Υποναύαρχος (Ο) Δημήτριος Γεωργαντάς ΠΝ ε.α., Μέλος του ΕΛ.Ι.Ν.ΙΣ

Ιωάννα – Θεοδοσία Γεωργαντά

Αντί Εισαγωγής

«Είμαι δυστυχής, διότι γεννήθηκα καλλιτέχνης και η τύχη μου τέτοιο τέλος θα έχει» Βολανάκης Κωνσταντίνος

Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης θεωρείται ο «Πατέρας της Ελληνικής Θαλασσογραφίας». Ο σύντομος βίος και η περιορισμένη προσφορά, παρά την ποιότητα, στέρησαν τον τίτλο από τον Ιωάννη Αλταμούρα (1852-1878). Δύο κύκλοι περιλαμβάνουν το ζωγραφικό έργο του Βολανάκη: το τοπίο και η θαλασσογραφία. Η προσφορά του σε άλλους τομείς υπήρξε παρενθετική, όπως οι δύο εξαίρετοι πίνακές του: «Το Τσίρκο» και η «Κεφαλή Κριού».

Ο Βίος και οι Καλλιτεχνικές Δημιουργίες του Κωνσταντίνου Βολανάκη

Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 17 Μαρτίου 1837, στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη! Ο πατέρας του, Δημήτριος, ήταν από την Σάμο και η μητέρα του από την Σμύρνη. Είχε δύο μεγαλύτερα αδέλφια, τον Αθανάσιο και τον Ιωάννη, και δύο αδελφές, την Πολυξένη και την Καλλιόπη. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Κρήτη. Η ανάγκη για ασφαλέστερη διαβίωση, μακριά από τις ταραχές του νησιού, ανάγκασε την οικογένειά του να εγκατασταθεί στην Ερμούπολη της Σύρου. Εδώ ο Κωνσταντίνος τελείωσε το γυμνάσιο, ενώ η οικογένειά του ασχολήθηκε με το εμπόριο.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ ΣΕ ΝΕΑΡΗ ΗΛΙΚΙΑ

Παρόμοια σταδιοδρομία με τα αδέλφια του ακολουθεί μετά το γυμνάσιο. Το 1856 εργάζεται ως λογιστής στο εμπορικό οίκο ζάχαρης του αδελφού του γαμπρού του  Γεωργίου Αφεντούλη[1] στην Τεργέστη. Στην εμπορική και ναυτική πόλη της Τεργέστης, με την ακμαία ελληνική παρουσία, αποτυπώνει σε ιχνογραφήματα τους χώρους του λιμανιού (σκαριφήματα με βάρκες, πλοία και το λιμάνι). Τα έργα του ανακαλύπτει ο Γεώργιος Αφεντούλης, ο οποίος βλέποντας το ταλέντο του, τον πείθει ν’ ασχοληθεί με τη ζωγραφική και τον στέλνει με δικά του έξοδα για σπουδές στη Βαυαρία, στην Ακαδημία του Μονάχου. Η οικογένειά του δεν αντιδρά για την σταδιοδρομία του σε άσχετη με την σταδιοδρομία της οικογένειας.

Θα σταλεί, περί το 1864, στο Μόναχο, για να σπουδάσει. Η Οθωνική δυναστεία ευνοούσε την αποστολή σπουδαστών, καλλιτεχνών και επιστημόνων στη Βαυαρία. Το όνομά του στο αρχείο της Ακαδημίας του Μονάχου, απαντάται με τρεις διαφορετικούς τύπους: Βολονάκης, Βολωνάκης, και το ορθό Βολανάκης. Στο Μόναχο εγγράφεται στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, στην τάξη του Πιλότυ[2]. Εκεί γνώρισε και τον φημισμένο ζωγράφο Βίλχεμ Φον Κάουλμπαχ. Ασχολήθηκε στα πρώτα έτη με την τοπογραφία και στο τελευταίο έτος των σπουδών του, ειδικεύτηκε στη θαλασσογραφία.

Ειδικότερα, στρέφεται στην ιστορική θεματογραφία. Απάλλαξε την ζωγραφική του από την ψυχρή περιγραφή και την απλή παράταξη ιστορικών προσώπων. Έδωσε έντονο ρεαλιστικό χαρακτήρα και παρουσιάζει το στοιχείο του δράματος, όπου εμφανίζονται οι ήρωές του. Κλασική, αυστηρή δομή και μνημειακή παρουσίαση, χαρακτηρίζουν τις συνθέσεις του. Το άψογο σχέδιο, τα κατάλληλα χρώματα, η ψυχογραφική μελέτη και η ηθογραφία υπήρξαν βασικά αντικείμενα στα έργα του. Αποφοίτησε από τη Σχολή του Πιλότυ και έμεινε επιμελητής στην τάξη του.

Κέρδισε τον διαγωνισμό για την απεικόνιση της «Ναυμαχίας της Λίσσας», το 1867 και του απέφερε ετήσια φιλοξενία σε πλοίο του αυστριακού πολεμικού στόλου, ώστε να επισκεφτεί τους χώρους όπου έλαβε μέρος η εν λόγω ναυμαχία, μεταξύ Αυστριακών και Ιταλών. Τον πίνακα σε ελαιογραφία τον ζωγράφισε το 1868. Τον αγόρασε ο αυτοκράτορας; Φραγκίσκος – Ιωσήφ και τον δώρισε στην Πινακοθήκη της Βιέννης. Σήμερα βρίσκεται στα ανάκτορα του Χόφμπουργκ.

Περί το 1876 παντρεύτηκε τη Φανή Χρηστίδου. Εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Μόναχο. Εκεί γεννήθηκαν τα παιδιά του: Πολυξένη, Δημήτριος (πέθανε σε ηλικία 2 ετών) και ο Γεώργιος.

Δέκα χρόνια μετά τη δημιουργία του πίνακά του «Η Ναυμαχία της Λίσσας», ζωγραφίζει τη «Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ» (1877). Επισκέφτηκε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, όπως της Γαλλίας, Αγγλίας,

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΤΡΑΦΑΛΓΚΑΡ

Ολλανδίας και Ιταλίας, όπου και εργάστηκε στη Τεργέστη. Η απήχηση των ταξιδιών του ήταν εμφανής στη ζωγραφική του. Οι περιπλανήσεις του οφείλονταν στη θέλησή του να πλουτίσει το θεματογραφικό υλικό του και να γνωρίσει την τέχνη ενός άλλου ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Στα έργα του διακρίνεται η ροπή για αναζήτηση, αλλαγή και η επαφή με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα. Την περίοδο αυτή ζωγραφίζει τα έργα του: «Βενετία», «Οι Γυναίκες που Πλένουν στο Ποτάμι» και «Το Τσίρκο».

Η τοπογραφία αντανακλά πλήθος προβληματισμών του, αλλά ο θαλασσογραφικός κύκλος θα τον κερδίσει. Η ειδίκευσή του ενισχύεται από την εξοικείωση με τον κόσμο της θάλασσας, η ικανότητα στο σχέδιο, και η φροντίδα του για την λεπτομέρεια. Προσπαθεί να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στους θαλασσογραφικούς πίνακές του με τον βασανισμό του χρώματος και την αναζήτηση της πλαστικότητας. Δείγμα της προσπάθειας αυτής είναι ο πίνακας «Ετοιμασία για Ψάρεμα».

Η περίοδος του Μονάχου λήγει το 1883, όταν βρίσκεται στο αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του. Το προηγούμενο έτος ζωγραφίζει με επιτυχία τους πίνακες: «Ναυμαχία της Σαλαμίνας» και «Πυρπόληση της Τουρκικής Φρεγάτας». Αποφασίζει την επιστροφή του στην Ελλάδα, ενώ γνωρίζει ότι η πατρίδα του δεν θα του παρείχε τις δυνατότητες που του πρόσφερε το Μόναχο. Ο λόγος της επιστροφής του ήταν η υγεία της συζύγου του, που δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στο κλίμα της Γερμανίας. Δύο γεγονότα όμως τον βοήθησαν: η πρόταση της Ελληνικής Κυβέρνησης να γίνει καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών[4] και η πώληση των πινάκων του σε ναυτικούς οίκους και ιδιώτες. Από το Φθινόπωρο του 1883 διδάσκει στη Σχολή «Στοιχειώδη Γραφική». Μετέπειτα έλαβε την έδρα της Αγαλματογραφίας, από όπου παραιτήθηκε για λόγους υγείας τον Νοέμβριο του 1903.

Οι παλιοί δεσμοί του με τη θάλασσα εξηγούν την εγκατάστασή του στον Πειραιά[5]. Εκεί, στη σημερινή λεωφόρο Γεωργίου Α΄, οργάνωσε το προσωπικό του εργαστήριο και το «Καλλιτεχνικό Κέντρο» (1895). Στον Πειραιά θα γεννηθούν τα υπόλοιπα παιδιά του: Άγγελος, Μαρία, Μιλτιάδης[6] και Σπυρίδων.

Η ελληνική περίοδος του χαρακτηρίζεται από την αφθονία της καλλιτεχνικής παραγωγής του. Ο μεγάλος αριθμός των έργων της ελληνικής περιόδου εξηγείται από την εργατικότητα του και την ταχύτητα της εκτέλεσης των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων του. Ο ρυθμός της εργασίας του, όμως, υπαγορεύεται από την βιοποριστική του ανάγκη. Κορυφαία στιγμή της περιόδου αποτελεί ο πίνακάς του: «Η  Διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου». Τα σχόλια δε στις εφημερίδες της εποχής επαινούν την ζωγραφική του.

Η επικαιρότητα ελάχιστα τον ενέπνευσε, και εφόσον συνδέονταν με τη θάλασσα. Σχετικοί πίνακές του είναι: «Η Άφιξη της Πριγκίπισσας Σοφίας», «Τα εγκαίνια της Διώρυγας», «Το Πανηγύρι της Τήνου», κ.α.

Μετέχει σε ομαδικές εκθέσεις και ορίζεται μέλος Κριτικών Επιτροπών σε καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς. Το 1883 καλείται στα ανάκτορα για να επιδείξει στον βασιλιά, τη «Ναυμαχία της Σαλαμίνας». Το 1889 του απονέμεται ο αργυρός Σταυρός του Σωτήρος. Το 1904 λαμβάνει το αργυρό βραβείο στην Διεθνή Έκθεση των Αθηνών, ενώ το 1906 αναφέρεται βράβευση των πινάκων του στην Έκθεση του Μπορντώ,

Τα προβλήματα των τελευταίων του χρόνων, συμπυκνώνονται: στη συντριβή του καλλιτέχνη από την καθημερινότητα. Ζει τα τελευταία χρόνια της ζωής του φτωχός και παραγκωνισμένος, δουλεύοντας με μικρό μεροκάματο για λογαριασμό του κορνιζοποιού Γλυτσού στον Πειραιά. Χωρίς άλλους πόρους, αναγκάζεται σε βεβιασμένη εκτέλεση θαλασσογραφιών, ευτελή κακέκτυπα των παλαιοτέρων έργων του. Η φορτική επανάληψη των θεμάτων, η ακαταστασία στη δομή των συνθέσεων, η σκληρότητα της γραμμής, το τυχαίο χρώμα και η μικρή ποσότητα χρωματικής ύλης που χρησιμοποιεί, φανερώνει την αθλιότητα μέσα στην οποία εργάζεται. Οι πίνακές του (όπως του είχε προβλέψει ο φίλος του Γύζης) πουλιούνταν στο Τινάνειο[7] και στον κήπο της Τερψιθέας. Κυκλοφορούν και αρκετά πλαστά έργα του, το οποίο ο ίδιος δεν εμπόδισε! Ίσως να θέλησε να επωφεληθεί από τους αντιγραφείς του.

Πιεσμένος από τα προβλήματα επιβίωσης της οικογένειάς του, ο Βολανάκης θα πραγματοποιήσει απόπειρα αυτοκτονίας, η οποία αποτυγχάνει. Πέθανε πάμφτωχος στις 29 Ιουνίου 1907, σε ηλικία 70 ετών, από επιπλοκές της κήλης. Έφυγε ξεχασμένος. Πέντε μόνο άνθρωποι απέδωσαν τιμές στην κηδεία του, η οποία έγινε την ημέρα των δημοτικών εκλογών.

Τα περισσότερα από τα έργα του είναι σε λάδι και μουσαμά. Αρκετά βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος και άλλα σε μουσεία και σε ιδιωτικές συλλογές. Σημαντικά του έργα είναι τα ακόλουθα:

  • «Το Τσίρκο», 1876. Διαστάσεις: 60Χ130 εκ.
  • «Καράβια Κοντά στην Ακτή». Διαστάσεις: 81Χ136 εκ.
  • «Αναμονή». Λάδι σε Ξύλο. Διαστάσεις: 25Χ15 εκ.
  • «Πάρων του Αγώνος», Διαστάσεις: 120Χ99 εκ.
  • «Η Διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου». Διαστάσεις: 34Χ47 εκ.
  • «Η Έξοδος του Άρεως». 1894. Διαστάσεις: 110Χ191 εκ.
  • «Θύελλα». Διαστάσεις: 26,5Χ40 εκ.
  • «Δάσος». Διαστάσεις: 37Χ29 εκ.
  • «Ετοιμασία για Ψάρεμα». Διαστάσεις: 48Χ96 εκ.
  • «Κεφαλή Κριού». Διαστάσεις: 33Χ50 εκ.
  • «Δρόμος σε Χωριό». Διαστάσεις: 25Χ40 εκ.
  • «Δρόμος με Κυπαρίσσια». Διαστάσεις: 80Χ53 εκ.
  • «Βενετία». Διαστάσεις: 73Χ104 εκ.
  • «Βάρκες και Παιδιά». Διαστάσεις: 30Χ60 εκ.
  • «Γυναίκες που Πλένουν στο Ποτάμι». Λάδι σε Ξύλο. Διαστάσεις: 14Χ26 εκ.
  • «Μύλοι». Διαστάσεις: 28Χ42 εκ.
  • «Ψαράδικο». Διαστάσεις: 74Χ100 εκ.
  • «Ψαράδικα», 1866. Διαστάσεις: 52Χ80 εκ.
  • «Καλαφάτισμα Καϊκιού». Διαστάσεις: 45Χ81 εκ.
  • «Πριν από την Καταιγίδα». Διαστάσεις: 31,3Χ41,8 εκ.
  • «Η Ναυμαχία της Λίσσας», 1868. Διαστάσεις: 164Χ127 εκ.
  •  «Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας», 1882. Διαστάσεις: 103Χ200 εκ.
  • «Η Άφιξη της Πριγκίπισσας Σοφίας»
  • «Η Αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο». Διαστάσεις: 148Χ272 εκ.

    Η ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ ΣΤΟ ΦΑΛΗΡΟ
  • «Ιταλικό Λιμάνι». Διαστάσεις: 70Χ144 εκ.
  • «Το Λιμάνι του Πειραιά». Διαστάσεις: 75Χ120 εκ.
  •  «Θαλασσογραφία». Διαστάσεις: 22Χ45 εκ.
  • «Το Λιμάνι του Βόλου». Διαστάσεις: 32,5Χ48 εκ.
  • «Η Πυρπόληση της Τουρκικής Φρεγάτας από τον Παπανικολή», 1882. Διαστάσεις: 130Χ200 εκ.
  • «Η Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ», 1877.
  • «Πανηγύρι στο Μόναχο» (1876).

Από τους μαθητές του, που διατήρησαν με αυθεντικότητα τους στόχους της διδασκαλίας του και ανέπτυξαν με πληρότητα στοιχεία της τέχνης του, υπήρξαν κυρίως ο Βασίλειος Χατζής (1870-1915) και ο Ιωάννης Κούτσης (1860-1953).

Ο Κορυφαίος Θαλασσογράφος της Εποχής του

Οι συνθέσεις του, γεμάτες λυρισμό και ατμόσφαιρα, έχουν χρωματική αρμονία και χαρακτηρίζονται από επιμελημένη παρουσίαση των λεπτομερειών και δείχνουν την επίδραση της ολλανδικής θαλασσογραφικής παράδοσης. Στα έργα του διαφαίνονται επιδράσεις της Σχολής της Μπαρμπιζόν και του έργου του Καμίλ Κορό, ενώ στα έργα του δεν λείπουν και οι επιδράσεις του γαλλικού ιμπρεσιονισμού.

Παρόλο ότι η τοπογραφία απασχολεί τον Βολανάκη, κύριο μέλημά του είναι η θαλασσογραφία. Αυτό πιστοποιείται από τα πρώτα του στάδια στο Μόναχο, μέχρι το τέλος της ζωής του. Ανάλογη με την επίμονη εκμετάλλευση του είδους είναι και η ποικιλία της θεματογραφίας του. Μελετά και προβάλλει τον κόσμο των καραβιών και του θαλασσινού τοπίου, με ευαισθησία, ακρίβεια και δεξιοτεχνία.

Οι πηγές του ενδιαφέροντός του είναι η προσωπική κλίση του και η διαρκής επαφή του με την θάλασσα. Η Κρήτη και η Σύρος δημιούργησαν τους πρώτους δεσμούς του. Η Τεργέστη, πέραν των νέων συγκινήσεών του, τον βοήθησε να εμβαθύνει στο θέμα. Εκεί γνώρισε τα ιστιοφόρα, μελέτησε τους ελιγμούς τους, και παρατήρησε από την προκυμαία, τον απόπλου και τον κατάπλου των πλοίων.

Το θαλασσογραφικό του έργο χωρίζεται σε τρεις μεγάλους κύκλους με βάση το θεματολογικό περιεχόμενο: το σκάφος, το λιμάνι και την πολεμική σκηνή. Οι κύκλοι του υποδιαιρούνται σε κατηγορίες, ενώ τα θέματα εφάπτονται και οι κύκλοι τέμνονται. Δεν δημιούργησε πίνακες όπου να απομονώνεται η θάλασσα. Το υγρό στοιχείο εικονίζεται σε ποικιλία όψεων, δεν αποτελεί όμως το κύριο θέμα των πινάκων του. Η παράστασή του είναι ένας διάλογος όπου ο κύριος ρόλος έχει δοθεί στο σκάφος. Η προβολή του πελάγους, οι ιριδισμοί του φωτός, το παιχνίδι των κυμάτων με τους βράχους δεν αποτελούν αυτοσκοπό στη ζωγραφική του. Παρόλη την λεπτομερειακή επεξεργασία τους, δεν αιχμαλωτίζουν μόνο αυτά το κοινό. Αποτελούν ένα είδος κλίμακας που διατρέχει το βλέμμα, ώστε να καλύπτει σε αυτό που αποτελεί το αποκορύφωμα του έργου του, το σκάφος. Τα πλοία στον Βολανάκη δεν αποτελούν την πεζότητα του μεταφορικού μέσου, αλλά είναι αντικείμενα ποιητικού χώρου.

Οι επιδράσεις στο θαλασσογραφικό του έργο είναι εμφανείς. Δεν αποκλείεται να μελέτησε χαρακτικά αντίγραφα διάσημων έργων, τα οποία του χρησίμεψαν ως οδηγοί. Παράδειγμα αποτελούν τα αρχαία πλοία που ζωγράφισε: «Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας», «Αργοναύτες» και «Επιστροφή των Αργοναυτών». Οι πίνακές του αυτοί αναπαράγουν τριήρεις και πλοία της κλασικής εποχής. Χωρίς να αποκλείεται η μελέτη των προτύπων από την ελληνική αγγειογραφία, μαρτυρούν πιθανότατα λόγω του βαρύ κοσμητικού φόρτου, υιοθέτηση πλοίων από την ευρωπαϊκή ζωγραφική.

Ο Βολανάκης εισάγει στα έργα του στοιχεία, ως προς την δομή του καραβιού, της ολλανδικής θαλασσογραφικής τέχνης. Με επιμέλεια δημιουργεί το σχέδιο και αναπαριστά με ακρίβεια τις εικόνες. Προσπαθεί να αποδώσει την ατμόσφαιρα των ναυτικών συγκρούσεων από τους ολλανδικούς πίνακες. Εισάγει επιτυχώς τα διακοσμητικά στοιχεία, όπως το βαρέλι που επιπλέει ή οι πάσσαλοι της προκυμαίας ή τα επιπλέοντα στη θάλασσα ξύλα. Από τον Γάλλο καλλιτέχνη Κλωντ Λορραίν (1600-1682) αποπειράται να συλλάβει τις ατμοσφαιρικές μεταπτώσεις των θεμάτων του.

Πίνακές του, κυρίως θαλασσογραφίες, κοσμούν σαλόνια Ελλήνων εφοπλιστών στην Ελλάδα και στο Λονδίνο, αλλά και το σταθμό του μετρό του Πειραιά. Στις 11 Νοεμβρίου 2008 η θαλασσογραφία του «Η Αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο» πουλήθηκε σε δημοπρασία στο ύψος των 2 περίπου εκατομμυρίων ευρώ!

Το Ηρωικό Τρίπτυχο

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ

Η «Ναυμαχία της Σαλαμίνας» αποτελεί μέρος ενός επικού τριπτύχου, που συμπληρώνεται από την «Πυρπόληση της Τουρκικής Φρεγάτας» (1882) και την «Έξοδο του Άρεως» (1894). Ο συνδετικός κρίκος τους είναι η έκφραση του ηρωικού πνεύματος μιας εποχής. Στους πίνακές του για την Ελληνική Επανάσταση, ζωγραφίζει την ατμόσφαιρα της θέλησης των Ελλήνων για ελευθερία και πολιτισμό. Τα χρώματα που χρησιμοποιεί είναι ζεστά και έντονα, προσφέροντας στους Επαναστάτες, ζωή και ψυχή. Μέσα από τα έργα του ηρωικού τρίπτυχου πηγάζει ο κόσμος του ονείρου για την ελευθερία. Τα μεγαλειώδη γεγονότα της Επανάστασης αποδίδονται αριστοτεχνικά από το πινέλο του, δημιουργώντας πίνακες ανυπέρβλητου μεγαλείου.

Με τον πίνακά του η «Ναυμαχία της Σαλαμίνας», ο καλλιτέχνης επιθυμούσε να αποδώσει το κάλος του αρχαίου πλοίου και την πραγματική εικόνα μιας αρχαίας ναυμαχίας. Ήθελε να απομονώσει μια κρισιμότατη φάση της ναυμαχίας, σύμφωνα με παλαιότερο δικό του πρότυπο. Αποθανατίζει τη διάσπαση του κλοιού των περσικών πλοίων από την τριήρη της Αρτεμισίας. Είναι το περιστατικό κατά το οποίο η Αρτεμισία, σύμμαχος του Ξέρξη στην ελληνική εκστρατεία, δεν δίστασε όταν κατάλαβε ποια θα ήταν η έκβαση της ναυμαχίας, να επιτεθεί σε περσικό πλοίο, να το καταστρέψει και να διαφύγει.

Ο πρώτος στόχος ικανοποιείται πλήρως με την παράσταση του καραβιού που περιλαμβάνει ολόκληρο το δεξιό μισό του πρώτου επιπέδου. Ο ενδοιασμός αφορά όχι την άψογη ζωγραφική εκτέλεση, αλλά την ιστορική πιστότητα. Διότι οι κόφες στο επάνω μέρος των καταρτιών υπήρξαν εξάρτημα των μεσαιωνικών πλοίων και όχι του 5ου αιώνα. Κατά τους ιστορικούς, το κατάρτι και τα άλλα εύθραυστα εξαρτήματα, κατά την πολεμική σύγκρουση αφαιρούνταν. Η σύνθεση επαναφέρει την συνάντηση των τόξων που τείνουν να συγκρουστούν και επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τη δυναμικότητα της καμπύλης.

Η ταραχή που δημιουργείται στη σύρραξη δεν έχει όμως ενότητα ούτε το ύφος του έπους. Αιτία αποτελεί η τριήρης της Αρτεμισίας, το σημαντικότερο αντικείμενο του πίνακα, που παρουσιάζεται με ιδανική μορφή, αλλά με στατική απόδοση. Αυτή εντείνεται από την ρεμβαστική στάση της Αρτεμισίας, αντίθετη με την περίσταση και είναι σε τέλεια αντίθεση με το δεύτερο επίπεδο του πίνακα. Η καμπύλη των κουπιών, σημαντικό εύρημα, που αξιοποιεί το παιχνίδι του Φωτός πάνω στην υγρή επιφάνεια του ξύλου, δεν μεταδίδει την ορμητική προς τα έξω κίνηση, που ενδεχόμενα θα συνέδεε το σκάφος με το κέντρο της ναυμαχίας, Αποτέλεσμα είναι η τριήρης της Αρτεμισίας να αποτελεί έξοχη λεπτομέρεια, που δεν υπάγεται όμως στους νόμους του συνόλου. Από την άλλη πλευρά, αποτελεί ζωγραφική αρετή το αναρρίπισμα των πανιών και η εναλλαγή των θερμών και των θερμών τόνων στον χρωματισμό.

Η ομάδα των ναυαγών, που εισάγεται στη σύνθεση, στο κέντρο του πίνακα, παρουσιάζει εμφανέστατα την μνημειακή εμφάνιση των σκαφών. Φανερώνει έμμεσα την χρονική διάρκεια και αντιτίθεται στο θριαμβευτικό κυματισμό των σημαιών και την έκβαση της ναυμαχίας. Η πυκνότητα και η αποβολή του περιττού, δεικνύουν την δεξιότητα με την οποία ο καλλιτέχνης δημιουργεί ένα έργο υψηλού ύφους, με την λεπτομέρεια και ακρίβεια των περιγραφών.

Οι ελλείψεις της «Ναυμαχίας της Σαλαμίνας» αποδίδονται στην απόπειρα του καλλιτέχνη να συνδέσει την κλασική και στατική μορφή, με την ανάγκη να πραγματευτεί ένα θέμα με έντονη κίνηση και δραματικότητα.

Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΡΕΩΣ

Στην «Έξοδο του Άρεως» (1894), μεταγενέστερη της «Ναυμαχίας της Σαλαμίνας», χρησιμοποιεί καλλιτεχνικά δύο αντίθετα τόξα, που διασπώνται από ένα κάθετο άξονα. Η επαναφορά του ημικυκλίου δεν σημαίνει αυθαιρεσία ή εύκολη λύση, αλλά ότι το ημικύκλιο αποτέλεσε για πολλούς αιώνες την καταλληλότερη παράταξη ναυμαχίας. Στον πίνακα δεν διατίθεται η ευχάριστη πολυχρωμία, ούτε τα φωτιστικά ευρήματα της «Ναυμαχίας της Σαλαμίνας». Δημιουργεί όμως μία ενότητα ύφους, γεγονός που δεν επέτυχε στον πίνακά του η «Ναυμαχία της Σαλαμίνας». Εμφανίζεται ισορροπία στους όγκους και τον χρωματισμό, αλλά παρά τους λευκούς καπνούς και τις χειρονομίες των μικρών δυσκολοδιάκριτων μορφών του πληρώματος, δεν μεταφέρει την δραματικότητα του γεγονότος. Ο «Άρης» σου δίνει την εντύπωση ότι απλώς περνάει μέσα από μία πυκνή σειρά τούρκικων πλοίων. Ψηλά στο κατάρτι, στο ψηλότερο σημείο βρίσκεται η σημαία των Ελλήνων επαναστατών, να κυματίζει αγέρωχα Ο κυματισμός της σημαίας του, είναι αυτή, που υποδηλώνει την επικίνδυνη και θριαμβευτική έξοδο.

Ο Βολανάκης δεν αποδίδει με ακρίβεια το δράμα του περιστατικού. Η εικόνα παρουσιάζει τα γραφικότατα σκάφη, μεταδίδει με ευχέρεια τους ελιγμούς τους, αλλά δεν μεταδίδει την ένταση της ναυμαχίας και δεν επιτρέπει στους θεατές να συμμετέχουν στο γεγονός. Από τον πίνακα συμπεραίνεται ότι ο καλλιτέχνης είναι ικανότατος πλοιογράφος, με την παρουσίαση ενός ομαδικού πορτρέτου καραβιών, αλλά υστερεί στο να εμψυχώσει το σύνολο με την πνοή της ναυμαχίας.

Η ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΦΡΕΓΑΤΑΣ

Ο Βολανάκης στον πίνακά του «Πυρπόληση της Τουρκικής Φρεγάτας» (1882), εγκαταλείπει την φιλόδοξη, ευρύτατη και θεαματική απεικόνιση και περιορίζεται στη δράση μιας μερικότερης πράξης. Στο έργο του διακρίνεται η λεπτομέρεια και η καθαρότητα, εστιάζοντας στο συναίσθημα. Η πρόθεσή του στην καλλιτεχνική του δημιουργία ήταν η κίνηση και η ενότητα. Αποτυπώνει το συγκεκριμένο γεγονός, την πυρπόληση της τουρκικής φρεγάτας από τον πυρπολητή Παπανικολή, ως ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά στρατιωτικά γεγονότα. Η καλλιτεχνική του δημιουργία είναι οργανωμένη με σύνεση, με λεπτομέρεια, αλλά και λεπτότητα. Το τουρκικό πλοίο τίθεται λοξά, στα αριστερά του πίνακα με το πυρπολικό στο δεξιό πλευρό του, με τυλιγμένα στις φλόγες τη γέφυρα και τα ξάρτια. Με πεσμένη την τεράστια τουρκική σημαία στην πρύμνη, απ’  όπου οι Τούρκοι επιχειρούν να κατέβουν στις βάρκες τους για να σωθούν.

Ως τρίτο μέρος του επικού τριπτύχου, ο πίνακας αυτός διαφέρει από τους άλλους δύο. Με τόλμη τοποθετείται ο μεγάλος όγκος του πλοίου, πολύ κοντά στην οπτική γωνία του θεατή και το πλήθος των λεπτομερειών και το χρώμα να διατηρείται λιγότερο επηρεασμένο από τις ποικίλες προσμίξεις. Η πινελιά του είναι γρήγορη και ευέλικτη και σκοπός του είναι η ενίσχυση της αμεσότητας. Το χρώμα που χρησιμοποιεί δεν είναι απλώς ευχάριστο, αλλά επιδιώκει την φυσικότητα και την προσχώρηση σε ρεαλιστικότερες αντιλήψεις. Οι ναυαγοί που διαμοιράζονται στις ανεμόσκαλες, στη θάλασσα και στις βάρκες, δεν διαθέτουν την άψογα πλαστική εκτέλεση με την οποία προβάλλονται στη «Ναυμαχία της Σαλαμίνας». Κερδίζουν όμως σε συναισθηματικό περιεχόμενο και σε δραματική υποβολή. Λιγότερο προσεκτική αποτελεί η επεξεργασία του δεξιού μέρους, όπου σκορπίζονται αχνά στο μισοσκόταδο τα άλλα καράβια.

Ο πίνακάς του υπερβαίνει το ιστορικό γεγονός και παρουσιάζει την καταστροφή και την ήττα των Οθωμανών. Αγνοεί τους πυρπολητές -αντίθετα με τον πίνακα του φίλου του Λύτρα, όπου οι αντίπαλοι είναι αντιμέτωποι και εξαίρεται η παλικαριά- αλλά τους ανακαλεί έμμεσα στη μνήμη των θεατών. Η προσαρμογή του θέματος στην ιδιοσυγκρασία του, η στάθμιση των προθέσεων και των δυνατοτήτων του, τον βοήθησαν να δημιουργήσει το ωριμότερο καλλιτεχνικό του έργο στον τομέα των ναυμαχιών.

Η αφθονία των επαναλήψεων δεν συγκρατεί μέρος της ποιότητας του προτύπου. Χωρίς να διακινδυνεύει αναζητήσεις στο χώρο των δεδομένων ή να ρισκάρει παραλλαγές, ο καλλιτέχνης υποχωρεί στην απλούστευση του πρώτου και παρουσιάζει ανώδυνες λύσεις. Τοποθετεί το πολεμικό πλοίο στο ανοικτό, σκοτεινό πέλαγος, όπου διαγράφονται αμυδρές οι φλόγες της πυρκαγιάς. Το γεγονός σμικρύνεται περισσότερο ανάμεσα στα δύο σκούρα, ανέκφραστα επίπεδα, τον ουρανό και τη θάλασσα.

Το ζεστό χρώμα (κόκκινο) των ενδυμασιών των Τούρκων ναυαγών με την πεσμένη τούρκικη σημαία, σημαίνουν την καθαρή σκέψη και την αποφασιστικότητα όλων των Ελλήνων για την επιτυχία του εγχειρήματος της απόκτησης της ελευθερίας. Το σκοτεινό – μουντό περιβάλλον, πέρα από την καιόμενη τούρκικη φρεγάτα, συμβολίζει τις σκληρές πολεμικές συγκρούσεις που θα ακολουθήσουν με τους Οθωμανούς, μέχρι να έρθει το φως της ελευθερίας. Οι ακτίνες του ήλιου που τις φωτίζουν τους Τούρκους ναυαγούς και το πλοίο τους, νοηματοδοτεί την ελπίδα για την ελευθερία και την φλόγα του πνεύματος και της ψυχής των απλών αγωνιζομένων Ελλήνων επαναστατών.

Αντί Επιλόγου

«Ακόμη και αν σου πουν πως πέθανα, καρτέρα με»

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ

Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, μαζί με τον Νικόλαο Γύζη και τον Νικηφόρο Λύτρα, συγκροτούν την τριανδρία των περισσότερο διακεκριμένων εκπροσώπων της Σχολής του Μονάχου, του ακαδημαϊκού ρεαλισμού. Εξελίχθηκε στον σημαντικότερο Έλληνα θαλασσογράφο, απεικονίζοντας ναυμαχίες, σκηνές από τα λιμάνια, καράβια και καΐκια, αλλά και σημαντικά γεγονότα του κοινωνικού βίου. Θεωρείται, κατά γενική ομολογία, ως ο κυριότερος θαλασσογράφος της Ελλάδος. Ο βίος του, ιδιαίτερα στην Ελλάδα και προς το τέλος της ζωής του, επηρεάστηκε από την παρακμή λόγω οικονομικής ανέχειας, την αδιαφορία του περιβάλλοντος, την παθητικότητα και την αδυναμία του στην διαπάλη της ζωής. Οι εργάτες της τέχνης, σπάνια γνωρίζουν την άνεση και τον πλούτο, αλλά είναι αρκετοί εκείνοι που από οποιοδήποτε σημαντικό προσωπικό δράμα, κατορθώνουν να το μετουσιώσουν σε έργο τέχνης. Ίσως γιατί η τέχνη είναι αρκετή για να σμικρύνει όλα τα άλλα προβλήματα.

Ο Βολανάκης αν και έζησε απομονωμένος, δεν έχει σχέση με τον «αναχωρητή» καλλιτέχνη, που θυσιάζει τα πάντα στην τέχνη του. Έμεινε πάντοτε ευαίσθητος σε όλες του τις υποχρεώσεις. Αν η τέχνη του, της τελευταίας περιόδου, φέρεται στην παρακμή και την αποσύνθεση, είναι γιατί οι πηγές που την έτρεφαν εξαντλήθηκαν. Γιατί συνδέεται η ποιότητα και το ανώτερο περιεχόμενο του καλλιτεχνικού έργου, όχι μόνο από την δεξιοτεχνία, αλλά και από την έμπνευση, την φαντασία και την ευαισθησία. Προσόντα που εξαφανίζονται στον Βολανάκη, λόγω της ξηρότητας των γηρατειών του.

Οι Έλληνες οφείλουν πολλά στον Κωνσταντίνο Βολανάκη, για τις καλλιτεχνικές δημιουργίες ηρωικών ναυτικών στιγμών των προγόνων τους, αλλά και την καλλιτεχνική απόδοση απαράμιλλων θαλασσογραφιών. Υποχρέωση όλων των Ελλήνων είναι, να θυμούνται με αγάπη τον αφανή εργάτη – ζωγράφο, που διέσωσε στις καρδιές τους τον αθάνατο απελευθερωτικό Αγώνα το ’21 και πρόβαλε τον ναυτικό πολιτισμό μέσω των θαλασσογραφιών του.

Αξίζει να μελετηθεί αν ένα ψυχογράφημα της προσωπικότητας του μεγάλου θαλασσογράφου, που του απέδωσε ο σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης, Νιρβάνας[8] (1866-1937):

«Και ήταν έτσι αδέξιος ως ξένος μέσα στους ξένους, ανίκανος για κάθε φροντίδα της ζωής, για κάθε βήμα υπολογισμένο, που φέρει σε μία επιτυχία, για κάθε σοφή, πονηρία και κάθε εκμετάλλευση του εαυτού του και του ταλέντου του. Ανίκανος στις ακροβασίες της ζωής, είχε πάντα τις αδέξιες κινήσεις ενός χαμένου παιδιού που ζητά με αγωνία τον δρόμο του».

Βιβλιογραφικές και Διαδικτυακές Αναφορές

  • Βασιλειάδου, Μάρω. (9-8-2019). Κωνσταντίνος Βολανάκης, ο ζωγράφος της θάλασσας, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.kathimerini.gr, 25-3-2022.
  • Βαρδάκη, Έφη. (9-2-2018). Κωνσταντίνος Βολανάκης: Δαμάζοντας τα κύματα με τον χρωστήρα, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.tovima.gr, 25-3-2022.
  • Βολανάκης Κωνσταντίνος: Ο πατέρας της θαλασσογραφίας, (7-2-2019), διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.texni-zoi.blogspot.com, 25-3-2022.
  • Κουγιουμτζής, Θοδωρής. (17-3-2021). Κωνσταντίνος Βολανάκης: Ο ζωγράφος της θάλασσας, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.cityportal.gr, 25-3-2022.
  • Κωνσταντίνος Βολανάκης: Ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.san.simera.gr, 25-3-2022.
  • Κωνσταντίνος Βολανάκης. Ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.laskaridisfoundation.org, 25-3-2022.
  • Ραγιάς, Γιώργος. (1975). Οι Έλληνες ζωγράφοι. Από τον 19ο αιώνα στον 20ο, Τόμος Α΄, Αθήνα: Μέλισσα.
  • Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, ο «πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας», (17 Μαρτίου 2022), διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.libertanews.gr, 25-3-2022
  • Στούκας, Μιχαήλ. (26-11-2016). Κωνσταντίνος Βολανάκης: Πέθανε πάφτωχος και σήμερα οι πίνακές του πωλούνται 2 εκατομμύρια ευρώ, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.protothema.gr, 25-3-2022.
  • Τράιου, Ελευθερία. Κωνσταντίνος Βολανάκης, ο ζωγράφος της θάλασσας, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://yougoculture.com, 25-3-2022.

[1] Σύζυγος της αδελφής του Πολυξένης.

[2] Καρλ Φον Πιλότυ (1826-1886). Καθηγητής στην Ακαδημία από το 1856 και διευθυντής από το 1874.

[3] Ιταλική ονομασία του νησιού της Αδριατικής, Βις, που σήμερα ανήκει στην Κροατία.

[4] Σημερινή Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

[5] Ήθελε να έχει πάντοτε θέα στη θάλασσα!

[6] Δικηγόρος. Έγραψε τη βιογραφία του πατέρα του.

[7] Τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου αιώνα υπήρχε η λαϊκή ρήση: «Πρόσεξε μην καταλήξεις στο Τινάνειο» (σημερινό Θεμιστόκλειο). Εκεί οι συγγραφείς, οι ποιητές, αλλά και οι ζωγράφοι του, Πειραιά, στερούμενοι ακόμα και των βασικών μέσων επιβίωσης, πήγαιναν στο Τινάνειο Κήπο, όπου πουλούσαν αντί ευτελούς τιμής τα δημιουργήματά τους.

[8] Ο Νιρβάνας γεννήθηκε στην Μαριούπολη της Ουκρανίας.