ΠΑΤΡΑ, ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
- 16/09/2019
- 0
Του Άρη Καθρέπτα, Γενικού Γραμματέα Ελληνικού Ινστιτούτου Ναυτικής Ιστορίας, Αρχιπλοιάρχου ΠΝ (ε.α.), .
Ο Πατραϊκός Κόλπος, golfo di Patrasso, όπως πήρε την ονομασία του από τον Ισπανό περιηγητή Pero Tafur στα 1435 , από τα προϊστορικά χρόνια έως τις ημέρες μας , όσο και οι εγγύς θάλασσες του Ιονίου στάθηκαν ένας κόμβος σημαντικής γεωπολιτικής σημασίας, με αποτέλεσμα να διεκδικηθεί στην πορεία της ιστορίας ο έλεγχός του από τις εκάστοτε αντίπαλες δυνάμεις.
429 π.χ 3ος ΧΡΟΝΟΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Η πρώτη γνωστή ναυμαχία που έγινε στον Πατραϊκό Κόλπο καταγράφηκε από τον Θουκυδίδη και φέρεται να έγινε το τρίτο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου και συγκεκριμένα το 429 π.Χ.. Στην ναυμαχία αυτή αντικρούσθηκε ο πελοποννησιακός στόλος, αποτελούμενος από πλοία της Σπάρτης και των αποικιών της Κορίνθου, εναντίον ενός στόλου αποτελούμενου από πλοία της Αθηναϊκής Συμμαχίας.
Οι Σπαρτιάτες, την περίοδο εκείνη, είχαν ανταποκριθεί σε πρόταση των Αμβρακιωτών και των Χαόνων, οι οποίοι ζήτησαν τη βοήθειά τους, προκειμένου να καταβάλουν τους Ακαρνάνες που ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων. Οι τελευταίοι, με ορμητήριο την Ναύπακτο, είχαν υπό τον έλεγχο τους όχι μόνο τον Πατραϊκό Κόλπο αλλά και τους κύριους ναυτικούς δρόμους της δυτικής Ελλάδας και των νησιών του Ιονίου Πελάγους, με εξαίρεση την Λευκάδα.
Οι Αμβρακιώτες, άποικοι της Κορίνθου, δελέασαν τους Σπαρτιάτες επισημαίνοντας τους ότι η κατάληψη της Αιτωλοακαρνανίας θα τους άνοιγε τον δρόμο για εκστρατείες στα νησιά του Ιονίου, και ότι ταυτόχρονα θα δημιουργούσε πλήγμα στους Αθηναίους ανακόπτοντας τους εμπορικούς τους δρόμους με τις αποικίες τους, της Κέρκυρας και της Σικελίας. Επιπλέον τους επέστησαν την προσοχή στο ότι θα μπορούσαν να καταλάβουν την Ναύπακτο, την κύρια ναυτική βάση των Αθηναίων στον Πατραϊκό Κόλπο. Οι Αθηναίοι είχαν στείλει, το διάστημα αυτό, ναυτική δύναμη στον Πατραϊκό αποτελούμενη από 20 τριήρεις, με αρχηγό τον Φορμίωνα, με σκοπό την προστασία των εμπορικών δρόμων από και προς τις αποικίες τους.
Ο στόλος του Φορμίωνα, αποτελείτο αποκλειστικά από τριήρεις. Τα πλοία αυτά ήταν ευέλικτα πολεμικά τα οποία, με τη βοήθεια πανιών και κουπιών, πλησίαζαν τον εχθρό προσπαθώντας να πλήξουν τα πλοία του, είτε εμβολίζοντάς τα με μια μυτερή προεξοχή της πλώρης, το έμβολο, που ήταν και το κυριότερο όπλο που διέθεταν τα πλοία της εποχής, είτε βάζοντάς τους φωτιά με εμπρηστικά βέλη. Στην συνέχεια απομακρύνονταν ταχύτατα για να ξαναεπιτεθούν και πάλι
Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου εξελίχθηκε σε δυο φάσεις με χρονική διάρκεια μεταξύ τους:
Α΄ φάση Ναυμαχίας στον Πατραϊκό Κόλπο
Όσο η νηοπομπή (η οποία συνόδευε μεταγωγικά πλοία) έπλεε εντός του Κορινθιακού Kόλπου, ο Φορμίων παρακολουθούσε τις κινήσεις της. Οι Κορίνθιοι δεν πίστευαν ότι η μικρή αθηναϊκή ναυτική δύναμη θα αποτολμούσε να ναυμαχήσει με την δική της, η οποία υπερτερούσε αριθμητικώς. Έτσι, συνέχιζαν να παραπλέουν – χωρίς να είναι προετοιμασμένοι για ναυμαχία – κατά μήκος της νότιας ακτής, προκειμένου να εξέλθουν από τον κόλπο. Ο Φορμίων έκρινε πως δεν είχε φθάσει η κατάλληλη στιγμή για να τους επιτεθεί. Περίμενε έως ότου προσεγγίσουν σε σημείο όπου ο θαλάσσιος χώρος θα ήταν ευρύς, ώστε να είχε μεγαλύτερη άνεση στις κινήσεις του. Όταν οι Κορίνθιοι κατέπλευσαν στην Πάτρα, ετοιμάστηκαν να περάσουν απέναντι προς την Ακαρνανία. Τότε είδαν έκπληκτοι τους Αθηναίους να πλέουν εναντίον τους. Μη μπορώντας να πράξουν αλλιώς, ναυμάχησαν.
Για να αντιμετωπίσουν την θρασεία αθηναϊκή επίθεση οι Κορίνθιοι σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν τον σχηματισμό του «ακανθωτού κύκλου». Σχημάτισαν μια «συμπαγή» περίμετρο τάσσοντας πλοία που βρίσκονταν πολύ κοντά το ένα με το άλλο, ώστε να μην μπορεί κανείς να περάσει ανάμεσα από αυτά. Στο εσωτερικό δε του κύκλου, είχαν τοποθετήσει τα φορτηγά και τα λοιπά βοηθητικά σκάφη. Ο Φορμίων απάντησε ευφυώς στην εχθρική διάταξη, σχηματίζοντας έναν δεύτερο κύκλο, εξωτερικά, ο οποίος «αγκάλιαζε» περιμετρικά τον εχθρικό. Στον «εναγκαλισμό» αυτό τα πλοία του Φορμίωνος δεν έδειχναν τις πλώρες τους προς τις πλώρες των αντιπάλων. Έπλεαν παραλλήλως και γύρωθεν αυτού. Οι Κορίνθιοι είχαν απορήσει, μη μπορώντας να καταλάβουν τι σχεδίαζε ο Φορμίων. Οι κυκλικές κινήσεις του Αθηναϊκού Στόλου γύρω από την περίμετρο σταδιακά εκτελούνταν με αυξημένη ταχύτητα και παράλληλα προσέγγιζαν την περίμετρο με τα εχθρικά πλοία, στενεύοντας τον κύκλο και μειώνοντας την απόσταση. Οι Κορίνθιοι ενστικτωδώς ανάκρουαν, υποχωρούσαν στο εσωτερικό της περιμέτρου, ο χώρος εντός της οποίας μειωνόταν συνεχώς, βλέποντας ένα κύκλο από πλοία να στριφογυρίζει και να έρχεται σιγά-σιγά επάνω τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα όμως να συγκρούονται τα πλοία μεταξύ τους. Ο Φορμίων σε όλο αυτό το διάστημα παρατηρούσε τα πλοία του αντιπάλου στόλου, που ολοένα περιορίζονταν και στριμώχνονταν και ανέμενε την κατάλληλη στιγμή που ο εωθινός άνεμος θα έπνεε στην περιοχή από τον κόλπο. Όταν μάλιστα άρχισε να πνέει, η κατάσταση χειροτέρεψε για τους Κορινθίους.
Μέσα σε όλο αυτόν τον πανικό, ο Φορμίων διέταξε την έναρξη της επιθέσεως. Το πρώτο πλοίο που καταβύθισαν ήταν μια από τις ναυαρχίδες. Δεν άργησε ο Αθηναϊκός Στόλος να επικρατήσει. Ο πανικός και η σύγχυση είχαν διαδοθεί και επικρατήσει σε τέτοιο σημείο, ώστε κανείς από τον αντίπαλο στόλο δεν σκεπτόταν να ναυμαχήσει, παρά προτίμησαν να φύγουν άλλοι προς την Πάτρα και άλλοι προς την Δύμη της Αχαΐας. Οι Αθηναίοι συνέλαβαν 12 πολεμικά σκάφη και πολλά πληρώματα. Έστησαν τρόπαιο νίκης στο Ρίο κι αφού αφιέρωσαν ένα από τα πλοία που κυρίευσαν στον θεό Ποσειδώνα επέστρεψαν στην Ναύπακτο.
Β΄ φάση Ναυμαχίας Περιοχή Ρίου-Αντιρρίου-Ναυπάκτου
Το γεγονός ότι μια ολιγάριθμη αθηναϊκή δύναμη απέκλειε την θαλάσσια επικοινωνία και εμπόδιζε τον επιχειρησιακό σχεδιασμό στην Ακαρνανία, οδήγησε στην απόφαση επανάληψης της προσπάθειας με στόχο μια νικηφόρο δεύτερη ναυμαχία. Για τον λόγο αυτό οι Τιμοκράτης, Βρασίδας και Λυκόφρων τοποθετήθηκαν ως σύμβουλοι στον Στόλο του Κνήμου. Οι Λακεδαιμόνιοι απέστειλαν αγγελιοφόρους στις συμμαχικές πόλεις ζητώντας ενισχύσεις με νέα πλοία, ενώ ταυτόχρονα επισκεύαζαν όσα είχαν πάθει ζημιές. Οι Πελοποννήσιοι φαίνονταν τώρα περισσότερο προετοιμασμένοι για να ναυμαχήσουν.
Οι Πελοποννήσιοι είχαν συγκεντρωθεί στην Κυλλήνη έτοιμοι για να ναυμαχήσουν, ενώ ταυτόχρονα ο Στρατός Ξηράς είχε έλθει για να τους υποστηρίξει στην Πάνορμο. Ο Φορμίων έχοντας τον ίδιο στόλο, με τα 20 πλοία, τα οποία διέθετε από την προηγούμενη ναυμαχία, αγκυροβόλησε έξω από το συμμαχικό Μολυκρικό Ρίο, το οποίο απείχε από το άλλο Ρίο επτά περίπου θαλάσσια στάδια. Όταν οι Πελοποννήσιοι είδαν τους Αθηναίους αγκυροβόλησαν απέναντι στο Αχαϊκό Ρίο. Επί επτά ημέρες και οι δύο στόλοι παρέμειναν αγκυροβολημένοι, ο ένας απέναντι από τον άλλον, δίχως να ξεκινήσει ναυμαχία. Τελικώς οι Λακεδαιμόνιοι αποφάσισαν να αναλάβουν επιθετική πρωτοβουλία. Εξέπλευσαν πολύ πρωί με κατεύθυνση προς το εσωτερικό του κόλπου. Έστρεψαν μέτωπο προς τα δεξιά όπου το δεξί κέρας κατείχε ήδη την πρωτοπορία με 20 από τα ταχύτερα πλοία.
Η συγκεκριμένη παράταξη επελέγη γιατί σε περίπτωση που ο Φορμίων υπέθετε ότι πλέουν κατά της Ναυπάκτου και έσπευδε ο ίδιος παρά την ακτή με στόχο να επιτεθεί υπερφαλαγγίζοντας το δεξιό κέρας των Πελοποννησίων, η πρωτοπορία αυτή να ήταν σε θέση να τον αποκόψει. Πράγματι, ο Φορμίων βλέποντας να κινείται ο αντίπαλος στόλος προς την Ναύπακτο, η οποία ήταν αφύλακτη, μη μπορώντας να πράξει αλλιώς, έπλευσε παρά την ακτή σε γραμμή παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα το πεζικό των Μεσσηνίων ακολουθούσε έτοιμο προς βοήθεια. Οι Αθηναίοι τώρα βρίσκονταν εντός του κόλπου και πολύ κοντά στην ξηρά. Όμως αυτό επιθυμούσαν οι Πελοποννήσιοι γι αυτό και μόλις δόθηκε το σήμα της επιθέσεως έστρεψαν όλοι μέτωπο προς τ’ αριστερά και με την μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, έπλευσαν εναντίον των Αθηναίων με την ελπίδα να αποκόψουν όλο τον στόλο. Όμως 11 από τα πλοία που έπλεαν επικεφαλής των υπολοίπων του Αθηναϊκού Στόλου κατόρθωσαν να ξεφύγουν από το δεξιό κέρας των Πελοποννησίων και έπλευσαν προς τα ανοιχτά του κόλπου. Τα υπόλοιπα τα πρόλαβε ο αντίπαλος στόλος, τα έσπρωξαν στην ξηρά, τα αχρήστευσαν και σκότωσαν τα πληρώματά τους. Όμως η ναυμαχία δεν έλαβε τέλος. Τα είκοσι πλοία των Λακεδαιμονίων κατεδίωκαν τα ένδεκα αθηναϊκά που είχαν ξεφύγει. Τα δέκα κατόρθωσαν να καταφύγουν στην Ναύπακτο. Σταμάτησαν απέναντι από τον ναό του Απόλλωνος, με την πλώρη προς τα έξω, έτοιμα να αμυνθούν. Το ενδέκατο αθηναϊκό πλοίο είχε μείνει πίσω. Ο στόλος των Πελοποννησίων, κατεδίωκε το αθηναϊκό, ενώ παιάνιζε την νίκη του. Ένα πλοίο των Λευκαδίων του Πελοποννησιακού Στόλου, προπορευόταν καταδιώκοντας το ενδέκατο αθηναϊκό που είχε μείνει πίσω.
Σε αυτό το σημείο έγινε το απρόβλεπτο. Σε αρκετή απόσταση από την Ναύπακτο έτυχε να είναι αγκυροβολημένο ένα εμπορικό σκάφος. Το αθηναϊκό πλοίο εκμεταλλεύθηκε την παρουσία του εμπορικού σκάφους ανέπτυξε ταχύτητα εκτελώντας κυκλικό πλου γύρο από αυτό, έτσι ώστε όταν συμπλήρωσε τον κύκλο βρέθηκε στα πλευρά του πλοίου των Λευκαδίων, το εμβόλισε και το κατεβύθισε. Αυτό το απροσδόκητο κι εκπληκτικό γεγονός προκάλεσε φόβο στους Πελοποννησίους και αμηχανία.
Ο Αθηναϊκός Στόλος άρχισε την επίθεση. Οι Πελοποννήσιοι δεν είχαν σχηματίσει παράταξη, τα πλοία τους έπλεαν χωρίς συνοχή και σαστισμένοι, σταμάτησαν περιμένοντας με τα κουπιά κατεβασμένα, το κύριο τμήμα του Στόλου. Οι Αθηναίοι όρμησαν κατά επάνω τους αναγκάζοντάς τους να τραπούν σε φυγή προς τον Πάνορμο, το σημείο απ’ όπου είχαν εκπλεύσει. Αιχμαλώτισαν πολλά πλοία φονεύοντας τα πληρώματά τους. Ο Λακεδαιμόνιος Τιμοκράτης, ο οποίος ήταν στο πλοίο των Λευκαδίων, βλέποντας την καταστροφή του πλοίου του, αυτοκτόνησε.
Οι Λακεδαιμόνιοι βλέποντας ότι οι Αθηναίοι είχαν επικρατήσει με δύο σημαντικές νίκες και με την σκέψη ότι σίγουρα θα έρχονταν ενισχύσεις, δεν συνέχισαν τις απόπειρες για έλεγχο της δυτικής Ελλάδος.
Οι συνθήκες στην Μεσόγειο τον 16ο αιώνα.
Τον 16ο αιώνα η Ευρώπη είχε να αντιμετωπίσει τον πιο ουσιαστικό και διαφαινόμενο κίνδυνο ο οποίος απειλούσε την ύπαρξη της, την εξάπλωση των Οθωμανών. Οι Οθωμανοί δεν κυριαρχούσαν μόνο στην στεριά, φθάνοντας στα 1529 έξω από την Βιέννη, αλλά και στη θάλασσα. Ο οθωμανικός στόλος είχε διαφυλάξει την ισχύ του και κυριαρχούσε στην Μεσόγειο και στις δυτικές ακτές της Αφρικής κατακτώντας τις αποικίες των Βενετσιάνων και των Γενουατών, την μια μετά την άλλη, μέχρι και το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα.
Το 1570 οι Οθωμανοί, υπό τον σουλτάνο Σελίμ τον Β΄, κατάφεραν να καταλάβουν από τους Ενετούς την Κύπρο εκτός της πολύ καλά οχυρωμένης πόλης της Αμμοχώστου, η οποία παρέμεινε υπό ενετική επικράτεια. Η ενέργεια αυτή είχε σαν αποτέλεσμα τον συνασπισμό των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, αποτελούμενων από την Ισπανία, την Γερμανική Αυτοκρατορία, το Παπικό Κράτος, την Βενετία, την Γένοβα, και την Μάλτα, σε μια συμμαχία η οποία σκοπό είχε να διεκδικήσει αποτελεσματικά, με στρατιωτικά μέσα, την θαλάσσια κυριαρχία από τους Οθωμανούς.
Το γεγονός ότι τα πλοία των χριστιανών δεν μπορούσαν πλέον να ταξιδεύουν στην Μεσόγειο χωρίς να δέχονται τις επιθέσεις των μουσουλμάνων, σε συνδυασμό με τον φόβο ότι το επόμενο βήμα μετά την κατάληψη της Κύπρου θα ήταν η οθωμανική απόβαση στην Ιταλία, οδήγησε τον πάπα Πίο τον Ε΄ να αναλάβει την ένωση των χριστιανών υπό την σκέπη της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ύστερα από διπλωματικό αγώνα που περιελάμβανε αμοιβαίες υποχωρήσεις, υποσχέσεις, και πολλά ανταλλάγματα, κατάφερε να πείσει την Ισπανία, την Γένοβα, την Βενετία και τους ιππότες της Μάλτας να διαθέσουν πλοία για να αντιμετωπίσουν τον ισχυρότατο και συνεχώς διογκούμενο οθωμανικό στόλο. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας χριστιανικής «Ιερής Συμμαχίας» (Lega Santa), εκφρασμένης μέσα από την ισχύ ενός μεγάλου χριστιανικού στόλου ο οποίος συγκεντρώθηκε στο λιμάνι της Μεσσήνης, στην Ιταλία, τον Σεπτέμβρη του 1571, με σκοπό την άμεση σύγκρουση του με τον αντίστοιχο οθωμανικό. Η ναυμαχία, η οποία τελικά έλαβε χώρα στην είσοδο του Πατραϊκού κόλπου την 7η Οκτωβρίου του 1571, ήταν μια από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη της ιστορίας, και έμεινε γνωστή σαν η ναυμαχία της Ναυπάκτου κατάφερε να νικήσει τον πανίσχυρο οθωμανικό στόλο αλλά και να αποτρέψει την περαιτέρω επέκταση των Οθωμανών στην Ευρώπη. Λόγω του καθαρά θρησκευτικού χαρακτήρα των συμμαχικών χριστιανικών δυνάμεων χαρακτηρίστηκε ίσως δίκαια, από πολλούς εμπόλεμους, σαν η 13η Σταυροφορία.
Οι αντίπαλοι.
Αρχηγός του Χριστιανικού στόλου ορίστηκε ο Ισπανός Don Juan της Αυστρίας, ετεροθαλής αδελφός του βασιλιά Φιλίππου Β’ της Ισπανίας, Στις 23 Αυγούστου 1571 σε ηλικία 24 μόλις ετών ο Don Juan έφτασε στη Messina για να ηγηθεί του Χριστιανικού στόλου.Τ ην πρώτη Σεπτέμβρη όλος ο στόλος είχε συγκεντρωθεί και αποτελείτο από 208 συνολικά γαλέρες, 90 από την Ισπανία και τις αποικίες της, 106 από τη Βενετία (εκ των oποίων οι 6 ήταν μεγάλες γαλέρες που ονομάζονταν γαλεάσσες) και 12 από τις δυνάμεις του Πάπα. Επιπλέον 100 μπριγιαντίνες, φρεγάτες , βοηθητικά πλοία και πλοία μεταφοράς προμηθειών που κυρίως είχαν εξοπλιστεί από τους Ισπανούς θα ακολουθούσαν στην εκστρατεία. Το ανθρώπινο δυναμικό αποτελείτο από 50.000 ναύτες και σκλάβους (κωπηλάτες στις γαλέρες), 31.000 στρατιώτες, 8.000 Βενετοί, 2.000 από στρατεύματα του Πάπα και 2.000 εθελοντές κυρίως από την Ισπανία αλλά και αρκετοί Έλληνες κυρίως από τα Επτάνησα και την Κρήτη που βρίσκονταν υπό Βενετική κατοχή και μάλιστα προσέφεραν και κάποια πλοία.
Στις 5 Οκτωβρίου ο Χριστιανικός στόλος αγκυροβόλησε στα νησιά Curlozares , νησάκια που βρίσκονταν στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας κοντά στο όρος Κουτσουλάρης και σήμερα έχουν επιχωματωθεί από τα υλικά που κατεβάζει ο ποταμός Αχελώος. Το μοναδικό που παραμένει σα νησί είναι η νησίδα Οξιά.
Ο Τουρκικός στόλος είχε συγκεντρωθεί στο λιμάνι της Ναυπάκτου και αποτελείτο από 286 γαλέρες και 80-90 βοηθητικά πλοία κυρίως γαλιότες και σούστες κάτω από τη διοίκηση του Τούρκου ναύαρχου Καπουδάν Μουεζινάντε Αλί Πασά. Ο Τουρκικός στόλος είχε ενισχυθεί με 73 γαλέρες από τις δυνάμεις του Αλγερινού πειρατή Uluch Ali, μπέη της Αλγερίας που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των χριστιανικών πλοίων στη Μεσόγειο. Επιπλέον ο Τουρκικός στόλος είχε λάβει ενισχύσεις με 22 ακόμα γαλέρες που έφτασαν λίγες μόλις μέρες πριν την άφιξη του Χριστιανικού στόλου από την Τρίπολη του Λιβάνου με επικεφαλής τον Hascen Bey.
Ο τόπος της ναυμαχίας
Τη νύχτα της 6ης Οκτωβρίου ο στόλος του Αλί Πασά απέπλευσε από τη Ναύπακτο και με ευνοϊκό αεράκι (βορειοανατολικό άνεμο που είναι συνηθισμένος στον Πατραϊκό κόλπο) προωθήθηκε στην είσοδο του κόλπου για να αντιμετωπίσει το στόλο της Ιεράς Συμμαχίας (Holy League) όπως ονομάστηκε. Ο Τούρκος ναύαρχος παρέταξε το στόλο του κατά μήκος του κόλπου.
Εικάζεται ότι οι δύο στόλοι παρατάχθηκαν ο ένας απέναντι από τον άλλο από το ακρωτήριο Άραξος έως την απέναντι ακτή στη νησίδα Οξιά . Τα πλοία της εποχής ήταν οι γαλέρες, ένα είδος πολεμικού πλοίου που κυριάρχησε για 2.000 χρόνια και άλλαξε πολύ λίγο. Εμφανίστηκαν στην Αρχαία Ελλάδα σαν τριήρεις από το 1850 περίπου Π.Χ. και εξελίχθηκαν. Οι Βενετικές γαλέρες είχαν περίπου 150 κωπηλάτες –από τους οποίους ο καθένας είχε το δικό του κουπί- με τρεις σειρές κουπιά. Το μέσο μήκος τους ήταν τα 36-43 μέτρα και το πλάτος τους τα 4.5- 5 μέτρα, με 23 κουπιά μέσο όρο ανά σειρά.. Οι γαλέρες της μάχης της Ναυπάκτου είχαν ένα ιστίο και 1-5 πυροβόλα στη πλώρη τους
Γαλεάσσες
Τα 6 αυτά πλοία αυτά του ναυτικού της Βενετίας που πρωτοεμφανίστηκαν σε ναυμαχία στη ναυμαχία της Ναυπάκτου για πολλούς είχαν σημαντικότατη συμβολή στην τελική έκβαση της μάχης αποκρούοντας την αρχική μανιώδη εχθρική προσβολή. Ο Don Juan υπολόγιζε πολύ σε αυτές και τη δύναμη πυρός τους και τις τοποθέτησε ανά δύο μπροστά σε κάθε τμήμα του Χριστιανικού στόλου σαν εμπροσθοφυλακή αποτελώντας έτσι το μυστικό όπλο του όπλο.
Οι γαλεάσσες είχαν σημαντική συμβολή στην υπεροχή του Χριστιανικού πυροβολικού που ήταν αριθμητικά υπέρτερο κατά 200 περίπου πυροβόλα. Η υπεροχή του πυροβολικού ήταν μια ακόμα σημαντική αιτία που έφερε την τελική επικράτηση του Χριστιανικού στόλου. Είχαν μήκος περίπου 50 μέτρα, πλάτος 9 και βύθισμα 3 μέτρα. Σε αντίθεση με τις γαλέρες ήταν αρκετά πιο μεγάλες σε μήκος και πάρα πολύ πιο πλατιές και είχαν ασυγκρίτως μεγαλύτερη δύναμη πυρός καθότι είχαν πυροβόλα και στα πλάγια.
Την αυγή της 7ης Οκτωβρίου οι δύο στόλοι συγκρούστηκαν. Ο Don Juan χώρισε το στόλο του σε 3 μέρη. Στην αριστερή πλευρά (βόρεια) τοποθετήθηκαν οι Βενετοί με επικεφαλής τον Agostin Barbarigo στα δεξιά του οι Γενουάτες και ο στόλος του Πάπα με αρχηγό τον Adrea Doria ενώ στο κέντρο παρέταξε τις δικές του Ισπανικές δυνάμεις. Ο Santa Cruz με δύναμη από 35 Ισπανικά και Βενετσιάνικα πλοία έμεινε πίσω σαν εφεδρεία. Οι 6 Βενετσιάνικες γαλεάσσες με το βαρύ οπλισμό τους παρατάχθηκαν σε ίσες αποστάσεις μπροστά από το συμμαχικό στόλο.
Οι τουρκικές γαλέρες έφτασαν απέναντι στον Χριστιανικό στόλο με ευνοϊκό αέρα όπως ήδη αναφέρθηκε, αλλά λίγο πριν τη σύρραξη ο άνεμος άλλαξε προς όφελος των δυνάμεων της Ιεράς Συμμαχίας.
Μετά τη μάχη ο χριστιανικός στόλος συγκεντρώθηκε στο φυσικό λιμανάκι του Πεταλά όπου μέτρησε τις απώλειές του. Οι νεκροί ανήλθαν στις 8.000 εκ των οποίων οι 2.000 ήταν Ισπανοί, 5.200 Βενετοί και 800 από τον Παπικό στρατό. Είχαν χάσει και μόλις 15 γαλέρες. Οι Τούρκοι είχαν χάσει 224 πλοία εκ των οποίων 130 είχαν αιχμαλωτιστεί και πάνω από 90 είχαν βυθιστεί ή καεί. Οι απώλειές τους ανήλθαν στις 25.000 περίπου άνδρες. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι και οι απώλειες της Ιερής συμμαχίας των Χριστιανών ήταν περίπου ανάλογες με αυτές των Τούρκων παρότι οι τελευταίοι έχασαν πολύ περισσότερα πλοία.
Ο ρόλος των Ελλήνων στη ναυμαχία ήταν ιδιαίτερα σημαντικός. Έχει υπολογιστεί ότι περίπου 9.000 έλληνες πολέμησαν με την πλευρά του χριστιανικού στόλου. Προέρχονταν κυρίως από την Κέρκυρα, Ζάκυνθο , Κεφαλονιά και Κρήτη. Χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις του Χριστόφορου Κοντοκάλι από την Κέρκυρα που επιστρέφοντας θριαμβευτής στην Κέρκυρα με τη γαλέρα του δόθηκε προς τιμήν του η περιοχή στο σημείο που προσγειαλώθηκε κατά την επιστροφή του. Επίσης η γαλέρα του επίσης Κερκυραίου Πέτρου Μπούα κυβερνήτη της γαλέρας Χρυσός και Μαύρος αετός ήταν και το μόνο χριστιανικό πλοίο που παραδόθηκε χωρίς να δώσει μάχη αφού περικυκλώθηκε από πολυάριθμα εχθρικά στην δεξιά πτέρυγα του Χριστιανικού στόλου.
Ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη έλαβε μέρος στην ναυμαχία πάνω σε Ισπανική γαλέρα στο κέντρο της παράταξης. Επικεφαλής ομάδας του Ισπανικού στρατού τραυματίστηκε στο αριστερό χέρι από βολή Τουρκικού αρκεβούζιου με αποτέλεσμα να χάσει τη λειτουργικότητα του και έτσι έμεινε παράλυτο στην υπόλοιπη ζωή του.
Εκείνη την ημέρα διαλύθηκε η σε ολόκληρο τον κόσμο διαδεδομένη πεποίθηση ότι οι Τούρκοι ήταν αήττητοι στη θάλασσα. Η τύχη του κόσμου τρεις φορές εξαρτήθηκε από την τύχη μιας ναυτικής σύρραξης, στη Σαλαμίνα, το Άκτιο και τη Ναύπακτο έγραψε ο Γάλλος Ναύαρχος Jurien de la Gravier.
Η επόμενη μέρα για Ευρωπαίους και Έλληνες
Τα μόνα πλοία από τον Οθωμανικό στόλο που διασώθηκαν ήταν 30 γαλέρες των Αλγερινών πειρατών του Uluch Ali που απέφυγαν να πολεμήσουν και έφυγαν πριν τελειώσει η μάχη αλλά και περίπου 15 γαλέρες που συνόδεψαν την αιχμαλωτισμένη γαλέρα του Πέτρου Μπούα στην οχυρωμένη Ναύπακτο. Η μάχη μάλλον είχε κριθεί και γι αυτό έπραξαν έτσι οι Τούρκοι.
Οι Έλληνες δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν την ήττα των Τούρκων στη ναυμαχία. Κάποιες επαναστατικές κινήσεις στην Πάτρα, το Αίγιο, τα Σάλωνα και το Γαλαξίδι κατεστάλησαν από διάφορες αιτίες όπως προδοσίες, ολιγωρία και λιγοψυχία κάποιων εκ των επαναστατημένων Ελλήνων και τη μη υποστήριξή τους από τις ευρωπαϊκές μοναρχίες.
Η πρώτη σημαντική εμπλοκή, ανάμεσα στους επαναστατημένους Έλληνες και τους Οθωμανούς, στον Πατραϊκό, σημειώθηκε την 20η Φεβρουαρίου του 1822 κατά την οποία ο ελληνικός στόλος, με 63 σκάφη (27 υδραίϊκα, 20 σπετσιώτικα, και 16 ψαριανά) συγκρούσθηκε με τον οθωμανικό στόλο, αποτελούμενο από 70 σκάφη, στην πρώτη εκ παρατάξεως ναυμαχία του επαναστατημένου ελληνικού στόλου.
Τα τρία νησιά, Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, σχημάτισαν το στόλο εξήντατριών ελληνικών πλοίων, ο οποίος γι’ αυτό το λόγο ονομάστηκε «Τρινήσιος». Τα πλοία ήταν μικρά εμπορικά, ενώ στον αντίποδα τα οθωμανικά ήταν μεγάλα, ακριβά αλλά και γερασμένα. Το στόλο διοικούσαν ο Ανδρέας Μιαούλης, o Νικολής Αποστόλης και ο Γκίκας Τσούπας.
Επικεφαλής του στόλου ήταν ο Ανδρέας Μιαούλης. Ήταν η πρώτη φορά που ανατέθηκε σε έναν μόνο ναύαρχο η αρχηγία όλου του στόλου, καθώς μέχρι τότε η Υδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά, είχαν το δικό τους ναύαρχο. Ο οθωμανικός στόλος υπαγόταν στον Καπτάν Ντερυά ή Καπουδάν Πασά (οθωμ. Αρχιναύαρχος), ο οποίος το διάστημα αυτό ήταν ο Καρά Αλή Πασάς.
Ο συνολικός οθωμανικός στόλος αποτελείτο από τον τουρκικό και τον αιγυπτιακό στόλο, οι οποίοι αφού συναντήθηκαν και ενώθηκαν στην Μεθώνη κατέπλευσαν στην Πάτρα για να ενισχύσουν τα φρούρια της Πάτρας, του Ρίου, και του Αντιρρίου. Το ίδιο διάστημα ο επαναστατημένος ελληνικός στόλος έφτασε στο Μεσολόγγι στις 16 Φεβρουαρίου του 1822.
Τα ξημερώματα της 20ης Φεβρουαρίου και ενώ επικρατούσε μεγάλη θαλασσοταραχή, ο Ανδρέας Μιαούλης αποφάσισε να αποπλεύσει και να πλήξει τον οθωμανικό στόλο μέσα στο λιμάνι της Πάτρας. Ο Μιαούλης προηγήθηκε των άλλων ελληνικών πλοίων και επιτέθηκε πρώτος κατά των αγκυροβολημένων οθωμανικών.
Αν και σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές δεν βυθίστηκε κανένα από τα πλοία των εμπόλεμων, στην συγκεκριμένη ναυμαχία υπάρχει αναφορά για μια τουρκική φρεγάτα η οποία έπαθε σοβαρές ζημιές. Σημαντικές υλικές και ψυχικές απώλειες υπέστησαν επίσης και άλλα οθωμανικά πλοία. Από την πλευρά του επαναστατημένου ελληνικού στόλου υπάρχει η καταχώρηση μιας μόνο απώλειας. Πρόκειται για ένα πυρπολικό το οποίο δεν κατόρθωσε να ακολουθήσει τα άλλα ελληνικά πλοία
Η ναυμαχία αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τις επαναστατημένες ελληνικές δυνάμεις καθώς αποδείχθηκε ότι ο ελληνικός στόλος ήταν πλέον ικανός να αντιμετωπίσει τον οθωμανικό, ως ίσος προς ίσον, σε ναυμαχία παράταξης.
Οι εχθροπραξίες στον Πατραϊκό κόλπο συνεχίστηκαν το 1825 -1826 , τον Ιανουάριο του 1827 Ο Μιαούλης παρά τις πολλές προσπάθειες για να διασπάσει τις οθωμανικές γραμμές στην προσπάθεια των Οθωμανών να διατηρήσουν τον έλεγχο των φρουρίων Ρίου-Αντιρρίου και τις γραμμές ανεφοδιασμού προς το Μεσολόγγι.
με αποτέλεσμα μια από τις προσπάθειες αυτές να εξελιχθεί σε ναυμαχία, έξω από το ακρωτήριο Πάπας, κατά την διάρκεια της οποίας 68 οθωμανικά πλοία συγκρούστηκαν με την μικρή δύναμη του υπό τις διαταγές του Μιαούλη βρισκόμενου ελληνικού στόλου. Το αποτέλεσμα ήταν, μετά από μεγάλες απώλειες, η αναγκαστική υποχώρηση του ελληνικού στόλου . Ο Ανδρέας Μιαούλης με μεγάλη του λύπη δήλωσε στην επιτροπή των πολιορκημένων ότι δεν θα μπορούσε πλέον να προσφέρει βοήθεια στο Μεσολόγγι. Τα ίδια ανέφερε και σε εκθέσεις του στους προκρίτους της Ύδρας, αναφέροντας μάλιστα ότι θεωρούσε πλέον αναπόφευκτη την πτώση της πόλης.
Υ/Γ ΠΛΕΙΑΣ Ν/Θ ΝΕΣΤΟΣ
Μετά την ταραχώδη περίοδο του μεσοπολέμου και από το 1936 μέχρι την Ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδος, το κράτος άρχισε να προετοιμάζεται στρατιωτικά καθότι τα γεγονότα φάνηκε ότι οδηγούσαν σε ένα νέο Παγκόσμιο Πόλεμο με σίγουρη τη συμμετοχή της Ελλάδος. Η εκτίμηση και δήλωση του Μεταξά ήταν ότι παρά τις προσπάθειες για ουδετερότητα, η Ελλάδα θα βρεθεί με το πλευρό της Αγγλίας. Διατέθηκαν χρήματα για τις Ε.Δ, κυρίως για τον στρατό ξηράς, λιγότερα για την αεροπορία και ακόμα λιγότερα για το Ναυτικό.
Κατά τον ΙΙ Π.Π στην ευρύτερη περιοχή του Πατραϊκού κόλπου δεν σημειώθηκαν ναυμαχίες παρά μόνο κάποια σημαντικά πολεμικά συμβάντα όπως η βύθιση μετά από αεροπορική επιδρομή των γερμανικών στούκας των Ν/Θ ΝΕΣΤΟΣ και του βοηθ. Υ/Γ ΠΛΕΙΑΣ
Το απόγευμα της 21ης Απριλίου τα πλοία ΝΕΣΤΟΣ και ΠΛΕΙΑΣ ήταν αγκυροβολημένα έξω από το λιμάνι της Πάτρας στο ύψος της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα , όταν δέχθηκαν αεροπορική επιδρομή από τα γερμανικά στούκας. Από την επίθεση τραυματίστηκε ο κυβερνήτης του ΠΛΕΙΑΣ Υποπλοίαρχος Βύρων Κρυσταλλίδης και ο οποίος μεταφέρθηκε με άλλους τραυματίες στο Α νοσοκομείο της πόλης όπου και εξέπνευσε. Τα δυο πλοία κατάφεραν με επιδέξιους χειρισμούς να διαφύγουν το μεν ΝΕΣΤΟΣ προς τη Ροδινή όπου προσάραξε και βυθίστηκε σε νέα αεροπορική επίθεση στις 23/4/1941.
Το ΠΛΕΙΑΣ συνέδεσε τη μοίρα του με το νοσοκομειακό πλοίο ΕΛΛΗΝΙΣ, το οποίο την 21η Απριλίου 1941 είχε αποπλεύσει από την Αμφιλοχία (Καρβασαρά), μεταφέροντας 278 τραυματίες. Οι 100 από αυτούς, λόγω βαρυτάτων τραυμάτων, μεταφέρονταν επί κλίνης. Κυβερνήτης του πλωτού νοσοκομείου ήταν ο Χαρίλαος Ρεβίδης, πλωτάρχης, έφεδρος εκ μονίμων.
Το ΕΛΛΗΝΙΣ βρισκόταν πλέον εν πλω, όταν στις 11 π.μ. δέχθηκε την επίθεση ενός αεροπλάνου, το οποίο έβαλε καταιγιστικώς κατ’ αυτού με τα πολυβόλα του και με ρίψη βομβών. Η επίθεση έγινε νότια της νησίδας Σκρόφα στον Πατραϊκό κόλπο. Ο κυβερνήτης, με οφιοειδείς ελιγμούς, απέφυγε τις βόμβες, αλλά από τους πυροβολισμούς είχε έναν τραυματία. Επί προσθέτως, οι κραδασμοί που προκλήθηκαν από την ρίψη των βομβών, δημιούργησαν ρωγμές στο σκάφος που άρχιζε να «κάνει νερά». Μία λύση ήταν να στραφεί προς το Μεσολόγγι, αλλά και εκεί άλλο γερμανικό αεροπλάνο στην περιοχή Θολή έβαλε κατά του ρυμουλκού του φράγματος. Ούτε ήταν δυνατόν να ρίξει το πλοίο σε κάποια αμμουδερή ακτή, διότι οι κατακεκλιμένοι τραυματίες που μετέφερε, έπρεπε συνεχώς να βρίσκονται σε οριζόντια θέση.
Έτσι προτίμησε να αγκυροβολήσει στον κολπίσκο της Οξιάς και άρχισε με τον ασύρματο να ζητεί αεροπορική προστασία, που όμως, λόγω συνθηκών, ήταν δύσκολο να παρασχεθεί. Επί πλέον διαπίστωσε ότι οι αντλίες του πλοίου δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των διαρροών. Το νερό ανέβαινε συνεχώς. Και τότε ο Ρεβίδης πήρε την τολμηρή απόφαση να κατευθυνθεί προς την Πάτρα, εξαντλώντας όλες τις δυνατότητες των μηχανών και του πληρώματός του.
Σ’ εκείνη την κρίσιμη στιγμή κάνει την εμφάνισή του το ΠΛΕΙΑΣ που έχει λάβει τα σήματα βοηθείας. Έσπευσε προς βοήθειαν της ΕΛΛΗΝΙΔΟΣ και ο γενναίος κυβερνήτης της Βύρων Κρυσταλλίδης με τα αντιαεροπορικά μέσα που διέθετε απέκρουσε την επίθεση του δευτέρου αεροπλάνου
Το ΠΛΕΙΑΣ με τον ύπαρχο του πλοίου, τον έφεδρο σημαιοφόρο, Β. Ανατσίτο που ανέλαβε καθήκοντα κυβερνήτη, κατόπιν εντολής έπλευσε στον όρμο Βασιλικά, μεταξύ Ναυπάκτου και Κρυονερίου όπου μετά από τρείς αεροπορικές επιθέσεις (23/4 – 25/4) βυθίστηκε.
Ο Βύρων Σ. Κρυσταλλίδης
Γεννήθηκε το 1909 στο Αϊβαλί. Με την καταστροφή του 1922 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και τα αδέρφια του στην Αθήνα και εν συνεχεία στον Πόρο. Το 1926 εισήχθη στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (ως πρωτεύσας στη σχολή Ναυτοπαίδων) και αποφοίτησε τον Αύγουστο του 1931 ως Σημαιοφόρος Π.Ν. O πόλεμος του 1940 τον βρήκε Υποπλοίαρχο, Κυβερνήτη του Β.Π. ΠΛΕΙΑΣ (Ναρκαλιευτικό μετασκευασμένο σε Υδρογραφικό). Το σώμα του Υπχου Β. Κρυσταλλίδη Π Ν, αναπαύεται στο 1ο Δημοτικό κοιμητήριο της πόλης των Πατρών. Μετά θάνατον τιμήθηκε με το Χρυσού Αριστείο Ανδρείας: “Διά τον ηρωισμόν του κατά την βύθισιν υπό εχθρικών αεροσκαφών του υδρογραφικού πλοίου ΠΛΕΙΑΣ του οποίου ήτο Κυβερνήτης”. Το 1958 δόθηκε τιμητικά το όνομά του σε οχηματαγωγό της Διοίκησης Πλοίων Αποβάσεως και σήμερα στην πυραυλάκατο Ρ 69 του Ελληνικού Στόλου.
Πηγές
«Μεθ’ ορμής ακαθέκτου», επίτομη ιστορία του Π.Ν,1821-1945, Έκδοση Υ.Ι.Ν, Υπχος (Ο) Π. Γέροντας
“Έκθεσις επί της δράσεως του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον πόλεμο 1940 – 1944”, εκδοση ΥΙΝ, Αντιναύαρχος Δημ. Φωκάς