Γράφει ο Δημήτρης Μπαλόπουλος, μέλος του ΔΣ του ΕΛ.Ι.Ν.ΙΣ. 

Βρισκόμαστε περίπου στο 300 π.Χ στα χρόνια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου όταν μια ολκάς, ένα συνηθισμένο εμπορικό πλοίο της εποχής, βυθίζεται βόρεια της Κύπρου. Μετέφερε αμφορείς με κρασί, λάδι και αμύγδαλα καθώς και μυλόπετρες από τη Νίσυρο (μάλλον σαν έρμα),ενώ το πλήρωμά του ήταν ο καπετάνιος και τρεις ναύτες, με βάση τον αριθμό των σκευών που βρέθηκαν. Στις 20 Νοεμβρίου του 1965 ο δύτης Ανδρέας Καριόλου, εντόπισε σε μια κατάδυσή του στο βυθό της θάλασσας, μισό μίλι ανατολικά του λιμανιού της Κερύνειας στην Κύπρο, το παλιότερο ναυάγιο εμπορικού πλοίου, από το οποίο είχε διατηρηθεί περίπου το 75% του σκαριού σε πολύ καλή κατάσταση καθώς όταν βούλιαξε σκεπάστηκε από άμμο και λάσπη. Ομάδα αρχαιολόγων υπό τον καθηγητή Michael Katzev ανέλκυσε κομμάτι – κομμάτι αυτό το μοναδικό εύρημα, κατασκευασμένο γύρω στο 389 π.χ, ενώ ο καθηγητής Ritchard Steffy με την ομάδα του από το πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανέλκυσης και στη συνέχεια της επανασυναρμολόγησης.

Το 1982 με πρωτοβουλία του Χάρη Τζάλα και του Richard Steffy ξεκίνησε στο ναυπηγείο του Μανώλη Ψαρρού στο Πέραμα, ένα από τα πλέον δύσκολα εγχειρήματα, η κατασκευή του πρώτου πειραματικού πλοίου, του Κερύνεια ΙΙ, χρησιμοποιώντας την τεχνική και τον τρόπο ναυπήγησης του πλοίου του ναυαγίου, δηλαδή πρώτα η επένδυση και μετά ο σκελετός. Χρησιμοποιήθηκαν 5.000 καρφιά όλα χειροποίητα, ορειχάλκινα μήκους 25-40cm. Το ξύλο ήταν πεύκη, ακριβώς το ίδιο είδος με αυτή του αρχαίου πλοίου και το κατάρτι από μονοκόμματο κορμό ερυθρελάτης. Τα σχοινιά ήταν από φυτικές ΄’ινες και το πανί από λινό. Χρειάστηκαν τρία χρόνια δύσκολης και απαιτητικής εργασίας και τον Ιούνιο του 1985, με την ευκαιρία της ανακήρυξης της Αθήνας σε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, το Κερύνεια ΙΙ καθελκύστηκε και στις 6 Σεπτεμβρίου 1985 σάλπαρε από τον Πειραιά με κυβερνήτη τον ωκεανοπόρο / ιστιοπλόο Αντώνη Βασιλειάδη για την Πάφο, όπου κατέπλευσε στις 2 Οκτωβρίου. Η ναυπήγηση και τα ταξίδια του Κερύνεια ΙΙ, τα οποία ξεπέρασαν τα 2.000 ν.μ ήταν η πρώτη προσπάθεια πειραματικής αρχαιολογίας στον κόσμο, με πρότυπο ένα αυθεντικό πλοίο ηλικίας 2.300 ετών, γεγονός που είχε τεράστια επιστημονική σημασία και παγκόσμια απήχηση.

Σήμερα ένα μεγάλο μέρος του αρχείου του Χάρη Τζάλα, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το υλικό για το Κερύνεια ΙΙ, βρίσκεται στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος. Ποιος είναι όμως ο Χάρης Τζάλας. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1936. Πήγε στο δημοτικό σχολείο των Γάλλων μοναχών και στο Lycee Francais, όπου τελείωσε εμπορικές σπουδές. Το 1956 μετανάστευσε στην Βραζιλία, όπου εργάστηκε σε εφοπλιστική εταιρεία και για τρία χρόνια περιπλανήθηκε στα μεγάλα λιμάνια του Βορρά. Το 1959 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με το θαλάσσιο τουρισμό και την έρευνα της ελληνικής ναυτικής παράδοσης και της αρχαίας ναυπηγικής. Ειδικεύτηκε στην ναυτική πειραματική αρχαιολογία διευθύνοντας πρωτοπόρα προγράμματα, όπως η κατασκευή του ομοιώματος του πλοίου της Κυρήνειας, η «Παπυρέλλα» και το φαραωνικό πλοίο του Καίρου, ενώ συμμετείχε στο πρόγραμμα για την ναυπήγηση της Αθηναϊκής Τριήρους. Ίδρυσε το «Ελληνικό Ινστιτούτο Προστασίας Ναυτικής Παράδοσης», το οποίο από το 1985 και μετά οργάνωσε σε Ελλάδα και Κύπρο δέκα διεθνή συνέδρια αρχαίας ναυπηγικής, ενώ το 1981 ίδρυσε το «Ελληνικό Ινστιτούτο Μελετών Αρχαίας και Μεσαιωνικής Αλεξάνδρειας», πραγματοποιώντας 28 ενάλιες αρχαιολογικές αποστολές σ’ αυτή. Έχει συγγράψει πολλά επιστημονικά άρθρα για το αρχαίο πλοίο, την ενάλια αρχαιολογία και την Αλεξάνδρεια που έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά έντυπα. Έχει επίσης συγγράψει τα βιβλία: «Alexandrea ad Aegyptum», «Επτά ημέρες στην Αλεξάνδρεια», «Αλεξανδρινοί αντικατοπτρισμοί» και το «Μεθυσμένες Θάλασσες».

Το πιο σημαντικό όμως κομμάτι με το οποίο ασχολήθηκε είναι η ναυτική πειραματική αρχαιολογία, που αποτελεί ξεχωριστό κομμάτι της αρχαιολογίας, αφού ξεκίνησε την παρουσία της πριν από περίπου διακόσια χρόνια στις Σκανδιναβικές χώρες, μετά τον εντοπισμό πολλών ναυαγίων πλοίων σε σχετικά καλή κατάσταση. Σύμφωνα με τον ερευνητή, η πειραματική αρχαιολογία είναι μια επιστήμη που βοηθά τον αρχαιολόγο. Η πειραματική προσπάθεια ξεκινά από το αρχαιολογικό εύρημα, για το οποίο πρέπει να μελετηθεί / ερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάστηκε, ποιον χρηστικό σκοπό εξυπηρετούσε (δηλαδή γιατί κατασκευάστηκε) και στη συνέχεια πως μπορεί αυτό το εύρημα να κατασκευαστεί από την ερευνητική ομάδα πάλι ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όπως ήταν παλιά.

Σε μία δεκαετία είχαμε τρία πειράματα που έφεραν την Ελλάδα στη θέση πρωτοπόρου στη ναυτική πειραματική αρχαιολογία και αναφερόμαστε στο πλοίο «Κερύνεια ΙΙ», στην «Παπυρέλλα» και στην «Αθηναϊκή τριήρη». Οι τρεις αυτές προσπάθειες είναι διαφορετικές μεταξύ τους, έχουν όμως ένα κοινό στοιχείο το οποίο είναι να μελετήσουν οι ερευνητές πως ταξίδευαν αυτά τα πλοία.

Βιβλιογραφία

Χρήστος Λάζος, Ναυτική τεχνολογία στην Αρχαία Ελλάδα