληνικού αλφαβήτου και έκαναν τη δική τους γλώσσα. Η γλώσσα τους, παρόλο ότι διαβάζεται δεν έχει πλήρως αποκρυπτογραφηθεί. Στον κόσμο των αυτοκρατοριών, οι Κάρες ως μισθοφόροι ή πειρατές έδρασαν στην Αίγυπτο και οι ανακαλυφθείσες δίγλωσσες επιγραφές στην καρική και τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά έδωσαν τη δυνατότητα να διαβαστούν και να αποκρυπτογραφηθούν μερικώς.

Οι Κάρες μέσω του κόσμου των αποικιών, των δικτύων και των αυτοκρατοριών μετακινούνταν σε όλη τη Μεσόγειο. Σημαντική ήταν η παρουσία Κάρων μισθοφόρων στη Μέμφιδα της Αιγύπτου, που ήταν τμήμα της στρατιωτικής φρουράς των Φαραώ του 7ου αιώνα π.Χ. και του 6ο αιώνα π.Χ. Μετά την επικράτηση των Περσών, η Μέμφιδα  θα γίνει έδρα του Πέρση σατράπη και οι Κάρες μισθοφόροι και οι απόγονοί τους είχαν σημαντική παρουσία, καθόλη τη διάρκεια της αρχαϊκής και κλασικής εποχής, όπου και δημιούργησαν τα δικά τους ιερά. Χαρακτηριστική είναι η ανακαλυφθείσα  δίγλωσση στήλη στα νεκροταφεία της Μέμφιδος που κατασκευάστηκε για να τιμήσει την μνήμη ενός Κάρα. Στα δύο πρώτα επίπεδα είχε κλασικά μοτίβα εικονογράφησης της αιγυπτιακής τέχνης όπου ο νεκρός εμφανίζεται στον βασιλιά των Νεκρών Όσιρι. Στο τελευταίο επίπεδο είχε μοτίβο ελληνικής πρόθεσης νεκρού.  Σημαντική είναι και η μετεγκατάσταση των Καρών εμπόρων – τεχνιτών σε διεθνή λιμάνια της Μεσογείου κατά την ελληνιστική περίοδο, όπως στο λιμάνι της Δημητριάδος, κοντά στο σημερινό Βόλο, καθώς και στο λιμάνι της Ρόδου. 

Πορεία στην Ιστορία

Περί το 1.250 π.Χ., επί Χετταίων, εμφανίζεται η Καρία με το όνομα «Κερκίγια», η οποία συμμετείχε στην «Ομοσπονδία των Ασούβα». Οι Δωριείς ήρθαν ως άποικοι στην περιοχή τον 13ο αιώνα π.Χ., με τη λήξη του Τρωικού πολέμου και την συμπεριέλαβαν στη Δωρική Εξάπολη.  Οι έλληνες αποίκησαν κυρίως τα παράλια. Ο Όμηρος αναφέρει τη Μίλητο ως σύμμαχο πόλη των Τρώων.

Ο Κροίσος, βασιλιάς της Λυδίας, υπέταξε την Καρία και την ενσωμάτωσε στο βασίλειό του, λίγο πριν κατακτηθεί η χώρα του από τους Πέρσες. Η Καρία αποτέλεσε τμήμα της περσικής αυτοκρατορίας το 545 π.Χ. ως σατραπεία. Σημαντικότερη πόλη κατά την περσική περίοδο ήταν η περίφημη Αλικαρνασσός, όπου είχε την έδρα της η τοπική δυναστεία του τυράννου της οικογένειας Λυγδαμιδών (520-450 π.Χ.). Η Καρία συμμετείχε στην Ιωνική Επανάσταση κατά των Περσών (499-493 π.Χ.). Κατά την δεύτερη δε περσική εισβολή στην Ελλάδα (480-479 π.Χ.), οι πόλεις της Καρίας συμμάχησαν με τον Ξέρξη Α΄ (519-476 π.Χ.) και έλαβαν μέρος με τα πλοία τους στις ναυμαχίες Αρτεμισίου και Σαλαμίνας, με ηγέτη τη βασίλισσα Αρτεμισία Α΄ (6ος – 5ος αιώνας π.Χ.) και με 70 τριήρεις. Ο Θεμιστοκλής προσπάθησε πριν τις ναυμαχίες να αποσπάσει τους Κάρες (και τους Ίωνες) από την περσική συμμαχία. Ειδικότερα με μηνύματα που άφηνε σε διάφορα εμφανή σημεία τους παρότρυνε να μην πολεμήσουν εναντίον των ενωμένων Ελλήνων ή τουλάχιστον να μείνουν ουδέτεροι. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (46-127 μ.Χ.), η μητέρα του Θεμιστοκλή δεν ήταν θρακικής καταγωγής, αλλά ήταν από την Καρία και ονομάζονταν Ευτέρπη. Επιπλέον, ο Νεάνθης ο Κυζικηνός (3ος – 2ος αιώνας π.Χ.) προσθέτει ότι η μητέρα του Θεμιστοκλή κατάγονταν από την Αλικαρνασσό.

Μετά το πέρας των περσικών πολέμων, οι πόλεις της Καρίας έλαβαν μέρος στη Συμμαχία της Δήλου. Στους πίνακες των Ελληνοταμίων αναγράφονται οι πόλεις: Τράλλεις, Μίλητος, Μύλασα, Αλικαρνασσός, Τέρμερα, Νύσσα, Πέδασα, Κνίδος, Ιασός, Αλάβανδα, Καύνος και Καρύανδα. Στη χώρα ομιλούνταν η ελληνική γλώσσα, αλλά και η καρική. Τα ελληνικά που βρέθηκαν στις επιγραφές της εποχής ήταν γραμμένα στην ιωνική διάλεκτο, όπως αυτή που χρησιμοποιούνταν και από την ελληνική πόλη της Καρίας, τη Μίλητο. Το 428 π.Χ. οι πόλεις της Καρίας επανήλθαν στην επικυριαρχία των Αχαιμενιδών της Περσίας. Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. την διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο Εκάτομνος (391-377 π.Χ.), τον οποίο διαδέχθηκε ο γιος του Μαύσωλος (377-351 π.Χ.). 

Νόμισμα της Καρίας με το δωδεκάκτινο αστέρι

Ο Μέγας Αλέξανδρος, μετά την επιτυχή πολιορκία της Αλικαρνασσού (334 π.Χ.), κατέκτησε όλη την περιοχή και την ενσωμάτωσε στην ελληνική αυτοκρατορία.  Τον Μέγα Αλέξανδρο βοήθησε στην κατάληψη της Καρίας η τοπική βασίλισσα Άδα, που είχε εκθρονιστεί από τους Πέρσες. Ο Μέγας Αλέξανδρος την επανατοποθέτησε στο θρόνο Η Άδα όρισε διάδοχό της τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Μετά τον Μέγα Αλέξανδρο την Καρία κυβέρνησαν διαδοχικά: Λυσίμαχος, Σελευκίδες, Πτολεμαίοι, βασιλείς της Περγάμου, Ρόδιοι και ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ ο Ευπάτωρ.

Είναι χαρακτηριστικό, η Καρία, που στην αρχαϊκή και κλασική εποχή διέθετε τη δική της μη ελληνική γλώσσα και γραφή, με τη δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων, οι επιγραφές στην τοπική γραφή θα εξαφανιστούν και τα ελληνικά θα αποτελέσουν την αποκλειστική γλώσσα της δημόσιας επικοινωνίας και θα γίνουν η καθομιλούμενη γλώσσα του πληθυσμού. Έχουμε στη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής τον εξελληνισμό της Καρίας, δηλαδή της ένταξη ενός μη ελληνικού πολιτισμού, στον πανελλήνιο κόσμο. Παρατηρείται η υιοθέτηση της ελληνικής ταυτότητας και η  συμμετοχή της στα επίπεδα και τις πρακτικές του πανελλήνιου κόσμου. Στην ελληνιστική εποχή, η υιοθέτηση της ελληνικής γλώσσας ως lingua franca στον τότε γνωστό κόσμο, θα οδηγήσει και στην Καρία, στην εξαφάνιση της χρήσης της τοπικής γλώσσας ως μέσου δημόσιας επικοινωνίας και ακολούθως στην εξαφάνιση της καρικής γλώσσας ως καθομιλούμενης. 

Επί Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το 129 π.Χ., η Καρία έγινε τμήμα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Ασίας. Τον 4ο αιώνα μ.Χ., επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού η ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας διασπάστηκε και η Καρία αποτέλεσε ξεχωριστή διοικητική περιφέρεια. Επί Ιουστινιανού έγινε τμήμα του Θέματος των «Κιβυρραιωτών». Ο χριστιανισμός διαδόθηκε αργά στην Καρία, όπου υπήρξε έντονα ο παγανισμός. Την περιοχή επισκέφθηκε ο Απόστολος Παύλος.  Όταν η πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ο χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους, τότε μόνον ο χριστιανισμός επικράτησε πλήρως στην Καρία.

Τον 7ο αιώνα μ.Χ, η Βυζαντινή αυτοκρατορία δημιούργησε νέο διοικητικό σύστημα με τα Βυζαντινά Θέματα, με συνέπεια την αλλαγή διοικητικής υπαγωγής της Καρίας. Οι Τούρκοι την κατέκτησαν τον 13ο αιώνα μ.Χ. και την μετέτρεψαν σε Εμιράτο. Πολλοί Τούρκοι από το εσωτερικό της Ασίας μεταφέρθηκαν στην περιοχή με συνέπεια τον πλήρη εκτουρκισμό της περιοχής. Απογραφή πληθυσμού την περίοδο δημιουργίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατέδειξε ότι το 90% ήταν μουσουλμάνοι Τούρκοι και μόνο το 10% αποτελούνταν από Έλληνες, άλλους χριστιανούς και Εβραίους. Οι Οθωμανοί μετέφεραν την πρωτεύουσα της Καρίας από τα Μύλασα στο μικρό χωριό Μούγλα, ώστε να διοικούν καλύτερα την περιοχή. Σύμφωνα με Έλληνες ιστορικούς, ο ελληνικός πληθυσμός στις αρχές του 20ου αιώνα αντιστοιχούσε στο 10% του γενικού πληθυσμού. Ο ελληνικός πληθυσμός μετακινήθηκε εξ’  ολοκλήρου στα γειτονικά ελληνικά νησιά και μάλιστα οι περισσότεροι εγκατέλειψαν τις εστίες τους το 1919, πριν την Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμού του 1923.

Σημαντικές Πόλεις – Προσωπικότητες 

α. Η φημισμένη Μίλητος. Η πόλη των φιλοσόφων.

Η Μίλητος λογίζεται και ως ιωνική πόλη, καθόσον βρίσκονταν ακριβώς στο διαχωριστικό όριο μεταξύ Ιωνίας και Καρίας. Υπήρξε σημαντικό κέντρο φιλοσοφίας και επιστημών. Εδώ γεννήθηκε και έζησε ο Θαλής (640 ή 624 – 546 π.Χ.), Προσωκρατικός φιλόσοφος, ο πρώτος Έλληνας και παγκόσμιος φιλόσοφος, και ένας από τους επτά (7) σοφούς της αρχαιότητας.. Ο Θαλής ίδρυσε περί το 600 π.Χ. στη Μίλητο τη «Σχολή της Ιωνίας». Επίσης, από τη Μίλητο κατάγονταν οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι: Αναξίμανδρος (611-546 π.Χ.) και Αναξιμένης (585-525 π.Χ.). Άλλοι σημαντικοί Μιλήσιοι υπήρξαν: Ιππόδαμος (περίπου 498-408 π.Χ.) (πολεοδόμος), Ασπασία (περίπου 470-400 π.Χ.) (η σύζυγος του Περικλή), Αριστείδης (συγγραφέας), Εκαταίος (ιστορικός), Ησύχιος (6ος αιώνας μ.Χ.) (Έλληνας χρονικογράφος και βιογράφος), Ισίδωρος (6ος αιώνας μ.Χ.) (Έλληνας αρχιτέκτονας, ένας από τους δύο αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης), Αρισταγόρας (5ος-6ος αιώνας π.Χ.) (Τύραννος της Μιλήτου), Λεύκιππος (5ος αιώνας π.Χ.) (φιλόσοφος, ο οποίος μαζί με τον Δημόκριτο θεωρούνται πατέρες της ατομικής θεωρίας), Φιλίσκος (4ος αιώνας π.Χ.) (ρητοροδιδάσκαλος, μαθητής του Ισοκράτη).

β. Η Περίφημη Αλικαρνασσός. Η πόλη της Αρτεμισίας Α΄ και του Ηροδότου.

i. Αρτεμισία Α΄ (5ος αιώνας π.Χ.). Είναι γνωστή για τον ρόλο της στις ναυμαχίες Αρτεμισίου και Σαλαμίνας το 480 π.Χ. Πριν την ναυμαχία της Σαλαμίνας, συγκλήθηκε σύσκεψη από τον Ξέρξη Α΄, όπου όλοι, πλην της βασίλισσας Αρτεμισίας Α΄, συμφώνησαν στην διεξαγωγή ναυμαχίας στην Σαλαμίνα. Συμβούλευσε τον Πέρση βασιλιά να μην ναυμαχήσει στη Σαλαμίνα και προέβλεψε ότι σε περίπτωση που ναυμαχούσε θα ηττάτο από τους καλύτερα εκπαιδευμένους στη θάλασσα Έλληνες. Παρ’ όλα αυτά, ο Ξέρξης Α΄ δεν ακολούθησε τη συμβουλή της και αποφάσισε να επιτεθεί στα Στενά της Σαλαμίνας.

Η Αρτεμισία Α’ της Καρίας

Κατά την διάρκεια της ναυμαχίας το πλοίο της Αρτεμισίας Α΄ καταδιώχθηκε από μια αθηναϊκή τριήρη. Η Αρτεμισία Α΄ αναγκάστηκε να βυθίσει το πλοίο του βασιλιά Δαμασιθύμου, αρχηγού των Καλυνδέων. Οι Αθηναίοι πίστεψαν ότι το πλοίο της Αρτεμισίας Α΄ ήταν συμμαχικό και σταμάτησαν την καταδίωξη. Ο Ξέρξης Α΄, ο οποίος παρακολουθούσε την ναυμαχία από το όρος Αιγάλεω, ρώτησε να μάθει ποιος είχε βυθίσει το πλοίο, το οποίο θεώρησε ελληνικό. Κάποιος του απάντησε πως αυτή που το βύθισε ήταν η Αρτεμισία. Α΄. Ο Ξέρξης Α΄ αναφώνησε το περίφημο: «οἱ μὲν ἄνδρες γεγόνασί μοι γυναῖκες, αἱ δὲ γυναῖκες ἄνδρες –  οι άνδρες μου έγιναν γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες).

Μετά την ναυμαχία, ο Ξέρξης Α΄ συγκάλεσε πολεμική σύσκεψη και ρώτησε ειδικά την Αρτεμισία Α΄, η οποία ήταν η μόνη που τον είχε συμβουλεύσει να μην επιτεθεί στους Έλληνες στην Σαλαμίνα. Ο Ξέρξης Α΄ της είπε ότι ο Μαρδόνιος τον συμβούλευσε να μείνει και να επιτεθεί στην Πελοπόννησο, ή να τον αφήσει να διαλέξει 300.000 άνδρες και να καταλάβει την Ελλάδα για τον βασιλιά. Η Αρτεμισία Α΄ συμβούλευσε τον Πέρση βασιλιά να φύγει άμεσα με τον στόλο και τον στρατό του και να αφήσει τον Μαρδόνιο με τον στρατό που του ζήτησε. Αυτή την φορά, ο Ξέρξης Α΄ άκουσε την συμβουλή της Αρτεμισίας Α΄, και την έστειλε μαζί με τα παιδιά του στην Έφεσο, καθώς είχε πάρει μαζί του στην εκστρατεία τους νόθους γιούς του. 

ii. Ηρόδοτος (Αλικαρνασσός 484 π.Χ. Θούριοι 425 π.Χ./410 π.Χ.). Ήταν αρχαίος Έλληνας ιστορικός, περιηγητής, και γεωγράφος. Θεωρείται ο θεμελιωτής της επιστήμης της ιστορίας. Το μόνο έργο που έχει συγγράψει φαίνεται να είναι οι «Ιστορίαι», όπου περιγράφει τους πολέμους μεταξύ Ελλήνων και Περσών, συμπεριλαμβανομένων πλούσιων γεωγραφικών και εθνογραφικών πληροφοριών. Αν και κάποιες από τις ιστορίες του ήταν ευφάνταστες και άλλες ανακριβείς, ο ίδιος αναφέρει πως κατέγραφε μόνο ότι του έλεγαν και ήταν συνήθως σωστός τουλάχιστον στις πληροφορίες του. Χαρακτηρίστηκε από τον Κικέρωνα ως «Πατέρας της Ιστορίας». Στο έργο του φαίνεται επίσης να ασχολήθηκε με τη γεωλογία, τη βοτανική, τη χημεία και την ιατρική.

γ. Μύλασα. Η Έδρα του Πέρση Σατράπη.

i. Δυναστεία Εκατομνιδών – Μαύσωλος

Η Καρία συμπεριλαμβάνει σημαντικές δυναστικές οικογένειες, που για έτη κυριαρχούσαν στην τοπική πολιτική σκηνή. Σημαντικότερη είναι η οικογένεια των Εκατομνιδών από τα Μύλασα. Κατόρθωσαν στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. να οριστούν από τον Πέρση βασιλιά σατράπες της Καρίας, υπό τον έλεγχο των Περσών. Για κάποιο χρονικό διάστημα υπήρξαν και σατράπες και της Λυκίας. 

Νόμισμα Μαυσώλου της Καρίας

Οι Εκατομνίδες έλαβαν το όνομά τους από τον πρώτο διορισθέντα σατράπη των Περσών, τον Εκάτομνο. Ο διασημότερος της οικογένειας είναι ο Μαύσωλος, γιος του Εκάτομνου. Τα αδέλφια του, Ιδριέας και Πιξώδαρος διετέλεσαν επίσης σατράπες της Καρίας. Ο δε Πιξώδαρος είχε προτείνει την κόρη του ως νύφη του Φίλιππου Β΄ του Μακεδόνα. Η δε αδελφή του Μαυσώλου και του Πιξώδαρου, η Άδα, υιοθέτησε τον Μέγα Αλέξανδρο ως γιο της, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε την Καρία. Ως σατράπες, ο Μαύσωλος και τα άλλα μέλη της δυναστείας των Εκατομνιδών υπηρέτησαν με αφοσίωση την περσική αυτοκρατορία. Αρκετές φορές συγκρούστηκαν με ελληνικές πόλεις. Πέτυχαν δε καθοριστική νίκη απέναντι των Αθηναίων, αναγκάζοντάς τους τελικά να διαλύσουν την Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι οι Εκατομνίδες χρησιμοποίησαν πολλές όψεις του ελληνικού πολιτισμού στις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης.

Οι Εκατομνίδες διατήρησαν διπλωματικές σχέσεις με αρκετές ελληνικές πόλεις, όπως π.χ. η Κνωσός. Τιμήθηκαν από ελληνικές πόλεις, όπως π.χ. από την Μίλητο, στο πανελλήνιο κέντρο των Δελφών. Τα νομίσματα του Μαυσώλου, καθώς και όλων των Εκατομνιδών, συνταίριαζαν ελληνικά και καρικά στοιχεία. Οι επιγραφές στα νομίσματα ήταν πάντα σε ελληνικά και όχι καρικά, π.χ. «Μαυσώλου» και είχαν εικονογραφήσεις καρικές, όπως αναπαραστάσεις Διός από τα Λάβρανδα. 

Σημαντική εξέλιξη ήταν η απόφαση του Μαυσώλου να μεταφέρει την έδρα του από τα Μύλασα, που ήταν η αρχική έδρα της οικογένειας, στην ελληνική πόλη της Αλικαρνασσού. Αποτέλεσμα της πολιτικής των Εκατομνιδών ήταν μία ελληνική πόλη να γίνει έδρα ενός Πέρση σατράπη. Οι Εκατομνίδες και περισσότερο ο Μαύσωλος προέτρεπαν πολλές πόλεις της Καρίας να υιοθετήσουν το ελληνικό μοντέλο της πόλης σαν μοντέλο οργάνωσης. Τα Μύλασα υιοθέτησαν το μοντέλο της πόλης με ψηφίσματα, κάνοντας χρήση συνελεύσεων, Εκκλησίας του Δήμου και διαίρεση των πολιτών σε τρεις (3) φυλές. Και άλλες πόλεις της Καρίας θα χρησιμοποιήσουν το μοντέλο της πόλης και τις ελληνικές επιγραφές και καταγραφές των δημοσίων αποφάσεων, αλλά θα χρησιμοποιούν συγχρόνως την ελληνική και την καρική γλώσσα. Παράδειγμα ένα ανακαλυφθέν δίγλωσσο ψήφισμα της Καύνου της Καρίας, όπου καταγράφεται η προσφορά της ιδιότητας του προξένου σε δύο (2) Αθηναίους, το οποίο είναι στα καρικά, αλλά υπάρχει και ελληνική μετάφραση στο κάτω μέρος της στήλης. 

Σημαντικό υπήρξε το οικοδομικό πρόγραμμα των Εκατομνιδών και ιδιαίτερα του Μαυσώλου. Αποτελείτο από οικοδόμηση ναών και άλλων κτιρίων σε θρησκευτικά κέντρα της Καρίας, όπως στα Λάβρανδα και στα Μύλασα, όπου και υπάρχει σύνθετη χρήση ελληνικών και περσικών στοιχείων σε καρικό πλαίσιο. Ιδιαίτερη είναι η χρήση της ελληνικής μνημειακής αρχιτεκτονικής και η χρησιμοποίηση επιγραφών στα ελληνικά. Στα καρικά κτίρια διακρίνεται ο συνδυασμός στοιχείων ελληνικής αρχιτεκτονικής, ελληνικής γλώσσας και στοιχείων περσικής εικονογραφίας, αλλά και πρωτότυπων χρήσεων της ελληνικής αρχιτεκτονικής.

Το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού

Το διασημότερο οικοδόμημα του Μαυσώλου και των Εκατομνιδών είναι το φημισμένο Μαυσωλείο, το ταφικό μνημείο του Μαυσώλου, που συγκαταλέγεται στα επτά (7) θαύματα του αρχαίου κόσμου. Τον Μαύσωλο διαδέχθηκε η αδελφή και σύζυγός του Αρτεμισία Β΄ της Καρίας, η οποία προς τιμή του έκτισε το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού. Ήταν ένα τεράστιο κτίσμα που συνταίριαζε την αρχιτεκτονική ελληνικού ναού και πυραμιδωτής στέγης. Στην περίπτωση του Μαυσωλείου οι Κάρες τροποποίησαν στοιχείο της παγκόσμιας κοινής, όπως είναι η ελληνική μνημειακή αρχιτεκτονική. Το Μαυσωλείο διέθετε πλούσιο γλυπτό διάκοσμο. Για την αποπεράτωσή του εργάστηκαν γνωστοί Έλληνες γλύπτες της εποχής.: Βρύαξις, Τιμόθεος και Λεωχάρης. Εντυπωσιακή ήταν η εικονογραφία του, που περιέκλειε κλασικά θέματα της ελληνικής εικονογραφίας και τόνιζε την σύγκρουση Ελλήνων και βαρβάρων, δηλαδή σύγκρουση πολιτισμού και χάους. Αξιοπρόσεκτη στο ανωτέρω μνημείο ήταν η εικονογραφία σύγκρουσης Ελλήνων – Περσών, Αμαζονομαχίας και Κενταυρομαχίας και μάλιστα από ένα Κάρα, σατράπη των Περσών.

Αντί Επιλόγου 

Διαπιστώνεται η τεράστια επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης, ειδικότερα στην Καρία. Η Καρία προσέφερε πολλά στη φιλοσοφία και στις επιστήμες. Εδώ τέθηκαν οι βάσεις της φιλοσοφίας με τους πρώτους φιλοσόφους Θαλή, Αναξίμανδρο και Αναξιμένη και την ιδρυθείσα από τον Θαλή «Σχολή των Ιώνων» το 600 π.Χ. περίπου. Είναι αυτή όπου θεμελιώθηκε η επιστήμη της Ιστορίας χάρις στον Ηρόδοτο με τη συγγραφή του έργου του «Ιστορίαι». Σε αυτή εδραιώθηκε η Φυσική ως ανεξάρτητη επιστήμη με τον Λεύκιππο, καθώς και άλλες καινοτόμες τομές στην ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης. Η δε δυναστεία των Εκατομνιδών χρησιμοποίησε στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού, στην αρχική μορφή τους ή τροποποιώντας τα ή συνδυάζοντάς τα με περσικά στοιχεία, πραγματοποιώντας το πολιτιστικό της πρόγραμμα και εξελληνίζοντας τους Κάρες. Η δυναστεία των Εκατομνιδών αποτέλεσε την πρώτη πραγματικά ελληνιστική δυναστεία πριν των ελληνιστικών βασιλέων.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

  • Βλασόπουλος, Κώστας. (2020). Έλληνες και Βάρβαροι 1: Επαφές, Συγκρούσεις, Ανταλλαγές, και Έλληνες και Βάρβαροι 2: Αλληλένδετοι Πολιτισμοί, Αθήνα: Mathesis
  • Ηρόδοτος. (1992). Ιστορία 8. Ουρανία, μετάφραση Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα: Χατζόπουλος
  • Ηρόδοτος. (1992). Ιστορία. Κλειώ, μετάφραση Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα: Χατζόπουλος
  • Ηρόδοτος. (1992). Ιστορία. Τερψιχόρη, μετάφραση Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα: Χατζόπουλος
  • Πλούταρχος. (1991). Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής – Κάμιλλος, τόμος 2, μετάφραση Μ. Μερακλής, Αθήνα: Κάκτος