ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ (OSMANLI DONANMA CEMİYETİ)
- 26/11/2021
- 0
Συγγραφέας: Piotr Nykiel*
Επιμέλεια- Απόδοση: Ιωάννης Γ. Βιδάκης**
Εισαγωγικά
Το συγκεκριμένο άρθρο περιλαμβάνεται στην θεματική ενότητα του συγγραφέα: «Naval Operations in the Dardanelles 1915», βλ. www.navyingallipoli.com. Ο Πολωνός καθηγητής τουρκολογίας έχει συγγράψει σχετικά βιβλίο με τίτλο: «Expedition to the Golden Horn. Military Operations in the Dardanelles and on the Aegean Sea (August 1914 – March 1915)», [Wydawnictwo Arkadiusz Wingert, Krakow, 2008, 373 σελ., περιλαμβανομένων 17 παραρτημάτων, βιβλιογραφίας, 17 χαρτών, 157 εικόνων, ISBN: 978-83-918940-7-1, http://www.navyingallipoli.com/teksty/book_eng.pdf].
Ο επιμελητής – μεταφραστής του κειμένου κρίνει γενικότερα ότι θα ήταν ενδιαφέρουσα η παρουσίαση στην χώρα μας ορισμένων θεμάτων, όπως αυτό που εξετάζει στο άρθρο του ο Πολωνός καθηγητής Piotr Nykiel, σχετικά με τον τρόπο ενίσχυσης του οθωμανικού ναυτικού στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα.
Αρχικά επισημαίνονται τα ακόλουθα: η κοινωνική ασφάλιση και η αλληλοβοήθεια αποτελούν σημαντικά στοιχεία της κοινωνικής ζωής. Παλαιότερα οι πόλεμοι που διαρκούσαν πολλά χρόνια προκαλούσαν μεγάλες απώλειες στον πληθυσμό και τεράστιες απώλειες ανθρώπων, υλικών και υποδομών. Στο πλαίσιο αυτό, οι ζωτικές ανάγκες των ατόμων δεν ικανοποιούνται συνήθως με επάρκεια, σε τομείς όπως, επισιτισμός, υγεία, εκπαίδευση και ασφάλεια. Σε περιόδους και περιοχές όπου δεν υπήρχε θεσμοθετημένη η κοινωνική βοήθεια, γινόταν προσπάθειες οι ανάγκες των ανθρώπων να καλυφθούν, κυρίως με παραδοσιακούς τρόπους. Ωστόσο, οι κοινωνικές συνθήκες που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση από τα μέσα του 19ου αιώνα οδήγησαν στην διαχείριση της παραδοσιακής αλληλοβοήθειας των κοινωνιών, μέσω ενώσεων, σωματείων και συλλόγων/συνδέσμων εντός του «κοινωνικού κρατικού συστήματος». Στην οθωμανική αυτοκρατορία, κοινότητες και ενώσεις που άρχισαν να ιδρύονται στην «περίοδο Τανζιμάτ», όταν προχώρησε ο εκσυγχρονισμός, επεκτάθηκαν ακόμη περισσότερο στη Συνταγματική περίοδο και αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής ζωής. Χωρίς νομικούς περιορισμούς, αυτοί οι συγκροτημένοι αυθόρμητα, φορείς/οργανισμοί έγιναν νόμιμοι μόλις το 1909 με το «Νόμο περί Σωματείων». Την περίοδο αυτή, ένας από τους συλλόγους που ιδρύθηκαν για φιλανθρωπικούς σκοπούς ήταν ο «Σύλλογος για το Οθωμανικό Ναυτικό» ή «Οθωμανική Εταιρεία Ναυτικού». Ιδρύθηκε στις 19 Ιουλίου 1909 στην Κωνσταντινούπολη με πρωτοβουλία εθελοντών, μουσουλμάνων και μη.
Στην Ελλάδα είχε προηγηθεί η σύσταση ανάλογου φορέα: το 1866 η Κρητική Επανάσταση εξέγειρε το δημόσιο φρόνημα και με εισήγηση του τότε Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, συγκροτήθηκε επιτροπή, η οποία την 28η Οκτωβρίου 1866 εξέδωσε δημόσια πρόσκληση. Διενεργήθηκε συγκέντρωση στο Βαρβάκειο Λύκειο την Κυριακή 30 Οκτωβρίου 1866, με αποτέλεσμα την εκλογή ειδικής επιτροπής, η οποία συνέταξε καταστατικό της «Εταιρείας προς Σχηματισμό Εθνικού Στόλου» με έμβλημα την προτομή του Θεμιστοκλή. Το καταστατικό εγκρίθηκε σε νέα συνεδρίαση την 20ή Νοεμβρίου 1866, υπό την προεδρία του Υποναυάρχου Κων. Νικόδημου. Διεξήχθηκε γενική συνέλευση τον Δεκέμβριο του 1866 και εκλέχθηκε κεντρική επιτροπή, που ανέλαβε τη συλλογή των συνδρομών, την εκπροσώπηση της Εταιρείας και εξέδωσε προκήρυξη «προς το Πανελλήνιο», την 2α Ιανουαρίου 1867. Από το 1868 ανέλαβε την προεδρία της κεντρικής επιτροπής ο Υποναύαρχος Κων. Νικόδημος (1795-1879) σε ηλικία 74 ετών, την οποία διατήρησε μέχρι τον θάνατό του. Τελικά με Νόμο το 1900 συστήνεται το Ταμείο Εθνικού Στόλου (ΤΕΣ). Το ΤΕΣ προσέφερε στο Πολεμικό Ναυτικό το θωρηκτό «Γ. ΑΒΕΡΩΦ», αντιτορπιλικά, ανιχνευτικά, τορπιλοβόλα, τορπιλακάτους, και σημαντικής αξίας πολεμικό υλικό. [Βλ. σχετικά κείμενα: Δημήτριος Γεωργαντάς & Ιωάννης Βιδάκης, “Αιγαίο Πέλαγος και «Ξύλινα Τείχη»”, 5/11/2020, https://infognomonpolitics.gr/2020/11/aigaio-pelagos-kai-xylina-teichi/
και Ιωάννης Βιδάκης, Δημήτριος Γεωργαντάς, Γεώργιος Βλάχος, «Εξοπλιστικά Προγράμματα: Μία εν Δυνάμει Ιστορική Καινοτομία», 03/09/2020 & 04/09/2020,
https://infognomonpolitics.gr/2020/09/exoplistika-programmata-mia-en-dynamei-istoriki-kainotomia/
https://infognomonpolitics.gr/2020/09/exoplistika-programmata-mia-en-dynamei-istoriki-kainotomia-v%CE%84-meros/]
Στό οθωμανικό σουλτανάτο [βλ. http://ikee.lib.auth.gr/record/320775/files/GRI-2020-28267.pdf, σελ. 24-25], η “χρηματοδότηση του ελληνικού ναυτικού από τους Ρωμιούς προκαλούσε τον εκνευρισμό των Νεότουρκων. Στην Αμισό, στη Σμύρνη και στη Σάμο συλλήφθηκαν και ξυλοκοπήθηκαν Ρωμιοί με την κατηγορία της αγοράς λαχείων για την ενίσχυση του ελληνικού στόλου, [«Ορθοδόξων Παθήματα», Εκκλησιαστική Αλήθεια, 31 Δεκεμβρίου 1910, 1- 3]. Το επεισόδιο Κοντογιάννη, που αφορούσε τη σύλληψη του προξενικού πράκτορα για πώληση των παραπάνω λαχείων, έλαβε μεγάλες διαστάσεις στον τύπο και στη Βουλή της περιόδου, προκαλώντας το μένος της ρωμέικης κοινότητας και τη διαμαρτυρία του Έλληνα πρέσβη στην Πόλη, [«Το επεισόδιον Κοντογιάννη», Μακεδονία, 17 Ιουλίου 1911, 1. «Πολιτικόν Δελτίον», Απ΄ όλα, 16 Ιουλίου 1911, 2.- «Νεώτεραι Ειδήσεις: Τα εν Κων/πολει: Βασανιστήρια προξενικού υπαλλήλου», Φάρος της Ανατολής, 23 Ιουλίου 1911, 2]”. .
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας αναφέρεται μεταξύ άλλων, στα εξής: σε νησιά του Αιγαίου [Aegean islands], στο ότι ιδρυτές και εθελοντές του συλλόγου ήταν και μη-μουσουλμάνοι, χωρίς να επεκτείνεται ειδικότερα, ότι οι εισφορές του συλλόγου προήλθαν από εμπόρους και πλούσιους οθωμανούς, χωρίς να αναλύει τυχόν χορηγίες (εθελοντικές ή υποχρεωτικές), άλλων εθνοτήτων και θρησκευμάτων, την οποία μάλλον υποβαθμίζει, (βλ. σημείωση υπ. αρ. 3), φέρεται να κατακρίνει την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης για την κατάσχεση δυο νέων ισχυρών πολεμικών πλοίων και την άρνηση της παράδοσής τους στους Οθωμανούς με μια μάλλον άστοχη αιτιολόγηση, ενώ παραλείπει τις ναυτικές συγκρούσεις στο Αιγαίο μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων.
Σημειώνεται ότι το κείμενο παρατίθεται στη συνέχεια αυτούσιο, χωρίς παρεμβάσεις του μεταφραστή.
Σύλλογος για το Οθωμανικό Ναυτικό
Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, όταν στις περισσότερες χώρες του κόσμου ο πατριωτισμός κατανοήθηκε σχεδόν αποκλειστικά ως την ετοιμότητα να δώσει κανείς την ζωή του για την πατρίδα του, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μαζί με την επανεισαγωγή των πολιτικών ελευθεριών μετά την εγκαθίδρυση της Δεύτερης Συνταγματικής Μοναρχίας, είχαν αρχίσει να εμφανίζονται διάφορα είδη κοινωνικών οργανώσεων/φορέων. Ορισμένες από αυτές επέλεξαν ως κύριο στόχο τους την προώθηση νέων ειδών πατριωτικής συμπεριφοράς, άγνωστων μέχρι τότε στους υπηκόους του σουλτάνου.
Μία από αυτές τις οργανώσεις ήταν ο «Σύλλογος για το Οθωμανικό Ναυτικό», [Association for the Ottoman Navy], ο οποίος εγγράφηκε επίσημα στις 19 Ιουλίου 1909, με το όνομα «Donanma-i Osmanî Muavenet-i Milliyye Cemiyeti». Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ένα τόσο μακρύ όνομα αποδείχθηκε ότι δεν ήταν πρακτικό – έτσι στις 17 Φεβρουαρίου 1913 αντικαταστάθηκε με μια απλοποιημένη έκδοση την: “Osmanlı Donanma Cemiyeti”. Αρχικά ο καταστατικός σκοπός του συλλόγου ήταν η τόνωση της κοινωνικής προσφοράς για το Οθωμανικό Ναυτικό, παρακινώντας τους ανθρώπους να καταθέτουν εθελοντικές δωρεές. Ωστόσο, με την προσέγγιση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έλαβε τη μορφή συγκαλυμμένου φόρου, γιατί – ακόμη κι αν όχι για όλους τους πολίτες, τουλάχιστον γι΄ όλα τα μέλη του δημόσιου τομέα, τους εμπόρους και τεχνίτες – καθορίστηκαν τα ελάχιστα ποσά που ήταν υποχρεωμένοι να διαθέσουν από τους μισθούς τους ή τα εισοδήματά τους. Αν και η μορφή συγκέντρωσης κεφαλαίων ήταν αμφίβολη, δεν υπήρχε πολίτης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που να παραμελούσε το γεγονός ότι οι ανάγκες του Οθωμανικού Ναυτικού ήταν πράγματι τεράστιες.
Κατά την διάρκεια του σουλτανάτου του Abdülaziz (1861-1876) η Τουρκία ήταν παγκόσμια η τρίτη ναυτική δύναμη και η δεύτερη στη Μεσόγειο. Ωστόσο, ήδη από την κυβέρνηση του Abdülhamid II (1876-1909) το ναυτικό της έμελλε να χάσει τελείως τη σημασία του και να καταστεί άχρηστο, ακόμη και σε αντιπαράθεση με την Ελλάδα. Δύο ήταν οι κύριοι παράγοντες που οδήγησαν σ΄ αυτήν την κατάσταση: Πρώτον, ο Abdülaziz συνήθιζε να αναπτύσσει το Οθωμανικό Ναυτικό ανεξάρτητα από τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους, κι έτσι να αποκτά τεράστια διεθνή χρέη. Δεύτερον, ο Abdülhamid II που νοιαζόταν πολύ περισσότερο για τον κρατικό προϋπολογισμό, αντιμετώπισε ένα δραματικό δίλημμα στην αρχή της μακροχρόνιας [33 έτη] βασιλείας του: αν θα συνέχιζε να διαχειρίζεται το κρατικό χρέος, για να μπορέσει το ναυτικό του να συμβαδίσει με τα κορυφαία στον κόσμο και πολύ εξελιγμένα ναυτικά, (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή ήταν η εποχή της μαζικής εισαγωγής του ατμού και της εμφάνισης των πρώτων θωρηκτών), ή για την αναδιοργάνωση των χερσαίων δυνάμεων, που μετά την ολική ήττα τους στον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας το 1877-78 είχαν φθάσει σε τόσο δραματική κατάσταση, που δεν ήταν σε θέση να εγγυηθούν την εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας, ειδικά στα Βαλκάνια. Βλέποντας τα ευρωπαϊκά του εδάφη να συρρικνώνονται γρήγορα, ο σουλτάνος αποφάσισε να περισώσει τις χερσαίες δυνάμεις και έτσι, εξ ανάγκης, καταδίκασε το ναυτικό σε σχεδόν ολοκληρωτική υποβάθμιση.
Συνεπώς η Β’ Συνταγματική Μοναρχία κληρονόμησε τα ήδη εξαιρετικά απαρχαιωμένα πλοία από την εποχή του Abdülaziz, που σκούριαζαν αργά στον Κεράτιο Κόλπο, με τα πληρώματά τους με σχεδόν μηδενικό επίπεδο εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, τα γεγονότα στην διεθνή σκηνή που επρόκειτο να λάβουν χώρα κατά την διάρκεια του σουλτανάτου του Abdülhamid II, (συμπεριλαμβανομένων εκείνων στα οποία συμμετείχε η Τουρκία) έπρεπε να αποδείξουν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την γεωγραφική της κατάσταση, δεν είχε την πολυτέλεια να μην έχει ναυτικό τουλάχιστον ισοδύναμο σε ισχύ μ΄ εκείνα που κατείχαν οι πλησιέστεροι γείτονές της. Ωστόσο, ήταν προφανές ότι η χώρα δεν μπορούσε να ξανακτίσει το ναυτικό με δικούς της πόρους προϋπολογισμού.
Παραδόξως, η ιδέα για το πώς να λυθεί αυτό το πρόβλημα προήλθε από έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς των Τούρκων, την Ελλάδα. Ο Τύπος της Κωνσταντινούπολης ανέφερε: «η ελληνική κυβέρνηση, με μεγάλη οικονομική υποστήριξη από έναν πολύ πλούσιο Έλληνα, τον Γεώργιο Αβέρωφ, αγόρασε ένα πιο σύγχρονο και πολύ πιο ισχυρό καταδρομικό από τα ιταλικά (1) . Αυτό το πλοίο έχει ένα εκτόπισμα 10 χιλιάδων τόνων, είναι πολύ γρήγορο και έχει τεράστια ισχύ βολής. Ένα τέτοιο καταδρομικό ισούται με τρία έως πέντε [δικά μας] θωρηκτά (2)» . Ο Τούρκος έμπορος Yağcızade Şefik Bey εμπνεόμενος από αυτό το παράδειγμα, όχι μόνο καθιέρωσε αμέσως τον «Σύλλογο για το Οθωμανικό Ναυτικό», [Association for the Ottoman Navy], αλλά ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έδωσε μια ουσιαστική δωρεά απ’ όλα τα εισοδήματα που είχε στο μαγαζί του στο Balkapanı Hanı. Τα θαύματα δεν σταματούν ποτέ, καθώς τον ακολούθησαν αμέσως και άλλα μέλη της ήδη πολύ φτωχής και διχασμένης τότε οθωμανικής κοινωνίας (3). Τα κεφάλαια που συγκεντρώνονταν στο λογαριασμό του συλλόγου, επρόκειτο να αυξηθούν γρήγορα. Νέα τοπικά τμήματα του Συλλόγου/Ταμείου άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία (4) . Δύο μάλιστα ιδρύθηκαν στο Βερολίνο και στο Παρίσι.
Οι μορφές συγκέντρωσης κεφαλαίων για την εκπαίδευση του προσωπικού του ναυτικού, αλλά πρώτα απ΄ όλα για την αγορά νέων πλοίων, ήταν διαφορετική: από τη συλλογή «των οβολών της χήρας», [“widow’s mites”], τα κιβώτια που μεταφέρουν οι συλλέκτες του δρόμου, έως την αποδοχή μεγαλύτερων οικονομικών δωρεών από πλουσιότερους πολίτες, με απόδειξη που δινόταν στον δωρητή, και έως την πώληση αναμνηστικών ή καρτ ποστάλ – ακόμη και οι πολιτιστικές δραστηριότητες της θεατρικής ομάδας «Osmanlı Donanma Cemiyeti Heyet-i Temsiliyesi», η οποία λειτούργησε μεταξύ 1913 και 1915 (5) . Η γενναιοδωρία του λαού ξεπέρασε σύντομα τις προσδοκίες και των ιδρυτών του συλλόγου και του ίδιου του σουλτάνου Mehmet V Reşad (1909-1918), ο οποίος ανέλαβε την οργάνωση υπό την προστασία του και ήταν γενναιόδωρος και με δικά του χρήματα. Επιπλέον, για να τιμήσει τους μεγαλύτερους δωρητές, εξέδωσε ειδικό μετάλλιο, το «Donanma İane Madalyası (6)» .
Ξεχωριστό αλλά εξαιρετικά σημαντικό μέρος της δραστηριότητας του συλλόγου ήταν το μηνιαίο, (από το 1914 εβδομαδιαίο) περιοδικό «Donanma» που κυκλοφόρησε από τον Μάρτιο του 1910, έως τον Μάρτιο του 1919. Στις σελίδες του οι αναγνώστες όχι μόνο ενημερώνονταν για τα τρέχοντα θέματα του οργανισμού αλλά και εκπαιδεύονταν σε ευρέως κατανοητές ναυτικές υποθέσεις πολέμου, στον πατριωτισμό, ακόμη και στα δικαιώματα των γυναικών (7) . Στις σελίδες του «Donanma» καταγράφονταν όχι μόνο οι πιο επιφανείς δωρητές αλλά κι εκείνοι που έκαναν τις μικρότερες και τις πιο συγκινητικές πληρωμές. Αυτά τα παραδείγματα σύντομα ακολούθησαν και άλλα. Η πώληση της προίκας της νύφης και η μεταφορά όλων των χρημάτων που αποκτήθηκαν στο λογαριασμό του συλλόγου έγινε κοινή πρακτική. Τα σχολεία θηλέων άρχισαν να διοργανώνουν δημοπρασίες μαθητικών χειροτεχνιών… Οι κρατικοί υπάλληλοι από τους οποίους το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου/Ταμείου ανέμενε ειδική αφοσίωση, υποχώρησαν από την κοινωνική πίεση και συχνά κατέβαλαν σε δωρεές ποσά που υπερέβαιναν κατά πολλές δεκάδες φορές τις μηνιαίες υποχρεώσεις τους, που είχαν καθοριστεί από το σύλλογο με βάση τις αποδοχές τους (8) . Ωστόσο, το 1913 δεν είχαν άλλη επιλογή και αναγκάστηκαν να πληρώσουν –σε δώδεκα μηνιαίες δόσεις– ολόκληρους τους μισθούς τους του Δεκεμβρίου (9) . Ο σουλτάνος Abdülhamid II που ήταν τότε εξόριστος στη Θεσσαλονίκη ήταν επίσης νομικά ανίκανος και όπως πρότεινε ο σύλλογος, έπρεπε να παραδώσει όλα τα προσωπικά του τιμαλφή (10) .
Για το συνολικό ποσό των 1.070.000 χρυσών νομισμάτων [altın] που είχε συγκεντρωθεί μέχρι το 1910, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αγόρασε δύο [δίδυμα] θωρηκτά κλάσης «Βρανδεμβούργο», [“Brandenburg” class], που είχαν ήδη παροπλιστεί σταδιακά από τους Γερμανούς. Μετά την άφιξή τους στην Κωνσταντινούπολη μετονομάστηκαν σε «Barbaros Hayrettin» και «Turgut Reis» (11) . Η κοινωνία, βλέποντας τα απτά αποτελέσματα των δωρεών της, εξακολούθησε τις χορηγίες της. Χάρη σε αυτήν τη στάση, μόλις δύο χρόνια αργότερα, επρόκειτο να προστεθούν στο τουρκικό ναυτικό τέσσερα σύγχρονα αντιτορπιλικά, που ονομάστηκαν «Muavenet-i Milliyye», «Nûmune-i Hamiyet», «Yadigâr-ı Millet» και «Gayret-i Vataniyye», που αγοράστηκαν επίσης από την Γερμανία για 480 χιλιάδες λίρες (12) . Οι αγορές αυτές, ωστόσο, δεν προστάτευσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία από την απώλεια της πλειονότητας των νησιών του Αιγαίου [Aegean islands] κατά τον πόλεμο της Τρίπολης (Λιβύη) το 1911-12 και τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-13. Ωστόσο, η οθωμανική κυβέρνηση γνώριζε πλήρως τη συνεχή αδυναμία του ναυτικού και ήδη πριν από το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου είχε αποφασίσει να συνάψει διεθνή δάνεια έναντι μελλοντικών δωρεών του συλλόγου και να αγοράσει από την Βρετανία δύο σύγχρονα πλοία κλάσης «dreadnought».
Το πρώτο από αυτά ήταν το θωρηκτό «Rio de Janeiro», που αρχικά είχε παραγγείλει η Βραζιλία. Το πλοίο, αφού καταβλήθηκε το ποσό των 2.400.000 οθωμανικών λιρών από την τουρκική πλευρά, μετανομάστηκε σε «Sultan Osman-ı Evvel» (13) . Το δεύτερο ήταν το καταδρομικό «Reşadiye»(14) , που κατασκευάστηκε από την αρχή για την Τουρκία. Στις 16 Ιουλίου 1914 υπογράφηκε μια άλλη σύμβαση για την κατασκευή ενός τρίτου dreadnought, με το όνομα «Fatih Sultan Mehmed» με το ναυπηγείο Vickers. Στο πλαίσιο του ναυτικού του προγραμματος, το Οθωμανικό Ναυτικό επρόκειτο να αγοράσει άλλα έξι θωρηκτά και δώδεκα αντιτορπιλικά, δώδεκα τορπιλοβόλλα, έξι υποβρύχια, δύο ναρκοθέτιδες, δύο εκπαιδευτικά πλοία, είκοσι τέσσερις κανονιοφόρους ποταμού, ένα πλοίο-νοσοκομείο και έξι πλοία μεταφοράς (15) .
Ωστόσο, το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ματαίωσε τα προαναφερθέντα σχέδια, από τα οποία υλοποιήθηκε μόνο η τελετή καθέλκυσης της καρίνας του «Fatih Suitan Mehmet». Επιπλέον, στις 28 Ιουλίου 1914, δηλαδή μόλις μια εβδομάδα πριν υπογραφεί η συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Γερμανίας, η βρετανική κυβέρνηση, υπό την πίεση του Πρώτου Λόρδου του Ναυαρχείου, Winston Churchill, αποφάσισε την παράνομη κατάσχεση των πλοίων «Sultan Osman-ı Evvel» και «Reşadiye». Στη συνέχεια, τα πλοία μετονομάστηκαν σε «HMS Agincourt» και «HMS Erin». Με αυτόν τον τρόπο οι Βρετανοί ήθελαν να ενισχύσουν το βασιλικό ναυτικό τους, ενόψει του πολέμου που πλησίαζε, αλλά δεν έλαβαν υπόψη τα πιθανά οφέλη του να άφηναν τα πλοία αυτά υπό τουρκική σημαία, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το Οθωμανικό Ναυτικό μεταρρυθμιζόνταν, υπό την επίβλεψη βρετανών αξιωματικών (16) .
Μ΄ αυτές τις ψευδαισθήσεις για την Βρετανία, που είχαν οι Τούρκοι πολίτες και οι πολιτικοί, που μέχρι τον Ιούλιο του 1914 εξακολουθούσαν να επιλέγουν την προσέγγιση με την «Entente Cordiale», διαλύθηκαν. Το κύπελλο της πικρίας επρόκειτο να ξεχειλίσει, δεδομένου ότι τα πλοία αγοράστηκαν με πίστωση που υποτίθεται ότι θα πλήρωνε ολόκληρη η οθωμανική κοινωνία. Όπως αποδείχθηκε λίγο αργότερα, η βρετανική πλευρά έλαβε από τους Τούρκους την τελευταία δόση για το «Sultan Osman-ı Evvel» και το «Reşadiye», αφού είχε ήδη ληφθεί η απόφαση για την κατάσχεσή τους (17) .
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν προφανώς μια περίοδος στασιμότητας στις δραστηριότητες του «Osmanlı Donanma Cemiyeti». Νέα πλοία θα μπορούσαν να παραγγελθούν –αν και θεωρητικά– μόνο στην Γερμανία ή την Αυστρο-Ουγγαρία. Ωστόσο τα ναυπηγεία και των δύο χωρών μετά βίας κατόρθωναν να συμβαδίσουν με την παραγωγή για τα δικά τους ναυτικά και ακόμη κι αν κατασκεύαζαν ένα πλοίο για την Τουρκία, δεν υπήρχε δυνατότητα να το παραδώσουν στην Κωνσταντινούπολη, όπου τότε βρισκόταν η κύρια βάση του Οθωμανικού Ναυτικού, λόγω της ναυτικής κυριαρχίας των Βρετανών και των Γάλλων στη Μεσόγειο Θάλασσα και της μόνιμα αποκλεισμένης εισόδου στα Δαρδανέλλια.
Ως αποτέλεσμα της τουρκικής ήττας στον Μεγάλο Πόλεμο, που ακολούθησε τον εγκλεισμό του Οθωμανικού Ναυτικού στον Κεράτιο Κόλπο, η περαιτέρω λειτουργία του συλλόγου δεν είχε πλέον νόημα. Έτσι, την 1η Φεβρουαρίου 1919 μαζί με την απόφαση για την αναστολή λειτουργίας του Υπουργείου Ναυτικών, διαλύθηκε και ο «Osmanlı Donanma Cemiyeti». Ωστόσο, πολύ λίγοι συνειδητοποιούν ότι τα αποτελέσματα της δραστηριότητας του συνδέσμου φαίνονται στη σημερινή Τουρκία, σε μια περιοχή που με την πρώτη ματιά δεν έχει καμία σχέση με το ναυτικό. Αυτό αφορά την πολύ δημοφιλή ακόμη παράδοση παράδοσης δερμάτων προβάτων στην «Τουρκική Αεροναυτική Ένωση» (τουρ.: Türk Hava Kurumu), κατά την περίοδο της «Γιορτής της Θυσίας» (τουρ.: Kurban Bayramı). Αυτή η παράδοση γεννήθηκε κατά την Δεύτερη Συνταγματική Μοναρχία όταν στο πλαίσιο του Συνδέσμου για το Οθωμανικό Ναυτικό υπήρχε το λεγόμενο «Ταμείο Αεροπορίας», (“Aviation Fund”, τουρ.: Tayyare İanesi), το οποίο εκτός από χρήματα για νέα αεροπλάνα συγκέντρωνε και δέρματα ζώων, που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή στολών των ιπτάμενων.
Bibliography:
• Ali Haydar Emir, Sefain-i Harbiyye İnşaatının Tarihçesi, [in:] “Ordu ve
Donanma”, Numara 10, Mayıs 1330, s. 649-655.
• Arıkan Z., Sancar L. (ed.), Türk Denizcilik Tarihi, t. 2, Deniz Basımevi, İstanbul
2009.
• “Donanma”, Numara 2, Nisan 1326; Numara 3, Mayıs 1326; Numara 4, Haziran
1326; Numara 5, Temmuz 1326. • Erüreten M., Osmanlı Madalyaları ve Nişanları. Belgelerle Tarihi, DMC, İstanbul 2001.
• Gök N., Donanma Cemiyeti’nin Anadolu’da Örgütlenmesine İlişkin Gözlemler,
[w:] Ankara Üniversitesi Dil ve Tarih-Coğrafya Fakültesi Tarih Bölümü Tarih
Araştırmaları Dergisi, Cilt: 27, Sayı: 43, Ankara 2008, s. 77-93.
• Güleryüz A., Langensiepen B., Osmanlı Donanması 1828-1923, Denizler
Kitabevi, İstanbul 2007. • Güvenç S., Drednot Ateşi ve Osmanlı Devleti. ‘Reşadiye’ ve ‘Sultan Osman’ Savaş Gemilerin Öyküsü, Deniz Basımevi, İstanbul 2005.
• Mütercimler E., İmparatorluğun Çöküşüne Denizden Bakış, Toplumsal
Dönüşüm Yayınları, İstanbul 2003.
• Nykiel P., Wyprawa do Złotego Rogu. Działania wojenne w Dardanelach i na Morzu Egejskim (sierpień 1914 – marzec 1915), Wydawnictwo Arkadiusz Wingert, Kraków-Międzyzdroje 2008.
• Olgaç N., Türk Deniz Tarihi Özeti, Deniz Basımevi, İstanbul 2006. • Öke M. K., Mütercimler E., Sultan Osman, „E” Yayınları, İstanbul 1991.
• Refik İ., Sultan Osman’ın Hazin Dramı, [in:] “Sızıntı”, Yıl: 13, Sayı: 152, Eylül
1991.
• Shaw S. J., The Ottoman Empire in World War I, Volume 1, Türk Tarih
Kurumu, Ankara 2006.
• Yavuz C., Osmanlı Bahriyesi’nde Yabancı Misyonlar. Çeşme Faciası’ndan
Birinci Dünya Harbine Kadar Osmanlı Bahriyesi’nde Çağdaşlaşma Gayretleri,
İst. Dz. İk. Grp. K.’lığı Basımevi Müdürlüğü, İstanbul b. d. w.
Internet Sources:
http://tr.wikipedia.org/wiki/Osmanl%C4%B1_Donanma_Cemiyeti_Heyet-i_ Temsiliyesi
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1971 στην Κρακοβία. Το 1996 αποφοίτησε (με τον τίτλο MA) από το Jagiellonian University στην Κρακοβία, με ειδίκευση στις Τουρκικές Σπουδές. Το ακαδημαϊκό έτος 1997/98 έλαβε ερευνητική υποτροφία διάρκειας οκτώ μηνών από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Το 2000-2004 εργάστηκε για το Υπουργείο Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Πολωνίας ως δεύτερος Γραμματέας της Πρεσβείας της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Άγκυρα. Το 2007 έλαβε Ph.D. ιστορίας [τίτλος Ph.D. διατριβής: Στρατιωτικές Επιχειρήσεις στη Λεκάνη του Αιγαίου (Αύγουστος 1914 – Μάρτιος 1915), Military Operations in the Aegean Basin (August 1914 – March 1915)].
Από το 2004 εργάζεται στην Έδρα Τουρκικών Σπουδών του Jagiellonian University, Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών. Την περίοδο 2005-2017 ήταν εμπειρογνώμονας τστην Δημόσια Εξεταστική Επιτροπή για τους Ορκωτούς Μεταφραστές στην τουρκική, (απασχολούμενος στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Πολωνίας). Είναι μέλος των: «Συλλόγου Καλλίπολης, Gallipoli Association» (από το 2006), «Gallipoli & Dardanelles International» (από το 2013), «Εταιρεία Στρατιωτικής Ιστορίας, Society for Military History» (από το 2009), «Επιτροπή για την Ιστορία των Πολέμων και τη Στρατιωτική Επιστήμη της Πολωνικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών, Commission on the History of Wars and Military Science of the Polish Academy of Arts and Sciences» (από το 2017) και μέλος-ειδικός του «Polish Shipwreck Expeditions» (από το 2011). Έχει εκδώσει δύο μονογραφίες, δύο εκθεσιακούς καταλόγους, ήταν επιμελητής και συν-συγγραφέας δύο μονογραφιών, συν-συγγραφέας (με τον B. Podolak) ενός τουρκο-πολωνικού/πολωνο-τουρκικού λεξικού και συγγραφέας πολλών δεκάδων κεφαλαίων σε ομαδικές μονογραφίες και άρθρα σε περιοδικά. Το 2011 ήταν επιστημονικός αρχηγός της 1ης Πολωνικής καταδυτικής αποστολής στα Δαρδανέλια. Στο αντικείμενο της επιστημονικής του έρευνας είναι η ιστορία της περιόδου παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912 – 1913) και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
** O Ιωάννης Βιδάκης (αξωματικός οικονομικού σώματος ΠΝ ε.α.), κατέχει διδακτορικό τίτλο σπουδών, από το Τμήμα Ναυτιλίας & Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, της Σχολής Επιστημών της Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αιγαίου στην Χίο.
Ευχαριστούμε τον Καθηγητή Τουρκικών σπουδών, Δρ. Piotr Nykiel, για την ευγενική του ανταπόκριση, στο αίτημα για απόδοση στην ελληνική γλώσσα και την δημοσίευση του κειμένου.
Το έργο του επιμελητή στο παρόν κείμενο αφορά στην απόδοση του κειμένου και στη σύνταξη του εισαγωγικού μέρους.
[1] Ο Αβέρωφ κατέβαλε 280 χιλιάδες και η ελληνική κυβέρνηση 680 χιλιάδες λίρες στερλίνες, (Mim Kemal Öke, Erol Mütercimler, Sultan Osman, „E” Yayınları, İstanbul 1991, σ. 48).
[2] Παράθεση: İbrahim Refik, Sultan Osman’ın Hazin Dramı, [στο:] “Sızıntı”, Yıl: 13, Sayı: 152, Eylül 1991, σελ. 2. Τα πιο ουσιαστικά τεχνικά στοιχεία του Γεωργίου Αβέρωφ ήταν: εκτόπισμα 9.958 t, μέγιστη ταχύτητα 22,5 κόμβοι (σε δοκιμές), μέγιστο εύρος λειτουργίας 7.125 NM (με ταχύτητα 10 κόμβων), οπλισμός: 4 x 234/45, 8 x 190/45, 16 x 76 mm, 2 x 47 mm, 3 x 457 mm TT, πλήρωμα 670 ανδρών.
[3] Μεταξύ των διαχειριστών των τοπικών τμημάτων του συλλόγου ήταν οι εκπρόσωποι όλων των ιδρυμάτων, οργανώσεων και σωματείων, (συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών κοινοτήτων) που δραστηριοποιούνταν σε μια δεδομένη περιοχή. Έτσι, κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και της αυξανόμενης αντίδρασης των Αρμενίων (και το κράτος όλο και πιο βάναυσα εναντίον τους), οι εκπρόσωποι της κρατικής διοίκησης και οι μουσουλμάνοι κληρικοί συνεργάστηκαν για χάρη του Οθωμανικού Ναυτικού, με Έλληνες και Αρμένιους.
Ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε ότι το ποσοστό των τελευταίων μεταξύ των μελών του συλλόγου ήταν μάλλον μέτριο (συγκρίνετε με τους: Nurşen Gök, Donanma Cemiyeti’nin Anadolu’da Örgütlenmesine İlişkin Gözlemler, [in:] Ankara Üniversitesi Dil ve Tarih-Coğrafüm Tarih-Coğrafürih Tarih Araştırmaları Dergisi, Cilt: 27, Sayı: 43, Ankara 2008, σ. 83).
[4] Τον πρώτο κιόλας χρόνο της δραστηριότητας της οργάνωσης ο αριθμός των τοπικών τμημάτων έφτασε τα 122 και δύο χρόνια αργότερα αυξήθηκε σε 331 (ibidem, σελ. 80).
[5] Ιδρυτής αυτής της ομάδας ήταν ο μετέπειτα πρόεδρος του συλλόγου Ziya Bey, ο οποίος ταυτόχρονα ήταν καθηγητής φιλολογίας στην Πολεμική Ακαδημία [Harbiye War Accademy] στην Κωνσταντινούπολη. Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου ήταν ο Maridos Mınakyan (1839-1920). Διευθυντής του δραματικού τμήματος ήταν ο Nurettin Şefkati και το τμήμα κωμωδίας διηύθυνε ο Ahmet Fehim (1856-1930). Μια σκηνή για τους ηθοποιούς, μεταξύ των οποίων ήταν και οι κορυφαίοι καλλιτέχνες της σκηνής της Κωνσταντινούπολης, (συμπεριλαμβανομένων των πιο εξαιρετικών ηθοποιών από το καμπαρέ “kanto”), παραχώρησε το Εθνικό Θέατρο στο Şehzadebaşı, (http://tr.wikipedia.org/wiki /Osmanl%C4%B1Donanma_Cemiyeti_Heyet-i_Temsiliyesi).
[6] Στην δραστηριότητά του ο «Osmanlı Donanma Cemiyeti» μπορούσε να βασιστεί στην οργανωτική και ιδεολογική υποστήριξη των υπουργών ναυτικών και εσωτερικών, τοπικών τμημάτων της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου και πολλών βουλευτών της Οθωμανικής Μεγάλης Συνέλευσης. Ο Stanford Show ισχυρίζεται ότι ο σύλλογος ήταν ένας ιδιωτικός οργανισμός μόνο στα χαρτιά και στην πραγματικότητα ήταν το Υπουργείο Εσωτερικών που ήταν υπεύθυνο για την ίδρυση και τις τρέχουσες δραστηριότητές του (The Ottoman Empire in World War I, Volume 1, Türk Tarih Kurumu, Άγκυρα 2006, σελ. 587). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ιδιαίτερα η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου εκμεταλλευόταν το σύλλογο για δικό της πολιτικό όφελος, κάτι που ήταν σε αντίθεση με το καταστατικό του συλλόγου, που έλεγε ότι η οργάνωση ήταν απολιτική.
[7] Αν λάβουμε υπόψη την φτώχεια στην επαρχία της Ανατολίας εκείνες τις μέρες, θα πρέπει να εκπλαγούμε από την αφοσίωση των αγροτών από τρία μικρά χωριά (Obruk, Zovarık και Akviran) κοντά στο Ικόνιο, που συγκέντρωσαν 500 οθωμανικές λίρες σε μετρητά, χωρίς να υπολογίζονται [σε μη-μετρητά] οι δωρεές και σε σιτηρά (Gök, ό.π., σ. 85).
[8] Για παράδειγμα, ο Asaf Bey, ένας δικαστής από την Gerede, του οποίου η μηνιαία υποχρέωση καθορίστηκε από 20 kuruş που πλήρωνε στα 600 kuruş (ibidem, σελ. 79).
[9] Ibidem, σελ. 90.
[10] Ο Serhat Güvenç (Drednot Ateşi ve Osmanlı Devleti. ‘Reşadiye’ ve ‘Sultan Osman’ Savaş Gemilerin Öyküsü, Deniz Basımevi, Κωνσταντινούπολη, 2005, σ. 25) όχι χωρίς λόγο, τονίζει ότι ήταν ένα είδος εκδίκησης για τον πρώην σουλτάνο, για την παραμέληση του ναυτικού.
[11] Τα πλοία δρομολογήθηκαν ήδη από το 1891, αλλά με την τεχνική τους αξία εξακολουθούσαν να ξεπερνούν τα θωρηκτά του ναυτικού μετά τον Αμπντουλχαμίντ. Τη στιγμή που μπήκαν σε υπηρεσία στο Οθωμανικό Ναυτικό τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά ήταν τα εξής: εκτόπισμα 10.013 τόνοι, μέγιστη ταχύτητα 10 κόμβοι, οπλισμός: 4 x 280/40, 2 x 280/35, 6 x 105/35, 8 x 88/ 30, 12 MG, 4 x 450 mm TT, πλήρωμα 600 ανδρών.
[12] Τα ονόματα αυτών των πλοίων προορίζονταν να είναι ένα είδος φόρου τιμής στην αφοσιωμένη κοινωνία. Μπορούν να παραφραστούν ως: «Εθνική Υποστήριξη», «Παράδειγμα Πατριωτισμού», «Εθνικό Αναμνηστικό» και «Νοιάζομαι για την Πατρίδα», [“National Support”, “Example of Patriotism”, “National Memento” and “Care about the Home Country”]. Τα πιο βασικά τεχνικά δεδομένα των προαναφερθέντων αντιτορπιλικών ήταν: εκτόπισμα 765 τόνοι, μέγιστη ταχύτητα 32 κόμβοι (26 κόμβοι σε δοκιμές το 1912), οπλισμός (από το 1911): 2 x 75/50, 2 x 57/50, 3 x 450 mm TT, πλήρωμα 90 ανδρών.
[13] Κυβισμός 27.500 τόνοι, μέγιστη ταχύτητα 22 κόμβοι, οπλισμός: 14 x 305/45, 20 x 152/50, 10 x 76 mm, 5 x 47 mm, 2 x 533 mm TT, πλήρωμα 1267 άνδρες.
[14] Κυβισμός 23.000 τόνοι, μέγιστη ταχύτητα 21 κόμβοι, οπλισμός: 10 x 340/45, 16 x 152/50, 2 x 76 mm, 4 x 533 mm TT, πλήρωμα 1130 άνδρες. Και για τα δύο πλοία η τουρκική πλευρά αναμενόταν να πληρώσει τέσσερα εκατομμύρια λίρες στερλίνες (Öke, Mütercimler, ό.π., σ. 52).
[15] Shaw, op. cit., σελ. 589.
[16] Αυτή η απόφαση ώθησε οριστικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην αγκαλιά της Γερμανίας και σε μεγάλο βαθμό επηρέασε την πορεία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αναγκάζοντας την Βρετανία να διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή και στα Δαρδανέλλια. Το αποτέλεσμα της εισόδου της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων οδήγησε μεταξύ άλλων και στην αποκοπή της Ρωσίας από τις παραδόσεις πολεμικών προμηθειών μέσω των στενών της Μαύρης Θάλασσας, [περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτό το θέμα στο: Piotr Nykiel, Wyprawa do Złotego Rogu. Działania wojenne w Dardanelach i na Morzu Egejskim (sierpień 1914 – marzec 1915), Wydawnictwo Arkadiusz Wingert, Kraków-Międzyzdroje 2008].
[17] Shaw, op. cit., p. 621.