Του Σήφη Μανουσογιαννάκη, Αντιναυάρχου ΠΝ (ε.α.)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το 1915 – δεύτερος χρόνος – του Αου Παγκοσμίου πολέμου ξεκίνησε ζοφερό. Οι εμπόλεμοι ( Κεντρικές αυτοκρατορίες αφ’ ενός και Αντάντ αφ’ ετέρου) αποδύθηκαν σε φοβερό ανταγωνισμό προσέλκυσης συμμάχων κυρίως με κράτη που τηρούσαν μέχρι τότε πολιτική ουδετερότητας. Σε τέτοιο Ευρωπαϊκό κλίμα η Ελλάδα καλείτο να κάνει επιλογή πολιτικής, εκφρασμένης από την μια από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο και από την άλλη από τον Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο. Φαίνεται ότι τουλάχιστον στην αρχή του πολέμου στην κοινή γνώμη δεν υπήρχε μεγάλος προβληματισμός σε ότι αφορά την θέση της Ελλάδας. Γράφει στο βιβλίο του ο Υποναύαρχος Π. Αργυρόπουλος: « Δεν υπήρχε ανάγκη ουδεμιάς προπαγάνδας εν Ελλάδι κατά τας αρχάς του ευρωπαϊκού πολέμου υπέρ των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως. Η αισθηματική ροπή υπέρ αυτών ήτο αβίαστος. Υπήρχον βεβαίως πολλοί οι θαυμάζοντες την στρατιωτικήν οργάνωσιν και την εθνικήν πειθαρχίαν της Γερμανίας, ως και την καταπληκτικήν βιομηχανικήν αυτής υπεροχήν, ιδίως όσοι εκ του σύνεγγυς εγνώρισαν και εμελέτησαν τα της οργανώσεως της αλλ’ αισθηματικώς ολόκληρος ο ελληνικός λαός την υπόθεσιν των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως εθεώρει ιδίαν αυτού υπόθεσιν» («Αναμνήσεις» Υποναυάρχου Περικλή Ι. Αργυρόπουλου, εκδόσεις Αρσενίδη). Εξ’ άλλου κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι η χώρα ήταν δυνατόν να συμπολεμήσει με τις κεντρικές αυτοκρατορίες. Ιδιαίτερα όταν σ’ αυτές προσχώρησαν η Τουρκία και η Βουλγαρία.

Ο Πρωθυπουργός Ε.Βενιζέλος θεωρούσε ότι το συμφέρον της Ελλάδας την έτασσε στο πλευρό των Αγγλογάλων, προκειμένου να προασπίσει τα κέρδη της από τους Βαλκανικούς πολέμους αλλά και να διευρύνει περαιτέρω τα σύνορα της. Η θέση αυτή υποστηριζόταν από μεγάλα τμήματα των λαϊκών τάξεων που εμπνέονταν από την Μεγάλη Ιδέα αλλά και από την μεγαλοαστική τάξη, ιδίως της διασποράς, που προσδοκούσε να ενταχθεί σε μια μεγάλη και ισχυρή Ελλάδα.

Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος σύζυγος της αδελφής του Κάιζερ και κατ’ απονομή Στρατάρχης του Γερμανικού Στρατού αδυνατώντας να υποστηρίξει την ένταξη της Ελλάδας στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν υποστήριζε την «διαρκή ουδετερότητα», θέση η οποία ευνοούσε την Γερμανία στην φάση εκείνη και κατανοούσε ο γυναικάδελφος του Κάιζερ, επικαλούμενος το επιχείρημα ότι η Ελλάδα θα προστατευόταν από τον πόλεμο. Οι απόψεις του Κωνσταντίνου εύρισκαν απήχηση σε εκείνα τα αστικά στρώματα που είχαν θορυβηθεί από την προοπτική εισόδου στο κράτος του ισχυρού εξωελλαδικού Ελληνικού κεφαλαίου το οποίο δύσκολα θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν. Επίσης οι βασιλικές θέσεις εύρισκαν σύμφωνα και τμήματα των λαϊκών τάξεων που λίγο μετά από τους Βαλκανικούς πολέμους δεν επιθυμούσαν να πολεμήσουν και πάλι.

Η αντιπαλότητα Βενιζέλου και Κωνσταντίνου, η οποία τα επόμενα χρόνια οδήγησε στον εθνικό διχασμό είχε αρχίσει να γίνεται αντιληπτή μετά το πέρας των Βαλκανικών πολέμων. Και ενώ στην επιφάνεια η πολιτική ζωή έδειχνε αρμονική πίσω από την βιτρίνα το χάσμα μεταξύ πολιτικής εξουσίας και θρόνου άρχισε να παίρνει ολοένα και βαθύτερες διαστάσεις.

Η αντιπαλότητα αυτή που αργότερα απόκτησε όλα τα χαρακτηριστικά της εμφύλιας σύρραξης οφειλόταν αφ’ ενός στην διαφορετική πολιτική αντίληψη των δύο παρατάξεων και αφ’ ετέρου και πλέον καθοριστικά, στον ξένο παράγοντα που επενέβαινε απροκάλυπτα στην πολιτική κρίση με στόχο την προώθηση των ιδιαιτέρων συμφερόντων των αντιμαχομένων δυνάμεων της Αντάντ και των κεντρικών Αυτοκρατοριών.

Γράφει χαρακτηριστικά ο Π. Ενεπεκίδης στο βιβλίο του Η δόξα και ο διχασμός Έκδοσις Μπίρη: « Αι Αθήναι του 1916 είχον μεταβληθεί εις κέντρον κατασκοπείας και αντικατασκοπείας. Είχον γίνει σαν την Ταγγέρην κατά τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον ή την μεταπολεμικήν Βιέννην της διασυμμαχικής κατοχής. Πραγματικόν Ελντοράντο δια πράκτορας και κατασκόπους. Αποβράσματα όλων των φυλών επερίμεναν υπό την σκιάν της Ακροπόλεως να ζήσουν την μεγάλην περιπέτειαν της ζωής των να γίνουν πλούσιοι εις χρήματα και βιώματα». Για την ίδια κατάσταση γράφει στο βιβλίο του ο Τ. Βουρνάς ότι είχαν οργανωθεί πολυάριθμα δίκτυα κατασκόπων για μεν τις Κεντρικές Δυνάμεις υπό τον βαρόνο Σένκ που ήταν εγκατεστημένος στην Αθήνα ως δήθεν αντιπρόσωπος των εργοστασίων Κρούπ («Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας» Τάσος Βουρνάς εκδόσεις Αφων Τολίδη). Αντίστοιχα και ο Εισαγγελέας Τ. Γερακάρης για την Αντάντ και τον Γάλλο ναυτικό ακόλουθο Ροσφέιγ ( «Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας» Τ.Γερακάρη εκδόσεις Ελευθέρου Ανθρώπου). Αλλά και ο Υποναύαρχος και πρώην υπουργός Π. Ι. Αργυρόπουλος στο βιβλίο του «Αναμνήσεις» δίνει πολλές πληροφορίες για τις άθλιες δραστηριότητες του Ροσφέιγ. Οι προσπάθειες τους συνέτειναν στον επηρεασμό της κοινής γνώμης κατά τα συμφέροντα τους. Χρησιμοποιούσαν όλα τα μέσα και είχαν εξαγοράσει εφημερίδες και ανθρώπους.

Οι αντίθετες θέσεις Βενιζέλου και Κωνσταντίνου σχετικά με την συμμετοχή ή όχι Ελληνικών στρατευμάτων στην επιχείρηση καταλήψεως της Καλλίπολης από την Αντάντ αποκάλυψε αναφανδόν τη διαφωνία κυβέρνησης και στέμματος. Η άρνηση του Κωνσταντίνου που εκφράστηκε στα τέλη Φεβρουαρίου 1915 είχε σαν αποτέλεσμα την παραίτηση της κυβερνήσεως του Βενιζέλου και αποτέλεσε την «ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του Εθνικού Διχασμού».

Η ανάλυση της ιστορικής διαφωνίας Κωνσταντίνου-Βενιζέλου είναι θέμα πολύπλοκο και πελώριο και ξεπερνά τις σκοπιμότητες του παρόντος πονήματος το οποίο περιορίζεται να αναδείξει για πρώτη φορά τα γεγονότα που αφορούν αποκλειστικά στο Πολεμικό Ναυτικό.

Στο επόμενο διάστημα δημιουργήθηκε συνταγματική κρίση, οφειλόμενη στις διαφορετικές ερμηνείες του Συντάγματος 1864/1911 καθώς οι μεν το ερμήνευαν κατά το «Γράμμα» ενώ οι δε κατά το «Πνεύμα», υπήρξαν διορισμοί δέκα κυβερνήσεων στην πλειονότητα τους κατ επιλογή του Κωνσταντίνου, αλλά και παρεμβάσεις και ενέργειες από την πλευρά της Αντάντ και των αντιπάλων της που έθιγαν κατάφορα την εθνική τιμή και διακύβευαν κατά τον πιο χυδαίο τρόπο την Ελληνική ανεξαρτησία.

Οι δυνάμεις της Αντάντ αποβίβασαν στρατεύματα στην Θεσσαλονίκη και σταδιακά κατέλαβαν τον κόλπο του Μούδρου στην Λήμνο, το Καστελόριζο, το Αργοστόλι, τον κόλπο της Σούδας και την Κέρκυρα στην οποία εγκατέστησαν την κυβέρνηση της Σερβίας και τα υπολείμματα του Σερβικού στρατού. Τον Μάιο 1916 παραδόθηκε στους Γερμανοβουλγάρους από την κυβέρνηση των Αθηνών, το Ρούπελ και λίγο αργότερα παραδόθηκε αμαχητί το Δ Σώμα Στρατού το οποίο μεταφέρθηκε στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας. Η ανατολική Μακεδονία καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους. Να πως περιγράφει την κατάσταση ο Ναύαρχος Γ. Μεζεβίρης: «Μετά τις συνεχείς παραβιάσεις της ουδετερότητας μας από τους Συμμάχους η είσοδος του Βουλγαρικού στρατού στο έδαφος μας και η αμαχητί παράδοση των οχυρών αποτέλεσαν βαρύ πλήγμα δι εκείνους που υποστήριζαν την πολιτική που ακολουθούσε η χώρα. Βέβαια εφ’ όσον είχαμε επιτρέψει στον ένα από τους αντιπάλους την εγκατάστασιν βάσεων πολεμικών επιχειρήσεων στο έδαφος μας θα ήταν πολύ δύσκολο να την απαγορεύσουμε στον άλλο χωρίς να λάβουμε ενεργό μέρος στον πόλεμο. Η παράδοση όμως στους Βουλγάρους εδαφών που μόλις προ τριών ετών είχε απελευθερώσει ο στρατός μας είχε διαφορετική απήχηση στην ψυχή κάθε Έλληνα πατριώτη από την προσωρινή κατοχή τους από τις Μεγάλες Δυνάμεις που δεν είχαν βλέψεις επ’ αυτών. Για όσους ανήκαν στην ονομαζόμενη βασιλική παράταξη, μόνο η απόλυτη πίστη στον πατριωτισμό του Βασιλιά και η βεβαιότητα για την νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων μας έπειθαν ότι η ακολουθούμενη οδός ήταν πράγματι και η σωστή. Όσοι όμως υποστήριζαν τα αντίθετα άρχισαν να εγκαταλείπουν κάθε επιφυλακτικότητα και δεν δίσταζαν στις μεταξύ τους συζητήσεις να μιλούν για προδοσία, λέξη που οι μισοί Έλληνες άρχισαν να χρησιμοποιούν για τους άλλους μισούς». («Τέσσαρες δεκαετίες εις την Υπηρεσία του Β. Ναυτικού» Γ.Μεζεβίρη Αντιναυάρχου Αθήνα 1971).

Τον Αύγουστο 1916 εκδηλώθηκε στην Θεσσαλονίκη στάση εναντίον του Βασιλιά και της κυβερνήσεως του η οποία έγινε γνωστή ως Κίνημα Εθνικής Αμύνης. Ένα μήνα μετά η τριανδρία Βενιζέλος, Κουντουριώτης και Δαγκλής μετέβησαν στην Θεσσαλονίκη και σχημάτισαν την Κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας. Το γεγονός αυτό επισημοποίησε την ύπαρξη δύο Ελλάδων της Κωνσταντινικής με έδρα την Αθήνα και της Βενιζελικής με έδρα την Θεσσαλονίκη στην οποία συγκεντρώθηκαν όσοι εκ των Ενόπλων δυνάμεων πίστευαν στην πολιτική και το όραμα του Βενιζέλου.

Δαγκλής – Βενιζέλος – Κουντουριώτης

ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ

Σε ότι αφορά τους Αξιωματικούς του Ναυτικού γράφει ο Ναύαρχος Ε. Καββαδίας: Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο κατ’ αυτόν διχασμός της Ελλάδος έσχε την χειροτέραν επίδρασιν επί των Ελλήνων Αξιωματικών του Ναυτικού ούς έως τότε ηνωμένους λόγω κοινής νοοτροπίας και συγχρωτισμού από παιδικής ηλικίας εχώρισεν εις δύο εντελώς ξένους και εχθρικούς προς αλλήλους κόσμους. («Ο ναυτικός πόλεμος του 1940 όπως τον έζησα» Αντιναυάρχου Ε.Καββαδία). Αλλά και ο Ναύαρχος Γ.Μεζεβίρης γράφει: «Ο σάλος που δημιουργήθηκε δεν μπορούσε να μην έχει τον αντίκτυπο του στο Ναυτικό. Εξακολουθούσε πάντοτε να εργάζεται αλλά οι συζητήσεις παύουν να περιστρέφονται μόνο γύρω από επαγγελματικά ζητήματα και ευτράπελα και παίρνουν και πολιτική μορφή…..Τώρα εμφανίζονταν αξιωματικοί που χωρίς να κατακρίνουν έντονα ακόμα την πολιτική του Βασιλιά δικαίωναν τον Πρωθυπουργό που είχε παραιτηθεί και υποστήριζαν ότι δεν μπορούσε πια η Ελλάδα να παραμείνει αμέτοχη του πολέμου. Τους Αξιωματικούς αυτούς είχε ιδιαίτερα επηρεάσει η στάση που πήρε στο θέμα ο Ναύαρχος των Βαλκανικών Πολέμων Π.Κουντουριώτης… Οι περισσότεροι όμως εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι οι προσωπικές τους πεποιθήσεις και επιθυμίες δεν θα έπρεπε να τους παρασύρουν σε κρίσεις για ζητήματα τέτοιας σοβαρότητας χωρίς μάλιστα να γνωρίζουν τις διπλωματικές ζυμώσεις……..Οπως και οι υπόλοιποι Έλληνες οι Αξιωματικοί του Ναυτικού διαιρέθηκαν σιγά-σιγά σε δύο παρατάξεις. Η πρώτη των βενιζελικών ή ανταντόφιλων περιλάμβανε αυτούς που πίστευαν στο αλάθητο του Πρωθυπουργού, εκείνους που ακράδαντα πίστευαν στην τελική νίκη της Αντάντ, αλλά και όσους πίστευαν ότι ανεξάρτητα του αποτελέσματος του πολέμου η θέση της Ελλάδος ήταν στο πλευρό εκείνων που μάχονταν κατά των χθεσινών της εχθρών. Η άλλη παράταξη των βασιλικών ή γερμανόφιλων αποτελείτο από χαρακτήρα νομιμόφρονες που αναγνώριζαν μόνο στον βασιλιά το δικαίωμα κήρυξης του πολέμου, εκείνους που πίστευαν στην νίκη των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και θεωρούσαν ότι η Ελλάδα είχε να χάσει λιγότερα αν παρέμενε ουδέτερη παρά να βρεθεί μεταξύ των ηττημένων, αυτούς που εύχονταν τη νίκη της Γερμανίας ως μόνο τρόπο απαλλαγής από τις πιέσεις των αγγλογάλων και τέλος από μικρό αριθμό γερμανόφιλων. Για τους περισσότερους όμως αυτής της παράταξης άδικα τους αποδίδονταν η ιδιότητα του γερμανόφιλου, διότι η αγανάκτηση για τους εξευτελισμούς που μας επέβαλαν οι Σύμμαχοι δεν είχε σαν αιτία την συμπάθεια προς τους αντιπάλους τους». (Τέσσαρες δεκαετίες εις την Υπηρεσίαν του Β. Ναυτικού Γ.Μεζεβίρη Αντιναυάρχου Αθήνα 1971).

Η σύνθεση του Ελληνικού Στόλου το 1916 ήταν η ακόλουθη:

Αρχηγός ΓΕΝ Υποναύαρχος Σοφοκλής Δούσμανης.

ΜΟΙΡΑ ΘΩΡΗΚΤΩΝ (Υπό τον Υποναύαρχο Παπαχρήστο ο οποίος ήταν και Διευθυντής

Ναυστάθμου):

ΘΩΡΗΚΤΑ: Κιλκίς ,Λήμνος, Ύδρα, Σπέτσαι, Ψαρά

ΕΥΔΡΟΜΑ: Γ. Αβέρωφ (θωρακισμένο) ,Έλλη (προασπισμένο).

ΕΛΑΦΡΟΣ ΣΤΟΛΟΣ (Υπό τον Υποναύαρχο Ι. Ηπίτη επιβαίνοντα στο Κανάρης)

ΑΝΤΙΤΟΡΠΙΛΛΙΚΑ (1176 τόνων): Αετός, Ιέραξ, Λέων, Πάνθηρ.

ΑΝΤΙΤΟΡΠΙΛΛΙΚΑ (750 τόνων): Κεραυνός, Νέα Γενεά.

ΑΝΤΙΤΟΡΠΙΛΛΙΚΑ (350 ΤΌΝΩΝ): Δόξα, Ασπίς, Βέλος, Λόγχη, Σφενδόνη, Θύελλα, Νίκη, Ναυκρατούσα, Δόξα.

ΤΟΡΠΙΛΛΟΒΟΛΑ (150 τόνων) Υπό Πλωτάρχη Ν.Βότση επιβαίνοντα στο Δάφνη: Νικόπολις, Αίγλη, Αλκυόνη, Αρέθουσα, Δάφνη, Δωρίς , 13, 14, 15, 16, .

ΚΑΤΑΔΥΟΜΕΝΑ: ( Υπό τον Αντιπλοίαρχο Σ.Παπαρηγόπουλο επιβαίνοντα στο Πλοίο Ανεφοδιασμού Αμφιτρίτη): Δελφίν, Ξιφίας.

ΠΛΟΙΟ ΑΝΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ: Αμφιτρίτη.

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΣΤΟΛΟΥ: Κανάρης, Αλφειός, Αχελώος, Ευρώτας, Πηνειός.

ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΦΟΡΟ: Προμηθεύς.

ΝΑΡΚΟΘΕΤΙΣ: Κοργιαλένιος.

ΝΑΥΑΓΟΣΩΣΤΙΚΟ: Τένεδος.

ΥΔΡΟΦΟΡΟΣ: Αύρα.

Από τα πλοία του Ελληνικού Στόλου ευρισκόταν κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο του Σεπτεμβρίου 1916:

α. Εις τον Ναύσταθμο:

Τα Αβέρωφ, Κιλκίς, Λήμνος, Σπέτσες, Έλλη

Τα Αετός, Ιέραξ, Λέων, Πάνθηρ, Κεραυνός, Νέα γενεά, Θύελλα, Λόγχη, Ναυκρατούσα, Σφενδόνη, Ασπίς, Βέλος, Νίκη, Δόξα.

Τα Κανάρης (αρχηγίδα Τορπιλικών), Νικόπολις, Αίγλη, Αλκυόνη, Δάφνη, Δωρίς, Θέτις, 13, 14, 15,.

Τα Δελφίν, Ξιφίας.

Το Αμφιτρίτη.

Τα Αλφειός, Ευρώτας,.

Το Προμηθεύς.

Το Κοργιαλένιος.

Το Αύρα

β. Εις τον Πειραιά:

Τα Ύδρα, Μιαούλης

Τα Τορπιλοβόλα Θέτις, και, 16.

Το Πηνειός.

Τα Άκτιον, Αμβρακία

Τα Αρέθουσα, Κίχλη.

Το Τένεδος.

Το Αιγειάλεια.

γ. Εις τον Πόρο:

Το Ψαρά.

Το Αχελώος.

Στα μέσα του Αυγούστου 1916 έγινε γνωστό ότι ισχυρός Συμμαχικός στόλος είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται στην Μήλο και στις 18 του ιδίου μηνός κατέπλευσε στον όρμο του Κερατσινίου. Ο Αγγλογαλικός αυτός στόλος υπό την διοίκηση του Γάλλου Ναυάρχου της Μεσογείου Dartige du Fournet περιελάμβανε 6 θωρηκτά, 5 εύδρομα, και πλήθος αντιτορπιλικών και βοηθητικών. Λίγο μετά τον κατάπλου τους πόντισαν φράγματα στον δίαυλο του Ναυστάθμου απαγορεύοντας την έξοδο στα Ελληνικά πολεμικά πλοία. Προέβησαν επίσης στην κατάσχεση όλων των εμπορικών πλοίων με Γερμανική ή Αυστριακή σημαία που βρέθηκαν στην περιοχή. Μεταξύ αυτών και το Marienbad (Μαριεμπάντ) που χρησιμοποιήθηκε σαν βάση υποδοχής των επιθυμούντων να προσχωρήσουν στο κίνημα της Θεσσαλονίκης.

Ο Πλοίαρχος Κακουλίδης

Τα γεγονότα που διαδραματιζόταν είχαν κορυφώσει την αγανάκτηση πολλών Αξιωματικών μεταξύ αυτών και του Πλοιάρχου Γ.Κακουλίδη, Μακεδονομάχου και μετέπειτα Αρχηγού της Ναυτικής Δυνάμεως που στάλθηκε στην Κριμαία, Αρχηγού του Ναυτικού, βουλευτή, και γερουσιαστή. Υπηρετούσε τότε στην Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ναυτικών και απέστειλε υβριστική επιστολή προς τον Πρωθυπουργό Α.Ζαίμη την οποία ακολούθησαν και άλλες μέχρις ότου η κυβέρνηση αποφάσισε τον εγκλεισμό του στις φυλακές της Ακροναυπλίας. Καθ’ οδό δραπέτευσε και κατέφυγε στην Γαλλική Σχολή που είχε την έδρα της η Γαλλική Αστυνομία με σκοπό να βοηθηθεί και να διαφύγει στην Θεσσαλονίκη. Εκεί συνάντησε τον πρώην Κυβερνήτη του Θ/Κ Ύδρα Ι.Βρατσάνο που είχε καταφύγει και αυτός εκεί για τον ίδιο σκοπό. Ο Βρατσάνος «επειδή είχε γίνει ύποπτος στην κυβέρνηση του βασιλιά διατάχθηκε να παραδώσει την κυβέρνηση του Θ/Κ στον Ύπαρχο και αυτός πάλι έλαβε διαταγές από τον Υπουργό των Ναυτικών να επαγρυπνά αυστηρά επί του πληρώματος και να το εμποδίζει από κάθε επικοινωνία με τους επαναστάτες». Στη Γαλλική Σχολή προτάθηκε για συζήτηση από τον Κακουλίδη και το ενδεχόμενο της καταλήψεως του Θ/Κ Ύδρα, με τους Γάλλους να επιμένουν « να επαναστατήσουμε τα δύο μικρά Τορπιλικά (πιθανώς εννοούσαν τα Αρέθουσα και Θέτις οι Κυβερνήτες των οποίων ήταν προσκείμενοι στην Αντάντ) και απέκρουσαν και πάλι ως απονενοημένο διάβημα την απόπειρα επαναστατήσεως του Θωρηκτού. Εγώ επέμεινα εις την γνώμη μου υπό τον όρο να είμεθα το όλον επτά Αξιωματικοί μαζί με τον Κυβερνήτη Βρατσάνο [……]Μπρος όμως στην επιμονή μας αναγκάστηκαν να καλέσουν διάφορους επαναστάτες Αξιωματικούς στέλνοντας ατμακάτους και έτσι το αποβατικό μας άγημα καταρτίστηκε από τον Πλοίαρχο Ι.Βρατσάνο, τον Ανθυποπλοίαρχο Λεβίδη, τον Ανθυποπλοίαρχο Βαλασάκη, τον Ανθυποπλοίαρχο ιατρό Α.Λαμπαδαρίδη, έναν Υπαξιωματικό, έναν εθελοντή πολίτη και μένα». («Ο Ναύαρχος Γεώργιος Κακουλίδης» Ν.Νικολαίδης εκδόσεις Παρασκήνιο)(Μεθ’ ορμής ακαθέκτου Π.Γέροντας).

Μετά τα μεσάνυκτα της 11 Σεπτεμβρίου 1916 έγινε η κατάληψη του αγκυροβολημένου στον Πειραιά Θ/Κ Ύδρα. Τον τρόπον της καταλήψεως του εκθέτει ο τότε Πλωτάρχης και Ύπαρχος του, Μαυρομιχάλης στην από 14 Σεπτεμβρίου 1916 αναφορά του προς το Υπουργείο Ναυτικών. «Την 3.30 μετά το μεσονύκτιον προσήγγισεν λέμβος εις το πλοίον ήτις εις το κέλευσμα Τις εκ της λέμβου; απήντησεν Κυβερνήτης. Μη φαντασθέντες τον Κυβερνήτην προδότην οι τεταγμένοι την φρούρησιν έμειναν προς στιγμήν , ενεοί, αλλ’ ο καιρός παρήλθεν και ούτω εισήλασαν εις το δωμάτιον μου ο Πλοίαρχος Ι.Βρατσιάνος εν πολιτική περιβολή, ο Πλοίαρχος Γ.Κακουλίδης και οι Υποπλοίαρχοι Ευγένιος Βαλασάκης και Κασιμάτης ο Ανθυποπλοίαρχος Δ.Λεβίδης εν στολή και ο Ανθυπίατρος Λαμπαδάριος άπαντες με τα περίστροφα εις τας χείρας. Η πρώτη μου σκέψις ήτο να αντιστώ και εξέτεινα την χείρα μου υπό το προσκεφάλαιον μου δια να λάβω το περίστροφον μου αλλά ήτο δυστυχώς αργά και πάσα απόπειρα μου θα ήτο ματαία. Τότε έλαβε τον λόγο ο Κακουλίδης όστις είχε σύνδεσμον τινα μετ’ εμού εκ της άλλοτε συνεργασίας μας εις τους Μακεδονικούς αγώνας και μου εζήτησεν ή να συνταχθώ μαζύ των ή να απέλθω του πλοίου αφού μου εδήλωσεν ότι ενεργεί εξ ονόματος του Ναυάρχου Κουντουριώτου. Εν τέλει τοις εδήλωσα ότι αδυνατώ να τοις ακολουθήσω και ότι παραμένω πιστός εις τον όρκον μου εις τον βασιλέα. …Τότε μου εδήλωσαν ότι είμαι ελεύθερος να φύγω χωρίς να επικοινωνήσω με κανένα…. Εξερχόμενος του δωματίου μου παρετήρησα εις τον διάδρομον της καθόδου του Κυβερνήτου 5-6 πολίτας οπλοφορούντας οίτινες μου ενεποίησαν την εντύπωσιν Γάλλων Αξιωματικών…. Εξήλθον του πλοίου και επιβάς του ΜΙΑΟΥΛΗ ετηλεφώνησα αμέσως εις το Υπουργείον». Κατά την επί του ΜΙΑΟΥΛΗ παραμονήν μου ήκουσα συνθηματικά σφυρίγματα εις ά απήντα το Γαλλικόν ΜΠΡΟΥΙΞ το οποίον ειρήσθω ήτο εν πολεμική εγέρσει έχον εστραμμένα τα ταχυβόλα του εναντίον του ΜΙΑΟΥΛΗ και της ΥΔΡΑΣ. Μετά την έξοδο μου εκ του πλοίου οι στασιασταί μετέβησαν αλληλοδιαδόχως εις τα δωμάτια των επί του πλοίου υπαρχόντων αξιωματικών Α.Λεμπέση, Α.Βασιλογράμβου, Γ.Βενετσιάνου και Γ.Ευσταθίου και προσεπάθησαν να τους παρασύρωσι, παρέμειναν όμως άπαντες ούτοι πιστοί εις τον όρκον των και τον βασιλέα. Επίσης εξήλθον και άπαντες οι υπαξιωματικοί του πλοίου εκτός του αρχικελευστού Κοντάκη του κελευστού Μπαλούρδου του υποκελευστού Βουδούρη και του διόπου Νικηφοράκη. Εις το πλήρωμα και τους ναυτόπαιδας απηγορεύθη η έξοδος κατόρθωσαν όμως περί τους 20-30 να φύγουν. Εν τω μεταξύ δε οι υπαξιωματικοί οίτινες τους ηκολούθησαν –ανεγνωρίσθη ο υποκελευστής Μαλαματίνης- προέβησαν εις αποκοπήν των πρυμνησίων και παρέασιν των αγκυρών του πλοίου, δύο δε συμμαχικά αλιευτικά αποσπασθέντα από του ΜΠΡΟΥΙΞ ερρυμούλκησαν την ΥΔΡΑ έξω του λιμένος μετά του ταμείου –δια το οποίον έδειξαν ιδιαίτερον ενδιαφέρον ο κ. Ι.Βρατσάνος- μετά των λογιστικών βιβλίων και όλων των αποσκευών μου». (« Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας» Ν.Γερακάρης εκδόσεις Ελευθέρου Ανθρώπου Αθήνα 1936). Αλλά και ο Κακουλίδης σχεδόν κατά τον ίδιο τρόπο περιέγραψε την κατάληψη του πλοίου αφηγούμενος ότι από τους εκατόν ογδόντα ναύτες οι εξήντα δήλωσαν ότι θα αποβιβαστούν. Το ίδιο και όλοι οι Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί εκτός από τον ναύκληρο Γεώργιο Κοντάκη και μια χούφτα από Υπαξιωματικούς («Ο Ναύαρχος Γεώργιος Κακουλίδης» Νικόλαος Δ.Νικολαίδης εκδόσεις Παρασκήνιο).

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1916 το Τορπιλοβόλο 15 απέπλευσε εκ του Ναυστάθμου και μετά από συνεννόηση με τον Ναύαρχο Φουρνιέ διήλθε του φράγματος αγκυροβόλησε στο Κερατσίνι μαζί με τον συμμαχικό στόλο στον οποίο προσχώρησε. Επί του Τορπιλοβόλου επέβαιναν οι Υποπλοίαρχοι Βαλασάκης, Λεβίδης, Βασιλειάδης, και Κατεβάτης. ( εφημ. Νέα Ημέρα 14/9/1916) Όπως προκύπτει από έμμεσες πληροφορίες την ίδια ημέρα και το Τορπιλοβόλο 16 το οποίο βρισκόταν στον Πειραιά προσχώρησε στο κίνημα.

Την ίδια μέρα ο Υπουργός Ναυτικών Ι. Δαμιανός απέστειλε εγγράφως τις ακόλουθες οδηγίες: (Το έγγραφο ευρίσκεται στο αρχείο του Ναυάρχου Σ. Δούσμανη και είναι ανυπόγραφο)

Εν Αθήναις τη 14η Σ/βρίου 1916

Προς

Τον Υποναύαρχον Αρχηγόν Θωρηκ. Μοίρας

Τον Υποναύαρχον Αρχηγόν Ελαφρού Στόλου

Την Γενικήν Διεύθυνσιν Β. Ναυστάθμου

Τον Διευθυντήν Υποβρυχίου Αμύνης

Τον Διοικητήν Σχολής Πυροβολικού

Τον Διοικητήν Αμύνης Σαρωνικού

Τον Διοικητήν Αεροπορικού Σταθμού

Τον Διοικητήν Σταθμού καταδυομένων

Αφορμήν λαμβάνοντες εκ των θλιβερών γεγονότων της ‘ Ύδρας’ Παραγγέλλομεν υμίν τα εξής:

  1. Εν περπτώσει στασιασταί αξιωματικοί ή και πολίται παρουσιασθώσι και επιζητήσωσι να διεγείρωσι τα πληρώματα εις στάσιν ή ζητήσωσι παρ’ υμών την παράδοσιν τινός η πάντων των υφ’ υμάς πλοίων ή αξιωματικών και των πληρωμάτων αυτών, ού μόνον θέλετε αρνηθεί τούτο, αλλά και είς την σύλληψιν των στασιαστών θέλετε προβή. Εάν δε δια της βίας θελήσωσι να ενεργήσωσι, υμείς θέλετε αντιτάξη την βίαν.
  2. Εν ή περιπτώσει, ξένης Δυνάμεως αξιωματικοί επισήμως ζητήσωσι τι ή τινα των εν τη Αη παραγράφω περιλαμβανομέων, υμείς θέλετε διαμαρτυρηθή χωρίς να συναινέσητε εις την αίτησιν αυτών. Εάν επιμείνωσι, θέλετε δηλώση αυτοίς ότι άνευ διαταγής Κυβερνήσεως δεν δύνασθε να συμμορφωθήτε και ταυτοχρόνως θα ζητήσετε τας Ημετέρας διαταγάς. Τέλος, εάν θέλουσι να μεταχειρισθώσι την βίαν οι ξένοι, χωρίς να δώσωσι υμίν τον καιρόν να συνεννοηθήτε μεθ ημών, θέλετε διαμαρτυρηθή εντόνως, δεν θα αντιτάξητε βίαν, αλλά θέλετε αποβιβασθή μεθ’ απάντων των υφ’ υμάς αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών.

Προς εκτέλεσιν των ανωτέρω, θέλετε λάβει συντόνως πάντα τα κατάλληλα μέτρα, διατάσσοντες φυλακάς ως έν πολέμω, τηρούντες μέρος των ανδρών οπλισμένων, επιτρέποντες την έξοδον το πολύ του τρίτου των αξιωματικών και απαγορεύοντες αυστηρότατα την άνοδον επί των πλοίων οιουδήποτε ατόμου έστω και αξιωματικού από της υποστολής μέχρι της επάρσεως της σημαίας. Ο Υπουργός

Ι. ΔΑΜΙΑΝΟΣ

Στις 15 Σεπτεμβρίου 1916 απέδρασαν από την Σχολή Δοκίμων 12 δόκιμοι στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και ο υιός του Ναυάρχου Κουντουριώτη μετέβησαν στο Κερατσίνι και προσχώρησαν στο κίνημα. Εκ τούτων οι 4 συνελήφθησαν καθ’ ην στιγμήν επρόκειτο να αναχωρήσουν υπό του Πλοιάρχου Ρατζηκώτσικα και φυλακίστηκαν εις το πειθαρχείο της Σχολής (εφημ. Έθνος 15/9/1916 και εφημ. Καιροί 16/9/1916).

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1916 εξ αιτίας φημών ότι τα Τορπιλοβόλα Αρέθουσα και Θέτις επρόκειτο να προσχωρήσουν στο κίνημα, το Υπουργείο διέταξε το μεν Θέτις να παραβάλει στην Αμβρακία το δε Αρέθουσα στον Μιαούλη. Σχετικές διαταγές δόθηκαν στους Κυβερνήτες της Αμβρακίας και του Μιαούλη όπως επιτηρούν συνεχώς τα Τορπιλοβόλα. Ο Κυβερνήτης του Θέτις Πλωτάρχης Κ. Μπούμπουλης αφού ζήτησε άδεια από τον Πλοίαρχο Ι. Ρατζηκώτσικα όπως ανοιχθεί λίγο από την στεριά για να ξεμπλέξει τις άγκυρες του πλοίου του απέπλευσε και αγκυροβόλησε στον όρμο του Κερατσινίου προσχωρήσας στο κίνημα. Ο Πλοίαρχος Κ.Τυπάλδος Κυβερνήτης του Θ/Κ ΜΙΑΟΥΛΗΣ το οποίο βρισκόταν παροπλισμένο στην ακτή Αλκίμων στο Πειραιά μετά το συμβάν με το Θέτις πρόσδεσε την ΑΡΕΘΟΥΣΑ στο πλοίο του, περιέβαλε την έλικα της με αλυσίδα και τοποθέτησε φρουρά. Την ίδια ημέρα άλλοι 15 Ναυτικοί Δόκιμοι μετέβησαν στο Κερατσίνι και προσχώρησαν στο κίνημα. ( εφημ. Καιροί 17/9/16 και εφημ. Αστήρ 16/9/1916) Επίσης ο Ναυτικός Ακόλουθος στην Πρεσβεία των Παρισίων Αντιπλοίαρχος Ν. Μπότασης υπέβαλλε την παραίτηση του και τηλεγράφησε στον Ναύαρχο Κουντουριώτη ότι τίθεται στην διάθεση του ( εφημ. Έθνος 16/9/1916).

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1916 τα Τορπιλοβόλα 15 και 16 κατέπλευσαν στην Θεσσαλονίκη και ετέθησαν υπό τις διαταγές της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης. Δέκα Αξιωματικοί του Ναυτικού διεκπεραιώθηκαν στο Κερατσίνι και προσχώρησαν στο κίνημα. Μια φήμη κυκλοφόρησε μεταξύ των Αξιωματικών του Ναυτικού σύμφωνα με την οποία ο Υπουργός Ναυτικών Δαμιανός συνεννοήθηκε με εμπίστους του Αξιωματικούς όπως προκαλέσουν βλάβες και θέσουν σε τεχνική αχρηστία πλοία ύποπτα για προσχώρηση στο κίνημα. ( εφημ. Καιροί 18/9/16).

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1916 δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες ότι οι Αντιπλοίαρχοι Δουρούτης και Πάτσης ανέλαβαν καθήκοντα Κυβερνητών στα Θ/Κ ΚΙΛΚΙΣ και ΑΒΕΡΩΦ. Επίσης ότι οι Πλοίαρχος Γέροντας Κυβερνήτης του Θ/Κ Κιλκίς, Πλοίαρχος Δραγάτσης, και Πλωτάρχης Θεοχάρης διατελούν εν πειθαρχική προφυλακίσει δια λόγους σχετιζόμενους με την γενικήν ανωμαλία της καταστάσεως. Την ίδια ημέρα με το ατμόπλοιο ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ αναχώρησαν για Θεσσαλονίκη προσχωρήσαντες εις το κίνημα οι Πλωτάρχες Δ.Παπαλεξόπουλος, και Ι.Δεμέστιχας, ο Υποπλοίαρχος Α.Κολιαλέξης, και ο Ανθυποπλοίαρχος Ι.Παπανικολάου. Εις το Υπουργείο Ναυτικών καταγγέλθηκε ότι επρόκειτο να προσχωρήσουν στο κίνημα και οι Κυβερνήτες του ΚΙΧΛΗ Μακρυγιάννης και του ΤΕΝΕΔΟΣ οι οποίοι σχεδίαζαν να καταπλεύσουν με τα πλοία τους στο Κερατσίνι προσχωρώντας στο κίνημα. Κατόπιν τούτου στάλθηκε ισχυρά φρουρά από το Θ/Κ ΜΙΑΟΥΛΗΣ, οι Κυβερνήτες των πλοίων συνελήφθησαν και προφυλακίσθηκαν, τα δε πληρώματα αντικαταστάθηκαν. ( εφημ. Καιροί 19/9/16 και εφημ. Καιροί 21/9/1916). Την ίδια μέρα ο Δόκιμος Καζαντζής που είχε προσχωρήσει στο κίνημα αλλά είχε συλληφθεί κατόρθωσε να δραπετεύσει και μαζί με 10 ναύτες επιβιβάστηκε στο Ύδρα.

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1916 συμπληρώθηκε το πλήρωμα του Θ/Κ ΥΔΡΑ το οποίο έπλευσε προς Θεσσαλονίκη με Κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Ι.Βρατσάνο το δε επί πλέον προσωπικό τοποθετήθηκε στο κατασχεθέν Αυστριακό πλοίο «Μαριεμπάλ» το οποίο θα χρησιμοποιείτο ως βοηθητικό ( εφημ.Καιροί 20/9/16). Ειδικότερα το πλοίο αυτό χρησιμοποιήθηκε για τον στρατωνισμό εκείνου του προσωπικού του Ναυτικού που επιθυμούσε να προσχωρήσει στο κίνημα της Θεσσαλονίκης. Ο Πλωτάρχης Ι. Γιαννικώστας τοποθετήθηκε Κυβερνήτης του ενώ ο Πλοίαρχος Γ.Κακουλίδης παρέμεινε σ’ αυτό για την στρατολογία ναυτών και σαν σύνδεσμος του Ναυάρχου Φουρνιέ με την κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας. Εις το νησάκι του Αγ. Γεωργίου (ο Κακουλίδης) ίδρυσε στρατολογικό κέντρο για τους επιθυμούντες να προσχωρήσουν στο Κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Ο ίδιος φαίνεται ότι αναχώρησε για την Θεσσαλονίκη στις αρχές Δεκεμβρίου 1916. Τελικά στην Θεσσαλονίκη κατέπλευσαν το ΥΔΡΑ, το ΘΕΤΙΣ, και τα Τορπιλοβόλα 15, και 16. Όταν τα τέσσερα αυτά πλοία συγκεντρώθηκαν με διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Προσωρινής Κυβερνήσεως συγκροτήθηκε Ναυτική Μοίρα υπό τον Πλοίαρχο Βρατσάνο κυβερνήτη του Θ/Κ ΥΔΡΑ.

Επί του Θ/Κ ΥΔΡΑ επέβαινε και ολόκληρη σχεδόν η τότε Ναυτική Αεροπορία με τους Μωραιτίνη, Κ.Παναγιώτου, Ν.Μελετόπουλο, Ι.Χαλκιά, Κ.Κωνσταντίνου, οι μαθητευόμενοι Δ.Αργυρόπουλος, Ν.Μπούμπουλης,οι μηχανικοί Ν.Παναγιώτου, και Ν.Μεγαλίδης, ο γιατρός Κ.Νικολαίδης και αρκετοί Υπαξιωματικοί και ναύτες που στο σύνολο τους συγκροτούσαν μια πλήρη αεροπορική μονάδα. Η Ναυτική Αεροπορία στάλθηκε αρχικά στο Μούδρο για εκπαίδευση σε σύγχρονα αεροσκάφη και στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στο αεροδρόμιο της Θάσου.

Το βράδυ της 27ης Σεπτεμβρίου 1916 και αφού η Αντάντ είχε αναγνωρίσει την κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας ο Ναύαρχος Φουρνιέ έχοντας μεθορμίσει στον Σκαραμαγκά 4 θωρηκτά εκ των οποίων 3 Γαλλικά τα «Πατρί», «Σωφρρέν», «Ρεπυμπλίκ» και το Ρωσικό «Τσεσμέ», που αγκυροβόλησαν τα δύο κοντά στη Λέρο και τα άλλα δύο κοντά στην Κυρά για να θέσει τον Ελληνικό στόλο μεταξύ δύο πυρών, απέστειλε στο Υπουργείο των Εξωτερικών επιστολή δια της οποίας εξηγούσε ότι η κατάσταση που δημιουργήθηκε εξ’ αιτίας των μεγάλων μεταφορών Ελληνικών στρατευμάτων και πυρομαχικών στο εσωτερικό της χώρας, εξ αιτίας των κινήσεων Ελληνικών πλοίων καθώς και από την εξακολουθούσα δράση των συλλόγων των επιστράτων προκαλείται φόβος διαταράξεως της τάξεως εγγύς των αγκυροβολίων των συμμαχικών πλοίων μπορεί δε να προκληθεί κίνδυνος και για τα μαχόμενα στην Βαλκανική συμμαχικά στρατεύματα. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε:

α. Έλεγχο των σιδηροδρόμων

β. Παράδοση των επάκτιων πυροβολείων

γ. Αφαίρεση των κλείστρων των πυροβόλων των Θωρηκτών παράδοση των πυρομαχικών τους και περιορισμό των πληρωμάτων τους στο ένα τρίτο.

δ. Παράδοση όλων των πλοίων του Ελαφρού Ελληνικού Στόλου και απομάκρυνση μέρους των πληρωμάτων τους.

ε. Έλεγχο των κινήσεων του λιμένος του Πειραιά.

στ. Διάλυση των συλλόγων των επιστράτων.

Την επιστολή κοινοποίησε και στον Αρχηγό της Μοίρας Θωρηκτών στον Ναύσταθμο Πλοίαρχο Γ.Καλαμίδα ο οποίος είχε αναλάβει προσωρινά την διοίκηση της Μοίρας μετά την παραίτηση του Υποναυάρχου Παπαχρήστου που είχε αποχωρήσει την 23 Σεπτεμβρίου. Μετά από μια χλιαρή διαμαρτυρία της κυβέρνησης οι πρώτες διαταγές περί παραδόσεως των πλοίων δόθηκαν από το Υπουργείο Ναυτικών το πρωί της 28ης Σεπ. Σε σημείωμα του ο Υπουργός Ναυτικών Ι. Δαμιανός προς τον Υποναύαρχο Σ. Δούσμανη Αρχηγό Ναυτικού Επιτελείου παραγγέλλει όπως: (Το Σημείωμα ευρίσκεται στο αρχείο του Ναυάρχου Σ. Δούσμανη και δεν φέρει υπογραφή).

Σημείωμα

  1. Τα πλοία δεν θα παραδοθώσιν, αλλά θα εγκαταλειφθώσιν υπό των πληρωμάτων των προ της μεσημβρίας της αύριον Τετάρτης.
  2. Καλόν θέλει είσθαι να μην παραμείνη ουδείς αξιωματικός, υπαξιωματικός ή ναύτης επί των εγκαταλειφθησομένων πλοίων.
  3. Οι άνδρες παραλαμβάνοντες μεθ’ εαυτών τους σάκους και τα κλινοσκεπάσματα των να αποβιβασθώσιν είς Σκαραμαγκά. Εκείθεν να πορευθώσιν εν τάξει είς Αθήνας Έν καιρώ θα ειδοποιηθήτε περί του τόπου στρατωνισμού.
  4. Δέον να παραλάβητε μεθ’ υμών άπασας τας εθνικάς σημαίας, επίσημα και διακριτικά, μη αφήνοντες ουδέν τούτων επηρμένον.

Οι Σύμμαχοι είχαν ζητήσει να παραμείνει σε κάθε πλοίο ένας πυρήνας Αξιωματικών και πληρώματος για την συντήρηση, όπως επίσης να παραμείνει υψωμένη η Ελληνική σημαία. Η κυβέρνηση όμως διέταξε την υποστολή των Σημαιών και την αποβίβαση των πληρωμάτων. Γύρω στις 09:30 το εύδρομο Κανάρης πάνω στο οποίο επέβαινε ο Υποναύαρχος Ι.Ηπίτης Διοικητής Ελαφρού Στόλου ύψωσε το σήμα της υποστολής της Ελληνικής Σημαίας. Τότε όλα τα πλοία υπέστειλαν τις σημαίες τους εκτός των τριών θωρηκτών Αβέρωφ, Κιλκίς, Λήμνος. Παράλληλα δόθηκε και το σήμα « Εγκαταλείψατε πλοίο ». Έτσι οι Σημαίες υπεστάλησαν και τα πληρώματα αποβιβάστηκαν. Αφηγείται ο αυτόπτης μάρτυρας ανταποκριτής του «Ηνωμένου Αμερικανικού Τύπου» κ. Πάξτον: « Εκτός μόνον τριών πολεμικών πλοίων ο Ελληνικός στόλος δεν υφίσταται πλέον. Επί δύο και ημίσειαν ώρας δέκα τρία Γαλλικά και δύο Αγγλικά ρυμουλκά, μία δωδεκάς Γαλλικών αλιευτικών και έν Αγγλικόν αντιτορπιλικόν μετά επτά Γαλλικών και μιας αλιευτικής ακάτου προσεπάθουν να ρυμουλκήσωσιν εκ του αγκυροβολίου των τον έμπροσθεν του Ναυστάθμου ελαφρόν στόλον του Ναυάρχου Ηπίτη». Γράφει επίσης ο Ν.Γερακάρης στο βιβλίο του: « Αί προς εγκατάληψιν των πλοίων διαταγαί έφθασαν εις τον Ναύσταθμον τηλεφωνικώς περί την 4ην πρωινήν κατόπιν του δευτέρου Ανακτορικού Συμβουλίου. Πάραυτα τα πληρώματα όλων των πλοίων κατόπιν σήματος εγέρσεως, διετάχθησαν να συνάξουν τα πράγματα των. Περί την 10,1/2 της πρωίας τα πάντα ήσαν έτοιμα. Τα πληρώματα παρετάχθησαν κατά στοίχους υπό των κυβερνητών εκάστου πλοίου, οίτινες ανέγνωσαν την διαταγήν της ημέρας, δια της οποίας εγνωστοποιείτο είς τα πληρώματα ότι κατόπιν πιεστικών μέτρων της Αντάντ η κυβέρνησις εξαναγκάζεται να παραδώσει τα πλοία δια τα οποία ήτο τόσον υπερήφανος είς τους Γάλλους……..Ο Γάλλος Ναύαρχος ερωτήσας διατί κατεβιβάστησαν αι Ελληνικαί σημαίαι έλαβεν την απάντησιν: Διαταγαί Ναυάρχου». Γαλλικά αγήματα υπό τον Αντιπλοίαρχο Gaspac αφού αποβιβάστηκαν κατέλαβαν το Διευθυντήριο τις γενικές αποθήκες, τα συνεργεία, τις δεξαμενές την διεύθυνση Πυροβολικού και τα πυρομαχικά πάνω στη Λέρο. Στα συνεργεία του Ναυστάθμου υπηρετούσε ο Αρχιμηχανικός Κατωγάς ο οποίος μη ανεχθείς τις διοικητικές επεμβάσεις του Γάλλου ναυπηγού Massenet που είχε αναλάβει ως διοικητής του συνεργείου μετατέθηκε από τα συνεργεία και τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Το βοηθητικό σκάφος Κοργιαλένειος η «ευκαιρία» όπως λεγόταν και τότε που μετέφερε τους άνδρες της «εξόδου» από τον Ναύσταθμο στον Πειραιά εκτελούσε τα δρομολόγια με υψωμένη την Γαλλική σημαία.( Ο Πολεμικός Ναύσταθμος Σαλαμίνος Νικολάου Τσαπράζη Πλωτάρχου(Ο) ΠΝ).

Ήταν η τρίτη φορά αιχμαλωσίας των πολεμικών μας πλοίων από συστάσεως του Ελληνικού κράτους. Η πρώτη έγινε το 1850 από τους Άγγλους επί βασιλείας του Όθωνα με αφορμή την υπόθεση Πατσίφικου. Η δεύτερη το 1855 από τους Αγγλογάλους με αφορμή τον πόλεμο της Κριμαίας και η τρίτη η τωρινή πάλι από τους Αγγλογάλους μόνο που αυτή τη φορά ο Ελαφρός Στόλος υπέστειλε τις σημαίες του και εγκαταλείφτηκε από τα πληρώματα χωρίς να ζητηθεί από τους Αγγλογάλους ούτε η υποστολή των σημαιών ούτε η απομάκρυνση του συνόλου των πληρωμάτων από τα πλοία.

Εις το Υπουργείο μεταφέρθηκαν τα αρχεία των πλοίων. Όλα τα πλοία εκτός εκείνων που είχαν προσχωρήσει στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας παραδόθηκαν, τέσσερα Τορπιλοβόλα (Αλκυώνη, Δωρίς, Δάφνη, Αίγλη) σε προσωπικό του Ιταλικού Θωρηκτού «Λιβύη», τα υπόλοιπα πλοία του Ελαφρού Στόλου του Υποναυάρχου Ι. Ηπίτη στους Γάλους και τα Υποβρύχια στους Άγγλους. Τα Θωρηκτά παρέμειναν στον Ναύσταθμο παροπλισμένα με το ένα τρίτο των πληρωμάτων τους. Ο Μοίραρχος των Θωρηκτών διατήρησε την θέση του και μετά τον παροπλισμό τους. Κατελήφθησαν επίσης οι νησίδες Κυρά και Λέρος όπου οι αποθήκες πυρομαχικών των πλοίων στις οποίες μεταφέρθηκαν και τα πυρομαχικά των Θωρηκτών. Παροπλίστηκαν τα πυροβολεία Σαλαμίνος, Περάματος και Αγ. Γεωργίου. Το Θωρηκτό Σπέτσες και το Αντιτορπιλικό Νέα Γενεά που βρισκόταν στις δεξαμενές αποδεξαμενίστηκαν και το μεν θωρηκτό παρέμεινε στον Ναύσταθμο ενώ το Νέα Γενεά όπως και όλα τα πλοία του Ελαφρού Στόλου ρυμουλκήθηκαν στο Κερατσίνι. Ελάχιστα βοηθητικά πλοία παρέμειναν στον Ναύσταθμο για την εξυπηρέτηση των αναγκών του προσωπικού. Ομοίως ρυμουλκήθηκαν στον όρμο του Κερατσινίου και όλα τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στον Πειραιά αφού αποβιβάστηκαν τα πληρώματα τους. Από τα ευρισκόμενα στον Πόρο αφαιρέθηκαν τα κλείστρα των πυροβόλων του Θωρηκτού Ψαρά ενώ το Αχελώος κατέπλευσε στον Πειραιά αποβίβασε το πλήρωμα του και ρυμουλκήθηκε στο Κερατσίνι. Τα πληρώματα συγκεντρώθηκαν στον Σκαραμαγκά από όπου συντεταγμένα υπό τον Πλοίαρχο Ραζηκώτσικα βάδισαν πεζή προς την Αθήνα και στρατωνίστηκαν σε δημόσια κτίρια. Ακολούθως συγκροτήθηκαν σε αγήματα και χρησιμοποιήθηκαν για την τήρηση της τάξεως. Επικεφαλείς των αγημάτων Αξιωματικοί του Ναυτικού συμμετείχαν σε συλλήψεις βενιζελικών και σε έρευνες στα σπίτια τους για όπλα και ενοχοποιητικά έγγραφα.

Στα μέσα Οκτωβρίου ο Ναύαρχος Π.Κουντουριώτης κρίνοντας ότι ήταν επιβεβλημένη η οργάνωση Ναυτικού από την κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας, με επιστολή του προς τον Πλοίαρχο Γ. Κακουλίδη κάλεσε τους αξιωματικούς του Ναυτικού κοντά του. Την επιστολή αυτή ο Κακουλίδης κοινοποίησε στο σύνολο των Αξιωματικών. Τα κείμενα των επιστολών έχουν ως εξής:

Έν όρμω Κερατσινίου 18 Οκτωβρίου 1916

Κύριε Συνάδελφε,

Κατ’ εντολήν του Ναυάρχου κ. Π. Κουντουριώτη σας κοινοποιώ την κάτωθι εγκύκλιον αυτού επιστολήν όπως κανονίσητε τας αποφάσεις σας.

Μετ’ αγάπης υμέτερος

  Γ.Κακουλίδης

Εν Θεσσαλονίκη τη 14η Οκτωβρίου 1916

Κύριε Κακουλίδη

Ως πληροφορούμαι πολλοί εκ των Αξιωματικών του Ναυτικού διατεθειμένοι να λάβωσι μέρος εις τον Εθνικόν Αγώνα, απέχουσι μέχρις ώρας να προσέλθωσιν εις τας ημετέρας τάξεις εκ διαφόρων έκαστος αγόμενος λόγων. Αλλ’ οιοιδήποτε και αν είναι οι λόγοι αυτοί, δεν είναι ικανοί να δικαιολογήσουν την επί πλέον καθυστέρησιν των Αξιωματικών. Ένεκα τούτου παρακαλώ να ανακοινώσητε εις πάντας τους Αξιωματικούς όλων των κλάδων όσοι συναισθάνονται την ιερότητα του αναληφθέντος αγώνος όσοι διατηρούσι την εμπιστοσύνην προς τον Ναύαρχον των όστις είχε την υπερτάτην τιμήν και ευτυχίαν να ηγηθεί αυτών κατά τας ενδόξους ναυτικάς εκστρατείας του 1912 και 1913 ότι οφείλουν να προστρέξουν εις τας ημετέρας τάξεις εν τη απολύτω βεβαιότητι ότι προσερχόμενοι πράττουν το καθήκον των και ως πατριώται και ως πιστοί και φιλότιμοι στρατιώται κλείοντες τα ώτα προς το επί σκοπώ παραπλανήσεως εκφερόμενον ότι επίορκοι είναι οι αναλαμβάνοντες την υπεράσπισιν της τιμής και της υποστάσεως του έθνους. Όχι. Επίορκοι είναι εκείνοι οίτινες ενώ ορκίσθησαν κατά το άρθρον 43 του Συντάγματος «Να φυλάττουν το Σύνταγμα και να διατηρούν και να υπερασπίζουν την Εθνικήν τιμήν και ακεραιότητα του Ελληνικού κράτους» κατεπάτησαν τον μέγα όρκον καθ’ όλην αυτού την έκτασιν. Διότι και το Σύνταγμα παρεβίασαν και την Εθνικήν Τιμή κατεσπίλωσαν και την πατρίδα παρέδωκαν εις τους πατροπαράδοτους εχθρούς. Τηρούντες δε ημείς πάντες ακράδαντον την πίστην προς την Πατρίδα εμμένομεν είς τον όρκον ημών ως στρατιώται και πράττομεν το καθήκον ημών ως Έλληνες.

Η του Αγώνος ημών ιερότης τοσούτον είναι πρόδηλος ώστε πρέπει να γνωρίζουν οι Αξιωματικοί ότι μη προσερχόμενοι υπό τας ημετέρας σημαίας ουδέν δύνανται να αντιτάξουν, ουδεμίαν δικαιολογίαν, ουδεμίαν πρόφασιν και δια τούτο θέλει λείψη πάσα εμπιστοσύνη μου προς εκείνους οίτινες κατόπιν και των εξηγήσεων μου τούτων δεν προσέλθουν πάρ’ ημίν ως τάχιστα από της λήψεως της παρούσης.

Αλλ’ είμαι απολύτως βέβαιος ότι πολύ ολίγοι θα είναι όσοι θα εμμείνουν είς την πλάνην πλήν εκείνων οίτινες εξ’ άλλων αγόμενοι ελατηρίων δεν αναγνωρίζουν την τιμιότητα του υπέρ της Πατρίδος Αγώνος τον οποίον ανελάβομεν και τον οποίον με την Θείαν βοήθειαν θέλομεν ασφαλώς αγάγη είς αίσιον πέρας.

Μετά πολλής αγάπης

Π.Κουντουριώτης

Οι Αξιωματικοί του Ναυτικού που συμμετείχαν στο κίνημα της Θεσσαλονίκης και οι οποίοι κατέφυγαν σ’ αυτήν είτε πριν είτε μετά την λήψη της επιστολής του Ναυάρχου Π.Κουντουριώτη ήσαν οι ακόλουθοι:

ΜΑΧΙΜΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ

Αντιναύαρχος : Κουντουριώτης Παύλος

Πλοίαρχοι : Βρατσάνος Ι, Γεωργαντάς Κ, Κακουλίδης Γ, Σαχτούρης Μ.

Αντιπλοίαρχοι : Χατζηκυριάκος Α, Μπότασης Ν, Μαυρουδής Η, Πανάς Γ.

Πλωτάρχαι : Γονατάς Α, Παπαλεξόπουλος Δ, Θεοχάρης Δ, Γιαννικώστας Ι, Τούμπας Ν, Μπούμπουλης Κ, Πουλάκος Χ.

Υποπλοίαρχοι : Μπούμπουλης Γ, Βούλγαρης Π, Δροσινός Χ, Κολιαλέξης Α, Μελετόπουλος Δ, Βασιλειάδης Γ, Πανάς Δ, Μωραιτίνης Α, Παναγιώτου Κ, Βαλασάκης Ε, Καραβίδας Ι, Κασσιμάτης Ι, Λεοντόπουλος Λ, Γαλάνης Θ, Λούνδρας Δ.

Ανθυποπλοίαρχος : Λεβίδης Α.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Φροντισταί : Τσάκωνας γ, Μπούκας Κ.

Υποφροντισταί : Κριεζής Ι, Σαρατζόπουλος Δ.

Ανθυποφροντισταί : Λέων Α, Παπαθεοδώρου Ν, Τσάκωνας Σ.

Λογισταί : Κωστόπουλος Κ, Κουρουμπίλης Ν.

Υπολογισταί : Μελετόπουλος Ν, Χοιδάς Π, Αλεξανδράκης Π, Σταματιάδης Λ.

ΝΑΥΠΗΓΙΚΟΝ

Ανώτεροι αρχιναυπηγοί : Παυλίδης Π, Θεοφιλάτος Γ, Λιοντόπουλος Ν.

Επιναυπηγοί : Νόταρης Σ.

Επιμηχανικοί : Χαλκοκονδύλης Ι.

Μηχανικός Β! τάξεως : Παναγόπουλος Φ.

ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΝ

Ιατρός : Ζουμής χ.

Αθυπίατροι : Νικολαίδης Α, Λαμπαδάρης Α, Λαμπρούλιας Ν, Λάπας Ι, Τσίρος Δ.

Δόκιμος ιατρός :Σκουλούδης Γ.

Φαρμακοποιός : Χαμπάς Σ.

Ναυτικοί Δόκιμοι : Σ.Λογοθέτης, Β.Λάζαρης, Ε.Μπουζάνης, Θ.Κουντουριώτης, Α.Τριανταφυλλίδης, Ν.Πετρόπουλος, Σ.Κουτρουμπάς, Κ.Σκουφόπουλος, Γ.Γουδής, Ε.Γεωργουλόπουλος, Σ.Τσιριμώκος, Ν.Τσαγκάρης, Π.Ρούσος, Μ.Μπαδογιάννης, Α.Αθανασίου, Π.Βήλος, Ι.Χατζηνικολής, Γ.Μοάτσος, Α.Ζίζηλας, Δ.Πιττακός, Ε.Ταζεδάκης, Κ.Μπικόπουλος, Θ.Καζαντζής

Από ένα αχρονολόγητο ονομαστικό πίνακα ανδρών των πληρωμάτων του στόλου και των υπηρεσιών που βρέθηκε στο αρχείο του τότε Υπουργού των Ναυτικών Ι.Δαμιανού, από 27 δακτυλογραφημένες σελίδες, προκύπτει ότι σε κάποια ημερομηνία του χρονικού διαστήματος 15/9 έως 12/11/1916 απουσίαζαν και προδήλως ενετάχθηκαν στην Εθνική Άμυνα αξιωματικοί 45 από τους οποίους 26 μάχιμοι και δόκιμοι 24, πολιτικοί μηχανικοί αεροδρομίου2, υπολογισταί 3, υπαξιωματικοί 89, ναύτες 199, θερμαστές και ναύτες μηχανικοί 64, ναυτόπαιδες 87, μαθητευόμενοι τεχνίτες 23, μάγειροι-υπηρέτες 2, λιμενοφύλακες 2 και φανοφύλακες 2. («Ο Ναύαρχος Γ.Κακουλίδης» Ν.Νικολαίδης εκδόσεις Παρασκήνιο).

Το Υπουργείο Ναυτικών για να αναχαιτίσει τις διαρροές του προσωπικού προς την Θεσσαλονίκη έσπευσε και πήρε αριθμημένα πανομοιότυπα πρωτόκολλα νομιμοφροσύνης από τους Αξιωματικούς και Υπαξιωματικούς με το ακόλουθο κείμενο:

Πρωτόκολλον

Πεποιθότες ότι η σωτηρία της Πατρίδος εναπόκειται εις την πιστήν εκτέλεσιν των διαταγών της Α. Μ. του Συνταγματικού Βασιλέως και της Κυβερνήσεως του, διαδηλούμεν οι κάτωθι υπογεγραμμένοι την τυφλήν εμπιστοσύνην μας είς Αυτόν και την σταθεράν μας απόφασιν να παραμείνωμεν ένοπλοι παρά το πλευρόν Του ότι και να συμβή ως πιστοί και εύορκοι στρατιώται,

Εν Αθήναις τη …………..1916.

Τέτοια πρωτόκολλα υπογράφηκαν 3 χωρίς ημερομηνία και 16 με ημερομηνίες από 29/9 έως 12/11/1916 και φέρουν 512 υπογραφές. Ακόμα ο Υπουργός Ναυτικών εισηγήθηκε και ο βασιλιάς αποδέχθηκε να θεωρηθούν προσωρινά διαγραφέντες από τις τάξεις του Ναυτικού όσοι προσχώρησαν στο κίνημα. Διατάχθηκε στη συνέχεια η διενέργεια τακτικών ανακρίσεων κατά των Αξιωματικών που είχαν προσχωρήσει στο κίνημα της Θεσσαλονίκης «επί στάσει, αυτομολία και παρανόμω απουσία».Ακολούθησαν αποτάξεις και αποστρατείες καθώς και προαγωγές για κάλυψη των κενών θέσεων. Γράφει ο Ναύαρχος Μεζεβίρης στο βιβλίο του: «Φαίνεται όμως ότι όχι μόνον οι πολλοί βρισκόμασταν εκτός πραγματικότητας αλλά και οι επίσημοι κύκλοι δεν είχαν σαφή αντίληψη των πραγμάτων. Αλλιώς θα ήταν τελείως ανεξήγητο ένα άστοχο μέτρο που πάρθηκε λίγο πριν το τέρμα της περιπέτειας και που δημιούργησε προηγούμενο για την λήψη αναλόγων μέτρων από τους κύκλους της Θεσσαλονίκης μετά την εγκατάσταση τους στην Αθήνα με ανυπολόγιστες συνέπειες για χρόνια στην ηρεμία των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. Ήταν φυσικό, τουλάχιστον προσωρινά, να διαγραφούν από τα στελέχη οι αξιωματικοί που προσχώρησαν στο κίνημα. Δεν υπήρχε όμως κανένας λόγος για να γίνουν αμέσως αθρόες προαγωγές για την συμπλήρωση των κενών που είχαν δημιουργηθεί και προπαντός δεν έπρεπε να δοθεί για αυτούς που παρέμειναν η προσβλητική ερμηνεία ότι οι προαγωγές έγιναν για να τους ανταμείψουν για την νομιμόφρων στάση τους. Μετά την εγκατάσταση της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα οι προαγωγές αυτές ακυρώθηκαν και όσοι είχαν φορέσει τα διάσημα του νέου βαθμού τους αναγκάστηκαν να τα αφαιρέσουν με ζημιά τόσο του γοήτρου των ιδίων όσο και του Σώματος».

Γύρω στα τέλη Οκτωβρίου 1916 υψώθηκε η Γαλλική σημαία στα πλοία του Ελαφρού Στόλου που είχαν εγκαταλειφτεί από τα Ελληνικά πληρώματα και είχαν καταλάβει οι Σύμμαχοι ενώ οι Γάλλοι κατέλαβαν τον Ναύσταθμο. Εις τον Ναύσταθμο συνυπήρχαν Ελληνικές και Γαλλικές αρχές. Γενικός Διευθυντής του Ναυστάθμου είχε τοποθετηθεί Έλληνας Πλοίαρχος. Οι Αξιωματικοί και τα πληρώματα που είχαν παραμείνει στα Θωρηκτά επειδή εκτίμησαν ότι ήταν πιθανό να ζητηθεί και η παράδοση των Θωρηκτών δημιούργησαν σειρά προβλημάτων τόσο στον οπλισμό όσο και στις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις και δίκτυα ατμού των πλοίων ώστε να μην είναι δυνατή η ενεργοποίηση τους από μη γνωρίζοντες τα σχέδια των διαφοροποιήσεων.

Αυξάνοντας τις πιέσεις τους οι δυνάμεις της Αντάντ μέσω του Φουρνιέ ζήτησαν στις αρχές του Νοέμβρη την παράδοση μεγάλων ποσοτήτων όπλων και πολεμικού υλικού. Επειδή η Ελληνική κυβέρνηση δεν συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις του ο Φουρνιέ απέστειλε τελεσίγραφο και αποβίβασε ναυτικά αγήματα εκ 2500 ανδρών τα οποία συγκρούστηκαν με μονάδες του στρατού και δυνάμεις των επιστράτων εκ 15000 ανδρών που τις διοικούσαν Αξιωματικοί του στρατού και ο Πλοίαρχος Τυπάλδος. Τα Συμμαχικά πλοία βομβάρδισαν την Αθήνα και κήρυξαν γενικό αποκλεισμό των ακτών της χώρας που κράτησε μέχρι τον Μάιο 1917, με συνέπεια το αίσθημα της πείνας να φανατίζει ακόμα περισσότερο. Εξαπολύθηκε πογκρόμ εναντίον των βενιζελικών με θανάτους, λεηλασίες, και κακοποιήσεις.

Όταν τελικά επιβλήθηκαν οι συμμαχικοί όροι, διορίσθηκε ύπατος αρμοστής ο Ζοννάρ και ακολούθησε η εκθρόνιση του Κωνσταντίνου στις 30 Μαίου 1917. Στις 14 Ιουνίου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ο Βενιζέλος και η κυβέρνηση του.

Μετά την αναχώρηση του Κωνσταντίνου και την άνοδο του Αλέξανδρου στον θρόνο στα μέσα Ιουνίου ο Βενιζέλος ανακοίνωσε την επίσημη έξοδο της Ελλάδας στον Αο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα πάθη όμως δεν ήταν εύκολο να σβήσουν. Και διήρκεσαν πάρα πολλά χρόνια. Χαρακτηριστική του κλίματος που επικρατούσε στις σχέσεις των Αξιωματικών του Ναυτικού είναι η απολογητική αναφορά που υπέβαλλε ο Υποπλοίαρχος Ε.Καββαδίας μετά από καταγγελία του Πλοιάρχου Γ.Κακουλίδη σχετικά με επεισόδιο που συνέβη μεταξύ τους. Γράφει λοιπόν ο Ε.Καββαδίας « Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι την 19η Ιουνίου 1917 συναντηθείς εις την οδόν Σταδίου μετά του Πλοιάρχου του Κράτους Θεσσαλονίκης κ. Κακουλίδου ηρωτήθην παρ αυτού διατί δεν τον χαιρέτησα και απήντησα: δεν συνηθίζω να χαιρετώ προδότας. Επακολούθησε καταγγελία εκ μέρους του κατόπιν της οποίας προεφυλακίσθην την 21ην Ιουνίου και παρεπέμφθην επί εξυβρίσει ανωτέρου εις Ναυτοδικείον……,κτλ, κτλ». Με Υπουργό Ναυτικών πλέον τον Ναύαρχο Π.Κουντουριώτη άρχισαν στο Ναυτικό κρίσεις στελεχών προφανώς υπό το πνεύμα των αναγραφομένων στην επιστολή που είχε απευθύνει ο Ναύαρχος στους Αξιωματικούς από την Θεσσαλονίκη. Αποστρατεύτηκαν αυτεπάγγελτα 4 Υποναύαρχοι, 5 Πλοίαρχοι, 3 Αντιπλοίαρχοι και ένας Πλωτάρχης. Αποτάχθηκαν ένας Πλοίαρχος, 6 Πλωτάρχες, 12 Υποπλοίαρχοι, ένας Ανθυποπλοίαρχος και ένας Σημαιοφόρος. Εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση ένας Πλοίαρχος, 5 Αντιπλοίαρχοι, 3 Πλωτάρχες, 10 Υποπλοίαρχοι. Τέθηκαν σε διαθεσιμότητα 2 Πλοίαρχοι, 5 Αντιπλοίαρχοι, 7 Πλωτάρχες, 12 Υποπλοίαρχοι, 3 Ανθυποπλοίαρχοι και ένας Σημαιοφόρος. Σε ότι αφορά στους Ναυτικούς Δοκίμους με Νομοθετικό Διάταγμα καθορίστηκε ότι οι 4ετείς και 3ετείς της ΣΝΔ με την αποφοίτηση τους τίθενται στο αριστερό των συμμαθητών τους που είχαν συμμετάσχει στο κίνημα της Θεσσαλονίκης. (« 1023 Αξιωματικοί και 22 κινήματα» Σ.Χαρατσής).

Από τον Ιούλιο του 1917 οι Γάλλοι άρχισαν να επιστρέφουν τα πλοία μας που είχαν κατασχέσει προκειμένου να επανδρωθούν και να χρησιμοποιηθούν σε πολεμικές επιχειρήσεις. Επειδή όμως η συμπλήρωση των επιτελείων τους ήταν αδύνατο να γίνει μόνο με όσους συμμετείχαν στο κίνημα και τους ομοϊδεάτες τους στην Αθήνα, χρειάστηκε να ανακληθούν βαθμιαία σε ενέργεια εκείνοι που είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα και δεν είχαν αποταχθεί. Οι θέσεις όμως των Κυβερνητών ανατέθηκαν αρχικά στους Αξιωματικούς του κινήματος και σε λίγους ομοϊδεάτες τους (Μεζεβίρης). Η προσπάθεια ανασυγκρότησης του Ναυτικού άρχισε με επικεφαλής τον Ναύαρχο Π.Κουντουριώτη. Τα πλοία και ο Ναύσταθμος ήταν σε κακή κατάσταση από απόψεως συντηρήσεως και καθαριότητος. Τα Υποβρύχια σύντομα παροπλίστηκαν και ένας από τους λόγους αυτής της απόφασης ήταν ότι οι συσσωρευτές τους είχαν καταστραφεί επειδή είχαν αφεθεί επί μακρόν άνευ φορτίσεως. Το μόνο πλοίο που δεν επιστράφηκε ήταν το Τορπιλοβόλο Δόξα το οποίο είχε βυθιστεί αύτανδρο στις 17 Ιουνίου 1917 από Γερμανικό Υποβρύχιο UB-47 έξω από την Μήλο. Μετά την σύναψη ειρήνης παραχωρήθηκε αντ’ αυτού το Αυστριακό Αντιτορπιλικό Ulan. (Π.Γέροντας « Μεθ’ ορμής ακαθέκτου»).

Σ’ αυτή την θλιβερή και για το Ναυτικό περίοδο υπήρξε και μία σημαντική απόφαση εκείνη της συγκέντρωσης, ταξινόμησης και διαφύλαξης των παλαιών ιστορικών αρχείων του Ναυτικού έργο που ανατέθηκε στον τότε Υποπλοίαρχο Δ.Φωκά. Έτσι θεμελιώθηκε η σύσταση της σημερινής Υπηρεσίας Ιστορίας του Ναυτικού. Ο Φωκάς εισηγήθηκε την έκδοση περιοδικού με τίτλο « Ναυτική Επιθεώρησης» εισήγηση που υλοποιήθηκε τον Ιανουάριο 1917 με την έκδοση του Βασιλικού Διατάγματος της 25ης Ιανουαρίου 1917 « Περί κανονισμού και εκδόσεως Ναυτικής Επιθεωρήσεως» (Τεύχος 598 Ναυτικής Επιθεώρησης).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η έξοδος της Ελλάδας στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε σαν αποτέλεσμα το να συμπεριληφθεί στους συμμάχους των νικητών.

Στις 27 Νοεμβρίου 1919 υπογράφηκε η Συνθήκη του Νειγύ μεταξύ της Βουλγαρίας και των νικητριών δυνάμεων του Αου Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα με τις Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, και Ιταλία ως ‘Προέχουσες Δυνάμεις’ και με την συμμετοχή των Βέλγιο, Κίνα, Κούβα, Ελλάδα, Σαουδική Αραβία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Ταϊλάνδη και Τσεχοσλοβακία ως συμμάχων και συμβαλλομένων δυνάμεων των πρώτων.

Μεταξύ των άλλων η συνθήκη αυτή προέβλεπε: « Την παραίτηση της Βουλγαρίας υπέρ των Προεχουσών Δυνάμεων όλων των κυριαρχικών της δικαιωμάτων επί της Μεσημβρινής Δυτικής Θράκης και με την υποχρέωση να αναγνωρίσει εκ των προτέρων τις μεταγενέστερες αποφάσεις των Δυνάμεων περί αυτής. ( Σημειώνεται ότι η παραίτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την μετέπειτα παραχώρηση των εδαφών αυτών στην Ελλάδα με την Συνθήκη των Σεβρών ένα χρόνο μετά, και τον αποκλεισμό της Βουλγαρικής εξόδου στο Αιγαίο Πέλαγος).

Σε ότι αφορά στο Ναυτικό ο Εθνικός Διχασμός δημιούργησε αντιπαλότητες και μίση μεταξύ των στελεχών του τα οποία διαιωνίστηκαν και παρέμειναν ενεργά μέχρι και μετά το τέλος του Βου Παγκοσμίου Πολέμου.

Σήφης Μανουσογιαννάκης Αντιναύαρχος ΠΝ ε.α