Του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη

  Ο μπάρμπ’ Αλέξης ο Καλοσκαιρής δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος δια να πηδήσει εις τον άλλον κόσμον· είχε το ιδικόν του.

            Καλά που ευρέθη κι αυτό το υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτης, φελούκα παμπάλαιος, δια να θαλασσοπνίγεται και πορίζηται τα προς το ζην ο μπάρμπ’ Αλέξης. Ήτο πτωχός, πάμπτωχος. Τόσα χρόνια που εγύριζε στην ξενητειά κι εταξίδευε με ξένα καράβια, κατάλαβες, καμμίαν προκοπήν δεν είχεν ιδεί. Παραπάνω από λοστρόμος, δεν κατώρθωσε να φθάσει. Άλλοι σύντροφοί του, κατάλαβες, απέκτησαν σκούνες και βρίκια, και δυο-τρεις μάλιστα ευρίσκοντο, το-σήμερο, με μπάρκα. Κι αυτός δεν είχε το-σήμερο, ουδ’ ένα κότερο, μόνον ήτον ηναγκασμένος μ’ αυτήν την παλιόβαρκα ν’ αγωνίζεται να πορισθεί τον άρτον της οικογενείας του. Και είχεν οίκοι δύο «αδύνατα μέρη», εν ώρα γάμου, και οι γαμβροί, κατάλαβες, το-σήμερο, γυρεύουν πολλά. Σπίτι, αμπέλι, ελαιώνα, παλιοχώραφα, τα χρειαζούμενα του σπιτιού όλα, και το μέτρημα χωριστά.

            Μήπως είχε, τουλάχιστον, βοήθειαν από κανένα; Εκ των δύο υιών του ο νεότερος ο Δημήτρης, καλή του ώρα, υπηρετούσε, ας είχε ζωή, εις το Βασιλικόν Ναυτικόν. Καλά ναυτικά ήθελε μάθει! Ο άλλος, ο Αποστόλης ο μεγαλύτερος, έλειπε χρόνια εις τους ωκεανούς. «Ούτε γράμμα ούτε απηλογιά». Προ τριών ετών είχε μάθει ότι ήτο με έν αγγλικόν ατμόπλοιον ναύτης, και ότι περνούσε για Ιταλός. Ας πα – να περνούσε και για Σκλαβούνος! Αυτός διάφορο δεν είχε.

            Ως ο κατάδικος εις το ικρίωμά του, ως ο κοχλίας εις το κέλυφός του, ο μπάρμπ’ Αλέξης ήτο προσηλωμένος εις την λέμβον του. Εταξίδευε μεταξύ Μιτζέλας, Στυλίδος, Λιχάδος, Ωρεών και Αιδηψού. Διεπόρθμευε κάτι μικρά εμπορεύματα, σπανίως επιβάτας. Άπαξ του μηνός κατέπλεεν εις την χθαμαλήν ευλίμενον νήσον του, δια να φέρη εξοικονόμησιν εις την γριά και εις τας δύο κόρας του.

            Το πάλαι είχε σύντροφον εις την λέμβον τον γερο-Σαλαμάστρα (καλά που ηύρε συμπλωτήρα αρκετά ριψοκίνδυνον)· αλλ’ ο γερο-Σαλαμάστρας  δεν ήτο ευχαριστημένος από το μερδικό, εγόγγυζεν απαύστως και μίαν πρωίαν του έφυγε και τον άφησε «μες στη μέση». Ύστερον, «από φεγγάρι σε φεγγάρι» είχεν ενίοτε τον μπαρμπα-Γιάννη τον Λαλούμενον. Αλλ’ ο μπαρμπα-Γιάννης ο Λαλούμενος συνήθειαν είχε, την ημέραν του απόπλου, να συμπίνει με τους φίλους, και ουχί σπανίως το ταξίδι ανεβάλλετο εξ αιτίας του, ή ο ναύλος εναυάγει εξ ολοκλήρου. Ο μπάρμπ’ Αλέξης ηναγκάσθη να τον αποπέμψει.

            Τελευταίον και μόνιμον σύντροφον προσέλαβε τον Γιάννην τον Πανταρώτα

***

            Τι περίφημος άνθρωπος αυτός ο Γιάννης ο Πανταρώτας! Ηδύνατό τις να τον ονομάσει και Γιάννην Άπιαστον. Ο μπάρμπ’ Αλέξης μάλιστα τον εναυτολόγει υπό το όνομα «Ιωαννίδης». Υπελόγιζεν ότι αν υπάρχουσιν ανά τον ελληνικόν κόσμον εκατόν χιλιάδες έγγαμοι Γιάννηδες και Γιάνναιναι χήρες, θα είναι, κατά μέσον όρον, διακόσιαι πενήντα ή τριακόσιαι χιλιάδες Ιωαννίδαι. Και μετά τρεις γενεάς, ότε (αν περισωθεί το ελληνικό γένος) τα εις ίδης και αδης θ’ απαντώνται μόνον εις τα ηρωικοκωμικά επύλλια, τις θα ευρεθεί ν’ ανησυχήσει αν οι ζήσαντες Ιωαννίδαι ήσαν σωστοί τριακόσιαι χιλιάδες ή τριακόσιαι χιλιάδες και είς;

            Το αληθές είναι, ότι ο μπάρμπ’ Αλέξης ο Καλοσκαιρής έτρεφε μεγάλην στοργήν προς τον συμπλωτήρα του, τον Πανταρώταν. Δεν εμερίμνα τόσον περί του εαυτού του, αν θ’ αξιωθεί να λάβει σύνταξιν από το Ναυτικόν Απομαχικόν Ταμείον, όσον περί του συντρόφου του. Εκεί που έπλεεν από κάβον εις κάβον, από αιγιαλόν εις αιγιαλόν, ίστατο μίαν στιγμήν, άφηνε την κώπην, έφερε την χείρα εις το μέτωπον, κι έλεγε:

            – Το ελάχιστο, αυτός ο Ιωαννίδης δε θα πάρει τίποτε σύνταξη; Τον ναυτολογώ ταχτικά! Τίποτε δεν του λείπει. Τα χαρτιά του είναι σωστά. Εγώ, ας κουρεύωμαι!

            Και στρεφόμενος προς μεσηβρίαν έκαμνεν λίαν εκφραστικήν χειρονομίαν, με τον αντίχειρα και με το δείκτην λέγων:

            – Όρσε, κουβέρνο!

            Και ουχ ήττον υπέφερε πολλά δια να «τον περάσει στα χαρτιά» αυτόν τον Γιάννη τον Πανταρώτα. Οι λιμενικοί υπάλληλοι μάλιστα «του έψηναν το ψάρι στα χείλη». Είναι αληθές ότι ο εξακουσμένος σύντροφός του ήτο εν διηνεκεί απουσία. Οι αλιείς, οι συναντώντες τον μπάρμπ’ Αλέξην παραπλέοντα τας ακτάς, ενίοτε και οι αιπόλοι, οι οδηγούντες τας αίγας των εις τον αιγιαλόν, «δια να αρμυρίσουν», τον ηρώτων:

      – Που είναι ο σύντροφός σου; Μοναχός σου αρμενίζεις;

            – Πάει ν’ αγοράσει ψωμιά, απήντα ο μπάρμπ’ Αλέξης. Τώρα τον περιμένω να γυρίσει.

            Κι ενώ έλεγεν ότι τον περιμένει, εξηκολούθει ουδέν ήττον να πλέει.

            Οι επιστάται των λιμένων, οι υγειονομικοί φύλακες και οι τελωνοσταθμάρχαι ήσαν τα φόβητρα του μπάρμπ’ Αλέξη.

            Επαρουσιάζετο πάντα μόνος του, εις το υγειονομικόν ή λιμενικόν σταθμόν, δια «να βγάλει τα χαρτιά».

            – Ποιος είν’ ο σύντροφός σου;

            – Ο Γιάννης ο Πανταρώτας. (Αλλαχού έλεγεν ο Ιωαννίδης.)

            – Και πού είν’ αυτός ο Γιάννης ο Πανταρώτας;

            – Με καρτερεί στη βάρκα.

            – Πώς δεν τον παρουσιάζεις ποτέ;

            – Ολημέρα στην πιάτσα βρίσκεται. Αδειάζει απ’ το μεθύσι;

            – Κι εμπιστεύεσαι συ να ταξιδεύεις με μέθυσον.

            – Τον έχω δια τον τύπο, επειδή έτσι το θέλει ο νόμος. Εγώ αξίζω για δυο.

            Και ο λιμενικός υπάλληλος εφόρει τα γυαλιά του και του έδιδε «τα χαρτιά».

            Είς όμως υπάλληλος ήτον πολύ πονηρός, και τον είχε καταλάβει.

            Φαίνεται να ήτο «Μωραΐτης». Αλλ’ ο μπάρμπ’ Αλέξης ταχέως τον αφόπλισε. Υπό την πρώρα της βάρκας έκρυπτε πάντοτε μίαν τσότραν γεμάτην, ή και δαμεζάναν ολόκληρον, του ευρίσκοντο δε και κάτι ορεκτικά εδέσματα της πατρίδος του. Με μισή αστακοουρά, με κανέν καπνιστό κεφαλόπουλο της λίμνης, με ολίγον αυγοτάραχον, μ’ ένα έγχελυν αλατισμένον, όλα προϊόντα της μικράς ωραίας νήσου, ο μπάρμπ’ Αλέξης έκαμνε τη δουλειά του.

            Εις άλλος όμως ήτο σκληρός. Ήτο ολιγώτερον τρεπτός από τους αρχαίους θεούς, και ας τους είχε σχεδόν πατριώτας. Ήτο «Αυστριακός, χειρότερος από Τούρκον», κι έτυχε να γίνει υπάλληλος εις την ελευθέραν Ελλάδα. Ο μπάρμπ’ Αλέξης δεν ημπόρεσε να τον καταφέρει. Ηναγκάσθη να παύσει να πλησιάζει εις τον σταθμόν εκείνον της Στερεάς.

***

            Μίαν φορά όμως «τα έφερε σκούρα». Ευρέθη εις το πέλαγος, εν τω μέσω του Ευβοϊκού στενού, εις ίσην από της ηπείρου και από της νήσου απόστασιν.

            Ήρχετο από τους Ωρεούς κι έπλεε δια το Θρόνιον. Είχεν μικρόν φορτίον από στάμνες και κανάτια, και ημισείαν δωδεκάδα βαρέλια εντοπίων μικρών αφύων. Ο μπάρμπ’ Αλέξης ήτο αμέριμνος ως πάντοτε, κι εκάθητο εις την πρύμνην κυβερνών το σκάφος και ιθύνων το ιστίον. Δεν ήτο ανάγκη τώρα να κάμει την τέχνην την οποίαν εσυνήθιζεν άλλοτε. Να καθίσει δηλαδή εις το κύτος της λέμβου, παρά τον ιστόν, να προσδέσει την σκότα και τον οίακα δια διπλών σχοινίων, και να χειρίζηται αόρατος, από του κύτους, φλόκον, ιστίον και πηδάλιον, με μία χεριά. Ενίοτε μάλιστα ενησμενίζετο να το κάμνει οσάκις είχεν, όπερ σπάνιον, κανένα χερσαίον επιβάτην, τον οποίο υπεχρέου να καθίσει παρά το πηδάλιον, όταν διήρχοντο πλησίον παραθαλασσίου χωρίου. Και από της ξηράς έβλεπον τότε πράγμα απίστευτον, φουστανελάν κυβερνώντα την λέμβον. Την φοράν όμως ταύτην δεν είχεν επιβάτην κανένα χερσαίον.

            Αίφνης βλέπει βασιλικόν πλοίον ερχόμενον αντίπρωρα αυτού. Ήτο η «Σαλαμινία» πιθανώς. Ίσως να ήτο και η «Πληξαύρα» ή «Αφρόεσσα». Αν είχε κανένα επιβάτην, ας ήτο και φουστανελάς, θα τον υπεχρέου να μεταμφιεσθεί εις ναύτην, να φορέση τα παλιά αμπαδίτικα του μπαρμπ’ Αλέξη, τα οποία ευρίσκοντο υπό την πρώραν δια παν ενδεχόμενον. Αλλ’ επιβάτην, είπομεν, δεν είχε. Τι να κάμει;

            Σηκώνεται, λαμβάνει το έν των ζυγών, εφ ων καθέζονται οι ερέται, το ανορθοί, εβγάζει ένα σκαλμόν, τον προσδένει δια του τροπωτήρος σταυροειδώς επί του ζυγού. Κύπτει υπό την πρώραν, αναζητεί τα παλιά ράκη του, ενδύει το διπλούν ξύλον με μίαν κάπαν, της οποίας τα μανίκια εκρέμαντο σπαρακτικώς περί τας δύο άκρας του σκαλμού. Επί της κορυφής του ορθού ξύλου θέτει έναν ναυτικόν κούκον, τον οποίον είχεν, αφ ου χρόνου εταξίδευε με τα ξένα πλοία εις Ιταλίαν και εις τον Αδρίαν. Δια να σταθεί οπωσούν ο κούκος, τον περιδένει ολόγυρα με το κίτρινο ζωνάρι του, ως σαρίκι.

            – Είναι σωστό σκιάζουρο, εψιθύρισεν ο μπάρμπ’ Αλέξης.

            Και έστησε το αυτοσχέδιον τούτο ανδρείκελον επί του θριγκού της πρώρας, με την βάσιν κάτω εις το κύτος, εκείθεν του κολπουμένου ιστίου. Έβαλεν και την μίαν κώπην εγκάρσιον, οιονεί εις ανάπαυσιν επί των γονάτων του ανδρεικέλου, με το πτερύγιον άνω προς τον ουρανόν! Ολίγα λεπτά ακόμη, και τα δύο αντίπρωρα πλοία συνηντήθησαν. Ο μπάρμπ’ Αλέξης ύψωσε την σημαίαν, εμετρίασε τον δρόμον, και απέδωκε τας τιμάς. Ο κελευστής της βασιλικής ημιολίας, όστις εγνώριζε τον μπάρμπ’ Αλέξην από πολλών ετών δεν ηδυνήθη να μη θαυμάσει την ευχειρίαν και την ραστώνην μεθ ής έπλεε.

            – Μπράβο καπετάν Αλέξη, τω έκραξεν, είσαι πολύ σβέλτος.

            – Αλήθεια, απήντησε ο μπάρμπ’ Αλέξης… και μάλιστα ο σύντροφός μου.

***

            Τούτων ένεκα, μεγάλης χαράς ήτο αφορμή δια τον μπάρμπ’ Αλέξην, όταν κατώρθωνε «στη χάση και στη φέξη» να έχει κανένα επιβάτην, τον οποίον, εν ανάγκη, να περάσει ως τον περίφημον Γιάννη τον Πανταρώτα. Αλλά πού επιβάτης; Ποίος ετόλμα να πατήσει τον πόδα εις την παλιόβαρκα; Μίαν φοράν ευτύχησε να επιβιβάσει από μίαν ακρογιαλιάν της Λοκρίδος ένα κάποιον ορεινόν, όστις ήθελε να περάσει αντικρύ, εις την Εύβοιαν. Αλλ’ ίσως ήτο η πρώτη φορά, καθ’ ην ούτως επάτησε τον πόδα εις πλοίον εν γένει.

            Μόλις εκάθισε παρά την πρύμνην, με την σκούφιαν του ίσα με το αυτί, με τον στριμμένον μύστακά του, με τα τουζλούκια του, εις μέρος, όπου εδιαναστούσεν η βάρκα, και όπου ο μπάρμπ’ Αλέξης είχε διπλαρώσει την βάρκα επίτηδες, δια να τον παραλάβει, και αμέσως, πριν λύσει ο ναύτης τα απόγεια, πριν η λέμβος σαλεύσει ακόμη, διότι ήτο γαλήνη, ο επιβάτης ήρχισε να πιάνεται από τον σκαλμόν, από την κωπαστήν, από τον ώμο του μπάρμπ’ Αλέξη, από ό,τι εύρισκε.

            – Τι έχεις; είπεν ο κυβερνήτης· κάμε ήσυχα, μη φοβάσαι.

            Και ήρχισε ν’ ανασπά την άγκυραν.

            Αλλ’ ο επιβάτης δεν ήτο καλά!

            Είχε κύψει εις το κύτος, κι εζήτει να κρατηθεί από τα εξοχάς των στραβοξύλων, από τα εσωτερικά φατνώματα.

            Η λέμβος εκινήθη.

            – Έχε έννοια, είπεν ο μπάρμπ’ Αλέξης, τώρα θα λύσω το πανί.

            Το σκάφος εσάλευσε ολίγον τι.

            Ο επιβάτης εκυρτώθη, έγινε κουβάρι. Εκρατείτο σπασμωδικώς από τον πρυμναίον ζυγόν, από τον θριγκόν της πρύμνης.

            – Βγάλε με! Βγάλε με! εκραύγασε.

            – Τι έπαθες, βρε άνθρωπε, σε καλό σου!

            – Βγάλε με όξου, δεν μπορού. Δεν μπορού την φευγάλα τς βάρκας.

            – Μη φοβάσαι, δεν είναι φουρτούνα. Μπονάτσα κάλμα.

            – Βγάλε με όξου, σ’ λένε. Τι μ’ κρένεις αυτού;

            – Τώρα λιγάκι κι εφθάσαμε. Κάμε το σταυρό σου. Τράβα μια ρακιά.

            – Χοντρές καληώρις μ’ κρένεις βλέπου;

            Και με τον ένα γρόνθον εφοβέριζε τον μπάρμπ’ Αλέξην, ενώ με τον άλλον εκρατείτο σπασμωδικώς από την κωπαστήν.

            Ο γηραιός ναυτικός έδωκε τόπον τη οργή. Ηναγκάσθη να προσεγγίσει οπίσω εις την ξηράν και να τον αποβιβάσει.

            Μόλις επάτησεν εις τα άγια χώματα, ο ορεινός, απεμακρύνθη ολίγα βήματα, και στραφείς κατά τον αιγιαλόν, εστάθη μεταξύ ενός βράχου κι ενός θάμνου, και προσβλέψας βλοσυρώς προς τον μπάρμπ’ Αλέξην, όστις απεμακρύνετο σιωπηλώς από της ακτής, επρότεινε και τους δύο γρόνθους την φοράν ταύτην, σείων απειλητικώς την κεφαλήν και κράζων:

            – Αχ! καραβά. Αχ! βρε καραβά. Αχ! μωρέ καραβά!

***

            Αν και συνήθως εθήρευε τους επιβάτας, όπου τους εύρισκεν, ο μπάρμπ’ Αλέξης άπαξ ευρέθη εις την ανάγκην ν’ αποποιηθεί να παραλάβει επιβάτην εις την μικράν υπόσαθρον σκάφην του. Ιδού πώς:

            Ήτο κατά τας τελευταίας ημέρας του έτους 1870. Ο μπάρμπ’ Αλέξης ητοιμάζετο ν’ αποπλέυσει έκ τινος ερήμου ακτής της Φωκίδος, μελετών, αν δεν εύρει εν τω μεταξύ κανένα ναύλον, ν’ απέλθει εις την μικράν νήσον του.

            – Χειμώνα, καλοκαίρι, ως τόσο, δε θα ξαποστάσω μια φορά κι εγώ! Καλότυχοι είναι ο Καπετάν Φραγκούλης, ο Γιαλόξυλος, ο καπετάν Θανασός, ο Ζευγαρωμένος, ο καπετάν Γιαννάκος, ο Έρωτας! Άμα μεσάσει ο Τρυγητής ο μήνας, έρχονται και δένουν τα καραβάκια τους από την Κολώνα της πιάτσας, και τραβούν φαΐ και ύπνο που πάει αντάρα και καπνός!

            Ήτο περί την εσπερινήν αμφιλύκην, είχεν αρχίσει να νυχτώνει. Δεν εφοβείτο να πλέει και δια νυκτός εις τόσον γνωστά πελάγη. Εκαυχάτο ότι «κι οι ξέρες και τα γκρίφια τον εγνώριζαν». Ητοιμάζετο ν’ ανασπάσει την άγκυραν. Τα νερά εις τον όρμον εκείνον ήσαν ρηχά, «δεν εδιαναστούσεν η βάρκα». Ήτο αραγμένος μέχρι βολής τουφεκίου από της ξηράς. Εκεί βλέπει κάτι τι κι έλαμψεν έξω τινός βράχου της παραλίας. Αυτό δε το λάμψαν έλαμψεν επί τινός αμαυρού, λίαν θαμβού. Με όλον το επικρεμάμενον ήδη σκότος, η αμαυρότης εφαίνετο δεσπόζουσα του σκότους. Ακούει μίαν φωνή, φωνήν λίαν επιτακτικήν και τραχείαν.

            – Βρε, καραβά!

            Προσηλοί τα όμματα, διαστέλλων υπερβολικώς αυτά, όπως διακρίνει εν μέσω του λυκόφωτος. Μεταξύ δύο βράχων, εις μέρος, όπου ήρχιζεν ένα μονοπάτι, γνωστόν αυτώ, δι ου ανερριχάτο τις εις την γυμνήν και απόκρημνον ακτήν, βλέπει δύο άντρες ισταμένους. Ήσαν ένοπλοι, και τα τουφέκια και τα πιστόλια των έστιλβον επί της λερής περιβολής των.

            Ο μπάρμπ’ Αλέξης εφοβήθη μέγαν φόβον. Ουδ’ επί στιγμήν αμφέβαλλεν ότι ήσαν λησταί. Ακούει δευτέραν φωνήν:

            – Ε! καραβά! έλα γλήγορα να μας πάρεις.

            – Τώρα, τώρα! απήντησε μηχανικώς ο μπάρμπ’ Αλέξης.

            Και αφού ανέσυρε την άγκυραν, έλαβε τας κώπας. Αλλ’ αντί να ελαύνει προς την ξηράν, εχαμήλωσεν την ράχιν του, έκρυψε την κεφαλήν του εντός του κύτους, γενόμενος αόρατος από της ακτής, και με τα χείρας ή με τους πόδας όπως ηδύνατο, ήρχισε να ελαύνει προς το πέλαγος.

            Οι δύο από της ξηράς ιδόντες τον δόλον, ήρχισαν να τον καταρώνται και να τον υβρίζωσι με τα φαυλότατα των επιθέτων. Αλλ’ ο μπάρμπ’ Αλέξης ηδιαφόρει. Εφοβείτο να έλθει εις επαφήν με τοιούτους φοβερούς την όψιν ανθρώπους. Και πλουσίαν αμοιβήν αν του έταζον, δεν θα τους εδέχετο ποτέ εις την λέμβον.

            Ηκούσθη μία τουφεκιά. Η βολή συρίξασα εκτύπησεν εις το πηδάλιον της λέμβου. Δευτέρα τουφεκιά βροντώδης αντήχησεν. Το βόλι ηυλάκωσε το κύμα, και βυθισθέν εχάθη εις τον μέλανα πόντον. Ο μπάρμπ’ Αλέξης, εξακολουθών να ελαύνει, ήτο εκτός βολής ήδη. Όταν απεμακρύνθη αρκετά από της ξηράς, ανωρθώθη περίτρομος ακόμη, και ήρχισε να ψηλαφά τα μέλη του.

            – Ω! διάβολε! άλτρος κάβος κονταρέμους.

            Και προσέθηκεν:

            – Ως τόσο, καλά που την εγλύτωσα. Πως θα χαρεί η καημένη η γριά!

            Είτε φαντασιώδης ήτο ο κίνδυνος είτε πραγματικός, του μπάρμπ’ Αλέξη του εφάνη ότι «εξαναγεννήθη». Εν τούτοις δεν ήτο απίθανον να ήσαν και λησταί εκείνοι οι δύο άνθρωποι. Κατά την εποχήν εκείνην, είχε γίνει εν Ελλάδι σπουδαία και αποτελεσματική εργασία προς εξάλειψιν της ληστείας, όθεν οι τρεις ή τέσσαρες αρχηγοί των τότε ισαρίθμων κομμάτων, συνασπισθέντες, ως να ήσαν εκδικηταί των προγεγραμμένων, εκρήμνισαν παταγωδώς από της αρχής το έκφυλον υπουργείον. Ίσως οι δύο ούτοι φυγάδες, αν ήσαν πράγματι λησταί, να ήσαν τα τελευταία λείψανα καταστραφείσης τινός συμμορίας.

***

            Και όμως ο γηραιός ναύτης, αν εσώθη από αληθείς ληστάς, δεν εφυλάχθη όμως και από κοινούς κλέπτας. Εις μίαν άλλην ακρογιαλιάν είχε προσορμισθεί μίαν ημέραν. Ο σταθμός ο λιμενικός, όπου ώφειλε «ν’ αλλάξει τα χαρτιά του», απείχε εκείθεν ημισείας ώρας οδόν. Τώρα, εάν είχε σύντροφον άλλον τινά παρά τον Πανταρώταν, όστις ετέλει εν διηνεκεί απουσία, θα τον άφηνε να φυλάγει την βάρκα, και δεν θα την άφηνεν έρημην και ορφανήν. Και αν δεν την άφηνεν έρημην και ορφανήν, δεν θα ήρχοντο εν τη απουσία του κλέπται, να του πάρουν  ό,τι είχε και ό,τι δεν είχε.

            Τούτο δε ακριβώς συνέβη. Οι κλέπται εμβήκαν μέσα ως καλοί οικοκυραίοι. Του αφήρεσαν τα πάντα, ενδύματα, τρόφιμα, κοντάρια, ιστία, ως και τας κώπας. Του άφησαν μόνο τους τροπωτήρας και τους σκαλμούς. Και τους μεν σκαλμούς ίσως δεν ηδυνήθησαν να τους βγάλουν από τες σκαλμότρυπες· οι δε τροπωτήρες θα τους έπεσαν, δι’ αδεξιότητα, από τας κώπας. Τι να τους κάμει τους τροπωτήρας και τους σκαλμούς! Πώς να ταξιδεύσει χωρίς κώπας, χωρίς ιστία;

***

            Και έκτοτε ο μπάρμπ’ Αλέξης ο Καλοσκαιρής ωρκίσθη να μη παραβεί επί ζωής του τους περί ναυτιλίας νόμους, και να μη συνταξιδεύσει πλέον με τον Γιάννη τον Πανταρώτα.

(1891)

Από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου με κάποιον επιπλέον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας (υποτακτική, μονοτονικό).

 

Μερικές λέξεις:

διαναστάει η βάρκα = το βάθος της θάλασσας είναι αρκετό ώστε η βάρκα να προσεγγίσει την ακρογιαλιά

άλτρος κάβος κονταρέμους = θα μετρήσουμε άλλους κάβους, στα ισπανοεβραϊκά (αυτή την εξήγηση δίνει το γλωσσάρι της κριτικής έκδοσης)

χοντρές καληώρες = παχιά λόγια, απίθανες ιστορίες