Σχόλιο:

Η προσωπικότητα του Πέτρου Θέμελη είναι πολύπλευρη και η προσφορά του στην αρχαιολογία και τον πολιτισμό ανεκτίμητη. Και όσον αφορά αυτή την προσφορά,ο καθηγητής την κέρδισε πανάξια δουλεύοντας στο σκάμμα,όπως λέει ο ίδιος χρόνια ολόκληρα, καταφέρνοντας όμως κάτι μοναδικό, να αναδείξει μια θαμμένη πόλη, την Αρχαία Μεσσήνη, κερδίζοντας την αναγνώριση όχι μόνο της επιστημονικής κοινότητας αλλά των χιλιάδων επισκεπτών της. Τώρα αναρωτιέμαι,τι άνθρωπος είναι αυτός, τι πολυσχιδής προσωπικότητα, που ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντά της μπαίνει στους δρόμους της θάλασσας για να μας μιλήσει για το ακρόπρωρο, συνδυάζοντας το μύθο με την λαϊκή έκφραση τέχνης και τη ναυτική παράδοση. 

Αντιναύαρχος ε.α Π.Ν
Δημήτρης Μπαλόπουλος

 

«Δεν μπορεί να δει άνθρωπος σε στεριά και θάλασσα κανένα πράγμα που να ‘χει τη μεγαλοπρέπεια ενός καραβιού με πανιά την ώρα που αρμένιζε στα όρτσα, βάζοντας μπάντα με φρέσκο αγέρα. Ητανε ένα πράγμα θαυμαστό απάνω από κάθε φαντασία. Τα πανιά του, σαν να ‘τανε φτερούγες κανενός αρχαγγέλου, φουσκώνανε στον φρέσκο αγέρα και το κάνανε να γέρνει παλληκαρήσια πλαγιασμένο στο πλευρό του και να ανεβοκατεβαίνει απάνω στα κύματα, αμπώχνοντας τα νερά περήφανα, ζωσμένο με αφρούς, γεμάτο δόξα και μεγαλείο. Θαρρούσες πως δεν το κυβερνούσε άνθρωπος, παρά πως το ίδιο κυβερνούσε τον εαυτό του, γεμάτο ψυχή και καρδιά. Κι αν ο νους σου πήγαινε στον καπετάνιο, η φαντασία σου τον έπλαθε σαν ένα πλάσμα υπερφυσικό, έναν γίγαντα αντρειωμένο, χωμένο μέσα στην καρδιά του καραβιού του, άφαντο στα μάτια, βασιλέα απάνω στη θάλασσα, μάγο και τελώνιο που είχε μεγάλη εξουσία και που ήτανε τυλιγμένος μέσα σε φουρτούνες και σε σύννεφα και σε αστροπελέκια. Τέτοιο ανείπωτο μεγαλείο έπαιρνε ο άνθρωπος από το πιο εξαίσιο, από το πιο τέλειο, από το πιο ποιητικό έργο που έκανε, από το καράβι».

   Φώτης Κόντογλου

Υμνος των καραβιών

Από το απέριττο κυκλαδίτικο ψάρι στην πρύμνη πλοίων της εποχής του χαλκού, πάνω στα αινιγματικά πήλινα τηγανόσχημα σκεύη των Κυκλάδων, ως τις πολύμορφες μεγαλειώδεις μπαρόκ συνθέσεις του 17ου-18ου αιώνα, τα κλασικιστικά πρωραία ξυλόγλυπτα του 18ου-19ου αιώνα και τα λαϊκά τυποποιημένα του 19ου-20ού, το ακρόπρωρο παρέμεινε φορέας της ίδιας λαϊκής αντίληψης και πίστης, συνέχεια μιας πανάρχαιας παράδοσης. 

Οι καραβοκύρηδες ονόμαζαν τα ακρόπρωρα φιγούρες ή γοργόνες, χωρίς να έχουν σχέση με το θανατηφόρο δαιμονικό του νεοελληνικού θρύλου, τη Γοργόνα του Μεγαλέξανδρου, που φαίνεται ότι κατάγεται εικονογραφικά από το αρχαίο δαιμονικό της θάλασσας, τη Σκύλλα με το αισθησιακό γυναικείο κορμί που καταλήγει σε ψαροουρά και φέρει τέσσερα αγριόσκυλα  γύρω στη μέση της, που κατασπαράζουν τους ναυαγούς. 

Η γυναικεία φιγούρα-ακρόπρωρο, που καταχρηστικά ονομάζεται γοργόνα, είναι γαλήνια καλοσυνάτη ύπαρξη, προστάτρια και φύλακας άγγελος των ναυτικών, «καρφωμένη στην πρώρα ορθώνει επιβλητικά το ανάστημα στην οργή των στοιχείων της φύσης». Eίναι η προσωποποιημένη ψυχή του καραβιού που διώχνει το κακό, προστατεύει το πλήρωμα, φέρνει πλούτο και δύναμη στον καραβοκύρη, χαρίζει νίκες σε περίπτωση πολέμου. 

Γερμένες μπροστά οι γυναικείες φιγούρες-ακρόπρωρα, συνεχίζοντας τη λοξή γραμμή του κορακιού, με τη φαρδιά τους φούστα να κυματίζει σπρωγμένη από τον πελαγίσιο αγέρα, δεν απέχουν πολύ από τις αρχαίες Νίκες ακρωτήρια των ναών, τις στημένες ψηλά στις κορφές των αετωμάτων. Μόνο, που τα γυναικεία ακρόπρωρα δεν έχουνε φτερά, είναι Νίκες άπτερες, θα λέγαμε όπως η άπτερος Νίκη της αθηναϊκής Ακρόπολης. 

ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΑΛΥΣΙΔΑ

Το ανθρωπόμορφο ακρόπρωρο, αλλιώς φιγούρα, με προτίμηση στις γυναικείες μορφές, το οποίο επικρατεί στα νεότερα χρόνια, έχει για μακρινούς προγόνους τις θεϊκές προτομές των αιγυπτιακών πλοίων, τα άφλαστα με γυναικείο κεφάλι και τα ανθρωπόμορφα διακοσμητικά μοτίβα των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων – και κυρίως τα πλούσια ανάγλυφα των ύστερων ρωμαϊκών πλοίων στην πρύμνη αλλά και στο άκρο της πλώρης. Δεν μπορούμε ωστόσο να μιλάμε για αδιάσπαστη συνέχεια, όπως συμβαίνει με τα ζωόμορφα ακρόπρωρα που δεν σταματούν να υπάρχουν στον ευρωπαϊκό χώρο, με κύριους εκπροσώπους τα πλοία των Βίκινγκς με ξυλόγλυπτα κεφάλια λεοντόμορφων δράκων στην πλώρη τους. Μας λείπουν προς το παρόν οι ενδιάμεσοι κρίκοι από τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια ως τα χρόνια της Αναγέννησης, όταν εμφανίζονται και πάλι ανθρώπινες μορφές ως ακρόπρωρα. 

ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΟΣΜΟΙ

Ωστόσο, τα ξύλινα αγαλμάτια αγίων στην πλώρη καταλανικών ιστιοφόρων του 14ου-15ου αιώνα, που εξελίχθηκαν στις πλούσιες διακοσμήσεις του 16ου-17ου αιώνα, σημαίνουν το δίχως άλλο μια νέα αρχή στην ιστορία του ακρόπρωρου – η οποία συνδέεται άμεσα με τη νέα φάση ριζοσπαστικών μεταβολών στη ναυτική τέχνη, με τη δίκαια αποκαλούμενη δεύτερη επανάσταση της ναυσιπλοΐας. Ορόσημα της νέας περιόδου αποτελούν η ανακάλυψη της Αμερικής, το άνοιγμα των ωκεανικών εμπορικών δρόμων και η δημιουργία των αποικιών του Νέου Κόσμου και του Ινδικού. 

Κατά τη διάρκεια των ωκεανικών ταξιδιών δημιουργείται αμεσότερη συναισθηματική σχέση ανάμεσα στο πλήρωμα και το καράβι με τα ιστία, που στηρίζει τη ζωή, μεταφέρει τον πλούτο και εξασφαλίζει την ευτυχία του πληρώματος. Η πλώρη, το ιερότερο τμήμα του καραβιού, φιλοξενεί την ίδια τη θεϊκή δύναμη. Εδώ βρίσκεται η ψυχή του πλοίου, ενσαρκωμένη στη μυθική ή μυθοποιημένη μορφή του ακρόπρωρου. 

Παραθέτω όσα ειπώθηκαν το 1962 από κάποιον απόγονο μιας παλιάς οικογένειας Δανών ναυτικών, γιατί έχουν διαχρονική και παγκόσμια αξία: «Το ακρόπρωρο, όπως όλοι πίστευαν, ασκούσε μια γοητεία που η ακτινοβολία της διαπερνούσε ολόκληρο το σκάφος και το πλήρωμα. Υπήρχε η αίσθηση ότι η ζωή και η ευτυχία όλων εξαρτιόταν από την αγαθή σχέση με τις μυστικές δυνάμεις που συμβόλιζε το ακρόπρωρο». 

ΕΥΛΟΓΙΑ ΕΝ ΠΛΩ

Σχετικό με την ιερότητα της πλώρης και τη θεϊκή δύναμη του ακρόπρωρου είναι και το γεγονός ότι τα νεοελληνικά ιστιοφόρα είχαν εικονοστάσι στην πλώρη (ή την πρύμνη) με εικόνισμα συνήθως του Αγίου Νικολάου, προστάτη των ναυτικών, καθώς και ένα καντήλι. Το ηλιοβασίλεμα θυμιάτιζαν το καράβι, ενώ τα Φώτα αγίαζαν την πλώρη και το τιμόνι. 

Ο Μικές Δούκας, Ψαριανός παπάς, μας δίνει ζωντανή περιγραφή των λατρευτικών πράξεων που συνηθίζονταν στα πλοία των Ψαρών στα χρόνια της Επανάστασης του 21: «…κατά τον πλουν προς Κωνσταντινούπολιν ενήστευαν και εκάστην εσπέραν φέροντος του καμαρώτου την εικόνα του Αγίου Νικολάου επάνω εις τον εργάτην, ο (…) γραμματεύς ή ναύτης έψαλλε την παράκλησιν του καμαρώτου θυμιατίζοντος με τους ναύτας ασκεπείς. Προσηύχοντο (…) να τους χαρίση ούριον άνεμον και αισίαν οδόν (….) Αμα τω κατάπλου επήγαιναν μαζί με τον πλοίαρχον εις τον πνευματικόν και εξομολογούμενοι εισήρχοντο είς τον ιερόν ναόν και μετελάμβανον των αχράντων μυστηρίων. Εκείνη δε την ημέραν εσχόλαζον από πάσαν εργασίαν». 

Οι ξυλόγλυπτοι άγιοι, οι στημένοι στην άκρη του καταστρώματος της πλώρης των ισπανικών πλοίων του 15ου αιώνα, εξυπηρετούσαν τους ίδιους με την εικόνα του Αγίου Νικολάου σκοπούς.

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΘΕ ΕΠΟΧΗΣ  

Πέρα απ’ όλα αυτά όμως, το ακρόπρωρο δεν έπαψε να είναι και φορέας καλλιτεχνικής έκφρασης. Ακολουθεί τα ρεύματα και τους ρυθμούς τέχνης που επικρατούν κάθε φορά, επηρεάζεται όμοια με τις άλλες καλλιτεχνικές δημιουργίες από την πολιτική και οικονομική κατάσταση του χώρου του και από την ιδιαίτερη τοπική παράδοση. 

Το νεοελληνικό ακρόπρωρο είναι παρακλάδι του ευρωπαϊκού. Εεμφανίζεται την περίοδο μετάβασης από τον 18ο στον 19ο αιώνα (στα μέσα του 18ου με αρχές 19ου) και αποτελεί γέννημα του νέου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού κλίματος που δημιουργήθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, με τα πλοία των Φράγκων, των Ελλήνων, των Βενετών και των Γενουατών να αλωνίζουν στο Αιγαίο. Μαζί του όμως θα ασχοληθούμε στο επόμενο φύλλο.

Η ΠΙΣΤΗ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ

Η πίστη των ναυτικών είναι αυτή που διάσωσε τα ακρόπρωρα από την ολοκληρωτική τους εξαφάνιση. Τα ιστιοφόρα χάθηκαν όταν εμφανίστηκε η νέα κινητήρια δύναμη, ο ατμός στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι “φιγούρες” όμως εξακολουθούν να ζουν, έστω και μουσειακά, και να αποτελούν σημαντικές μορφές έκφρασης του παραδοσιακού μας πολιτισμού.

Αναδημοσίευση απο το eleftheriaonline.gr (7-1-18)