Το τέλος των αντιπάλων του Αβέρωφ
- 15/09/2020
- 0
Γράφει ο Γιώργος Απιδιανάκης
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων οι δύο κύριες μονάδες του Οθωμανικού Ναυτικού ήταν τα παλαιά θωρηκτά (pre-dreadnoughts) Barbaros Heyreddin και Turgut Reis (10.000 τ.) που ανήκαν στη γερμανική κλάση Brandenburg (κατασκευής 1894) και είχαν αγοραστεί το 1910. Ο κύριος οπλισμός τους, με έξι πυροβόλα των 280mm σε τρεις δίδυμους πύργους (πρόστεγο, μεσόστεγο, επίστεγο), αν και ήταν φαινομενικά ισχυρός, η περιορισμένη ταχυβολία του (1 βολή ανά 2 λεπτά) και η χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων, που καθόριζε το βεληνεκές και τη φονικότητα, τον καθιστούσε παρωχημένο. Ομοίως, η πλευρική θωρηκτή τους ζώνη, παρόλο που είχε πάχος 400mm, ήταν κατασκευασμένη από σίδηρο με αποτέλεσμα να αντιστοιχεί ουσιαστικά στην πλευρική θωράκιση από χάλυβα πάχους 200mm του Αβέρωφ.
Η τρίτη αξιόλογη μονάδα ήταν το πολύ παλαιό θωρηκτό Mesudiye (8.900 τ.). Το πλοίο αυτό κατασκευάστηκε το 1875 στη Mεγάλη Βρετανία και αρχικά ανήκε στα πρώιμα θωρηκτά ή «θωρακωτά» (ironclads) όπως αποκαλούνταν. Μεταξύ 1899-1905 ανακατασκευάστηκε στη Γένοβα σε pre-dreadnought, με προσθήκη δύο σύγχρονων πυροβόλων 234mm Vickers, ίδιων δηλαδή με του Αβέρωφ, αλλά σε δύο μονούς πύργους στην πλώρη και στην πρύμνη. Εν τέλει το ελληνικό πυροβολικό με τα τέσσερα Vickers 234mm του Αβέρωφ και τα εννέα συνολικά γαλλικά 275mm, των ανακατασκευασμένων παλαιών «θωρακωτών» Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά, ήταν ουσιαστικά ισάξιο του οθωμανικού. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του Οθωμανικού Στόλου, σε σχέση με τον Ελληνικό, ήταν η ταχύτητα. Ενώ ο Αβέρωφ βρισκόταν σε θέση να αναπτύξει 23 κ., τα οθωμανικά πλοία μετά βίας ανέπτυσσαν 15 κ., όσο δηλαδή τα τρία τύπου Ύδρα στις καλύτερές τους στιγμές, με αποτέλεσμα ο Οθωμανικός Στόλος να κινδυνεύει να βρεθεί μεταξύ δύο πυρών, όπως παραλίγο να συμβεί στη ναυμαχία της Λήμνου.
Παρά τις νικηφόρες ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου, όμως, τον Ιούλιο του 1914 η Ελλάδα ανέμενε με κομμένη την ανάσα τον κατάπλου στο Αιγαίο των δύο νεότευκτων πανίσχυρων θωρηκτών (super dreadnoughts) Reshadiye (10 πυροβόλα 356mm) και Sultan Osman-i Evvel (14 πυροβόλα 305mm). Από μέρα σε μέρα αναμενόταν η παραλαβή τους από τη Βρετανία. Η χώρα, λόγω των συνήθων παλινωδιών, είχε καθυστερήσει σημαντικά να απαντήσει στην οθωμανική κίνηση με αποτέλεσμα να βρεθεί άοπλη απέναντι στον κίνδυνο αφού το Αβέρωφ και τα ελάχιστης επιχειρησιακής αξίας Λήμνος και Κιλκίς, που αγοράστηκαν βιαστικά για τον κατευνασμό της κοινής γνώμης, εξαφανίζονταν δίπλα σε αυτά τα τέρατα. Το υπό κατασκευή θωρηκτό Σαλαμίς θα καθυστερούσε ακόμα τουλάχιστον έξι μήνες για να παραδοθεί από τα γερμανικά ναυπηγεία Vulkan ενώ οι προσπάθειες αγοράς οποιουδήποτε άλλου έτοιμου αντίστοιχου πλοίου απέβησαν άκαρπες. Αυτό οδήγησε στην εσπευσμένη παραγγελία του θωρηκτού Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α’ κλάσης Bretagne σε γαλλικά ναυπηγεία αλλά με μακρόπνοη προοπτική παράδοσης. Την κατάσταση περιέπλεξε ακόμα περισσότερο η παραγγελία ενός τρίτου θωρηκτού, δίδυμου του Reshadiye, του Fatih Sultan Mehmet τον ίδιο Ιούλιο. Ως από μηχανής θεός εμφανίστηκε ο 40χρονος τότε Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου Ουίνστων Τσώρτσιλ. Με δικιά του πρωτοβουλία, την ημέρα επιβίβασης των πρώτων οθωμανικών πληρωμάτων, τα πλοία κατασχέθηκαν λόγω της αυξανόμενης επιρροής της Γερμανίας εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνεπώς υπήρχε πιθανότητα να χρησιμοποιηθούν εναντίον της Βρετανίας και στη Μεσόγειο. Υπόψη ότι παρόλο που μια τέτοια πράξη προβλεπόταν, ως έκτακτη, στο συμβόλαιο κατασκευής του Reshadiye, δεν ίσχυε το ίδιο για το Sultan Osman-i Evvel αφού είχε αγοραστεί απευθείας από τη Βραζιλία για την οποία κατασκευαζόταν το πλοίο αρχικά. Η Ελλάδα ανέπνευσε με ανακούφιση.
Αφήνοντας στην άκρη τον κατάπλου στα Δαρδανέλια, τον Αύγουστο του 1914, της Γερμανικής Μοίρας της Μεσογείου, με το ισχυρό καταδρομικό μάχης Goeben (μετέπειτα Yavuz) και το ελαφρύ καταδρομικό Breslau (μετέπειτα Midilli), το οποίο αποτελεί μια ξεχωριστή υπόθεση, μετά την κατάσχεση των βρετανικών θωρηκτών το Οθωμανικό Ναυτικό βρέθηκε ουσιαστικά με τη σύνθεση των Βαλκανικών Πολέμων. Ο Διοικητής της Γερμανικής Μοίρας υποναύαρχος Ζούχον σύντομα ανέλαβε Διοικητής του συνόλου των συνδυασμένων γερμανικών και οθωμανικών ναυτικών δυνάμεων. Από την επιθεώρηση των τριών παλιών θωρηκτών διαπίστωσε ότι βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση και αρνήθηκε να ενισχύσει την επάνδρωσή τους με γερμανικά πληρώματα (πχ διαρροές στους ατμολέβητες, αποσπασμένες θωρακισμένες θυρίδες, άθλιες συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής). Έτσι ξεκίνησαν στοιχειώδεις εργασίες αποκατάστασής του προκειμένου να προετοιμαστούν για τον επερχόμενο πόλεμο.
Παράλληλα, με την εποπτεία των Ζούχον, του αντιναύαρχου φον Ούζεντομ και του διαβολικού υποστράτηγου φον Σάντερς ξεκίνησε η οχύρωση και το στρατιωτικό κλείδωμα των Στενών. Ως τα τέλη του 1914 πέντε διαδοχικά ναρκοπέδια κάθετα στον άξονα του Στενού και 16 οχυρά, με 78 βαρέα πυροβόλα 210mm έως 355mm και δεκάδες άλλα μικρότερων διαμετρημάτων, είχαν καταστήσει τα Στενά του Ελλησπόντου απόρθητα.
Από την πλευρά τους οι δυνάμεις της Αντάντ εγκατέστησαν τη βάση τους στον Μούδρο. Τα υποβρύχια δεν άργησαν να καταφθάσουν. Πρώτα μεταστάθμευσαν τρία τύπου «Β» από τη Μάλτα και τέθηκαν υπό τη διοίκηση του πλωτάρχη Πάουναλλ με βάση το παλιό ατμόπλοιο Hindu Kush. Ο συγκεκριμένος τύπος ανήκε στους παλαιότερους (1908) και μικρότερους (290 τ.) του Βρετανικού Ναυτικού με μόλις 15 άτομα πλήρωμα. Από οπλισμό έφεραν δύο τορπιλοσωλήνες για τορπίλες 18in χωρίς αναχορηγία. Στις 8 Δεκεμβρίου, αποφασίστηκε η πρώτη διερευνητική περιπολία υποβρυχίου εντός των Στενών. Για την επιδρομή επελέγη το Β11 του υποπλοιάρχου Χόλμπρουκ αφού έφερε νέα συστοιχία που του παρείχε αυτονομία περίπου δώδεκα ωρών χωρίς φόρτιση. Για την αντιμετώπιση των ναρκοπεδίων, που ήταν γνωστά με ακρίβεια, στα πηδάλια και στους άλλους εξωτερικούς μηχανισμούς προσαρμόσθηκαν προφυλακτήρες ώστε τα συρματόσχοινα αγκυροβολιάς των ναρκών να γλιστράνε πάνω από τα προεξέχοντα τμήματα αποφεύγοντας τον κίνδυνο εμπλοκής και πρόσκρουσης της νάρκης. Έτσι, το υποβρύχιο τηρούμενο σε βάθος 30μ., δεν θα διέτρεχε κίνδυνο από τις νάρκες που βρίσκονταν στα 3μ. κάτω από την επιφάνεια.
Στις 13 Δεκέμβριου 1914, ο Χόλμπρουκ οδήγησε με ψυχραιμία το Β11 εντός των Στενών όπου αποδείχθηκε ότι τα υποθαλάσσια ρεύματα και οι αλλαγές της πυκνότητας του νερού καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολη την τήρηση της πορείας και του βάθους. Όταν τελικά, με βάση την αναμέτρησή του, θεώρησε ότι διήλθε την τελευταία σειρά ναρκών, στις 11:30’ ανήλθε σε περισκοπικό βάθος στην περιοχή του Τσανάκ (στο μέσον της ασιατικής πλευράς των Στενών) αντικρίζοντας αμέσως το Mesudiye αγκυροβολημένο. Από το πλοίο αυτό είχαν αφαιρεθεί τα κύρια πυροβόλα και είχαν μεταφερθεί στην ξηρά αλλά ο δευτερεύον οπλισμός του, με τα έξι πυροβόλα των 150 mm, είχε αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμος για να απωθεί τα συμμαχικά ναρκαλιευτικά που με τα εξαιρετικά τολμηρά πληρώματα επιχειρούσαν τις νύχτες να εκκαθαρίσουν τα ναρκοπέδια. Γι’ αυτό είχε μεταφερθεί στη συγκεκριμένη θέση. Ο Χόλμπρουκ προσέγγισε στις 800 γιάρδες και με δύο τορπίλες βύθισε το μεγάλο πλοίο που εντός δέκα λεπτών ανατράπηκε και παρέμεινε μισοβυθισμένο στα αβαθή. Στη συνέχεια, το Β11 με μεγάλη δυσκολία λόγω βλάβης στην πυξίδα, επέστρεψε στον Μούδρο όπου ο Χόλμπρουκ έλαβε τον Σταυρός της Βικτωρίας. Την επομένη, συνεργεία άνοιξαν οπές πάνω στο κουφάρι του θωρηκτού από όπου εκκένωσαν το ναυάγιο και οι απώλειες γενικά σε προσωπικό ήταν μικρές. Τα τρία πυροβόλα 150mm του Mesudiye που παρέμεναν προσβάσιμα μεταφέρθηκαν σε οχυρό που μετονομάστηκε σε Mesudiye.
Τα Barbaros Heyreddin και Turgut Reis χρησιμοποιήθηκαν κανονικά στις μετέπειτα επιχειρήσεις, κυρίως σε στατικό ρόλο, ενώ τα πυροβόλα των μεσαίων πύργων αφαιρέθηκαν και μεταφέρθηκαν στις επάκτιες πυροβολαρχίες. Από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούνιο του 1915, προφυλαγμένα πίσω από τα ναρκοπέδια, αγκυροβολούσαν δίπλα στην ακτή και εκτελούσαν έμμεσoυς βομβαρδισμούς εναντίον των συμμαχικών στρατευμένων που βρίσκονταν στην αντίθετη πλευρά της χερσονήσου της Καλλίπολης. Ως επιπλέον ασπίδα προστασίας των θωρηκτών χρησιμοποιήθηκε το εμπορικό Uskudar. Η σκόπευση ήταν τυφλή, μέσω παρατηρητηρίων, αλλά εν γένει ακριβής. Στις 5 Μαρτίου 1915 μάλιστα το Barbaros Heyreddin και το super dreadnought HMS Queen Elizabeth, που ήταν το μεγαλύτερο και ισχυρότερο θωρηκτό του κόσμου με οκτώ πυροβόλα 380mm, αντάλλαξαν έμμεσες βολές. Το HMS Queen Elizabeth δέχθηκε τρία βλήματα περί την ίσαλο και απομακρύνθηκε αφού προηγουμένως ένα βλήμα του είχε βυθίσει το Uskudar. Την αποφράδα 18η Μαρτίου, τα δύο θωρηκτά έλαβαν θέση πίσω από τα ναρκοπέδια με οδηγία να ανοίξουν πυρ εναντίον των συμμαχικών πλοίων μόνο αν τα τελευταία κατόρθωναν να διαπεράσουν τα ναρκοπέδια. Τον Απρίλιο το Turgut Reis έπληξε με τη σειρά του το pre-dreadnought HMS Triumph. Τα δύο θωρηκτά εναλλάσσονταν στον ρόλο των πλωτών πυροβολαρχιών μέχρι την αποχώρησή τους τον Ιούνιο αφού τα συμμαχικά στρατεύματα είχαν μετακινηθεί σε μεγάλη απόσταση και τα αποθέματα βλημάτων 280mm είχαν περιοριστεί σοβαρά (εκτελούσαν έως 6 βολές την ημέρα).
Τον Αύγουστο του 1915 οι νέες συμμαχικές αποβάσεις στη βορειότερη ακτή της Σούβλας οδήγησαν σε εκ νέου κινητοποίηση των θωρηκτών. O Ζούχον, λόγω της εντεινόμενης δράσης των υποβρυχίων στη θάλασσα του Μαρμαρά, ενέκρινε πολύ διστακτικά την αποστολή του Barbaros Heyreddin. Tο θωρηκτό απέπλευσε στις 7 Αυγούστου, με τη συνοδεία του αντιτορπιλικού Sivrihisar, μεταφέροντας επιπλέον 10.000 χειροβομβίδες για τα στρατεύματα. Ως ασπίδα παρεμβολής για τα υποβρύχια απέπλευσε και το εξοπλισμένο εμπορικό Mahmut Shevket Pasha, αλλά με σημαντική καθυστέρηση, με αποτέλεσμα να ακολουθεί αντί να προπορεύεται του Barbaros Heyreddin.
Στο μεταξύ όμως η δράση των συμμαχικών υποβρυχίων είχε κορυφωθεί. H άφιξη των μεγαλύτερων και αποτελεσματικότερων υποβρυχίων της σειράς «Ε», με τους πέντε τορπιλοσωλήνες και τη μεγαλύτερη αυτονομία, είχε μεταφέρει τον πόλεμο μέσα στη θάλασσα του Μαρμαρά και κάθε πλοίο διέτρεχε πλέον σοβαρό κίνδυνο. Ως επιπλέον ανθυποβρυχιακό μέτρο είχαν προστεθεί δύο μεταλλικά δίχτυα εντός των Στενών αλλά ως αντίμετρο τα υποβρύχια εξοπλίστηκαν με πριονωτά ελάσματα, ως κοπτήρες, στην πλώρη. Στις 05:00’ της 8ης Αυγούστου το Ε11, του υποπλοιάρχου Νάσμιθ, βρέθηκε για τρίτη φορά μέσα σε δύο μήνες στο δρομολόγιο του Barbaros Heyreddin στο ύψος του Μπουλαγίρ (στην ευρωπαϊκή ακτή, μετά την έξοδο των Στενών προς τη θάλασσα του Μαρμαρά) όπου το γηραιό θωρηκτό θα λάμβανε θέση βομβαρδισμού. Όλα κύλησαν όπως έπρεπε και μία τορπίλη βρήκε το Barbaros Heyreddin στη δεξιά πλευρά πλώραθεν του μέσου. Εντός τεσσάρων λεπτών το πλοίο εξερράγη και βρέθηκε κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας παίρνοντας μαζί του 253 άτομα. Για τη διάσωση κατέφθασε και το αντιτορπιλικό Basra το οποίο απέφυγε μια νέα τορπίλη του Ε11 για ελάχιστα μέτρα. Σε λίγες ώρες τορπιλίστηκε και το Mahmud Shevket Pasha από άλλο υποβρύχιο αλλά διασώθηκε προσαράζοντας στην ακτή.
Μέχρι το 1916, οπότε οι ρυθμοί των επιχειρήσεων στον Ελλήσποντο μειώθηκαν κατά πολύ, έδρασαν στην περιοχή 12 συνολικά βρετανικά και γαλλικά υποβρύχια καθώς και ένα αυστραλιανό προκαλώντας χάος στις μεταφορές του Βοσπόρου. Δυστυχώς τα οκτώ απωλέσθηκαν. Ο ίδιος ο Νάσμιθ με το Ε11 βύθισε 101 πλοία διαφόρων μεγεθών έχοντας ρεκόρ περιπολίας 47 ημερών. Συνήθιζε μάλιστα να ανακτά τις τορπίλες που αστοχούσαν και να τις επαναφέρει στο υποβρύχιο! Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που απονεμήθηκαν τέσσερεις συνολικά Σταυροί της Βικτωρίας σε Κυβερνήτες υποβρυχίων που έδρασαν στα Δαρδανέλια κατά τον Α’ΠΠ.
Όσο για το Turgut Reis, είχε υπάρξει και το ίδιο στόχος του αυστραλέζικου ΑΕ2 αλλά χωρίς επιτυχία. Η μοναδική μετέπειτα αξιομνημόνευτη χρήση του ήταν η σημαντική συμβολή του στην αποκόλληση του καταδρομικού μάχης Yavuz (πρώην Goeben) όταν επικάθισε σε αβαθή στην είσοδο των Στενών μετά από τρία πλήγματα ναρκών που υπέστη κατά την έξοδό του στις 22 Ιανουαρίου 1918. Μεταπολεμικά επισκευάστηκε μόνο μερικώς μεταξύ 1924-1925 και μετατράπηκε σε εκπαιδευτικό αφού μετά τη γενική επισκευή και πλήρη επαναφορά σε υπηρεσία του Yavuz το 1930 η Τουρκία διέθετε πλέον ένα πολύ ισχυρό πλοίο. Το Turgut Reis παροπλίστηκε οριστικά το 1933 και διαλύθηκε μεταξύ 1950-1956. Ο μεσαίος του πύργος, που αξιοποιήθηκε στην οχύρωση των Στενών, διατηρείται ακόμα και σήμερα στη θέση του (στην ασιατική πλευρά, στην είσοδο των Στενών).
Πηγές:
Αντιναύαρχος ΠΝ ε.α. Ιωάννης Παλούμπης, ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ-Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ (1912-1913)
Αλέξανδρος Κοτζιάς, ΤΑ ΦΟΒΕΡΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ: Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ
Ζήσης Φωτάκης, Greek Naval Strategy and Policy 1910-1919
Paul Halpern, The Naval War in the Mediterranean 1914-1918
Edwyn Gray, British Submarines in the GREAT WAR
Bernd Langenspiepen & Ahmet Guleryuz, THE OTTOMAN STEAM NAVY 1828-1923
Innes McCartney, British Submarines of World War I
Ryan Noppen, Paul Wright, Ottoman Navy Warships 1914-18
Robert Gardiner, All The Worlds Fighting ships 1906-1921