13η Δεκεμβρίου 1967: Τότε που η πλώρη μας έγραφε ιστορία
- 15/12/2020
- 1
Γράφει ο Αντ. Παπατζανής / Έφεδρος ναύτης ασυρματιστής στο «ΒΠ Σύρος» το έτος 1967. / Ασυρματιστής Ε.Ν. έ. α.
Λίγοι είναι αυτοί που σήμερα γνωρίζουν τα γεγονότα της 13ης Δεκεμβρίου του 1967, και σπάνια τα υπενθυμίζει ο τύπος. Είναι η μέρα που ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος επιχείρησε το αποτυχημένο κίνημα εναντίον της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Το αποτελέσματα του κινήματος και η αναχώρηση του στη Ρώμη, καθιέρωσε τη μέρα αυτή σαν την τελευταία που υπήρξε βασιλιάς στην ιστορία της χώρας. Τα γεγονότα όμως εκείνων των ημερών, σημάδεψαν και την ιστορία του βασιλικού ναυτικού τότε (Β.Ν), πολεμικού σήμερα (Π.Ν.), το οποίο λόγω της ιδιαιτερότητας του «πλοίου», αλλά όπως θα δούμε λόγω του φρονήματος των αξιωματικών του κινήθηκε υπέρ του βασιλιά. Ακόμα κι όταν έμαθε την αναχώρηση του Βασιλιά από την Ελλάδα, τα πλοία συνέχισαν να πλέουν στον ελεύθερο αέρα του Αιγαίου δηλώνοντας μ’ αυτό την αντίθεση του προς το πριν εννεαμήνου πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Έτσι, στην ιστορία της Ελλάδας, όπου κίνημα Βασιλιά εναντίον της χούντας ή 13 Δεκεμβρίου 1967, ταυτίζονται με κίνημα του ναυτικού του 1967 και προστίθενται στα υπόλοιπα 21 κινήματα της ιστορίας του.
Πολλά έχουν γραφτεί για το κίνημα αυτό από διάφορους συγγραφείς. Λεπτομερέστερα απ΄ όλους έχει γράψει ο Στυλιανός Ι. Χαρατσής στο βιβλίο του «1023 Αξιωματικοί και 22 Κινήματα» τομ Β’ Αθήναι 1987. Δεν άνοιξα το θέμα για να σας γράψω ιστορία αλλά να περιγράψω τα γεγονότα όπως τα έζησα στο στενό κύκλο του πλοίου όπου υπηρετούσα και τον τυχαίο ρόλο μου στην υπόθεση. Δεν μπορώ όμως να μην δανειστώ λίγα από τη ροή των υπόλοιπων γεγονότων και ιδίως ονόματα που είναι αδύνατο να τα θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια. Οι δικές μας στιγμές με τις αλληλοσυγκρουόμενες σκέψεις και αισθήματα παραμένουν αξέχαστες με κάθε λεπτομέρεια, και δεν φτάνουν στον ιστορικό για να τις περιγράψει. Ας δώσουμε μια σύντομη εικόνα της διοίκησης του ναυτικού τότε.
Το Β.Ν., ας το ονομάζουμε με την τότε ονομασία του, είχε μέχρι το κίνημα δύο αρχηγεία. Το ΑΑΠ (Αρχηγείου Αιγαίου Πελάγους) με έδρα το Ναύσταθμο της Σαλαμίνας και το ΑΚΙΠ (Αρχηγείο Κρητικού Πελάγους) με έδρα το ναύσταθμο της Σούδας. Μετά το κίνημα ενώθηκαν σε ένα με τη διοίκηση στη Σαλαμίνα. Κάθε αρχηγείο είχε τα πλοία του. Αποβατικά, αντιτορπιλικά, υποβρύχια κλπ. Το ΔΠΑ2 (Διοίκηση Αποβατικών Πλοίων) ήταν η διοίκηση αποβατικών πλοίων του ΑΚΙΠ, της οποία διοικητής ήταν ο πλοίαρχος του Β.Ν. Μουρίκης μέσα από το αρματαγωγό «Σύρος», επειδή ήταν το νεότερο από τα άλλα. Στο ΔΠΑ2 ανήκαν επίσης τα αρματαγωγά «Ικαρία», «Λήμνος», «Λέσβος», τα οχηματαγωγά «Ρουσσέν», «Μέρλιν» και κάποια μικρότερα. Το ολιγομελές προσωπικό του ΔΠΑ2 το αποτελούσαν το μόνιμο προσωπικό αξιωματικών και υπαξιωματικών και το συμπλήρωναν τρεις έφεδροι ναύτες ένας εξ αυτών, ο γράφων σαν ασυρματιστής. Όλοι εμείς ήμασταν το επιπλέον πλήρωμα στο «Σύρος» που κυβερνήτης του ήταν ο τον πλωτάρχης Σπηλιοτόπουλος. Συμπληρώνω επίσης για όσους δε γνωρίζουν ότι τα αρματαγωγά του Π.Ν. είναι όπως τα οχηματαγωγά επιβατηγά. Ανοίγουν τον καταπέλτη στην πλώρη και φορτώνουν οχήματα και στρατεύματα. Τα οχηματαγωγά είναι μικρότερα και έχουν ανοικτό κατάστρωμα. Τέτοιο ήταν το «Μέρλιν» που βυθίστηκε 4 μίλια έξω από το Παλαιό Φάληρο σε μια σύγκρουση με το τάνκερ World Hero 216.000 τόνους του Νιάρχου, παίρνοντας μαζί του στο βυθό 44 άτομα. Όπως βλέπετε πιο πάνω το «Μέρλιν» ήταν στο στόλο μας τότε.
Τις μέρες εκείνες τα περισσότερα αποβατικά του ΔΠΑ2 βρισκόταν στο ναύσταθμο της Σαλαμίνα, και συγκεκριμένα στην Αμφιάλη. Η Αμφιάλη είναι απέναντι από το νησί, κι αποτελεί συνέχεια του Σκαραμαγκά. Εκεί ήταν πάντα η θέση μας όποτε πηγαίναμε στη Σαλαμίνα από την Σούδα για υπηρεσιακούς λόγους. Οι λόγοι αυτή τη φορά ήταν άσχημη κατάσταση στο Κυπριακό και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει να κηρύξουν πόλεμο εναντίον της Ελλάδας σε αντίποινα για κάποιες ελληνοκυπριακές ενέργειες στα τουρκοκυπριακά χωριά.
Οι Αμερικανοί μεσολάβησαν και αποφεύχθηκε η σύρραξη γιατί χρειαζόταν τότε και τις δύο χώρες. Ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή είχε ανάψει για τα καλά. Το καλοκαίρι οι Ισραηλινοί με μια αιφνιδιαστική επίθεση καταστρέψανε επί του εδάφους όλα τα πολεμικά αεροπλάνα και τα αεροδρόμια των Αιγυπτίων, πολλά των Συρίων, των Ιορδανών και των Ιρακινών. Οι συνταγματάρχες αναγκάστηκαν και δέχτηκαν τον όρο που επέβαλαν οι Τούρκοι, που μεταξύ των άλλων ήταν η απομάκρυνση του Γρίβα από το νησί, και ο αφοπλισμός του νησιού με τις μετέπειτα συνέπειες που ξέρουμε. Έτσι, από του 7.500 στρατιώτες της ελληνικής μεραρχίας, έπρεπε να μείνουν 900! Ήδη την 13η Δεκεμβρίου το οχηματαγωγό του ΔΠΑ2 «Λήμνος» κι ένα υπερωκεάνιο με τη συνοδεία πολεμικών ερχόντουσαν από την Κύπρο μεταφέροντας στρατεύματα και άρματα. Μαύρες ήταν κείνες οι μέρες για το νησί, που επέμεινε έρμαιο στα νύχια των τουρκαλάδων, πένθος για τους Κύπριους όταν βλέπανε τα ελληνικά άρματα να μπαίνουν στα αρματαγωγά. Λίγες μέρες μετά το κίνημα, θα ακολουθούσαμε κι εμείς με το «Σύρος» για τη μαρτυρική Αμμόχωστο.
Ο χώρος του ασυρμάτου του «Σύρος» ήταν αρκετά ευρύχωρος, με τους δυνατούς παγκοσμίου εμβέλειας δέκτες του, με τέλεξ, καθίσματα και γραφειάκι επιπλέον των συνήθων. Για να πάει κάποιος στη γέφυρα έπρεπε να περάσει μέσα από την μια άκρη του χώρου του ασυρμάτου. Ήμασταν τρεις ναύτες ασυρματιστές που κάναμε τη θητεία μας και ο μόνιμος υπαξιωματικός ασυρματιστής που τον λέγανε και «υπόλογο». Ο διοικητής μας ο Μουρίκης ήταν ένας άνθρωπος ψηλός, λεπτός, σοβαρός και σπάνια ακούγαμε τη φωνή του. Ήταν αγαπητός και νοιώθαμε άνετοι μαζί του χωρίς τις ιεραρχικές τυπικότητες, αν και μέσα σ΄ ένα χώρο εργασίας τούτες δεν υφίστανται. Αν θυμάμαι καταγόταν από την Κέρκυρα. Αυτό όμως που απαιτούσε ήταν να του στέλνουμε στο ηχείο του σαλονιού του μουσική και ειδήσεις από το ραδιόφωνο. Ήθελε την ελληνική εκπομπή του BBC, της Ντότσε Βέλλε, και συνήθως ερχόταν στον ασύρματο και τις άκουγε.
Ας γυρίσουμε όμως στα γεγονότα της 13ης του Δεκεμβρίου. Mετά το μεσημεριανό γεύμα, άρχισα την ακρόαση στον δέκτη στη συχνότητα του ΓΕΝ χαλαρά, μιας και δεν ήμασταν σε ταξίδι. Πριν απ’ αυτό, έψαξα με το κουμπί του δέκτη της μουσικής και στον πρώτο σταθμό που άκουσα ελληνικά τραγούδια το άφησα. Ο διοικητής Μουρίκης βρισκόταν κείνη τη στιγμή στο δωμάτιο του και έλεγξα αν ο διακόπτης ήταν τοποθετημένος στη σωστή θέση για να του στέλνει την εκπομπή. Δυο ναύτες στο άλλο γραφείο έπαιζαν το ταβλάκι τους, κάποιος άλλος σιγοψιθύριζε την μουσική, και γενικά ήταν μια άνετη ατμόσφαιρα στην ησυχία του λιμανιού. Τα τραγούδια σταμάτησαν κάποια στιγμή και ο εκφωνητής ανήγγειλε ότι θα μεταδοθεί μαγνητοσκοπημένο διάγγελμα του βασιλιά. Ουδείς από μας έδωσε κάποια σημασία γιατί από διαγγέλματα και διατάγματα είχαμε πήξει εκείνη την εποχή.
Ξαφνικά, είδαμε τον διοικητή μας Μουρίκη όρθιο κολλημένο σχεδόν το πρόσωπο του στον δέκτη να ακούει το διάγγελμα. Άκουσε την ανακοίνωση από το δωμάτιο του, ανέβηκε τρία – τρία φαντάζομαι τα σκαλιά γιατί σαν από το πουθενά βρέθηκε τη στιγμή που το διάγγελμα ξεκινούσε με τις πρώτες λέξεις. Όρθιοι τότε κι εμείς από σεβασμό στο διοικητή, δώσαμε προσοχή στο μήνυμα και από το ύφος του αξιωματικού καταλάβαμε τη σπουδαιότητα της κατάστασης. Ήταν ο τοπικός σταθμός της Λάρισας. Ήταν ο μοναδικός σταθμός που το μετέδωσε, τον οποίο είχα πιάσει τυχαία, και που ήταν πολύ δύσκολο να ακουστεί στη Αθήνα από κοινά ραδιόφωνα. Γιατί, ποιος περίμενε κάποιο διάγγελμα μια σπουδαία είδηση από ένα αδύνατο επαρχιακό σταθμό και να προσπαθήσει να συντονιστή, όταν ακούει καλύτερα τους σταθμούς της περιοχής του ως γίνεται συνήθως;
Μετά από δέκα λεπτά μας κάλεσε όλους, από τον πλωτάρχη κυβερνήτη Σπηλιοτόπουλο, μέχρι και τους ναύτες πλην των σκοπών στο χώρο των αρμάτων. Ήταν πρώτη φορά που μας μίλαγε. Αναφέρθηκε στο μήνυμα του βασιλιά, ζήτησε -δεν απαίτησε, δεν διέταξε – την υποστήριξη μας, στολίζοντας τους συνταγματάρχες με λέξεις «αλήτες», «καθάρματα» και «γουρούνια». Διπλωματικά δεν είπε στο τέλος ως συνήθως «Ζήτω ο Βασιλιάς» όπως έγινε κάπου αλλού, κι αυτό ήταν προς τιμή του. Η ομιλία του έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής απ’ όλους και με μερικά πετάγματα των καπέλων στον αέρα. Αυτή ήταν μια στιγμή όπου κριτική σκέψη δεν ίσχυε. Ακολουθούσε την απόφαση του αρχηγού που έχει διδαχτεί την τέχνη να σε οδηγεί. Εν συνεχεία ετοιμαστήκαμε για αναχώρηση. Λίγο πριν φύγουμε ανέβηκε στον ασύρματο κι έδωσε στο υπόλογο του ασυρμάτου ένα σήμα να το προωθήσει στο ΓΕΝ που βρίσκεται στην Πλ. Κλαυθμώνος. Το γιατί σε μια τέτοια κατάσταση ο υπόλογος ζήτησε από μένα να το στείλω δεν το έμαθα. Πιθανώς να μην ήθελε να αναλάβει κάποιες ευθύνες σαν μόνιμος που ήταν, αλλά ίσως κάνω και λάθος. Το σήμα που έστειλα έγραφε:
131300 (13 του μηνός, 1300 η ώρα)
ΑΣΤΡΑΠΙΑΙΟΝ Από: ΔΠΑ2 Προς:ΓΕΝ-ΑΑΠ-ΔΕΣ1
Τασσόμεθα ανεπιφυλάκτως παρά το πλευρόν της Α.Μ. του Βασιλέως προς σωτηρίαν της Πατρίδος έτοιμοι διά κάθε θυσίαν.
Πάνω στη σύγχυση μου και τη φασαρία που επικρατούσε από πάνω μου, απάντησα δυο φορές λάθος στο συνθηματικό που μου ζήτησε ο συνάδελφος απ΄την άλλη πλευρά, για να πιστοποιήσει ότι δεν είμαστε εχθρικό πλοίο. Τελικά με την τρίτη πήρα το «οκ» της λήψης με δεκάλεπτη καθυστέρηση. Αυτή η δεκάλεπτη καθυστέρηση μέχρι την πιστοποίηση, φαντάζομαι να είχε ξεσηκώσει όλους στο ΓΕΝ
Όπως γράφει ο Χαρατσής στο βιβλίο που προανέφερα, στο ΓΕΝ που είχε αρχηγό το ναύαρχο Δέδε κάτι είχαν αντιληφθεί, αλλά τότε επικρατούσε ακόμη σύγχυση. Τα πράματα ξεκαθάρισαν όταν κατά τις 1300 του ανέφεραν ότι ακούστηκε το διάγγελμα του Βασιλιά, κι όταν μετά από λίγα λεπτά του παρέδωσαν το παραπάνω σήμα μας.
Ο Χαρατσής περιγράφει τα γεγονότα στο βιβλίο του ως εξής:
…Την ώρα εκείνη ένας από τους ασυρματιστές του «Σύρος» έψαχνε στις συχνότητες των δεκτών του. Του είχε ζητήσει ο επιβαίνων ΔΠΑ2 πλοίαρχος Σ. Μουρίκης να πιάσει το δελτίο ειδήσεων των 13.00 για να ακούσουν τα νέα. Τυχαίως, ο νεαρός ασυρματιστής συντονίστηκε στην συχνότητα του ραδιοσταθμού της Λαρίσης και ακούσθηκε το διάγγελμα. Χωρίς να χάσει λεπτό, ο Μουρίκης έστειλε το παραπάνω σήμα και ταυτόχρονα διέταξεν άμεσον άπαρση της «Σύρου» καθώς και της «Σάμου» από τα κρηπιδώματα του όρμου Αμφιάλης όπου τα δύο αρματαγωγά ήταν προδετημένα. Κυβερνήται τους ήταν αντίστοιχα οι πλωτάρχαι Ι. Σπηλιωτόπουλος και Β. Ζήκας…[1].
Κλείσαμε τον καταπέλτη και αναχωρήσαμε. Το ίδιο έκανε το «Σάμος» με τον κυβερνήτη του να μας χαιρετά από τη γέφυρα ενθουσιωδώς με τα δυο του χέρια. Ακολούθησαν το «Μέρλιν» και το «Ρουσσέν», επήγαμε και δέσαμε στις σημαδούρες της Σαλαμίνας. Περάσαμε δίπλα από το αντιτορπιλικό «Λέων» πλοίο του ΑΑΠ, με κυβερνήτη τον Παππά, τον οποίο ενημέρωσε ο Μουρίκης κι΄ αμέσως μας ακολούθησε. Μετά τη λήψη του σήματος μας από το ΓΕΝ, άρχισε ένα ντόμινο εξελίξεων και αναστάτωσης στα επιτελεία του ναυτικού και του στρατού, που οι λεπτομέρειες τους έχουν γραφτεί σε πολλές σελίδες από τους ιστορικούς.
Ο Μουρίκης μαζί με δύο αξιωματικούς του οπλισμένοι όλοι τους, πήγε στον αρχηγό του ΑΑΠ. Αυτός τον παρατήρησε γιατί δεν περίμενε εντολή απ΄ αυτόν. Ο Μουρίκης του απάντησε –Παίρνω τα πλοία μου και φεύγω, αν θέλεις ακολούθησε με τα δικά σου.[2] Επέστρεψαν στο πλοίο λύσαμε κάβους και αποπλεύσαμε από το Ναύσταθμο. Σε λίγο αντικρίσαμε ένα κωμικοτραγικό θέαμα. Από τη δεξιά μας πλευρά μας κυνήγαγε η ταχύπλοη βενζινάκατο του αρχιεπιστολέα του ΑΑΠ, σκάφος πολυτελείας χρώματος μπλε, με το σήμα του επιτελείου σ ένα κοντάρι στην πλώρη της. Τα κύματα από τα απόνερα μας και ο μικρός κυματισμός στην περιοχή ανεβοκατέβαζαν την πλώρη σαν τραμπάλα. Πάνω στο μικρό τριγωνικό της κατάστρωμα της πλώρης του, μπροστά από τζάμι του πηδαλίου, ένας ναύτης προσπαθούσε να ισορροπήσει με τα πόδια ανοικτά, με το ένα χέρι κρατούσε την χειρολαβή και με το άλλο μας έκανε νόημα να γυρίσουμε πίσω!! Δεν τους δώσαμε καμία σημασία και λίγο πριν από την Ψυττάλεια μας παράτησαν. Συνεχίσαμε την πορεία μας να παρακάμψουμε το Σούνιο και κατόπιν για το βόρειο Αιγαίο. Κάπου στη Μακεδονία βρισκόταν ο βασιλιάς. Το Βασιλικό ναυτικό πιστό στον όρκο του, που λέει Πίστη στον Βασιλέα, τον ακολουθούσε. Είχε σκοτεινιάσει. Η επόμενη μέρα ήταν άγνωστο τι θα μας ξημέρωνε. Οι πλώρες των πλοίων μας γράφανε ιστορία.
Εν τω μεταξύ από το ΓΕΝ ο Δέδες έδωσε εντολή στον ΑΑΠ και στον ΑΚΙΠ να πάρουν τα πλοία και να φύγουν. Ήταν ώρα 1520. Εμείς βρισκόμασταν ήδη στο πέλαγος. Στις 1800 αναχώρησαν και τα πλοία του ΑΑΠ. Μετά από λίγες ώρες ο Δέδες αρχηγός του ΓΕΝ και ο Πανάς του ΑΑΠ αντικαταστάθηκαν από αντικινηματίες. Η έκβαση του κινήματος άρχιζε την κατιούσα. Δόθηκε σήμα ακύρωσης αναχώρησης προς τα πλοία του ΑΑΠ. Επέστρεψαν κατά τις 1900 στην Σαλαμίνα εκτός από το «Λέων» του Παππά. Είναι αυτός που θα γράψει τη δική του ιστορία αντίστασης εναντίον της χούντας το 1973. Ήταν αυτός που αρνήθηκε πριν οκτώ μήνες να μεταφέρει πολιτικούς κρατουμένους στα ξερονήσια με το αρματαγωγό του.
Στην Σούδα δεν υπήρχε περίπτωση κυριαρχίας των απριλιανών. Ο αρχηγός του ΑΚΙΠ Ροζάκης είχε ενημερωθεί από τις πρώτες ώρες από το Μουρίκη. Όλοι οι αξιωματικοί σε όλες τις ναυτικές υπηρεσίες ΑΚΙΠ, ΑΔΒΝΚ(ναύσταθμος), ΝΔΚ (στις Μουρνιές), ήταν ενωμένοι. Εκτός τούτου, το ναυτικό στην Κρήτη ήταν κυρίαρχο. Υπερτερούσε σε προσωπικό των μονάδων στρατού ξηρά και αεροπορίας. Ο υποναύρχος Ροζάκης, επέβη του αντιτορπιλικού «Σφενδόνη» ύψωσε το σήμα του στο άλμπουρο, ειδοποίησε τα έξη πλοία του να τηρούν σιγή ασυρμάτου με μόνη ακρόαση στον ασύρματο της ΝΔΚ στις Μουρνιές, και ανοίχτηκε στο φουρτουνιασμένο Κρητικό πέλαγος με πορεία τη Θεσσαλονίκη.[3] Η ώρα ήταν μετά τις 1700. Ο απόπλους του Ροζάκη με τα γρήγορα αντιτορπιλικά του που τον μάθαμε από τον ασύρματο, ήταν παρηγοριά στην μοναξιά των τεσσάρων αποβατικών πλοίων μας. Μόνοι κι’ έρημοι κείνες τις ώρες στη μαύρη νύχτα, τέσσερα καραβάκια με τον ελαφρύ οπλισμό τους ξεκίνησαν αντίσταση ενάντια στην χούντα. Το φουρτουνιασμένο πέλαγος ήταν το λιγότερο που μας ενδιέφερε, γιατί μέσα μας μπαίνανε μεγαλύτερες φουρτούνες από τα μαντάτα που ακούγαμε. Ο Ροζάκης σε λίγες ώρες θα μας έφτανε. Όλος ο ΑΚΙΠ βρισκόταν εν πλω.
Από τη στιγμή που φύγαμε από τη Σαλαμίνα σταματήσαμε να απαντάμε στον ασύρματο του ΓΕΝ και παίρναμε οδηγίες μόνο από το σταθμό του ΑΚΙΠ που βρίσκεται στις Μουρνιές των Χανίων. Το ΓΕΝ δεν σταμάταγε να μας καλεί από τον ασύρματο και από το ραδιοτηλέφωνο και να μας στέλνει το μήνυμα: «Γυρίστε πίσω…γυρίστε πίσω…». Την επόμενη μέρα ανάμεσα από τα οκτώ μποφόρ του Αιγαίου, μέσα από τη θολούρα της ομίχλης, της βροχής και του αφρού των κυμάτων διακρίναμε τα πλοία του Ροζάκη. Μαζί τους ήταν και το «Λέων» που τους είχε δώσει ραντεβού και τα περίμενε.
Ήταν το μόνο από τα πλοία του ΑΑΠ που δεν υπάκουσε στη διαταγή να επιστρέψουν τα πλοία πίσω. Ακολουθήσαμε τα γρήγορα αντιτορπιλικά. Βαριά μαύρα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό. που βάρυναν ακόμα τη διάθεση μας. Συνεχίσαμε πορεία προς τον βορρά να συνδράμουμε το βασιλιά. Που βρίσκεται όμως; Θεσσαλονίκη; Καβάλα; Στο πλοίο επικρατούσε βουβαμάρα , ο καθένας ήταν κλεισμένος στις σκέψεις του. Περιμέναμε το πρωινό δελτίο ειδήσεων από το ΒΒC. Πέντε λεπτά πριν αρχίσει, ο Μουρίκης ήρθε στον ασύρματο και κάθισε κάτω από το δέκτη έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο και το τσιγάρο στο χέρι. Το δελτίο άρχισε : Σήμερα στις 0515 ο Βασιλιάς της Ελλάδος Κωνσταντίνος προσγειώθηκε μαζί με την οικογένεια του αεροπορικώς στη Ρώμη, προερχόμενος από την Καβάλα μετά από ένα αποτυχημένο κίνημα εναντίον της χούντας. Το πάνω πόδι του διοικητή μας έφυγε από τη θέση του. Θλίψη κι απογοήτευση.
Τα αντιτορπιλικά με τη μεγάλη τους ταχύτητα είχαν απομακρυνθεί από μας και βρισκόταν στις Σποράδες. Εκεί στο βόρειο Αιγαίο οι αξιωματικοί και τα πληρώματα των «Βέλος» και «Δόξα» με τις επίσημες στολές τους πάνω στα βρεγμένα από τη θάλασσα και τη βροχή καταστρώματα, παρουσίασαν όπλα προς τον αρχηγό Ροζάκη ο οποίος από το «Σφενδόνη» υπέστειλε με επισημότητα το σήμα του ΑΚΙΠ. Ήταν μια τελετή υπερηφάνειας, κι’ ανεξαρτησίας. Ήταν ένα χαστούκι στο πρόσωπο της χούντας, η τελευταία ωραία κίνηση ενός ναυτικού. Κατόπιν χάραξαν πορεία για τη Σαλαμίνα. Ακολουθήσαμε εμείς με τα τέσσερα πλοία, και κατόπιν το «Λέων»[4]
Από το βιβλίο του Χαρατσή σελ. 269-268 :
…Ενώ η άμπωτις σε όλα τα θέατρα άφηνε καραβοτσακισμένους τους λιγοστούς οπαδούς του Βασιλέως, στο Ναυτικό έγινε μία παράδοξη αλλαγή. Που λίγοι, ακόμη και σήμερα, έχουν προσέξει την σημασία της. Η οργή εναντίον των ηλιθίων, ο ενθουσιασμός να κινηθούν τα πλοία…έκαναν να ξεχαστούν τα απελπισμένα μηνύματα που έφταναν από το Βορρά. Έκαναν να ξεχαστούν και οι Παπαδόπουλοι και ΓΕΝ και οδοί Μεσογείων και Πλατείες Κλαυθμώνος.
Τα πλοία τίναξαν από πάνω τους τον λήθαργο και κίνησαν σε πορείες ανταρσίας. Στο πέλαγος με τον άσχημο καιρό μα με τον τόσο καθαρό αέρα και καθαρά νερά.
Το ναυτικό μακρυά από την φθοροποιό επίδραση της Αθήνας, σήκωσε τις Σημαίες και ξεκίνησε. Με προορισμό το τίποτε. Με κίνητρα την αξιοπρέπεια και την οργή. Το ναυτικό μπορεί να έπλεε τυπικά για «να ενισχύσει τον Βασιλέα». Είναι σίγουρο όμως ότι ελάχιστοι σκέφτονταν τον νεαρό εστεμμένο που – ως εκείνη την στιγμή – ούτε καν σημασία δεν τους είχε δώσει…δεν έπλεαν για να χτυπήσουν τους κυβερνητικούς. Δεν έπλεαν για να στηρίξουν τους επιπόλαιους… Γιατί για μια ακόμη φορά είχε κληθεί να τονίσει με μια ιπποτική κίνηση, ότι ήταν πραγματικά ό,τι πιο σωστό πιο ευπρεπές και πιο όμορφο είχε και έχει να δείξει αυτός ο τόπος.
Ας μη νομίσει κανείς ότι και οι «αντίθετοι» που καθόταν στα γραφεία του ΓΕΝ και των ναυστάθμων ότι δεν ήταν το Ναυτικό. Θα είναι μεγάλο λάθος. …η σκέψη τους ήταν στους άλλους που πάλευαν μέσα στο φουρτουνιασμένο Αιγαίο. Κανείς τους δεν είχε τα μάτια του στο κακού γούστου παιχνίδι στην σκακιέρα του Παπαδόπουλου και του Κωνσταντίνου. Τα μάτια τους ήταν καρφωμένα μόνο στα πλοία και στις γέφυρες…έχοντας απαλλαγεί από τους μικροπρεπείς τίτλους του «χουντικού», του «αντιχουντικού», του «βασιλόφρονος», του «αντιβασιλικού».
Επικροτώ το παραπάνω άρθρο στα βασικά του σημεία γιατί: Έτυχα να ήμουν στρατευμένος την 21η Απριλίού του 1967 και μάλιστα υπηρετούσα στο ίδιο πλοίο το «Σύρος». Πότε δεν μας έκαναν κάποια προπαγάνδα, ανακοίνωση, ομιλία, μια λέξη υπέρ της δικτατορίας. Όλα συνεχίζονταν όπως και πριν. Ελάχιστοι σκέφτονταν το νεαρό εστεμμένο: Ποιος πράγματι πίστευε στην επιτυχία του κινήματος από τον 27χρονο βασιλιά, όταν τα πάντα είχαν καταληφθεί από τους συνταγματάρχες και είχαν εδραιώσει την παρουσία τους παντού πριν οκτώ μήνες; Ποιος πολίτης θα υποστήριζε έναν που σχεδίαζε να κάνει ότι και οι δικτάτορες; Αυτόν που εναντιώθηκε στο πρωθυπουργό του 53%, φέρνοντας την πολιτική ανωμαλία με επακόλουθο της τη δικτατορία; Που ακόμη, εξαγόραζε ψήφους εμπιστοσύνης στη βουλή, τάζοντας υπουργεία ή βαλίτσες με δολάρια στους αποστάτες πολιτικούς;
Το ναυτικό όπως λέει ο συγγραφέας κινήθηκε για να πάρει μερικές ώρες «καθάριου αέρα», όπως ακριβώς κάναμε. Ο Κωνσταντίνος για να φύγει από τη χώρα γιατί δεν μπορούσε άλλο να υπογράφει διατάγματα που του επέβαλαν οι συνταγματάρχες. Λόγω της μικρής ταχύτητας των αποβατικών μας πλοίων φτάσαμε στη Σαλαμίνα τελευταίοι. Πριν δέσουμε και ρίξουμε τον καταπέλτη, είδαμε στην προβλήτα (του ναυστάθμου αυτή τη φορά κι όχι της Αμφιάλης), τη ναυτική αστυνομία με τα όπλα στο χέρι. Ο διοικητής μας ήταν έτοιμος. Ο ναύτης σκοπός του «Σύρος» στον καταπέλτη σε στάση προσοχής, συγκινημένος και με δάκρυα στα μάτια τον χαιρέτισε σύμφωνα με τον κανονισμό. Ο πλοίαρχος του Β.Ν. Μουρίκης όμως, τον χαιρέτισε δια χειραψίας ευχαριστώντας μ’ αυτόν τον τρόπο όλο το πλήρωμα. Εν συνεχεία μπήκε στο αυτοκίνητο της ναυτικής αστυνομίας.
Οι Ροζάκης και Μουρίκης κρατήθηκαν μαζί με τρεις άλλους αξιωματικούς από το ναυτικό για ανάκριση. Οι ανακριτές έδειξαν καλή συμπεριφορά απέναντι τους, αλλά στους διαδρόμους του ΓΕΣ (Γενικό Επιτελείο Στρατού) κάποιοι τραμπούκοι αξιωματικοί προσπάθησαν να προπηλακίσουν τον Μουρίκη. Μετά από την ανάκριση αφέθηκαν ελεύθεροι.[5] Το 1976 ο Μουρίκης έγινε αρχηγός του ΓΕΝ. Εμάς, μετά από λίγες μέρες μας έστειλαν στην Αμμόχωστο για να μεταφέρουμε από κει ελληνικά άρματα. Ο αρχηγός του ΑΑΠ αντικαταστάθηκε από το ναύαρχο Μπακόπουλο. Αρκετές μέρες μετά τα γεγονότα, έγινε μια άσκηση ρουτίνας στο πέλαγος και ο ΑΑΠ διάλεξε να διευθύνει την άσκηση από το πλοίο μας. Ήθελε φαίνεται να μπει στο τότε πνεύμα του πλοίου «κινηματία». Με ειδοποίησαν ότι ήθελε να με δει στο γραφείο του. Με τρόμαξαν.
–Το νου σου γιατί φυλακίζει και κουρεύει πολύ εύκολα. Μπήκα στο γραφείο του και χαιρέτισα σε στάση προσοχής τον αρχηγό με πλάκα τα γαλόνια. Ζήτησε να μάθει πως έγινα τα πράματα. Του εξήγησα.
–Άκουγε άλλους σταθμούς εκτός από τους ελληνικούς; Με ρώτησε.
– Μάλιστα, του βάζαμε ειδήσεις από το BBC και την Nτότσε Βέλλε,
-Άλλους σταθμούς άκουγε;
-Ναι και τη φωνή της Αμερικής,
-Πρόσεξε τι σε ρωτώ, άλλους, κάποιους άλλους σταθμούς, ήθελε να ακούει;
-Όχι μόνο αυτούς, απάντησα προβληματισμένος.
– Λες ψέματα, φύγε, φύγε, λες ψέματα!!!
Έκανα μεταβολή και έφυγα με ανησυχίες. Δεν έγινε κάτι. Τι το ήθελε; Πιθανώς για να γνωρίσει τον υπαίτιο της λήψης του διαγγέλματος. Οι ανακρίσεις είχαν τελειώσει κι ότι είχε να πει ο Μουρίκης τα είχε πει. Το αρχηγείο του ΑΚΙΠ στην Κρήτη καταργήθηκε, και όλη η διοίκηση όλων των πλοίων ανατέθηκε στη Σαλαμίνα. Το ίδιο έγινε και με το ΔΠΑ2. Ο ναύτης σηματωρός κι εγώ που ανήκαμε στο ΔΠΑ2, μετατεθήκαμε μετά από λίγους μήνες στην Κρήτη στον ασύρματο των Μουρνιών. Μάλλον αυτοί που έστειλαν την διαταγή δεν έλεγξαν καλά το τόπο κατοικίας μου!! Στην Κρήτη συνήθως υπηρετούσαν όσοι κληρωτοί δεν είχαν μέσον κι όσοι έπεφταν σε δυσμένεια.
Αναδημοσίευση από το agonaskritis.gr
[1] Στυλιανός Ι.Χαρατσής, 1023 Αξιωματικοί και 22 κινήματα Β΄τόμος σ. 276.
[2] Στο ίδιο ό.π. σ. 263.
[3] Στο ίδιο ό.π. σ.276.
[4] Στο ίδιο, ό.π. σ.288.
[5] Στο ίδιο, ό.π. σ.284.
asokos49@gmail.com
Λίγες ημέρες αργότερα ο Ναύαρχος του ΑΑΠ, ήλθε σε ρήξη με τη χούντα και παραιτήθηκε.