Υποναύαρχος (Ο) Δημήτριος Γεωργαντάς ΠΝ ε.α. και Ιωάννα – Θεοδοσία Γεωργαντά, Φοιτήτρια

Ο Βίος του

         Ο Ιωάννης Αλταμούρας ήταν Έλληνας ιμπρεσιονιστής ζωγράφος του 19ου αιώνα. Διακρίθηκε για τις απαράμιλλες θαλασσογραφίες του. Γεννήθηκε το 1852 στη Νάπολη της Ιταλίας. Πατέρας του ήταν ο Ιταλός καθηγητής – ζωγράφος στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Νάπολης, Francesco Saverio Altamura και μητέρα του η Ελληνίδα ζωγράφος Ελένη Μπούκουρα[1]. Τα πρώτα μαθήματα τα έλαβε από την μητέρα του. Το 1857-1859, μετά τον χωρισμό των γονιών του, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, με την μητέρα του και τα αδέλφια του. Το 1871-1872 φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα με καθηγητή τον Νικηφόρο Λύτρα. Το 1873-1876, με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και τις καλές συστάσεις του Δανού αρχιτέκτονα Christian Hansen, συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης, δίπλα στον θαλασσογράφο ζωγράφο Karl Frederik Sorensen. Από εκεί θα συνεχίσει τις σπουδές του στην παραθαλάσσια πόλη Σκάγκεν, όπου 40 Δανοί ζωγράφοι είχαν δημιουργήσει την «Αποικία του Σκάγκεν».

         Το 1875 έστειλε και παρουσιάστηκε στην Έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης», για το οποίο τιμήθηκε με το αργυρό μετάλλιο Β΄ τάξης και επίσης, το 1878 το έστειλε στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι. Μετά το θάνατό του τα έργα του παρουσιάστηκαν σε ομαδικές Εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως το έργο του «Η Ναυμαχία του ναυάρχου Μιαούλη εναντίον των Οθωμανικών φρεγατών στην είσοδο της Πάτρας» στην Έκθεση Μνημείων του Ιερού Αγώνα στο Πολυτεχνείο της Αθήνας (το 1884). Επίσης, μία θαλασσογραφία του εκτέθηκε το 1911 στη Διεθνή Έκθεση της Ρώμης.

Αυτοπροσωπογραφία

         Γνωρίζοντας την ευρωπαϊκή παράδοση της θαλασσογραφίας και έχοντας αφομοιώσει την ακαδημαϊκή Δανική παράδοση, αλλά κα στις νεωτεριστικές απόψεις του δασκάλου του, κινήθηκε σε αυτή τη θεματογραφική περιοχή. Απεικόνιζε παράλληλα ορισμένα τοπία, προσωπογραφίες και ναυμαχίες από την Ελληνική Επανάσταση. Η ιδιότητα του βασιλικού υποτρόφου του έδωσε την δυνατότητα να συναναστραφεί με αξιωματικούς του Δανικού πολεμικού ναυτικού και να συμμετέχει σε πλόες του Δανικού στόλου, γνωρίζοντας έτσι τα σκανδιναβικά θαλασσινά τοπία, τα οποία συχνά απεικόνισε στα έργα του.

         Οι συνθέσεις του, λυρικές και ατμοσφαιρικές. Χαρακτηρίζονται από την απόδοση του στιγμιαίου, του φευγαλέου και του ευμετάβλητου. Φανερώνουν την επαφή του με τις τάσεις, του πρώιμου ιμπρεσιονισμού. Θεωρείται ένας από τους πρώτους σημαντικούς Νεοέλληνες ζωγράφους της μετεπαναστατικής περιόδου.

         Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, άνοιξε εργαστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα, ενώ η φήμη του αυξάνεται με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται ο πιο ακριβοπληρωμένος Έλληνας ζωγράφος της εποχής. Δυστυχώς, ξοδεύοντας τις δυνάμεις του στην έκλυτη ζωή και στην έντονη καλλιτεχνική δημιουργία, πεθαίνει τον Μάιο 1878 στις Σπέτσες (26 ετών), από φυματίωση. Τα οστά του, της αδελφής του (Σοφίας Αλταμούρα) και της μητέρας του (Ελένης Μπούκουρα – Αλταμούρα), μεταφέρθηκαν από τους συγγενείς τους στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών και εναποτέθηκαν σε κοινό τάφο της οικογένειας Μπούκουρα- Αλταμούρα.

Οι Καλλιτεχνικές Δημιουργίες του

         Ο Ιωάννης Αλταμούρας εντάσσεται στην ακαδημαϊκή «Σχολή Μονάχου»[2]. Παράλληλα ήταν επηρεασμένος και από την ακαδημαϊκή Σχολή της Δανίας. Η απόδοση του ηλιακού φωτός στα έργα του, τα έντονα σύννεφα, τα φουσκωμένα κύματα, ο ευρύς ορίζοντας και η ζωντάνια, καταδεικνύουν ότι άρχισε να υπερβαίνει την αυστηρή γραμμή του ακαδημαϊσμού και να προσανατολίζεται στον πρώιμο ιμπρεσιονισμό. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από τους διάπλατους ορίζοντές του, τη μη έντονη παρουσία ανθρώπων, τον απέραντο σεβασμό στη φύση και στον άνθρωπο και τον καλλιτεχνικό προσανατολισμό του στους Ολλανδούς θαλασσογράφους. Από τα διακόσια περίπου σημαντικά ζωγραφικά έργα του, μικρά και μεγάλα, λάδια, σχέδια και ακουαρέλες, τα σαράντα πέντε βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος. Μεταξύ αυτών και το ανυπέρβλητο έργο του: «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης». Τα υπόλοιπα έργα του βρίσκονται σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές. Τα έργα του τα δημιούργησε μέσα σε διάστημα μόνο  δέκα ετών! Μεταξύ αυτών είναι[3]:

Το λιμάνι της Κοπεγχάγης

«Η πυρπόληση της πρώτης οθωμανικής φρεγάτας στην Ερεσό από τον Παπανικολή», «Η Ναυμαχία του ναυάρχου Μιαούλη εναντίον των Οθωμανικών φρεγατών στην είσοδο της Πάτρας», το ωραιότερο έργο του: «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης» του 1874 (Λάδι σε καμβά, 30 εκ. Χ 43 εκ. Βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου), «Ναυμαχία στον κόλπο της Πάτρας» του 1874 (Λάδι σε καμβά, 59 Χ 115 εκ.  Ήταν ειδική παραγγελία του Υπουργείου Ναυτικών της Ελλάδος), «Το Κάιζερ στη ναυμαχία της Λίζα», «Ο Ψαράς στο Μπόνχαλμ», «Το λιμάνι της Διέππης», «Λιμάνι του Χέλσινγκερ» του 1874, «Φρεγάτα», «Φρεγάτα Sjelland», «Φρεγάτα στα ήρεμα νερά» του 1877, «Αρμενίζοντας κατά μήκος της ακτής», «Sea Battle at the Bay of Patras» του 1874, «Ακτή με κύματα», «Γαλλικό ιστιοφόρο σε ανοικτή θάλασσα» του 1875, «Θαλασσογραφία» του 1874 (Λάδι σε χαρτόνι, 24 εκ. Χ 30 εκ. Συλλογή Τράπεζας της Ελλάδος), «Ιστιοφόρα» του 1874, «Ιστιοφόρα και ατμοκίνητα πλοία» του 1874, «Καΐκια», «Καράβι», «Πλοίο στις Σπέτσες» του 1877 (Λάδι σε καμβά, 29 Χ 39 εκ. Είναι στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου), «Θαλαμηγός» (Λάδι σε καμβά, 59 Χ 89 εκ. σε Ιδιωτική συλλογή), «Καράβι , μελέτη για το πλοίο «Εσμεράλδα»», «Κουφάρι πλοίου» του 1876, «Κύματα», «Σκηνή από την Ελληνική Επανάσταση» του 1874, «Στο καρνάγιο» του 1874, «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης 1» του 1874, «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης 2» του 1874, “Yacht”, «Ατμόπλοιο», «Δαμάζοντας την καταιγίδα», «Θαλασσογραφίες», «Καράβι στα κύματα», «Λιμάνι του Helsingor», «Μετά την καταιγίδα», «Περιμένοντας την παλίροια», «Πλέοντας έξω από την ακτή της Δανίας», «Σαλπάροντας μακριά από την ακτή-1», «Σαλπάροντας μακριά από την ακτή-2», «Το κάστρο Kronborg κοντά στη Κοπεγχάγη», «Βάρκες στην αμμουδιά» του 1872-74, «Έξω από το λιμάνι» του 1874, «Θαλασσογραφία» του 1874, «Καράβια» του 1874, «Κέρκυρα», «Πλοίο με σημαία Δανίας», «Συννεφιασμένος ουρανός-Κωνσταντινούπολη», «Λιμάνι Ελσινόρης», «Skagen» του 1876, «Boats at the seashore».  Δημιούργησε και αρκετά άλλα έργα, τα οποία δυστυχώς δεν είναι σε καλή κατάσταση, ίσως να μην τα είχε αποπερατώσει.

Η ναυμαχία στον κόλπο των Πατρών

Η Οικογενειακή Ιστορία του

Οι γονείς του γνωρίστηκαν το 1852. Ο πατέρας του Φραντζέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Francesco Saverio Altamura) υπήρξε Ιταλός ζωγράφος. Ήταν καθηγητής και γαριβαλδινός επαναστάτης. Η μητέρα του Ελένη Μπούκουρα, γεννήθηκε στις Σπέτσες. Ήταν κόρη σημαντικής αριστοκρατικής οικογένειας των Σπετσών και υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος. Οι πρόγονοί της έλαβαν μέρος στον Αγώνα το 1821 και η Ελένη ήταν κόρη του θεατρόφιλου καπετάν Γιάννη Μπούκουρα ή Μπούκουρη.

Σκηνές από την Ελληνική Επανάσταση (1874)

Η Μητέρα του

Η μητέρα του Ελένη Μπούκουρα, γεννήθηκε το 1821, στην αρχή της Ελληνικής Επανάστασης και πέθανε το 1900. Ο πατέρας της προσέλαβε τον Ιταλό ζωγράφο Ραφαέλο Τσέκολι, προκειμένου να της παραδίδει μαθήματα κατ’  οίκον. Ο Τσέκολι πρότεινε στην Ελένη να μεταβεί για σπουδές στην Ιταλία, που είχε παράδοση στις Καλές Τέχνες. Το πρόβλημα ήταν ότι η Ιταλία δεν δέχονταν την εποχή εκείνη, γυναίκες για σπουδές. Ο μύθος θέλει, ότι η Ελένη υπερπήδησε το εμπόδιο και το 1848, ντυμένη ως άνδρας μετέβη στην Ιταλία. Με το ψευδώνυμο Χρυσίνης – Μπούκουρας, κατόρθωσε να είναι η πρώτη γυναίκα που παραβίασε το καλλιτεχνικό άβατο της εποχής. Φοίτησε σε διάφορες σχολές, για να κατασταλάξει στο εργαστήριο του Φραντζέσκο Σαβέριο Αλταμούρα, στην Νάπολη. Τους «δύο άνδρες» συνέδεε μία αγνή φιλία. Η ταυτότητά της όμως αποκαλύφθηκε όταν η Ελένη παρευρέθηκε σε μία γιορτή. Εκεί μία Ελληνίδα απάγγειλε ένα Ελληνικό ποίημα. Εκείνη από νοσταλγία για την πατρίδα της, έπεσε στην αγκαλιά της νεαρής Ελληνίδας. Πριν το πλήθος την λυντσάρει για την κίνησή της, αναγκάστηκε να αποκαλύψει την ταυτότητά της, Έτσι γνώρισε και τον ζωγράφο Φραντζέσκο Σαβέριο Αλταμούρα.

 Προκειμένου να παντρευτεί τον Αλταμούρα ασπάστηκε τον καθολικισμό. Από τη σχέση της με τον Αλταμούρα απέκτησε τρία παιδιά εκτός γάμου: τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε και έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφου, Τζέϊν Μπένμαν (Jaine Benman Hay), παίρνοντας μαζί του και τον μικρότερο γιο τους, τον Αλέξανδρο. Η Ελένη Μπούκουρα, με τον Ιωάννη και τη Σοφία έζησαν στο πατρικό της σπίτι σε Αθήνα και Σπέτσες. Ζούσε παραδίνοντας μαθήματα ζωγραφικής, πιάνου και πουλώντας πίνακες.

Όταν πέθανε η κόρη της Σοφία από φυματίωση στα δεκαοκτώ (18) έτη της, η Ελένη ήταν πενήντα ενός  ετών. Για να αντέξει τον πόνο της, αφοσιώθηκε στη ζωγραφική, δημιουργώντας πλήθος έργων. Η απώλεια, όμως, και του γιου της Ιωάννη, το 1878, από φυματίωση, της προκάλεσε νευρικό κλονισμό και την οδήγησε στην τρέλα. Λέγεται ότι έκαψε η ίδια όλα της τα έργα. Διασώθηκαν μόνο επτά πίνακές της.

Ο Πατέρας του

Ο πατέρας του, Φραντζέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (1822-1897), υπήρξε Ιταλός ζωγράφος. Η ζωή του περιστράφηκε γύρω από τρεις άξονες: την πατρίδα, την τέχνη και την γυναίκα. Όσον αφορά την πατριωτική του δράση καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Τα θέματα των ζωγραφικών του έργων ήταν: ιστορικά, προσωπογραφίες, θρησκευτικά, μυθολογικά, ηθογραφικά και τοπιογραφικά. Ασχολήθηκε με όλα τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του, χωρίς όμως να είναι ενταγμένος συγκεκριμένα σε κάποιο από αυτά. Έχει μείνει χαρακτηριστική η ρήση του: «Το αληθές δεν είναι μόνο η υλική πραγματικότητα». Τον πατέρα του, ο Ιωάννης, τον ξαναείδε, μόνο μία φορά, το 1876. Όταν στο δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα, από τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη, πέρασε από τη Νάπολη, όπου ζούσαν ο πατέρας του και ο μικρός αδελφός του Αλέξανδρος.

Αντί Επιλόγου

Πλοίο στις Σπέτσες του 1877

       Ο Ιωάννης Αλταμούρας υπήρξε ο «Ναύτης» της ζωγραφικής. Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους του 19ου αιώνα. Το έργο του, παρά τα λίγα χρόνια ζωής του, έχει καθορίσει σημαντικά την ελληνική τέχνη της εποχής του, αλλά και επηρέασε την τέχνη και μετέπειτα. Στα λίγα χρόνια ζωής του δημιούργησε ανεπανάληπτα έργα. Πέθανε στο άνθος της νεανικής του ορμής, τότε που θα μπορούσε να οδηγηθεί στην υψηλή δημιουργία και σήμερα να μιλάμε για τον μεγαλύτερο Έλληνα ζωγράφο της εποχής του 19ου αιώνα. Άφησε πίσω του τις ομορφότερες θαλασσογραφίες της νεότερης ελληνικής ζωγραφικής. Μετά από περίπου 100 έτη ήρθε και η καλλιτεχνική του αναγνώριση! Το 2011 το Μουσείο Μπενάκη διοργάνωσε στην Αθήνα μεγάλη Έκθεση έργων του, καθώς και της μητέρας του και του μικρού του αδελφού, Αλέξανδρου.

Βιβλιογραφικές και Διαδικτυακές αναφορές

  • Γαλανάκη, Ρέα. (2000). Ελένη ή ο Κανένας, Αθήνα: Άγρας.
  • Φλέσσα, Κλεώνη, ντοκιμαντέρ για την Ελένη Μπούκουρα – Αλταμούρα, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.youtube.com/watch?v=V-Zgc6W2_wl, 10-10-2021.
  • Μαυρομιχάλη, Δέσποινα. Οικογένεια Μπούκουρα – Αλταμούρα, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.youtube.com/watch?v=6gWOR3xdR7E, 10-10-2021.
  • Παπαδάκη, Αγγελική, Ιωάννης Αλταμούρας – Μερικά από τα έργα του, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.youtube.com/watch?v=DbUtT16dhJc, 10-10-2021.
  • Παπαχρήστου, Αναστασία. Η Ζωή της Ελένης Μπούκουρα – Αλταμούρα, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.youtube.com/watch?v=YOiEkByLWNE, 10-10-2021.
  • Πουρνάρα, Μαργαρίτα. (25-06-2009). Ιωάννης Αλταμούρας, ζωή σε τρικυμία, διατίθεται στον διαδικτυακό τόπο: https://web.archive.org/ web/20131031230512//http://news.kathimerini.gr, 10-10-2021.
  • Θερμού, Μαρία, 6-3-2011, Πέθανε 26 χρόνων, πρόλαβε όμως να «δαμάσει» τα κύματα, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.tovima.gr/2011/03/06/culture, 10-10-2021.

Υποσημειώσεις

[1] Ο πατέρας της είχε κτίσει το 1844 το πρώτο θέατρο, στην πλατεία Θεάτρου, στην Αθήνα.

[2] Στη «Σχολή του Μονάχου», πέραν του Ιωάννη Αλταμούρα,  ανήκαν οι Έλληνες ζωγράφοι: Νικόλαος Αλεκτορίδης, Σπυρίδων Βικάτος, Κωνσταντίνος Βολανάκης, Θεόδωρος Βρυζάκης, Νικόλαος Βώκος, Νικόλαος Γύζης, Νικόλαος Δάβης, Έκτωρ Δούκας, Ιωάννης Δούκας, Ιωάννης Ζαχαρίας, Επαμεινώνδας Θωμόπουλος, Γεώργιος Ιακωβίδη, Ιωάννης Κούτσης, Εμμανουήλ Λαμπάκης, Πολυχρόνης Λεμπέσης, Απόστολος Λευκάδιος, Νικηφόρος Λύτρας, Στυλιανός Μηλιάδης, Γεώργιος Ροϊλός, Θάλεια Φλωρά-Καραβία, Βασίλειος Χατζής.

[3] Υπέγραφε τα έργα του ως Jean Altamuras.