«Οι Υγειονομικοί στην Εποποιία του Σαράντα. Οι αφανείς ήρωες του πολέμου»
- 28/10/2019
- 0
Δρ. Αριστείδης Γ. Διαμαντής, Πλοίαρχος (ΥΙ) ΠΝ, μέλος του ΕΛ.Ι.Ν.ΙΣ.
(Ομιλία στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, 25 Οκτωβρίου 2019)
Κυρίες και κύριοι,
Από τη θέση αυτή θέλω να ευχαριστήσω την Πρόεδρο του ΔΣ του Πειραϊκού Συνδέσμου κυρία Τώνια Μεγαλοοικονόμου και ιδιαιτέρως τον Έφορο του Φιλολογικού κ. Γιάννη Σίμο, τον Πρόεδρο της Φιλολογικής Στέγης του Πειραιά κ. Στέφανο Μίλεση και την Πρόεδρο του Φυσιολατρικού και Πολιτιστικού Συνδέσμου Πειραιά «Ζήνων» κυρία Αγγελική Μπουλιέρη, για την τιμή που μου έκαναν και την ευκαιρία που μου έδωσαν να βρίσκομαι απόψε κοντά σας, προκειμένου να μοιραστώ μαζί σας ιστορικά τεκμήρια για τη δράση των Υγειονομικών στο Έπος του Σαράντα και κάποιες μικρές ιστορίες, απ’ αυτές που συνήθως γράφονται με ψιλά γράμματα στα περιθώρια των εφημερίδων και των βιβλίων.
Οι περισσότεροι από σας, γνωρίζουν για τα μεγάλα ηρωικά κατορθώματα των πολλών στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας, στις φουρτουνιασμένες θάλασσες του Ιονίου, της Αδριατικής και του Αιγαίου, στη Μέση Ανατολή, στο Τομπρούκ και το Ελ Αλαμέιν, αγνοούν όμως ή έχουν ελάχιστα ακούσει ή διαβάσει για τους αφανείς αυτούς ήρωες του Σαράντα, τους γιατρούς, τις αδελφές νοσοκόμες και τους τραυματιοφορείς, που με τη ρωμαλέα συνείδηση της εθνικής τους αποστολής και της ανθρωπιστικής αλληλεγγύης, την ακατάβλητη αλκή και την εκπληκτική περιφρόνηση του κινδύνου, πρόσφεραν πολυάριθμες και ανεκτίμητες υπηρεσίες στους προκεχωρημένους υγειονομικούς σχηματισμούς του μετώπου, στα ορεινά χειρουργεία, στα πλωτά νοσοκομειακά πλοία και στα στρατιωτικά νοσοκομεία. Γι’ αυτούς και γι’ αυτά θα σας μιλήσω απόψε.
Κυρίες και κύριοι,
Ο άνανδρος τορπιλισμός της «Έλλης» στην Τήνο τον δεκαπενταύγουστο του 1940, ανήμερα της γιορτής της Παναγίας μας, ήταν το προοίμιο της άδικης επίθεσης των Ιταλών τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, που έσυρε τη χώρα μας στη δίνη του πολέμου.
Όταν ο πρεσβευτής της Ιταλίας Γκράτσι επισκέφθηκε κείνο το πρωινό τον Μεταξά, προκειμένου να του επιδώσει το ιταμό τελεσίγραφο, με το οποίο η φασιστική Ιταλία ζητούσε να της παραδώσουμε τα ιερά μας εδάφη, εκείνη την κρίσιμη στιγμή αντήχησε το ΟΧΙ της τιμής με τα λόγια “Alors, c’est la guerre” (Έχουμε πόλεμο λοιπόν). Με την απόκοσμη εκείνη φωνή μιλούσαν τρεις χιλιάδες χρόνια δοξασμένης ιστορίας, ενενήντα γενιές ηρώων με τη συνέχεια της φυλετικής και εθνικής μας πορείας μέσα στο χρόνο.
Για κείνη την ιστορική στιγμή, θα γράψει αργότερα ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς «Ο Γκράτσι είδε κατάπληκτος τον κοντόσωμο γέρο, που είχε αντίκρυ του, να μεγαλώνει, να ψηλώνει, να πλαταίνει, να γκρεμίζει τη στέγη του μικρού σπιτιού της Κηφισιάς, να γιγαντώνεται, ν’ αγγίζει με το μέτωπό του τα άστρα, να γίνεται τεράστιο ‘τοτέμ’ της φυλής του. Κι απ’ το στόμα του έβγαλε δύο συλλαβές που αντιλάλησαν στα πέρατα του κόσμου: ΟΧΙ».
Όταν στις 5.30 το πρωί οι ιταλικές πυροβολαρχίες άρχισαν το σφοδρό τους καταιγισμό, όλος ο κόσμος σ’ Ανατολή και Δύση, περίμενε με κρατημένη την ανάσα του τη σύντομη υποταγή μας στο σιδερόφρακτο επιδρομέα. Όμως εμείς δεν λυγίσαμε…τα βάλαμε με οκτώ εκατομμύρια λόγχες, έχοντας σαν μοναδική αρματωσιά την αθάνατη ελληνική ψυχή, την ασυγκράτητη τόλμη και το ασίγαστο πάθος για το θάνατο ως την ύστατη προσφορά στην πατρώα γη.
Μ’ αυτά τα όπλα έγραψαν οι πατεράδες και οι παππούδες μας στα κακοτράχαλα βουνά της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας σελίδες άφθαστης δόξας και έφεραν την πρώτη νίκη στα ελεύθερα έθνη, συντρίβοντας το αήττητο του ‘Άξονα’.
Από τον αγώνα και τον θάνατο των ψυχωμένων μας παλικαριών πάνω στα χιονισμένα κορφοβούνια, στις ράχες και στις ρεματιές ανέτειλε η χαραυγή της νίκης και ξεπήδησε το χαρμόσυνο μήνυμα της ελπίδας στους αποθαρρυμένους και υποταγμένους λαούς της Ευρώπης.
«Λέγαμε: ένα Μαραθώνα ακόμα! Λέγαμε: μια Σαλαμίνα ακόμα! Λέγαμε: ακόμα ένα Εικοσιένα! Και ήρθες τέλος Συ Μητέρα-Μέρα…», όπως διακήρυττε με τη στεντόρεια φωνή του ο ποιητής μας Άγγελος Σικελιανός για το ηρωικό έπος του 1940-41.
Και κείνο τον θρίαμβο τον κάνανε τραγούδι σαν και κείνο «τα παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» της Σοφίας Βέμπο, που ταυτίστηκε με τον πόλεμο του Σαράντα∙ που με την εθνική της φωνή ψύχωνε τα φανταράκια μας στα πολεμικά μέτωπα, συγκλονίζοντας το πανελλήνιο και μένοντας στη συνείδηση του λαού μας ως η «τραγουδίστρια της νίκης».
Αυτούς τους φαντάρους, τους παγωμένους από το κρύο, τους πεινασμένους, τους ψειριασμένους, τους ακρωτηριασμένους, αυτούς που είχαν ως μοναδικό μεταφορικό μέσο τα πόδια τους και κάποια γαϊδουράκια, αυτούς τους «άγνωστους-γνωστούς», που φώναζαν «Αέρα» και τίμησαν την ελληνική σημαία μας, όσο λίγοι. Και μαζί μ’ αυτούς και ένας ολόκληρος λαός, που τους στήριζε ολόψυχα σε κάθε τους βήμα με κάθε μέσο.
Τον έκαναν ποίημα ηρωικό, μα πέρα ως πέρα αντιπολεμικό, σαν το «άσμα» το «ηρωικό και πένθιμο» του μεγάλου μας Οδυσσέα Ελύτη, που κι αυτός συμμετείχε στον πόλεμο ως ανθυπολοχαγός και γνώρισε από κοντά την απάνθρωπη σκληρότητά του και τον ανείπωτο πόνο που αυτός γεννά.
Τον έκαναν παιάνα και τον πήγανε στα πέρατα της γης, για να μείνει στην ιστορία η ανεπανάληπτη φράση «Οι ήρωες πολεμάνε σαν Έλληνες», όπως φέρεται να έχει ειπωθεί από τον «Πατέρα της Νίκης», τον Ουίνστον Τσώρτσιλ.
Αυτή η σεμνή ανδρεία όλων όσοι πολέμησαν δεν πήγαζε από την άγνοια του κινδύνου, ούτε από έλλειψη φόβου… εξάλλου, κυρίες και κύριοι, το αίσθημα του φόβου το έχουν ακόμη και οι ήρωες. Ανάβλυζε μέσα από το αίσθημα της τιμής και τη συναίσθηση του χρέους απέναντι στην πατρίδα και την αγάπη προς την ελευθερία.
Μέσα στον αυστηρό πολεμικό κατάλογο του μετώπου, σαν απαλή πινελιά φαντάζουν οι υγειονομικοί σχηματισμοί. Στα δεκάδες χειρουργεία εκστρατείας, που στήθηκαν για τις ανάγκες του πολέμου, αλλά και στην πρώτη γραμμή, οι Έλληνες Υγειονομικοί, μόνιμοι, επίστρατοι και εθελοντές έγραψαν με αυτοθυσία το δικό τους έπος, περιθάλποντας χιλιάδες τραυματίες και διακομίζοντας ένα τεράστιο αριθμό απωλειών υγείας με υγειονομικούς συρμούς, πλωτά νοσοκομειακά πλοία, αυτοκίνητα, ζώα και άλλα διαθέσιμα μέσα στα πρόσκαιρα και μόνιμα νοσοκομεία της επικράτειας κάτω από πραγματικά αντίξοες συνθήκες. Είναι πολλές και μακριές οι ιστορίες τους που συνθέτουν αυτόν τον άγνωστο πόλεμο, ο οποίος συνέβαλε στην τελική νίκη. Δεν φθάνει ο χρόνος της σημερινής μας ομιλίας να τις απαριθμήσω, έστω και μόνο.
Πριν όμως σας εξιστορήσω ορισμένες απ’ αυτές, που σταχυολόγησα μέσα από έναν πλήθος αναμνήσεων αυτοπτών μαρτύρων του πολέμου, θα ’θελα να σταθώ με ευλάβεια στις γενναίες εκείνες γυναίκες της Πίνδου και στις αδελφές-νοσοκόμες, για να τιμήσω έτσι στο πρόσωπό τους όλες τις Ελληνίδες του Πολέμου. Μορφές ασκητικές οι πρώτες, χαρακωμένες από τη στέγνα των γρανιτένιων βράχων, κουβαλούσαν στους ώμους τους πυρομαχικά και εφόδια εκεί, που δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν τα μεταγωγικά και τα μουλάρια μας, πολλές φορές μάλιστα βοηθούσαν και τους πολεμιστές μας για να μετακινούν τα πυροβόλα τους.
Οι δεύτερες, οι μόνιμες νοσηλεύτριες του Στρατού και του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και μαζί μ’ αυτές οι τρεις χιλιάδες και πλέον εθελόντριες, που έδωσαν την ψυχή τους στη νοσηλεία των τραυματιών και ασθενών του πολέμου… Και δέκα τέσσερις απ’ αυτές, ακόμη και τη ζωή τους!
Κυρίες και κύριοι,
Η πρώτη συμμετοχή στρατιωτικού νοσοκομείου στον πόλεμο του Σαράντα ήταν αυτή του Ναυτικού Νοσοκομείου του Πειραιά, που κλήθηκε να νοσηλεύσει τους τραυματίες του τορπιλισμού της «Έλλης».
Με την έναρξη των εχθροπραξιών στο αλβανικό μέτωπο, η Υγειονομική μας Υπηρεσία, πλήρως οργανωμένη και εφοδιασμένη με έμψυχο και άψυχο υλικό, λειτούργησε αποδοτικά και αποτελεσματικά σε όλα τα επίπεδα περίθαλψης, από την περισυλλογή των τραυματιών στους προκεχωρημένους σταθμούς επίδεσης μέχρι την υπέρβαση των μεγάλων δυσκολιών των διακομιδών και τις επιτυχημένες χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνταν στα ηρωικά ορεινά χειρουργεία του μετώπου.
Πρόσκαιρα στρατιωτικά νοσοκομεία αναπτύχθηκαν στην Άρτα, στο Αγρίνιο, στη Φλώρινα, στην Κορυτσά και στους Αγίους Σαράντα, ενώ αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των νοσηλευτικών κλινών στα νοσοκομεία της χώρας μας, τα οποία επιτάχθηκαν για τις ανάγκες του πολέμου.
Στα μετόπισθεν, το Στρατιωτικό Νοσοκομείο των Ιωαννίνων, που στεγάστηκε στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, αποτέλεσε το προωθημένο νοσηλευτικό κέντρο του πολέμου, στο οποίο, κατά τη διάρκεια βομβαρδισμού, στις 20 Απριλίου του 1941, ανήμερα της εορτής του Πάσχα, βρήκε ηρωικό θάνατο ο διευθυντής του, ο έφεδρος πλωτάρχης ιατρός Ξενοφών Κοντιάδης, καθηγητής της Χειρουργικής του Παν/μίου Αθηνών, ενώ χειρουργούσε τραυματία στρατιώτη. Και η ειρωνεία της τύχης… ο χειρουργημένος τραυματίας σώθηκε όταν σκεπάστηκε από το σώμα του Κοντιάδη, που έπεφτε νεκρός από τις ριπές γερμανικού «στούκας».
Κυρίες και κύριοι,
Στα δύσβατα βουνά της Βορείου Ηπείρου ο Ελληνικός Στρατός πολέμησε εναντίον πολυάριθμου υπέρτερου εχθρού, επί έξι ολόκληρους μήνες και κάτω από σκληρές κλιματολογικές συνθήκες, γράφοντας το ηρωικό «Αλβανικό Έπος του Σαράντα». Μέσα στην ανελέητη και φοβερή ατμόσφαιρα του πολέμου, δίπλα στους πληγωμένους ηρωικούς μας τραυματίες και αρρώστους, προέβαλε ήρεμη και καλοσυνάτη η μορφή του γιατρού. Στους προκεχωρημένους σταθμούς επιδέσεως, στα ορεινά χειρουργεία, στην πρώτη γραμμή του πυρός, οι υγειονομικοί μας περισυνέλεγαν, επιδένανε, χειρουργούσαν και διακόμιζαν τους τραυματίες κάτω από σκληρές καιρικές και εδαφικές συνθήκες και ομοβροντία πυρών.
Το έργο της Υγειονομικής Υπηρεσίας υπήρξε υπερβολικά δυσχερές, εξαιτίας διαφόρων δυσμενών παραγόντων, οι κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής:
– Ο αντίπαλος, ο οποίος διέθετε τεράστια υπεροχή στον αέρα και στα οπλικά συστήματα, δεν συμμορφωνόταν τις περισσότερες φορές με τις διεθνείς συμβάσεις διεξαγωγής του πολέμου, βομβαρδίζοντας έτσι υγειονομικούς σχηματισμούς και νοσοκομεία παρά τα εμφανή σήματα του Ερυθρού Σταυρού, με αποτέλεσμα οι διακομιδές των απωλειών υγείας να πραγματοποιούνται τη νύκτα με όλα τα δυσμενή επακόλουθα στην υγεία των διακομιζομένων.
– Ο γεωγραφικός χώρος, στον οποίο διεξαγόταν οι πολεμικές επιχειρήσεις, είναι πολύ ορεινός με δύσκολα και σε πολλές περιοχές ανύπαρκτα, εκείνη την εποχή, δρομολόγια ακόμα και για τους πεζούς, με συνέπεια οι διακομιδές να γίνονται με πολύ βραδείς ρυθμούς. Αν μάλιστα στα παραπάνω προστεθούν και οι ιδιαίτερα σκληρές καιρικές συνθήκες που επικράτησαν στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο, από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1940 μέχρι τα μέσα Μαρτίου του 1941, τότε εύκολα γίνεται αντιληπτό το μέγεθος των προβλημάτων που αντιμετώπισε στο σύνολό του ο Στρατός μας και ιδιαίτερα η Υγειονομική του Υπηρεσία. Σε πολλές μάλιστα περιοχές του μετώπου, το ύψος του χιονιού ξεπερνούσε το ένα με ενάμιση μέτρο και το ψύχος ήταν σχεδόν πολικό με θερμοκρασίες να πέφτουν στους 15 με 20 βαθμούς κάτω από το μηδέν.
Αυτό είχε ως επακόλουθο τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των κρυοπαγημάτων, εξαιτίας των οποίων ορισμένες στρατιωτικές μονάδες αποδιοργανώθηκαν πλήρως. Η μαζική εμφάνιση των κρυοπαγημάτων, τα οποία από την «Κάθοδο των Μυρίων» και μέχρι και σήμερα αποτελούν διαχρονικό πρόβλημα της Στρατιωτικής Ιατρικής, αποτέλεσε ίσως τη μεγαλύτερη δυσχέρεια που αιφνιδίασε την Υγειονομική μας Υπηρεσία, για την αντιμετώπιση της οποίας οι γιατροί κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες.
Παρά όμως αυτές τις αντιξοότητες, αλλά και τις υπόλοιπες δυσκολίες που είχαν να κάνουν με το ανεκπαίδευτο κατώτερο προσωπικό, τα παλιά και άχρηστα πολλές φορές οχήματα, τα μεγάλης ηλικίας και άρρωστα ζώα μεταφοράς υγειονομικού υλικού, τα ακατάλληλα υποδήματα και την ένδεια μάλλινου ρουχισμού, την εκτεταμένη φθειρίαση των στρατιωτών, την ελαττωματική ύδρευση και τις μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των σταθμών επιδέσεως και των χειρουργείων διακομιδής και νοσηλείας, η Υγειονομική μας Υπηρεσία λειτούργησε ικανοποιητικά, αν λάβει κανείς υπόψη του το μεγάλο αριθμό νοσηλευομένων, που ανέρχονταν σε 75.000 άνδρες, από τους οποίους οι 32.000 ήταν τραυματίες, οι 23.000 παγόπληκτοι και οι 20.000 ασθενείς. Στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο και στα μακεδονικά οχυρά οι γιατροί μας στάθηκαν ψύχραιμοι και γενναίοι.
Εκεί πάνω στις απάτητες κορφές της υπερήφανης Πίνδου, γιατροί-Διγενήδες πολεμούσαν τον Χάροντα στα μαρμαρένια τ’ αλώνια!
Και όπως συμβαίνει, συνήθως, κυρίες και κύριοι,
σε τέτοιες άνισες μάχες λυγίζουν και πεθαίνουν οι γενναίοι. Η σειρά των γιατρών στον πίνακα «έπεσαν υπέρ πατρίδος» έρχεται αμέσως μετά τους αξιωματικούς του Πεζικού. Τριάντα τρεις υγειονομικοί αξιωματικοί, από το μικρότερο βαθμό του ανθυπιάτρου έως το μεγαλύτερο του γενικού αρχιάτρου, σκοτώθηκαν κατά την άσκηση της υψηλής αποστολής τους.
Μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, όσοι από τους υγειονομικούς αξιωματικούς του Στρατού δεν κατέφυγαν στη Μέση Ανατολή, όπου είχε αρχίσει να ανασυγκροτείται ο ελληνικός στρατός ή δεν οργανώθηκαν στην Εθνική Αντίσταση, εξακολούθησαν την αποστολή τους, αναλαμβάνοντας το βαρύ έργο της περίθαλψης των θυμάτων του πολέμου στα στρατιωτικά νοσοκομεία, που συνέχισαν να λειτουργούν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έργο πραγματικά δύσκολο, αφού τα φάρμακα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα και η τροφοδοσία ανεπαρκής.
Αρκετοί μόνιμοι γιατροί πλαισίωσαν τις ελληνικές υγειονομικές μονάδες εκστρατείας, τις ελληνικές πτέρυγες στα αγγλικά στρατιωτικά νοσοκομεία και στελέχωσαν το Ελληνικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, συνολικής δυνάμεως 300 κλινών, που συστάθηκε το καλοκαίρι του 1942 στη Χαντέρα της Παλαιστίνης και αργότερα στο Ρίμινι της Ιταλίας.
Με την έναρξη του πολέμου και καθ’ όλη τη διάρκειά του η Πολεμική μας Αεροπορία με τη νεοσύστατη τότε Υγειονομική της Υπηρεσία δημιούργησε ιατρεία και θεραπευτήρια στις μεγάλες μονάδες της και η Υγειονομική Υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού έθεσε σε λειτουργία Πρόσκαιρα Ναυτικά Νοσοκομεία στο Παλιό Φάληρο και στο Καστρί των Αθηνών, στο Μονοδένδρι των Πατρών, στην Αιδηψό και στην Αίγινα, παράλληλα με τα ήδη υφιστάμενα Ναυτικά Νοσοκομεία στη Σαλαμίνα, στον Πειραιά και στον Πόρο, των οποίων η λειτουργία επεκτάθηκε και σε γειτονικά κτίρια.
Για τις ανάγκες των διακομιδών από τα μέτωπα του πολέμου και νοσηλείας των τραυματιών και ασθενών δραστηριοποιήθηκε ξανά η λειτουργία των πλωτών νοσοκομείων. Η δύναμη των πλωτών νοσοκομείων συμπληρώθηκε από ένα σημαντικό αριθμό επιβατηγών πλοίων της Ελληνικής Ακτοπλοΐας, τα οποία είχαν κατάλληλα μετασκευαστεί σε νοσοκομειακά πλοία για τις ανάγκες νοσηλείας, εκτελώντας καθημερινά δρομολόγια ανάμεσα στα λιμάνια του Μεσολογγίου, της Αμφιλοχίας, των Πατρών, του Λουτρακίου και του Πειραιά.
Το τραγικό τέλος των πλωτών νοσοκομείων αυτής της περιόδου, χαρακτηριστικό της απανθρωπιάς του πολέμου, σηματοδοτήθηκε με τη βύθισή τους ύστερα από τον άνανδρο και παράνομο, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες, βομβαρδισμό τους από εχθρικά αεροπλάνα, παρά τα ζωηρόχρωμα εμφανή σήματα του Ερυθρού Σταυρού που έφεραν.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου ο αγώνας για την ελευθερία συνεχίστηκε με την Αποδημία του Στόλου στη Μέση Ανατολή με τελικό προορισμό την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου οι διαφυγόντες υγειονομικοί αξιωματικοί με τη βοήθεια της Ελληνικής Παροικίας ίδρυσαν το Ναυτικό Νοσοκομείο Αλεξάνδρειας, το οποίο διέθετε 350 κρεβάτια νοσηλείας και στεγάστηκε σε πτέρυγα του Κοτσικείου Νοσηλευτικού Ιδρύματος της πόλης.
Στο Ναυτικό Νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας, όπου νοσηλεύονταν οι τραυματίες που διακομίζονταν από τα μέτωπα της βόρειας Αφρικής, του Τομπρούκ και του Ελ Αλαμέιν, συστάθηκε η Σχολή Ελληνίδων Νοσοκόμων, από την οποία αποφοίτησαν 300, τουλάχιστον, αδελφές νοσοκόμες που πρόσφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους.
Στην Αίγυπτο ιδρύθηκε, το 1942, και το νοσοκομείο της Πολεμικής μας Αεροπορίας, το οποίο στεγάστηκε σε πτέρυγα του Νοσοκομείου της Ελληνικής Κοινότητας του Καΐρου με την επωνυμία Γενικό Νοσοκομείο Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας από διαφυγόντες μόνιμους και έφεδρους γιατρούς καθώς και επίστρατους Αιγυπτιώτες γιατρούς.
Κυρίες και κύριοι,
Διάλεξα τέσσερις μικρές ιστορίες να σας αφηγηθώ χωρίς χρονολογική σειρά, πριν κλείσω την ομιλία μου, που όπως σας είπα αρχικά, σταχυολόγησα από διάφορα δημοσιευμένα κείμενα ανθρώπων που συμμετείχαν στον πόλεμο του Σαράντα. Μικρές ιστορίες ανθρωπιάς μέσα στην απανθρωπιά του πολέμου…απ’ αυτές, που συνήθως δεν καταλαμβάνουν σπουδαία θέση ανάμεσα στις εντυπωσιακές πολεμικές συρράξεις και δεν επηρεάζουν την τελική έκβαση ενός πολέμου.
Στις «Αναμνήσεις μιας Αδελφής» η Ζωή Τσουκαλά-Κακαρούκα, απόφοιτη της Ανωτέρας Σχολής Αδελφών και Νοσοκόμων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, που υπηρέτησε στο πόλεμο του 1940 και στο Αγγλικό Νοσοκομείο Αθηνών, γράφει: «Στο δρόμο για τη Φλώρινα είχαμε πολλούς βομβαρδισμούς, οι Ιταλοί προσπαθούσαν να χτυπήσουν τα τρένα και να καταστρέψουν τις σιδηροδρομικές γραμμές… Ανέλαβα υπηρεσία στο ΣΙ΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Διακομιδής, με διευθυντή το θαυμάσιο άνθρωπο, τον εξαιρετικό γιατρό Ιωάννη Κυριακό. Ήμασταν 2 διπλωματούχες αδελφές και 30 εθελόντριες. Από τη Φλώρινα μεταφέρονταν στρατιώτες και υλικό προς το μέτωπο και τραυματίες προς τα μετόπισθεν και γι’ αυτό βομβαρδιζόταν πολύ συχνά. Θυμάμαι κάποια μέρα του Δεκεμβρίου μετά το βομβαρδισμό περιμέναμε με αγωνία. Όταν έληξε ο συναγερμός μεταξύ των τραυματιών έφθασε ένας στρατιώτης με βαριά δύσπνοια. Καθώς ήταν πεσμένος σ’ ένα όρυγμα, έσκασε κοντά του μια βόμβα, ο στρατιώτης δεν τραυματίστηκε, αλλά σκεπάστηκε με χώμα, εισέπνευσε σκόνη, και οι πνεύμονές του αχρηστεύτηκαν. Είχε μεγάλη δύσπνοια. Ο γιατρός μας δήλωσε ‘Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε’. Σκέπτομαι τώρα, τι θα ‘ταν ο θάνατός του, και η κηδεία του, χωρίς την παρουσία της αδελφής. Ευαισθησίες και συναισθηματισμοί θα μου πείτε. Κι όμως η γυναικεία παρουσία άλλαξε κάπως το πεζό σκηνικό της καθημερινής ζωής του πολέμου και η Νοσηλευτική ξέφυγε από τις βασικές αρχές της τυπικής εργασίας εν καιρώ ειρήνης. Εδώ δεν κάναμε απλώς το καθήκον μας, το κάναμε με ανάταση ψυχής. Έμεινα κοντά του. Πάλευε να αναπνεύσει. Μου έσφιγγε δυνατά το χέρι μου. Του σκούπιζα τα δάκρυα της απελπισίας που κυλούσαν από τα μάτια του. Με κοίταζε κατάματα. Πόσα μάτια μού έδωσαν το τελευταίο αποχαιρετισμό της ζωής τους, πριν κλείσουν για πάντα; Στιγμές ανθρώπινες, ιερές, ξεχωριστές. Ο άδικος θάνατος μάς συντάραξε. Την επομένη ορίστηκε η ώρα της κηδείας. Η τιμητική συνοδεία των φαντάρων ετοιμάστηκε. Ετοιμάστηκα και εγώ. Έριξα την μπέρτα πάνω μου. ‘Πού πάτε με αυτόν τον καιρό προϊσταμένη; Η θερμοκρασία είναι υπό το μηδέν. Κοιμηθείτε μια ώρα, θα ξενυχτήσουμε το βράδυ’ είπε ο διευθυντής. ‘Δεν πειράζει’ είπα, ‘πρέπει να πάω με τα παιδιά’. Στα αυτιά μου αντηχούσε η κραυγή της μάνας ‘τα παιδιά μας σαν τα μάτια σου’. Στον δρόμο σαν περνούσαμε, αριστερά, δεξιά, άνοιγαν οι πόρτες έβγαιναν γυναίκες, έκαναν το σταυρό τους, έκλαιγαν. ‘Ελάτε μαζί μας’ έλεγα, ‘μην πάει το παλικάρι μας μόνο του’, ήλθαν αρκετές. Χιόνιζε, περπατήσαμε όλοι μαζί, όσο γρήγορα μπορούσαμε από φόβο μη μάς πετύχει κανένας βομβαρδισμός. Περπατήσαμε βήμα, βήμα στο απάτητο χιόνι, μαζί μας περπάτησε και η πικραμένη μας ψυχή. Πυκνό-πυκνό το χιόνι έπεφτε και ακουμπούσε απαλά σα χάδι μητρικό, πάνω στο φέρετρο. Ρίξαμε λίγο χώμα, κάναμε το σταυρό μας, σκουπίσαμε τα δάκρυά μας, τελειώσαμε. Δίπλωσα την παγωμένη και κοκαλιασμένη σημαία που σκέπασε, που τίμησε το παλικάρι μας».
Η δεύτερη ιστορία αφορά στον ηρωικό θάνατο του έφεδρου σημαιοφόρου οδοντίατρου και αθλητή της ελληνικής ομογένειας της Αιγύπτου Βασίλη Αναστασίου, που σκοτώθηκε, όταν το πλοίο του υπέστη επίθεση από γερμανικό αεροπλάνο, ενώ ανταπέδιδε ο ίδιος τους πολυβολισμούς. Τα ‘Αρχεία της Αθλητικής Ενώσεως Ελλήνων Αλεξανδρείας’, το Φεβρουάριο του 1944, γράψανε τα παρακάτω: «Ο Ελληνικός κόσμος της Αλεξανδρείας και ιδιαιτέρως η μεγάλη μας αθλητική οικογένεια θρηνεί τον θάνατον ενός εκλεκτού μέλους της παροικίας, του λαμπρού ανθρώπου, του πραγματικού αθλητού, οίος υπήρξε ο αείμνηστος Βασίλειος Αναστασίου… Ο Αναστασίου εμφανίζεται και καμιά φορά στην Αλεξάνδρεια. Οι δικοί του τον βλέπουν με σκληρυμένα χαρακτηριστικά, ατσαλένιους μυς, αλλά πάντα με το χαμόγελο στο ωραίο του πρόσωπο. Είναι φανερό πως είναι ευχαριστημένος. Και τον ξαναχάνουν πάλι, χωρίς να γνωρίζουν που πάει, τι κάνει, πότε θα γυρίσει. Ένα πρωί τους τηλεφωνούν να πάνε να τον παραλάβουν νεκρό στο Νοσοκομείο. Μια σειρά από σφαίρες του έχει χαράξει ένα στεφάνι στο πλατύ του μέτωπο. Μια άλλη σειρά σφαιρών του έχει κομματιάσει το πλευρό. Αλλά το χαμόγελο δεν λείπει από τα χείλη του. Οι συγγενείς του κοιτάζουν ερωτηματικά τον κυβερνήτη του. Κι αυτός κλαίει, κλαίει…και ψιθυρίζει ανάμεσα στους λυγμούς…-Σκοτώθηκε πάνω στο πολυβόλο του, το παλικάρι!!!».
Κυρίες και κύριοι,
Στον πόλεμο του Σαράντα η Κτηνιατρική Υπηρεσία πρόσφερε έργο εξαίρετο και βοήθησε στη διατήρηση του βασικού αυτού παράγοντα του αγώνα, παρά το γεγονός ότι πολλά από τα κτήνη δεν ήταν εξαρχής αρίστης καταστάσεως. Περιττεύει βεβαίως να τονιστεί η ανεκτίμητη προσφορά των αγαθών αυτών ζώων και φίλων του ανθρώπου πάνω στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας. Ο σφοδρός χειμώνας, η ανεπαρκής προστασία τους από το μεγάλο ψύχος, η κακή διατροφή και οι πληγές τους από την κακή και συνεχή εφαρμογή σαγμάτων βαρέως κυρίως τύπου, συντέλεσαν ώστε χιλιάδες απ’ αυτά να βρουν τον θάνατο. Στα υπάκουα και ηρωικά αυτά ζώα είναι αφιερωμένη η τρίτη μου ιστορία, όπως την κατέγραψε ο τότε διοικητής και χειρουργός του ΙΙβ Ορεινού Χειρουργείου υπίατρος Βασίλης Κρεμμύδας:
«Στις 7 Δεκεμβρίου, ένα βροχερό απομεσήμερο, ήρθε στο Χειρουργείο ένας ιππέας άρρωστος από οξύ ρευματισμό των άρθρων, συνοδευόμενος από συνάδελφό του. Την ώρα που ετοιμάζαμε το εισιτήριο για το νοσοκομείο, εκείνος με πλησίασε σιγά-σιγά και εκεί που περίμενα να με ρωτήσει για την αρρώστια του, μού είπε ‘Κύριε διοικητά, πολύ σάς παρακαλώ να κρατήσετε το άλογό μου μαζί σας, ώστε στο γυρισμό να το πάρω και να πάω στη Μονάδα μου’. Ύστερα, έβγαλε από πάνω του τη μοναδική κουβέρτα που τον προστάτευε από τη βροχή, σκέπασε το πυρόξανθο άλογό του, τού χάιδεψε τη χαίτη και το φίλησε. Η συγκινητική εκείνη σκηνή με είχε εντυπωσιάσει και τον διαβεβαίωσα, πως θα πραγματοποιούσα την παράκλησή του. Κάλεσα τον λοχία-σταυλάρχη, του παρέδωσα το άλογο και του συνέστησα να το φροντίζει ο ίδιος. Αναφέρω το όνομα του άρρωστου ιππέα, για να τον τιμήσω. Λεγόταν Αθανάσιος Κούτλας και καταγόταν από το χωριό Σκλήθρο Γρεβενών. Αλλά, αυτή η ιστορία είχε άλλη συνέχεια. Μια από τις τελευταίες ημέρες του Δεκεμβρίου, καθώς περνούσαν από το δρόμο μας τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού, η οποία έμπαινε σε εφεδρεία για ανασύνταξη, ο φιλοξενούμενος ντορής μας από το λόφο που βρισκόταν οσμίστηκε, είδε τους συντρόφους του, τα άλογα της ίλης του κι άρχισε να χλιμιντρίζει ασταμάτητα, Κι εκείνα του απαντούσαν στον ίδιο ρυθμό. Ο επικεφαλής της φάλαγγας επίλαρχος, ξαφνιασμένος από τον απροσδόκητο εκείνον αλληλοχαιρετισμό, ξεπέζεψε και ήρθε προς συνάντησή μου. ‘Κύριε υπίατρε- μου είπε- φαίνεται πως έχετε ένα δικό μας άλογο’. ‘Και βέβαια έχουμε’, του απάντησα. Του αφηγήθηκα όλη την ιστορία και φυσικά του παρέδωσα τον ντορή».
Κυρίες και κύριοι,
Θα τελειώσω με την τέταρτη και τελευταία μου ιστορία, η οποία αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο «Εχθρός εν όψει» του αείμνηστου ναυάρχου και ακαδημαϊκού Ιωάννη Τούμπα, ηρωικού κυβερνήτη τότε του θρυλικού αντιτορπιλικού Αδρία, που κατά τη διάρκεια ναυτικών επιχειρήσεων πλησίον της Καλύμνου προσέκρουσε σε θαλάσσια νάρκη τον Οκτώβριο του 1943, με συνέπεια την αποκοπή της πλώρης του και μεγάλο αριθμό σημαντικών ζημιών. Με απώλειες που έφθασαν τους 21 νεκρούς και τους 30 τραυματίες, κατάφερε να προσεγγίσει τις τουρκικές ακτές και ύστερα από τις απαραίτητες επισκευές να αποπλεύσει άπλωρος για την Αλεξάνδρεια, όπου κατέπλευσε ανήμερα του Αγίου Νικολάου κάτω από την ενθουσιώδη υποδοχή του αγγλικού στόλου και των άλλων συμμαχικών πλοίων.
Εξιστορεί ο Τούμπας: «Αμέσως όλο σχεδόν το πλήρωμα, άρχισε το έργον της διασώσεώς των. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες ελευθερώνουν από τον σιδερένιο τάφο τους, τον Σημαιοφόρο Θεμελή με τσακισμένα και τα δύο πόδια στα γόνατα, τον οποίον μεταφέρει στην αγκαλιά του ο συμμαθητής του Σημαιοφόρος Παπασηφάκης, και τον δίοπο Χαβιάρα με σπασμένη τη λεκάνη και τους μεταφέρουν γρήγορα στον Ιατρό. Αισθάνομαι πόνους τρομερούς στο στήθος και στο χέρι. Μόλις συγκρατούμαι, με μεγάλη προσπάθεια στέκομαι στα πόδια μου. Καθώς έχουν έλθει εκεί όλοι σχεδόν οι άνδρες για να βοηθήσουν στην απελευθέρωση του Θεμελή και του Χαβιάρα θέλω, όταν τους βλέπω να περνούν εμπρός μου, να συγχαρώ τους γενναίους αυτούς, οι οποίοι από τη στιγμή της εκρήξεως, μέχρις την ώρα που φθάσαμε στη ακτή, έδειξαν ένα ηθικό ασύγκριτο και εργάστηκαν με μια ψυχραιμία και αυτοκυριαρχία απίστευτη, ώστε να νομίζει κανείς πως εξετέλουν απλώς γυμνάσια, καθ’ όλες τις τραγικές εκείνες στιγμές. Σφίγγω το χέρι ενός εκάστου και τους συγχαίρω. Ένας-ένας περνούν εμπρός μου αρρενωποί και υπερήφανοι, και όλοι με συγκίνηση μου σφίγγουν το χέρι. Η Σελήνη φωτίζει απαλά τη σιωπηλή, αλλά υπερήφανη και μοναδικά ανδρική αυτή στιγμή. Δεν μπορώ όμως πλέον να κρατήσω. Όταν χαιρετώ και τον τελευταίο, χάνω τας αισθήσεις μου. Με ‘άρπαξε’ ο Αράπης. Συνήλθα μέσα στο δωμάτιον του Πρώτου μηχανικού, στο οποίο με μετέφεραν. Γύρω βλέπω σκυμμένα τα πρόσωπα των Αξιωματικών μου, να με κοιτούν με αγωνία. Έγινα έξω φρενών με τον εαυτό μου. Διάβολε χάνω τις αισθήσεις μου σαν κοριτσάκι! Θέλουν να μου φέρουν τον Ιατρό. Δεν τους αφήνω. Πρέπει να κοιτάξει πρώτα τους άλλους τραυματίες που είναι σοβαρά. Αισθάνομαι να μου επανέρχονται ακμαίες οι δυνάμεις μου. Φαίνεται ότι, τα νεύρα που μ’ έπιασαν με τον εαυτό μου, με τόνωσαν. Παρά τις αντιρρήσεις των Αξιωματικών, σηκώνομαι. Πρέπει να υπάγω να ιδώ τους τραυματίες. Αισθάνομαι μια καταπληκτική καλυτέρευση. Με ένα αρκετά ζωηρό βήμα πηγαίνω στο καρέ των Υπαξιωματικών, το οποίον ο Καποδίστριας έχει μετατρέψει σε νοσοκομείο και χειρουργείο. Με Εθνική υπερηφάνεια είδα ότι, όλοι οι τραυματίες, είχαν λαμπρό ηθικό και ότι δεν είχαν καθόλου ανάγκη από παρηγορητικά λόγια. Έφθασα στο πρόχειρο αυτό νοσοκομείο, τη στιγμήν που ο Καποδίστριας έκοβε με ένα κοινό ψαλίδι το αριστερό χέρι, επάνω από τον αγκώνα, του δίοπου μηχανικού Γεωργίου Παπαφρατζέσκου. Ούτε αναισθητικό ούτε ένεση είχε να του κάνη. Αρχίζω να παρηγορώ με λίγα λόγια τον Παπαφρατζέσκο, όταν αυτός με διακόπτει και μου λέγει, επί λέξει … δεν τα ξέχασα ποτέ τα λόγια εκείνα: -Δεν με νοιάζει διόλου για το χέρι μου, κύριε Κυβερνήτα. Τι είναι ένα χέρι για την Πατρίδα!!! Με βαθειά συγκίνηση, φίλησα στο μέτωπο τον γενναίο Παπαφρατζέσκο. Η φράση αυτή του Παπαφρατζέσκου δεν πρόκειται να λησμονηθεί ποτέ. Είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της ψυχής του Έλληνα, για την οποία πάντοτε ‘Αγιώτερον και τιμιώτερον πάντων, είναι η Πατρίς’. Και όλοι οι άλλοι τραυματίες είχαν πολύ υψηλό ηθικό και κατόρθωναν να πνίγουν τα βογγητά που τους έφερναν οι αφόρητοι πόνοι τους. Θαυμάζω την καρτερία του υποκελευστού Σπυρόπουλου, ο οποίος παρ’ ότι έχει τσακισμένα, λεκάνη και σπονδυλική στήλη, εν τούτοις όχι μόνον υπομένει τους αφόρητους πόνους του, αλλά και παρηγορεί τους άλλους. Ο Καποδίστριας είναι άφθαστος. Ακούραστος, ψύχραιμος φιλομειδής, περιέθαλπε τους πάντες άριστα. Ως μοναδικό αντισηπτικό, είχε την κολόνια του ξυρίσματος. Και όμως δεν μολύνθηκε κανένα τραύμα! Είναι έκτακτος. Εχειρούργει σαν να ευρίσκετο σε αμφιθέατρο Πανεπιστημίου. Ήτο ευτύχημα ότι είχε τοποθετηθεί στον ΑΔΡΙΑΝ ο Καποδίστριας. Χάρις στην ικανότητά του, διασώθηκαν από βέβαιο θάνατο, τουλάχιστον τέσσερις από τους βαριά τραυματισθέντες».
Σας ευχαριστώ!