«Ο κατά θάλασσαν πόλεμος»
- 18/09/2020
- 0
Γράφει η Άννα Μπατζέλη
Πρόλογος
Με αφορμή την συμπλήρωση 108 ετών από την έκρηξη του πρώτου βαλκανικού πολέμου, η παρούσα σύντομη μελέτη πραγματεύεται την συμβολή του ελληνικού ναυτικού στην επιτυχή έκβασή του. Η προσφορά του αναδεικνύεται όχι μόνο στις νικηφόρες ναυμαχίες που έδωσε, αλλά και στον αποκλεισμό της εξόδου των Στενών για τα τουρκικά πλοία, γεγονός που δυσχέραινε τον ανεφοδιασμό του τουρκικού στρατού στις χερσαίες επιχειρήσεις και απέτρεψε την μεταφορά των στρατευμάτων της Ανατολής και της Συρίας στην Θράκη.[1] Τοιουτοτρόπως η δράση του ελληνικού πολεμικού ναυτικού ήταν καθοριστική και ωφέλιμη όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τους βαλκάνιους συμμάχους της. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τελευταίοι παραδέχονταν την συνεισφορά του: ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Γκέσωφ Ιβάν, για παράδειγμα, αναγνώρισε επισήμως τις προσφερθείσες υπηρεσίες του και «οι εν Θεσσαλονίκη Βούλγαροι στρατιώται, μαθόντες την νίκην του Ελληνικού Στόλου, ενηγκαλίζοντο τους ναύτας μας εκ χαράς και τους κατεφίλουν»[2]. Μάλιστα, ο βασιλιάς του Μαυροβουνίου Νικόλαος παρασημοφόρησε τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη για την προσφορά του στον κοινό αγώνα.[3]
Ακόμη, αξίζει να γίνει μία σύντομη μνεία σε περιστατικά και σε ερευνητικά παράδοξα που δύναται να συναντήσει ο ιστορικός κατά την μελέτη των πηγών. Η απόφαση της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου, λόγου χάρη, να μην δεχτεί ξένους εθελοντές στην πολεμική αναμέτρηση, αλλά να αρκεστεί η χώρα στις δικές της δυνάμεις, δεν απέτρεψε τον φιλέλληνα Βρετανό Πάλμερ Νιούμπολδ από το να εγκαταλείψει υψηλή θέση την οποία κατείχε στην Αγγλία και να κατορθώσει μετά από επίμονη προσπάθεια να καταταχθεί «φέροντα την χακιένα στολή Έλληνος στρατιώτου, η οποία, παρ’ όλας τας ερεύνας εις την στρατιωτική αποθήκην, μόλις εκάλυπτε τα τρία τέταρτα των μελών του πελωρίου σώματός του»[4]. Επιπρόσθετα, γιατροί που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στα πεδία των μαχών, αξιοποίησαν την εμπειρία τους προκειμένου να συμβάλουν στην εξέλιξη της επιστήμης τους και να καλύψουν τα όποια βιβλιογραφικά κενά.[5] Τέλος, ο ποιητής Μερκούρης Στεφανίδης είδε την τουρκοβαλκανική σύγκρουση ως πηγή έμπνευσης και έγραψε την ιστορία της σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο.[6]
Εύλογα γίνεται αντιληπτό το ότι οι εκφάνσεις και οι οπτικές του πρώτου διαβαλκανικού πολέμου είναι πολυάριθμες. Όπως και οι αναγνώσεις του. Ευρύτερα, για τις ενδοβαλκανικές διαμάχες υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία και όχι άδικα, αφού αποτελούν τμήμα τόσο του Ανατολικού, όσο και του Μακεδονικού Ζητήματος, καθώς επίσης και ιδιαίτερο σταθμό της πορείας των χωρών της Χερσονήσου του Αίμου. Ειδικά για την Ελλάδα: υπήρξαν από τις σημαντικότερες στιγμές της νεότερης ιστορίας της, δεδομένου ότι επέφεραν τον διπλασιασμό των εδαφών της και την πλήρωση μεγάλου τμήματος των οραμάτων της.
Από την τουρκοβαλκανική διένεξη, στην παρούσα μελέτη γίνεται παρουσίαση του κατά θάλασσαν πολέμου, γιατί η κυριαρχία των ελληνικών πλοίων στο Αιγαίο θεωρείται από πολλούς μελετητές ως ένας από τους κυριότερους λόγους της τουρκικής ήττας.[7] Σκόπιμη κρίθηκε και η καταγραφή των αιτιών της διαμάχης, αλλά και των εξελίξεων που οδήγησαν στην λήξη της, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αρτιότητα της παρουσίασης. Η διάρθρωση, επομένως, της μελέτης έχει ως εξής: στο πρώτο μέρος καταγράφονται οι παράγοντες που συνέβαλαν στην έκρηξη του πρώτου βαλκανικού πολέμου∙ ακολουθεί η καταγραφή των δυνάμεων του ελληνικού στόλου, με μια σύντομη αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες τουρκικές∙ στο τρίτο μέρος καλύπτεται η δράση του ναυτικού καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και, έπειτα, οι εξελίξεις που οδήγησαν στην συνθήκη ειρήνης του Λονδίνου, τα συμπεράσματα και η βιβλιογραφία. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί το ότι κατά τη συγγραφή αξιοποιήθηκε τόσο η σχετική βιβλιογραφία, όσο και τα δημοσιεύματα του ελληνικού τύπου της εποχής και οι εκδόσεις προσώπων που ήταν μάρτυρες και, σε κάποιες περιπτώσεις, πρωταγωνιστές των γεγονότων.
- i. Τα Αίτια του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου.
Στο λυκαυγές του 20ού αιώνα, το ζήτημα διαμελισμού των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη. Το «Ανατολικό Ζήτημα», όρος που επισήμως καθιερώθηκε στο συνέδριο της Βερόνας (1822), ήταν στην τρίτη και τελευταία φάση του, η οποία χαρακτηρίζεται από την επιθυμία των εθνών της Χερσονήσου του Αίμου να καρπωθούν τα ευρωπαϊκά εδάφη της παρακμάζουσας τουρκικής Αυτοκρατορίας, που βαθμιαία υποχωρούσε στην Ασία.[8] Η προοπτική συμμαχίας των Βαλκανικών κρατών κατά της Τουρκίας δεν φάνταζε δυνατή εξ αιτίας των κοινών και αντικρουόμενων διεκδικήσεών τους, πρωτίστως στην περιοχή της Μακεδονίας. Όμως, το κίνημα των Νεότουρκων και η εθνικιστική πολιτική που ακολούθησε η τουρκική κυβέρνηση εις βάρος των θρησκευτικών της μειονοτήτων, κατέστησε κατανοητό στις ηγεσίες της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου ότι μόνο με την μεταξύ τους σύμπραξη θα ήταν κατορθωτή η απομάκρυνση των Τούρκων από την περιοχή.[9]
Αναλυτικότερα, παρά το γεγονός ότι οι Νεότουρκοι αρχικά ευαγγελίζονταν την καθιέρωση θρησκευτικής και πολιτικής ελευθερίας για όλους τους λαούς της Αυτοκρατορίας, με αντάλλαγμα τη διατήρηση της ακεραιότητάς της, στην πράξη εφάρμοσαν μια συγκεντρωτική διοίκηση και τροχοδρόμησαν την πολιτική του εκτουρκισμού, που δυσχέραινε την καθημερινότητα των χριστιανικών πληθυσμών. Τοιουτοτρόπως ενθάρρυναν τις ρωσοαυστριακές παρεμβάσεις στην Χερσόνησο του Αίμου και εντατικοποίησαν τις απελευθερωτικές κινητοποιήσεις των υποτελών εθνών. Άμεσα αποτελέσματα ήταν η προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστρία το 1908, η προσέγγιση Σερβίας και Βουλγαρίας με ρωσική πρωτοβουλία το 1909 και η Αλβανική Εξέγερση το 1910. Έμμεσο αποτέλεσμα, ήταν το γεγονός ότι η σερβοβουλγαρική προσπάθεια συνεργασίας αποτέλεσε ουσιαστικά τον προπομπό των Βαλκανικών Συμμαχιών του 1912. Με άλλα λόγια ο τουρκοβαλκανικός πόλεμος ήταν μια εξέλιξη ντόμινο: η αυστριακή κατάληψη εδαφών, που θεωρούνταν από τη Σερβία ως παραδοσιακά δικά της, ως αποκύημα της πολιτικής τουρκικής κρίσης, σήμανε τη λήξη της συνεργασίας Αυστρίας και Ρωσίας στα βαλκανικά ζητήματα. Έτσι, η Ρωσία προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντά της στην περιοχή ενθάρρυνε την σερβοβουλγαρική συνεννόηση, για να λειτουργήσει ως ισχυρό αντίπαλο δέος στον έλεγχο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.[10]
Ο Σέρβος ιστορικός Δημήτριος Τζώρτζεβιτς διακρίνει τις ενδοβαλκανικές διαπραγματεύσεις σε δύο περιόδους. Η πρώτη περιλαμβάνει την διετία 1909-1910, στην διάρκεια της οποίας βαθμιαία καλλιεργήθηκε η ιδέα της βαλκανικής συμμαχίας και η δεύτερη τα έτη 1911 και 1912, οπότε και διεξήχθησαν οι συναντήσεις που οδήγησαν στην υπογραφή των διαβαλκανικών συνθηκών. Κατά την πρώτη περίοδο, καταλυτικός υπήρξε ο ρωσικός παράγοντας, ο οποίος επιθυμούσε την ανάπτυξη συμμαχιών ανάμεσα στα Βαλκανικά κράτη, προκειμένου να λειτουργήσουν ως τροχοπέδη, εκτός φυσικά από τις αυστριακές, στις γερμανικές επεκτατικές βλέψεις. Στόχος της «Drang nach Osten (= πορεία προς ανατολάς)», όπως αποκαλείται ο γερμανικός επεκτατισμός, ήταν η διείσδυση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, για να εξευρεθούν νέες αγορές για τα βιομηχανικά κεφάλαια, με απώτερο σκοπό να εκτοπιστούν τα αγγλογαλλικά. Μάλιστα, είχαν ήδη αναπτυχθεί επαφές με τους Νεότουρκους. Όμως, η σύναψη συμφωνιών μεταξύ των βαλκάνιων εταίρων δεν ήταν μια απλή διαδικασία. Κύριο αίτιο ήταν οι αντιμαχόμενες βλέψεις τους στην περιοχή της Μακεδονίας, γι’ αυτό και δεν επετεύχθη η σύναψη συνθηκών πριν το 1912, οι οποίες ήταν αποκύημα των εξελίξεων και όχι της ύπαρξης συμφωνίας στην διανομή των μακεδονικών εδαφών. Το ζητούμενο αυτό παρέμενε μετέωρο και πρακτικά επιλύθηκε με τον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο.
Οι διεργασίες αυτές δεν άφησαν αδιάφορες τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις, που ανταγωνίζονταν στη διαμόρφωση ζωνών επιρροής σε μια ζωτικής οικονομικής σημασίας περιοχή. Τον Σεπτέμβριο του 1911 η Ιταλία φοβούμενη την αυξανόμενη επιρροή της Γερμανίας στην Τουρκία, επιτίθεται στην Λιβύη, που ήταν τουρκική κτήση. Σύντομα, ο πόλεμος μεταφέρεται στα Δωδεκάνησα, τα οποία οι Ιταλοί καταλαμβάνουν. Ο πόλεμος αυτός εξασθένησε την Τουρκία και, παράλληλα, έθεσε σε κίνδυνο διεκδικήσεις των βαλκάνιων ηγετών, λόγοι που επίσπευσαν την υπογραφή των μεταξύ τους συνθηκών. Στις 13 Μαρτίου 1912, η Σερβία και η Βουλγαρία προχώρησαν στην σύναψη συνθήκης συμμαχίας, η οποία προέβλεπε στρατιωτική συνεργασία σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία. Περίπου δύο βδομάδες αργότερα, η Ελλάδα και η Βουλγαρία κατέληξαν στην υπογραφή συνθήκης αμυντικής συμμαχίας, σύμφωνα με την οποία η μία χώρα θα βοηθούσε την άλλη εάν δεχόταν επίθεση από την Τουρκία και τον Οκτώβριο υπογράφτηκε συμφωνία μεταξύ Μαυροβουνίου και Σερβίας. Τέλος, με προφορικές συνεννοήσεις, είχε συμφωνηθεί και η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου, αλλά και Ελλάδας με Σερβία και Μαυροβούνιο.[11]
Ολοκληρώνοντας την ενότητα αυτήν, στα αίτια του πρώτου βαλκανικού πολέμου, θα πρέπει να προστεθούν και δύο επιπλέον, που αφορούσαν αποκλειστικά την Ελλάδα: το Κρητικό Ζήτημα και η ανάγκη αποκατάστασης του εθνικού γοήτρου μετά την ήττα του 1897.[12]
- ii. Ο ελληνικός στόλος κατά την έναρξη του πολέμου.
Όταν στις 25 Σεπτεμβρίου 1912 ο βασιλιάς του Μαυροβουνίου Νικόλαος κήρυξε πρώτος τον πόλεμο κατά της Τουρκίας (στις 5 Οκτωβρίου ακολούθησαν οι υπόλοιποι σύμμαχοι), η ανανέωση του ελληνικού στόλου, που είχε ξεκινήσει από τον Ιανουάριο του 1910, βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Αναμφισβήτητα, η αγορά του θωρηκτού «Γεώργιος Αβέρωφ», ήταν από τα σημαντικότερα αποκτήματα του ναυτικού. Το «Γεώργιος Αβέρωφ», λοιπόν, καθελκύστηκε το 1910 στο Λιβόρνο της Ιταλίας, είχε συνολικό εκτόπισμα 9.956 τόνων και σημαντική θωράκιση. Μπορούσε, ακόμη, να αναπτύξει ταχύτητα 23,4 μιλίων και κύριος οπλισμός του ήταν 4 ταχυβόλα των 234 χιλ., 8 ταχυβόλα των 190 χιλ. και 3 τορπιλοβλητικοί σωλήνες.
Στο δυναμικό του ελληνικού στόλου υπήρχαν τρία ακόμη θωρηκτά: τα «Ύδρα» και «Σπέτσες», που ναυπηγήθηκαν το 1889, και το «Ψαρά», που ναυπηγήθηκε το 1890. Το συνολικό εκτόπισμα και των τριών έφτανε τους 5.000 τόνους και η ταχύτητα που ανέπτυσσαν δεν ξεπερνούσε τα 17 μίλια. Έφεραν ισχυρό, αλλά πολύ βραδυβόλο πυροβολικό (4 κανόνια των 275 χιλ.), αδυναμία που οι υπεύθυνοι αντιμετώπισαν μερικώς αντικαθιστώντας την μαύρη πυρίτιδα με άκαπνη. Έτσι, τα παλαιά αυτά θωρηκτά απέκτησαν μια σχετική ταχυβολία (μία βολή κάθε δύο λεπτά περίπου).
Η Ελλάδα διέθετε ακόμη 14 αντιτορπιλικά, από τα οποία τα 6 είχαν αγοραστεί το 1912 και τα υπόλοιπα το 1906. Τα αντιτορπιλικά «Θύελλα», «Σφενδόνη», «Λόγχη», «Ναυκρατούσσα», «Ασπίς», «Νίκη», «Δόξα» και «Βέλος», που καθελκύστηκαν το 1906, είχαν συνολικό εκτόπισμα 750 τόνους. Από τα νεοαποκτηθέντα αντιτορπιλικά, τα «Νέα Γενεά» και «Κένταυρος» των 680 τόνων και ταχύτητας 32,5 μιλίων, ήταν γερμανικής κατασκευής, και εντάχθηκαν στον ελληνικό στόλο λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου. Ομοίως, και τα «Αετός», «Λέων», «Πάνθηρ» και «Ιέραξ», τα οποία ήταν αγγλικής κατασκευής αντιτορπιλικά ανοικτής θαλάσσης, που τότε ονομάστηκαν «ανιχνευτικά», γιατί δεν είχε γίνει έγκαιρα η προμήθεια των τορπιλών τους. Το συνολικό τους εκτόπισμα ήταν οι 1.000 τόνοι και μπορούσε έκαστο να αναπτύξει ταχύτητα 32 μιλίων.
Στον ελληνικό στόλο ανήκαν ακόμη και πλοία που κύριο έργο τους ήταν να συμπληρώνουν και να υποβοηθούν τις πολεμικές αποστολές των θωρηκτών. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκαν 18 κορβέτες. Από αυτές, οι «Αχελώος», «Αλφειός», «Ευρώτας» και «Πηνειός» αποκτήθηκαν το 1884 και είχαν συνολικό εκτόπισμα 410 τόνων∙ η «Σφακτηρία» των 1.000 τόνων αγοράστηκε το 1887∙ η «Κρήτη» των επίσης 1.000 τόνων αποκτήθηκε το 1897∙ είκοσι χρόνια πριν, είχε ναυπηγηθεί και το «Κανάρης» των 1.100 τόνων∙ οι «Άκτιον» και «Αμβρακία» καθελκύστηκαν το 1881 και είχαν συνολικό εκτόπισμα 484 τόνους∙ μεταξύ των ετών 1859-1860 είχαν αποκτηθεί οι «Σαλαμίνα», «Σύρος», «Μονεμβασία», «Αιγιάλεια» και η «Ναυπλία» των 380 τόνων∙ το 1878 αγοράστηκε η κορβέτα «Μιαούλης» των 2.000 τόνων και, τέλος, οι «Κίσσα», «Κύκλος» και «Αηδών» των 90 τόνων ναυπηγήθηκαν το 1881. Επιπρόσθετα, βοηθητικό ρόλο είχαν και 5 τορπιλοβόλα των 85 τόνων, που κατασκευάστηκαν το 1885, και 3 μικρά κανονιοφόρα των 50 τόνων, που καθελκύστηκαν το 1877. Όπως και τα μεγαλύτερα κανονιοφόρα «Μακεδονία», «Αθήναι», «Εσπερία», «Αρκαδία» και «Μυκάλη», αλλά και το ναρκαλιευτικό «Άρης».
Επιπλέον, το 1912 στο πλαίσιο της ανανέωσης του στόλου, το Υπουργείο Ναυτιλίας είχε προχωρήσει στην αγορά ενός υποβρυχίου από τη Γαλλία. Το «Δελφίν», λοιπόν, ήταν το μοναδικό υποβρύχιο του ελληνικού ναυτικού, 310 τόνων και ταχύτητας 13,5 μιλίων στην επιφάνεια και 460 τόνων σε κατάδυση.
Αντίθετα, η τουρκική πλευρά διέθετε δύο θωρηκτά συνολικού εκτοπίσματος 9.901 τόνους, γερμανικής κατασκευής, τα «Χαϊρεδίν Βαρβαρόσα» και «Τουργούτ Ρέις», τα οποία είχαν ναυπηγηθεί το 1891. Αν και είχαν βαρύτερη θωράκιση από το «Γεώργιος Αβέρωφ» (έως 400 χιλ.) και ισχυρότερο πυροβολικό (6 βραδυβόλα των 280 χιλ., 8 ταχυβόλα των 105 χιλ και 8 ταχυβόλα των 88 χιλ.), η ταχύτητά τους δεν ξεπερνούσε τα 17 μίλια.
Το τουρκικό ναυτικό κατείχε πέντε ακόμη θωρηκτά από τα οποία τα τέσσερα ήταν περιορισμένης μαχητικής αξίας: το «Μεσουδιέ» (1874) των 9.000 τόνων, ταχύτητας 18 μιλίων και οπλισμού 4 κανονιών των 235 χιλ. (ο οποίος προστέθηκε στην ανακαίνιση του 1902)∙ το «Ασάρι-ι-Τεφίκ» (1906) των 4.700 τόνων∙ το «Φετχί Μπουλέν», το «Μοκινί Ζαφέρ» και το «Αβνί Αλά» των 2.400-2.800 τόνων που καθελκύστηκαν το 1867 και αναπαλαιώθηκαν το 1906. Επιπρόσθετα, διέθετε τα καταδρομικά «Χαμιδιέ» (1905, 3.830 τόν.) και «Μετζιτιέ» (1903, 3.442 τόν.), 4 τορπιλοκανονιοφόρους (1890-1906, 450-840 τόν.), 8 αντιτορπιλικά (1906-1908, 300-620 τόν.), 10 τορπιλοβόλα (1904-1906, 97-165 τόν.) και μερικές κανονιοφόρους. Επιπλέον, οι Τούρκοι μπορούσαν να αξιοποιήσουν και τα 20 επάκτια πυροβολεία τους στην έξοδο των Δαρδανελλίων με πυροβόλα διαμετρήματος άνω των 200 χιλ. Γίνεται αντιληπτό, επομένως, το ότι ο τουρκικός στόλος υπερτερούσε τόσο σε αριθμό πλοίων, όσο και πυροβόλων.
Τέλος, η κατανομή των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων είχε ως εξής: τα πλοία «Χαϊρεδίν Βαρβαρόσα», «Τουργούτ Ρέις», «Μεσουδιέ», «Ασάρι-ι-Τεφίκ», «Χαμιδιέ» και «Μετζιτιέ» μαζί με τα 8 αντιτορπιλικά και μερικά τορπιλοβόλα συγκρότησαν τον «στόλο μάχης» με αρχηγό τον ναύαρχο Ραμίζ Πασά, τη στιγμή που το «Φετχί Μπουλέν» παρέμεινε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, το «Μοκινί Ζαφέρ» στη Σμύρνη και το «Αβνί Αλά» στην Βυρηττό. Από την άλλη, η ελληνική πλευρά σχημάτισε δύο «στόλους μάχης»: του Αιγαίου με αρχηγό τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη (που περιελάμβανε τα «Γεώργιος Αβέρωφ», «Ύδρα», «Σπέτσες», «Ψαρά», «Δελφίν», «Κεραυνός», «Νέα Γενεά», «Λέων», «Ιέραξ», «Πάνθηρ» και «Αετός», μαζί με 8 ελαφρά αντιτορπιλικά, πέντε παλαιά τορπιλοβόλα και αρκετά βοηθητικά) και την μοίρα του Ιονίου, η οποία καταρτίσθηκε από έξι κορβέτες και τρία μικρά κανονιοφόρα, με αρχηγό τον πλοίαρχο Ιωάννη Δαμιανό.[13]
iii.Κεφάλαιο 3ο: Ο κατά θάλασσαν πόλεμος.
Λίγους μήνες μετά την υπογραφή των ενδοβαλκανικών συνθηκών και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1912 ξεκίνησε η διαδικασία κατάρτισης του σχεδίου των ναυτικών επιχειρήσεων. Οι σύμμαχοι αναγνώριζαν τη σημασία του ελληνικού – και του μοναδικού αξιόμαχου βαλκανικού – στόλου, καθώς από τη δική του δράση θα εξαρτιόταν σε σημαντικό βαθμό και η επιτυχής έκβαση των χερσαίων τους προσπαθειών.[14] Από την κατανομή των δυνάμεων του ελληνικού στόλου, λοιπόν, καθίσταται εμφανές ότι η βαρύτητα δόθηκε στον «στόλο μάχης» του Αιγαίου, κύρια αποστολή του οποίου ήταν η αδιάκοπη επιτήρηση των Δαρδανελλίων, προκειμένου να παρεμποδίσουν τη θαλάσσια συγκοινωνία του εχθρού και κατ’ επέκταση να δυσχεραίνουν τον ανεφοδιασμό των τουρκικών στρατευμάτων και την μεταφορά τουρκικών δυνάμεων από την Ανατολή και τη Συρία. Στο ίδιο πλαίσιο, προβλεπόταν και η απελευθέρωση των διεκδικούμενων από την Ελλάδα νησιών. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, ο Παύλος Κουντουριώτης και ο αντιπλοίαρχος, κυβερνήτης του «Αβέρωφ» και αρχηγός του Ναυτικού Επιτελείου Σοφοκλής Δουσμάνης στις μεταξύ τους συνεννοήσεις κατέληξαν στο ότι η βάση του ελληνικού στόλου θα έπρεπε να είναι ο όρμος του Μούδρου στην Λήμνο, που απείχε μόλις 50 μίλια από τα Στενά, και όχι η ναυτική βάση των Ωραιών στην Εύβοια, που είχε επιλεγεί το 1897 και βρισκόταν 175 μίλια μακριά. Είναι κατατοπιστικό το ακόλουθο απόσπασμα από την σχετική τους συνομιλία:
«[Δουσμάνης] – Αυτήν τη φορά, δεν πρέπει να γίνουν πάλι τα αστεία του πολέμου του [18]97, αλλά πρέπει αληθινά να πολεμήσουμε και έτσι ή θα νικήσουμε ή δεν θα γυρίσουμε οπίσω. Αυτός μοι απήντησεν αμέσως:
[Κουντουριώτης] – Βέβαια και θα πολεμήσουμε στα αλήθεια! Δε θα παίξουμε!
– Τότε, Κύριε Αρχηγέ τω λέγω, πρέπει πρώτα-πρώτα να πάρουμε τη Λήμνο, διότι αν πάμε στο Μούδρο και κάμουμε εκεί το ορμητήριό μας, θα νικήσουμε ασφαλώς τους Τούρκους. Έτσι, και οι εχθροί θα καταλάβουν ότι δεν έχουμε σκοπό να παίξουμε και … οι δικοί μας το ίδιο …
– Ναι, βρε αδερφέ, μοι απαντά διακόπτων με, ο προ τινών μόλις μηνών υποδείξας τους Ωρεούς ως ναυτικήν βάσιν. Να! ένα τέτοιο πράμμα – και λέγων ταύτα έφερε την δεξιάν χείρα εις το ύψος της κεφαλής του, διαγράφων κύκλους περί αυτήν – είχα και εγώ στο νου μου, αλλά δεν ήξερα καλά-καλά τι! Η Λήμνος, η Λήμνος είναι το καλλίτερο μέρος. Μπράβο! ’στη Λήμνο θα πάμε!
– Τότε, Κύριε Αρχηγέ, τω λέγω, αφ’ ου είμαστε σύμφωνοι, μην ’πήτε σε κανένα τίποτα, διότι αλλοίμονο, αν γίνη γνωστό το πράγμα. Εγώ θα φροντίσω να ειδοποιήσω τον Υπουργό [Ναυτικών Νικόλαο Στράτο] και για να ξέρη τι κάμουμε και για να ετοιμασθή ο στρατός που μας χρειάζεται»[15].
Σχέδιο ναυτικών επιχειρήσεων είχε καταρτισθεί από τους αρμοδίους και για την μοίρα του Ιουνίου, η προσφορά της οποίας στον τουρκοβαλκανικό πόλεμο, δεν πρέπει να λησμονείται. Υπό την ευθύνη του αρχηγού της, πλοιάρχου Δαμιανού, ήταν ο αποκλεισμός για τα εχθρικά πλοία της ακτογραμμής Πρεβέζης – βορείου Ηπείρου (μέχρι των εκβολών του Βουθρωτού), για να αποτραπεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ενδεχόμενο ανεφοδιασμού των τουρκικών στρατευμάτων από τη συγκεκριμένη θαλάσσια οδό, αλλά και για να προστατευτούν οι δια θαλάσσης μεταφορές του ελληνικού στρατού από την περιοχή αυτή προς το μέτωπο της Ηπείρου, οι οποίες απειλούνταν άμεσα από τα τουρκικά πλοία «Αντάλεια» και «Τοκάτ», που ήταν αγκυροβολημένα στην Πρέβεζα. Στις αρχές Οκτωβρίου, λοιπόν, δύο μικρά ελληνικά κανονιοφόρα πλοία, με κυβερνήτες τους υποπλοιάρχους Ν. Ματικά και Κ. Μπούμπουλη, εισήλθαν απαρατήρητα στον Αμβρακικό Κόλπο και αραξοβόλησαν στην περιοχή της Αμφιλοχίας, απ’ όπου μπορούσαν να βοηθήσουν σημαντικά τον στρατό. Στις 21 Οκτωβρίου στην πολιορκία της Πρέβεζας η συμβολή των θαλάσσιων δυνάμεων υπήρξε καθοριστική. Συγκεκριμένα, ο ελληνικός στόλος όχι μόνο μετέφερε στρατιώτες και πολεμοφόδια, αλλά επιπρόσθετα κατόρθωσε να κυριεύσει το «Τοκάτ» και να εξαναγκάσει το «Αντάλεια» σε αυτοπυρπόληση και βύθιση[16]. Αργότερα, το «Αντάλεια» ανελκύστηκε, επισκευάστηκε, μετονομάστηκε «Νικόπολις» (σε ανάμνηση του γεγονότος ότι η πολιορκία ξεκίνησε από την αρχαία Νικόπολη) και εντάχθηκε στο δυναμικό του ελληνικού στόλου την 27η Ιανουαρίου 1913.
Μετά την διασφάλιση των οδών από τον Αμβρακικό Κόλπο ως την θαλάσσια περιοχή βορείως της Κέρκυρας, ο ιόνιος στόλος διεύρυνε τη γραμμή επιτήρησής του μέχρι τον Αυλώνα. Ταυτόχρονα, μετέφερε αέναα έμψυχο και πολεμικό υλικό στο μέτωπο της Ηπείρου, διεξήγαγε νηοψίες στην περιοχή ελέγχου του σε όλα τα διερχόμενα εμπορικά πλοία και μέχρι την λήξη του πολέμου κατέσχεσε σημαντική ποσότητα λαθραίου πολεμικού υλικού και απέτρεψε την μεταφορά εθελοντικών και φιλικά προσκείμενων προς την Τουρκία σωμάτων στα πεδία των μαχών.[17] Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι δεν αντιμετώπισε τις περιπέτειες του αιγαιοπελαγίτικου στόλου, η συνεισφορά του υπήρξε εξίσου σημαντική και αντάξια των απαιτήσεων της αποστολής που κλήθηκε να φέρει εις πέρας.
Η αντίστοιχη προσπάθεια του «στόλου μάχης» του Αιγαίου να περατώσει το έργο που κλήθηκε να αναλάβει ξεκίνησε στις 6 Οκτωβρίου 1912 με την έναρξη της πολιορκίας της Λήμνου, όπως προέβλεπε το σχετικό σχέδιο. Παράλληλα, ομάδα αντιτορπιλικών κινήθηκε προς τα Στενά, για να ελέγχει τις κινήσεις των εχθρικών πλοίων. Παρά τις άσχημες καιρικές συνθήκες, τις βλάβες σε παλαιά πλοία, την απουσία των «Κεραυνός», «Νέα Γενεά», «Λέων», «Ιέραξ», «Πάνθηρ» και «Αετός» (τα οποία εντάχθηκαν στο δυναμικό του ναυτικού το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου, γιατί τα δύο πρώτα βρίσκονταν «εν πλω» για την Ελλάδα την ημέρα κήρυξης του πολέμου, ενώ τα υπόλοιπα καθελκύστηκαν λίγες μέρες αργότερα) και το γεγονός ότι το «Αβέρωφ» δεν διέθετε όλα του τα πυρομαχικά (η κατασκευή τους ήταν υπό εξέλιξη σε βρετανικό ναυπηγείο), η κατάληψη του νησιού επετεύχθη το απόγευμα της 8ης Οκτωβρίου. Άμεσα, ξεκίνησαν οι εργασίες διαμόρφωσης του όρμου του Μούδρου σε ναυτική βάση, οι οποίες ολοκληρώθηκαν ένα μήνα αργότερα.[18]
Με ορμητήριο την Λήμνο, ο στόλος του Κουντουριώτη απελευθέρωσε με αναίμακτο τρόπο τις νήσους Ίμβρο, Θάσο, Άγιο Ευστράτιο, Σαμοθράκη και Ψαρά, κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου, και το Άγιο Όρος με την Ικαρία στις αρχές Νοεμβρίου. Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνικοί πληθυσμοί των περιοχών αυτών τους υποδέχτηκαν με πανηγυρισμούς και με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους, συνήθως με την προσφορά ρουχισμού, χρημάτων και τροφίμων για να καλυφθούν οι ανάγκες των ναυτικών,[19] οι οποίοι υπηρετούσαν την πατρίδα τους υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Όπως μαρτυρεί ο τότε ναυτικός δόκιμος με τον βαθμό του αρχικελευστή Αλεξανδρής: «Η ζωή επί των αντιτορπιλλικών εν πολέμω είναι πάντοτε σκληρά και επικίνδυνος. Ιδιαιτέρως όμως σκληραί ήσαν αι συνθήκαι της επί των αντιτορπιλλικών ζωής κατά τους χειμερινούς μήνας του 1912-13.
[…] Έκαστη περιπολία διήρκει κατά κανόνα 48 ώρας, κατά το διάστημα των οποίων το πλοίο έπρεπε να τηρήται εις κατάστασιν «προκεχωρημένης ετοιμότητος» προς μάχην. Επειδή δε την εποχήν εκείνην δεν είχεν ακόμη εφευρεθή το radar, τα μάτια με τα κυάλια απετέλουν την μόνην εγγύησιν κατά ενδεχομένης διαφυγής εχθρικού πλοίου μέσα εις το σκότος. Δεν ενθυμούμαι καμμίαν από τας περιπολίας, αυτάς που να διεξήχθη με θάλασσαν γαληνιαίαν, ή έστω και απλώς υποφερτήν. Ο κανών ήτο: θάλασσα τρικυμιώδης, ουρανός γεμάτος απειλητικά νέφη, όχι δε σπανίως αχλύς ή ομίχλη.
Αλλά και όταν επεστρέφαμεν κατάκοποι εις το ορμητήριον μετά το πέρας της περιπολίας, μήπως ήτο δυνατόν να αναπαυθή κανείς; επηκολούθει αμέσως το μαρτύριον της ανθρακεύσεως προς συμπλήρωσιν των κενωθεισών κατά την περιπολίαν ανθρακαποθηκών του πλοίου»[20].
Η κατάληψη της Τενέδου, στις 24 Οκτωβρίου 1912, βελτίωσε σημαντικά την καθημερινότητα των ναυτών, όπως καταγράφει και ο Αλεξανδρής, διότι από τις αρχές Νοεμβρίου αξιοποιήθηκε ως ορμητήριο, λόγω της εγγύτητάς της στην είσοδο των Στενών. Έτσι, στο λιμάνι της αγκυροβόλησαν τα «ανιχνευτικά» «Αετός», «Λέων», «Πάνθηρ» και «Ιέραξ», καθώς επίσης και το υποβρύχιο «Δελφίν». Επιπρόσθετα, η απελευθέρωση της νήσου ανέβασε το ηθικό των πληρωμάτων και ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης κατενθουσιασμένος, αμέσως μετά την άνευ όρων παράδοσή της, απέστειλε στον Τούρκο υπουργό των Ναυτικών τηλεγράφημα στο οποίο του γνωστοποιούσε το γεγονός της κατάληψης και τον προκαλούσε σε ναυμαχία. Μάλιστα, προσέθετε με καυστικό ύφος ότι εάν ο τουρκικός στόλος δεν είχε τα απαραίτητα καύσιμα για να βγει από τα Δαρδανέλλια, ήταν πρόθυμος να του τα παρέχει.[21]
Εν τω μεταξύ, την νύχτα της 18ης Οκτωβρίου 1912, το ελληνικό τορπιλοβόλο 11 με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση εισήλθε απαρατήρητο στο καλά φυλασσόμενο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και κατόρθωσε να τορπιλίσει και να καταβυθίσει το τουρκικό θωρηκτό «Φετχί Μπουλέν». Μπορεί η πράξη του αυτή να μην άλλαξε την ισορροπία δυνάμεων, εντούτοις έτυχε θερμής αποδοχής.[22] Ο Άγγελος Τανάγρας, για παράδειγμα, καταγράφει σε σχετικό έργο του ότι η διασπορά αυτής της είδησης στην Αθήνα προκάλεσε ακράτητο ενθουσιασμό, συγκίνηση και πανηγυρισμούς.[23] Τα νέα έγιναν δεκτά με ικανοποίηση και στην Σάμο, που ανέμενε και τη δική της απελευθέρωση,[24] και στην Κρήτη, που ήλπιζε σε επίλυση του δικού της ζητήματος. Η χανιώτικη εφημερίδα Κήρυξ, λοιπόν, σχολίασε σκωπτικά το όνομα του θωρηκτού, που στα ελληνικά μεταφράζεται ως «Καλή Νίκη», και έκρινε ότι από την καταβύθισή του θα επωφελούνταν σημαντικά οι χερσαίες ελληνικές ομάδες κατά την προέλασή τους στη Θεσσαλονίκη.[25]
Κατά την διάρκεια του Νοεμβρίου σημειώθηκαν και άλλες ελληνικές ναυτικές επιτυχίες. Ο αιγαιοπελαγίτικος στόλος κατόρθωσε να απελευθερώσει την Λέσβο, μετά από πενταήμερη πολιορκία εξ αιτίας των ισχυρών τουρκικών δυνάμεων που έδρευαν στο νησί, τις Οινούσσες και την Ικαρία. Παράλληλα, τέθηκε σε εφαρμογή η προσπάθεια κατάληψης της νήσου Χίου, η οποία έληξε μετά από σκληρό αγώνα και ελληνική νίκη στις 20 Δεκεμβρίου.[26] Τέλος, στις 12 Νοεμβρίου 1912, ο υποπλοίαρχος Π. Αργυρόπουλος, κυβερνήτης του τορπιλοβόλου υπ’ αριθμού 14, ανατίναξε την τουρκική κανονιοφόρο «Τραμπζόν» στο λιμάνι του Αϊβαλίου.[27] Επιτυχίες που ο ελληνικός τύπος κάλυψε με διθυραμβικά δημοσιεύματα.[28]
Ουσιαστικά, λοιπόν, μέχρι και τις αρχές Δεκεμβρίου, ο τουρκικός στόλος δεν είχε εξέλθει από τα Δαρδανέλια, γιατί ήταν επιφορτισμένος με τις επιχειρήσεις στην Ανατολική Θράκη, καθώς οι Βούλγαροι μετά από επιτυχή προέλαση στην Ανατολική Μακεδονία, είχαν φτάσει στην Τσαλτάτζα, μια ανάσα δηλαδή από την Κωνσταντινούπολη. Η μερική ανακωχή της 20ής Νοεμβρίου 1912 (από την οποία απείχε η Ελλάδα), έδωσε τη δυνατότητα στον ναύαρχο Ραμίζ Πασά να συγκεντρώσει τον στόλο του στον ναύσταθμο του Ναγαρά, ο οποίος έδρευε κοντά στην έξοδο για το Αιγαίο, και να συντάξει το σχέδιο των επόμενων ναυτικών επιχειρήσεων. Όμως, η αποδυνάμωση της Τουρκίας από τις συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις και η ανικανότητά της να ανακάμψει, είχε καταποντίσει το ηθικό του στόλου. Με φυσική απόρροια, ο Ραμίζ Πασά να προχωρήσει στην εκπόνηση ενός μη ριψοκίνδυνου σχεδίου. Σύμφωνα με αυτό, τα τουρκικά θωρηκτά και αντιτορπιλικά θα άφηναν την ασφάλεια του Ναγαρά, για την ασφάλεια των επάκτιων πυροβολείων Κουμ-Καλέ και Σεντούλ Μπαχρ. Με άλλα λόγια, ήλπιζαν ότι η παρουσία τους στην ακτή του Ελλησπόντου, θα παρέσερνε τις ελληνικές δυνάμεις πλησίον των είκοσι επάκτιων πυροβολείων τους. Αντίθετα, οι οδηγίες του Παύλου Κουντουριώτη διέθεταν επιθετικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, ο στόχος ήταν να φθάσει πρώτος ο ελληνικός θωρηκτός στόλος χωρισμένος σε δύο μοίρες – το «Γεώργιος Αβέρωφ», από την μια, και τα «Σπέτσες», «Ψαρά», «Ύδρα» από την άλλη – μπροστά από την ναυαρχίδα του αντιπάλου, σχηματίζοντας το λεγόμενο ″Τ″. Έπειτα, η ελληνική ναυαρχίδα, το «Γεώργιος Αβέρωφ», θα αποχωριζόταν τον σχηματισμό και εκμεταλλευόμενη την ταχύτητά της, θα έπλεε ημικυκλικά μπροστά από το πλοίο, στο οποίο θα επέβαινε ο Τούρκος αρχηγός, με σκοπό να το υπερφαλαγγίσει και να το θέσει μεταξύ δύο πυρών.[29]
Έχοντας, λοιπόν, ολοκληρώσει αμφότεροι τα πολεμικά σχέδιά τους, ήταν πλέον ζήτημα χρόνου η πρακτική εφαρμογή τους. Το σαββατιάτικο πρωινό της 1ης Δεκεμβρίου 1912 τουρκικό αντιτορπιλικό εξήλθε των Στενών, το οποίο υπαναχώρησε όταν τα ελληνικά πλοία που περιπολούσαν την περιοχή άνοιξαν πυρ. Αμέσως, στα πληρώματα του αιγαιοπελαγίτικου στόλου σήμανε συναγερμός και ο αρχηγός του διέταξε τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στην Τένεδο, μαζί με το «Δελφίν», να επιτηρούν αδιάλειπτα την περιοχή και, ταυτόχρονα, αναχώρησε από την Λήμνο μαζί με τα θωρηκτά και τα «ανιχνευτικά». Το μεσημέρι της ίδιας μέρας εμφανίστηκαν δύο ακόμα τουρκικά πλοία και σημειώθηκε μια μικρή σε έκταση και διάρκεια συμπλοκή, που έληξε με την επιστροφή τους στην ασφάλεια των Δαρδανελλίων. Ο ελληνικός στόλος τέθηκε σε επιφυλακή. Με συνεχείς περιπολίες κάλυπτε τον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Ίμβρου και Σαμοθράκης. Τελικά, στις οκτώ το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου 1912 σημειώθηκε η τρίτη και καθοριστική έξοδος των εχθρικών πλοίων, που οδήγησε στην πρώτη μεγάλη ναυμαχία του πολέμου: στην ναυμαχία της Έλλης.
Αναλυτικότερα, η ναυαρχίδα «Χαϊρεδίν Βαρβαρόσα», μαζί με τα «Τουργούτ Ρέις», «Μεσουδιέ» και «Ασάρι-ι-Τεφίκ» κατευθύνθηκαν βόρεια, παραπλέοντας την ακτή της χερσονήσου της Καλλιπόλεως, με τρία αντιτορπιλικά να προπορεύονται αυτών, και το «Μετζιτιέ», μαζί με πέντε αντιτορπιλικά, παρέμενε κοντά στο επάκτιο πυροβολείο της ασιατικής ακτής (του Κουμ-Καλέ). Ο ελληνικός στόλος ακολούθησε συγκλίνουσα με την εχθρική πορεία, με την ναυαρχίδα να προηγείται, τα θωρηκτά να έπονται και τα αντιτορπιλικά με τα «ανιχνευτικά» να πλέουν σε απόσταση περίπου μισού μιλίου αριστερά των θωρηκτών. Με απότοκο, η εγγύτητα μεταξύ των δύο αντίπαλων στόλων να αυξάνεται και να καταγράφεται στα 17.000 μέτρα, μία μόλις ώρα μετά την είσοδο στο Αιγαίο του πρώτου τουρκικού πλοίου, και στα 12.000 μέτρα στις εννέα η ώρα και είκοσι δύο πρώτα λεπτά. Από τη θέση αυτή ο τουρκικός στόλος άρχισε να βάλει ενάντια του ελληνικού, ο οποίος απάντησε λίγα λεπτά αργότερα και με την μεταξύ τους απόσταση να έχει μειωθεί στα 11.000 μέτρα περίπου. Ουσιαστικά, εκείνη τη στιγμή της ναυμαχίας, το «Γεώργιος Αβέρωφ» έριξε τα πρώτα πραγματικά πυρά του.
Μετά από συνεχή δεκάλεπτη ανταλλαγή πυρών, ο Έλληνας ναύαρχος προχώρησε στην έπαρση του διεθνούς σήματος ″Ζ″, καθιστώντας τοιουτοτρόπως την κίνησή του ανεξάρτητη και εφαρμόζοντας το σχέδιο που προέβλεπε την υπερφαλάγγιση του «Χαϊρεδίν Βαρβαρόσα», προκειμένου να τεθεί εντός δύο πυρών. Στις 09:55 η απόσταση της ελληνικής από την εχθρική αρχηγίδα είχε μειωθεί στα 4.600 μ. και το «Γεώργιος Αβέρωφ» στρέφεται σε ευθεία πορεία ενάντια στην αντίπαλη ναυαρχίδα. Ο Ραμίζ Πασά, αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις του Κουντουριώτη, διατάζει τον στόλο του σε άτακτη υποχώρηση. Αν και το ελληνικό θωρηκτό καταδίωξε τα τουρκικά, μειώνοντας την μεταξύ τους απόσταση στα 2.850 μ., αναγκάστηκε να εκτρέψει της πορείας του γιατί είχε εισέλθει στο πεδίο βολής των επάκτιων πυροβολείων του ακρωτηρίου της Έλλης στην ευρωπαϊκή ακτή. Επιθετική πορεία διέγραψαν και τα παλαιά ελληνικά θωρηκτά, συνεπικουρούμενα από τα βοηθητικά πλοία, όμως άλλαξαν και αυτά γραμμή πλεύσης, όταν πλησίασαν τα όρια του πεδίου βολής των τουρκικών πυροβολείων. Στις δέκα και εικοσιπέντε πρώτα λεπτά σημειώθηκε η εκατέρωθεν παύση πυρός και η λήξη της ναυμαχίας με την αδιαμφισβήτητη επικράτηση του αιγαιοπελαγίτικου «στόλου μάχης», ο οποίος υπέστη περιορισμένης έκτασης ζημιές. Το γεγονός ότι και οι τουρκικές ναυτικές δυνάμεις δεν υπέστησαν σημαντικές απώλειες, δεν ικανοποίησε απόλυτα τον Κουντουριώτη, ο οποίος τότε διέβλεψε ότι οι Τούρκοι θα επιχειρούσαν εκ νέου να εξέλθουν. Έτσι, ο ελληνικός στόλος παρέμενε σε κατάσταση ετοιμότητας. Τέλος, η διασπορά της είδησης της ελληνικής νίκης προκάλεσε κύματα ενθουσιασμού και δεκάδες συγχαρητήρια τηλεγραφήματα αποστάλθηκαν στους πρωταγωνιστές της ναυμαχίας.[30]
Από αυτά, επιλεκτικά παραθέτουμε το τηλεγράφημα του βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικολάου προς τον Παύλο Κουντουριώτη, το οποίο αναδεικνύει και την διαβαλκανική σημασία της ελληνικής επιτυχίας: «Ο γενναίος στρατός του λίαν αγαπητού Μου Αδελφού και Συμμάχου Βασιλέως Γεωργίου εκαλύφθη από δόξαν. Ο ένδοξός Του Στόλος, επέσυρε τον θαυμασμόν του κόσμου δια των εναντίον του κοινού εχθρού επιτυχιών του. Επιθυμώ να σας εκφράσω, τόσον εξ ονόματός Μου, όσον και εξ εκείνου των Μαυροβουνίων, ομοθρήσκων σας, Συμμάχων και εν όπλοις Αδελφών, την ζωηράν και υψηλήν εκτίμησίν Μου και συμπάθειαν, παρακαλώ δε συνάμα υμάς να εκφράσητε τα ζωηρά Μου συγχαρητήρια εις τους γενναίους αξιωματικούς και ναύτας του Βασιλικού στόλου και να δεχθήτε δι’ υμάς το Στρατιωτικόν Μου Μετάλλιον δια την αδρείαν».[31]
Εντούτοις, δεν απουσίασαν και οι νουθεσίες από την πλευρά του υπουργείου Ναυτικών και του βασιλιά προς τον αρχηγό του στόλου, όταν έγιναν γνωστές οι λεπτομέρειες της ναυμαχίας, για τήρηση μιας πιο ψύχραιμης στάσης, καθότι θεώρησαν ότι το «Γεώργιος Αβέρωφ» τέθηκε σε αδικαιολόγητο κίνδυνο.[32] Αν και πολλοί μελετητές παραδέχονται ότι οι ενστάσεις αυτές ήταν βάσιμες, η επιτυχής έκβαση της ναυμαχίας δικαιώνει την στρατηγική που χάραξε ο Κουντουριώτης. Χαρακτηριστικό πάνω σε αυτό είναι και το γεγονός ότι όταν ο Τούρκος Ναύαρχος, Ραμίζ Πασά, παραπέμφθηκε στο ναυτοδικείο ως φυγάς μετά την ναυμαχία, στην απολογία του υποστήριξε ότι εάν δεν έδινε εντολή αποχώρησης, η τουρκική ναυαρχίδα θα βρισκόταν στο μέσο εχθρικών πυρών.[33]
Όμως, ο πόλεμος δεν είχε ακόμη τελειώσει. Στις 9 Δεκεμβρίου 1912 το «Μετζιτιέ», το «Τουργούτ Ρέις» και τρία αντιτορπιλικά εμφανίστηκαν στην έξοδο των Δαρδανελίων. Τα «Μετζιτιέ» και «Τουργούτ Ρέις», δεν απομακρύνθηκαν από την ασφάλεια των επάκτιων πυροβολείων, ενώ τα αντιτορπιλικά κατευθύνθηκαν προς την Τένεδο και άνοιξαν πυρ κατά αυτής, επίθεση που συνιστούσε παραβίαση των διεθνών όρων του πολέμου, καθότι η πόλη της Τενέδου ήταν ανοχύρωτη.[34] Τα ελληνικά πλοία που περιπολούσαν την περιοχή έσπευσαν να τα αντιμετωπίσουν. Μάλιστα, το υποβρύχιο «Δελφίν» επεχείρησε να τορπιλίσει το «Μετζιτιέ». Αν και η βολή δεν βρήκε τον στόχο της, το «Δελφίν» έγινε το πρώτο υποβρύχιο στην παγκόσμια ναυτική ιστορία που εκτόξευσε τορπίλη κατά εχθρικού πολεμικού πλοίου. Τελικά, το επεισόδιο έληξε με την εμφάνιση του «Γεώργιος Αβέρωφ» και την επιστροφή του τουρκικού στόλου στον ναύσταθμο του Ναγαρά.[35]
Στις 22 Δεκεμβρίου το σύνολο των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων επανεμφανίστηκε στο στόμιο των Δαρδανελλίων. Τα «Μετζιτιέ» και «Χαμιδιέ» αντάλλαξαν βολές με τα ελληνικά ανιχνευτικά και αντιτορπιλικά που έπλεαν στην περιοχή. Όλα έδειχναν ότι θα επακολουθήσει νέα ναυμαχία και εκ της ελληνικής ναυαρχίδας δόθηκε σήμα ναυμαχίας στον στόλο. Μόλις ο εχθρικός στόλος αντιλήφθηκε την παρουσία του «Σαϊτάν Καραβιού», όπως αποκαλούσαν οι Τούρκοι το «Γεώργιος Αβέρωφ», έπλευσε όπισθεν του ακρωτηρίου Κιλίντ-Μπαχρ και εισέπλευσε στα Στενά. Τέλος, το πρωί της 29ης Δεκεμβρίου 1912 εξήλθαν τρία θωρηκτά και δύο καταδρομικά μαζί με μερικά ελαφριά σκάφη, τα οποία παρέπλευσαν στην ευρωπαϊκή ακτή με πορεία προς τον κόλπο Ξηρού. Όμως, και στην περίπτωση αυτή επανήλθαν στον Ναγαρά, με την εμφάνιση των ελληνικών θωρηκτών, χωρίς να προηγηθεί ανταλλαγή πυρών.[36]
Τα τρία αυτά τελευταία ναυτικά επεισόδια του 1912 εξυπηρετούσαν συγκεκριμένους στόχους του τουρκικού Ναυτικού Επιτελείου. Από την μία, του δόθηκε η δυνατότητα να εκτιμήσει την κατάσταση του ελληνικού στόλου, μετά την ναυμαχία της Έλλης, και από την άλλη κατόρθωσε να παραπλανήσει την ελληνική κυβέρνηση αναφορικά με τα επόμενα σχέδια μάχης του, σκοπός των οποίων ήταν η απομάκρυνση του θωρηκτού «Γεώργιος Αβέρωφ» από την περιοχή. Έτσι, όταν την νύχτα της 1ης προς την 2α Ιανουαρίου 1913, το «Χαμιδιέ» εκμεταλλευόμενο το σκοτάδι της νύχτας και τον άστατο καιρό εξήλθε των Στενών δίχως να γίνει αντιληπτό από τα ελληνικά πλοία που περιπολούσαν τον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Ίμβρου και Σαμοθράκης και κατευθύνθηκε προς την Σύρο, όπου βομβάρδισε το «Μακεδονία», η ελληνική κυβέρνηση, υπό το βάρος του αρνητικού αντίκτυπου του γεγονότος στην κοινή γνώμη,[37] διέταξε τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη να το καταδιώξει. Όμως, ο ναύαρχος είχε αντιληφθεί το τουρκικό τέχνασμα και αντ’ αυτού διέταξε την αύξηση των περιπολιών στα Δαρδανέλλια και απέστειλε τέσσερα αντιτορπιλικά μεταξύ των νήσων Λέσβου και Χίου, προκειμένου να αποτρέψουν το ενδεχόμενο το «Χαμιδιέ» να αγκυροβολήσει στο λιμάνι της Σμύρνης.
Εν τω μεταξύ, η επίθεση του «Χαμιδιέ» στην ανοχύρωτη Σύρο είχε προκαλέσει αλγεινή εντύπωση στον ξένο τύπο. Οι εφημερίδες της Βιέννης, για παράδειγμα, έκριναν ότι επρόκειτο για μια πράξη στην οποία κανείς δε θα μπορούσε να εντοπίσει τα παραμικρά ψήγματα ηρωισμού και η οποία δεν είχε κανένα πρακτικό όφελος για τον τουρκικό στόλο.[38] Ευρύτερα, τόσο τα χερσαία, όσο και τα ναυτικά γεγονότα του τουρκοβαλκανικού πολέμου είχαν κεντρίσει την προσοχή ξένων παρατηρητών. Αξίζει να παραθέσουμε την άποψη του βαρόνου de Constant, η οποία προβληματίζει τον αναγνώστη ακόμη και σήμερα, καθώς στην ανάλυσή του εμπεριέχονται και στοιχεία διαχρονικού χαρακτήρα: «ο πρώτος [Βαλκανικός] ήταν πόλεμος αμυντικός και πόλεμος ανεξαρτησίας […] ο δεύτερος ήταν πόλεμος αρπακτικός, από τον οποίο «νικητές και ηττημένοι βγήκαν χαμένοι, υλικά και ηθικά» […] «Ποιο είναι το καθήκον του πολιτισμένου κόσμου απέναντι στα Βαλκάνια;… Πρώτον, είναι φανερό ότι θα πρέπει να πάψει να εκμεταλλεύεται τα έθνη αυτά προς ίδιον όφελος. Πρέπει να τα ενθαρρύνει να συνάψουν συνθήκες ειρήνης και να τις τηρήσουν. Κυρίως όμως πρέπει να δώσει το καλό παράδειγμα, αναζητώντας δίκαιη λύση για όλες τις διεθνείς διαφορές» […] Οι πραγματικοί ένοχοι αυτού του μακροσκελούς καταλόγου εκτελέσεων […] ωμοτήτων […] δεν είναι, επαναλαμβάνουμε, οι βαλκανικοί λαοί. Η θλίψη δεν πρέπει να εκφραστεί ως αγανάκτηση. Ας μη βιαστούμε να καταδικάσουμε τα θύματα… Οι πραγματικοί ένοχοι είναι εκείνοι που, από συμφέρον ή διάθεση, με λόγια ή έργα, καθιστούν τον πόλεμο αναπόφευκτο, δηλώνοντας αδύναμοι να τον εμποδίσουν».[39]
Επιστρέφοντας στην ροή των γεγονότων, και συγκεκριμένα στις 5 Ιανουαρίου 1913, οπότε και πραγματοποιείται η έξοδος του τουρκικού στόλου από τα Δαρδανέλια, βλέπουμε την εκτίμηση του Κουντουριώτη να επιβεβαιώνεται. Ήδη το προηγούμενο βράδυ είχε προηγηθεί και ο ανιχνευτικός διάπλους του «Μετζιτιέ» και ενός αντιτορπιλικού. Ο νέος ναύαρχος, Αλμπέη Ραμίζ, οδήγησε τον στόλο του δυτικά προς την Λήμνο, έχοντας την πεποίθηση ότι το «Χαμιδιέ» είχε επιτύχει την αποστολή του, απομακρύνοντας τα ελληνικά θωρηκτά από την περιοχή. Σαράντα πέντε λεπτά μετά την είσοδό του στο Αιγαίο, στις εννέα και δέκα πρώτα λεπτά, το «Μετζιτιέ», που προπορευόταν, καταδίωξε δύο ελληνικά πλοία που περιπολούσαν στα Στενά. Κατά την καταδίωξη και συγκεκριμένα βορειοανατολικά του ακρωτηρίου Ειρήνης της Λήμνου, αντίκρισε τον ελληνικό στόλο, ο οποίος ήταν διαιρεμένος σε τρείς φάλαγγες, με την μεσαία να την αποτελούσαν τα «Γεώργιος Αβέρωφ», «Σπέτσες», «Ύδρα» και «Ψαρά», την αριστερή τα «Σφενδόνη», «Ναυκρατούσα» και «Νίκη» και την δεξιά τα «Αετός» και «Ιέραξ». Μόλις ο Αλμπέη Ραμίζ ενημερώθηκε για την παρουσία των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων, επεχείρησε να τις υπερφαλαγγίσει δίνοντας εντολή στα τουρκικά θωρηκτά να αλλάξουν γραμμή πλεύσης, προς νότο. Όμως, τον πρόφτασε ο Έλληνας ναύαρχος στρέφοντας τα πλοία του δεξιότερα.
Στις έντεκα και τριάντα τέσσερα πρώτα λεπτά, ο τουρκικός στόλος άρχισε πρώτος να βάλει έναντι του ελληνικού. Άμεση και αποτελεσματική ήταν η απάντηση των ελληνικών θωρηκτών, με προεξάρχον το «Γεώργιος Αβέρωφ», που γρήγορα έθεσαν εκτός μάχης τα εχθρικά, τα οποία αναζήτησαν τη σωτηρία, επιλέγοντας εκ νέου την σταδιακή υποχώρηση προς την ασφάλεια της θαλάσσιας οδού πλησίον των επάκτιων πυροβολείων τους. Είκοσι λεπτά μετά την έναρξη της ναυμαχίας, εκρηκτικό βλήμα των 270 χιλ. από το «Ύδρα» ή το «Ψαρά», προκάλεσε μεγάλη πυρκαγιά στο κεντρικό πυροβολείο του «Μεσουδιέ», το ασχημότερο πλοίο σύμφωνα με τον Δουσμάνη[40], και μέσα στην επόμενη ώρα το «Γεώργιος Αβέρωφ» κατόρθωσε να επιφέρει σοβαρές ζημιές και απώλειες στα «Χαϊρεδίν Βαρβαρόσα» και «Τουργούτ Ρέις». Δεκαοκτώ λεπτά πριν τις τρεις το μεσημέρι σημειώθηκε η εκατέρωθεν παύση πυρός και η λήξη της ναυμαχίας της Λήμνου.[41]
Αυτή ήταν και η τελευταία θαλάσσια συμπλοκή καθ’ όλο το υπόλοιπο του πρώτου βαλκανικού πολέμου. Ο Τούρκος υπουργός των Στρατιωτικών, αμέσως μετά την ναυμαχία, απέκλεισε το ενδεχόμενο ανακατάληψης των νησιών του Αιγαίου ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης. Ταυτόχρονα, οι διαπραγματεύσεις σύναψης της συνθήκης ειρήνης βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη. Έτσι, ο ελληνικός στόλος ήταν επιφορτισμένος με τη διασφάλιση των κεκτημένων και την παρακολούθηση των κινήσεων του εχθρού. Στο ημερολόγιο του ναυάρχου Δουσμάνη καταγράφονται πληροφορίες για το «Χαμιδιέ», το οποίο, αρχικά, μέσω της διώρυγας του Σουέζ πέρασε στην Ερυθρά Θάλασσα, στη συνέχεια, όμως, περιπλανήθηκε στη Μεσόγειο, διατηρώντας τις ελληνικές δυνάμεις σε επιφυλακή και εγρήγορση.[42] Επιπρόσθετα, κατά την περίοδο αυτή σημειώθηκε η απελευθέρωση της Σάμου, όπως και η πρώτη στην ελληνική ναυτική ιστορία, η δεύτερη σε διεθνές επίπεδο, περίπτωση πτήσης ναυτικής συνεργασίας (είχε προηγηθεί ο λοχαγός Garotti που κατεύθυνε τα πυρά του Sardegna στην εκστρατεία της Λιβύης το 1911).
Στις 24 Ιανουαρίου 1913, λοιπόν, ο υπολοχαγός Μ. Μουτούσης με τον σημαιοφόρο Αρ. Μωραϊτάνη πραγματοποίησαν με το υδροπλάνο «Ναυτίλος» αναγνωριστική πτήση πάνω από τα ναυπηγεία του Ναγαρά. Οι επιβαίνοντες του υδροπλάνου όχι μόνο κατάρτισαν σχεδιάγραμμα των θέσεων του τουρκικού στόλου, αλλά επιπλέον έβαλαν και τέσσερις φορές εναντίον του. Μπορεί να αποτελέσματα του βομβαρδισμού να ήταν αμελητέα, εντούτοις είναι η πρώτη φορά που αεροπλάνο επιτέθηκε εναντίον πλοίου στον κόσμο και επιπλέον, η αποστολή αυτή προκάλεσε κύματα ενθουσιασμού στην ελληνική κοινή γνώμη, σειρά επαινετικών δημοσιευμάτων στον εγχώριο και ξένο τύπο και, τέλος, τόνωσε περισσότερο την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων.[43]
- iv. Η λήξη του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου.
Η Τουρκία έχοντας αποτύχει να επικρατήσει τόσο στη θάλασσα, όσο και στα χερσαία μέτωπα προχώρησε στην υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Λονδίνου (17⁄30 Μαΐου 1913) με την Ελλάδα, το Μαυροβούνιο, την Βουλγαρία και την Σερβία. Σύμφωνα με αυτήν, παραχωρούσε στους βαλκάνιους συμμάχους όλα τα εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου-Μήδειας και παραιτούνταν των κυριαρχικών δικαιωμάτων της στην Κρήτη. Επιπλέον, το ζήτημα των αιγαιοπελαγίτικων νησιών, του Αγίου Όρους και του καθορισμού των συνόρων της Αλβανίας τέθηκε υπό την ευθύνη των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Τέλος, τα Δωδεκάνησα εξαιρέθηκαν της συνθήκης, γιατί οι Ιταλοί υποστήριξαν ότι το πρόβλημα τους συνδεόταν με τον ιταλοτουρκικό πόλεμο. Συνεπώς παρέμειναν υπό την κατοχή της.
Οι όροι, λοιπόν, της συνθήκης ήταν ασαφείς και ουσιαστικά εξυπηρετούσαν τις βλέψεις των Δυτικών Δυνάμεων στην περιοχή, καθώς με τη διαιώνιση της πολιτικής αστάθειας στα Βαλκάνια, καθιστούσαν την παρουσία τους απαραίτητη. Συνεπώς, η μη διευθέτηση των συνόρων, σε συνδυασμό με τις παραλείψεις, οδήγησε αναπόδραστα στην έκρηξη του δεύτερου ενδοβαλκανικού πολέμου τον Ιούνιο του 1913.[44]
Συμπεράσματα.
Στη διάρκεια του πρώτου Βαλκανικού πολέμου η συνδρομή του ελληνικού στόλου υπήρξε καθοριστική. Παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις του υστερούσαν των τουρκικών, κατέκτησε τον έλεγχο της θάλασσας με την άψογη και εύστοχη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του και το ψυχικό σθένος των πληρωμάτων του. Το ελληνικό ναυτικό, λοιπόν, συνέβαλε τα μέγιστα στην προσπάθεια αποκατάστασης του εθνικού γοήτρου μετά την ήττα του 1897 και στην προσπάθεια πλήρωσης της εθνικής Μεγάλης Ιδέας, των ελληνικών οραμάτων.
Ο ιόνιος στόλος, από την μία πλευρά, έφερε σε πέρας την αποστολή που του είχε ανατεθεί, διασφαλίζοντας προς όφελος της Ελλάδας τις θαλάσσιες οδούς προς το μέτωπο της Ηπείρου. Επιπλέον, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου διεξήγαγε περιπολίες στην περιοχή, ανεφοδίαζε τα στρατεύματα με έμψυχο και πολεμικό υλικό και συμμετείχε στην κατάληψη παράκτιων περιοχών. Ο αιγαιοπελαγίτικος στόλος, από την άλλη, κατόρθωσε να περιορίσει τον εχθρικό στόλο εντός των Στενών των Δαρδανελίων, αποτρέποντας τοιουτοτρόπως την στήριξη των χερσαίων του προσπαθειών, και επιτρέποντας την απελευθέρωση αρκετών νησιών. Επιπρόσθετα, έδωσε τις δύο μεγάλες νικηφόρες ναυμαχίες του πολέμου, από την έκβαση των οποίων αναπτερώθηκε το ηθικό τόσο των ναυτικών, όσο και των πολεμιστών που έδιναν τις δικές τους μάχες στην στεριά, παίρνοντας έτσι κουράγιο για να συνεχίσουν τον αγώνα, καθώς επίσης προκάλεσε κύματα ενθουσιασμού στην κοινή γνώμη, που αγωνιούσε για τις εξελίξεις, στους υπόδουλους Έλληνες, που ήλπιζαν στην απελευθέρωση, και στους ομογενείς, που παρακολουθούσαν με αδιάλειπτο ενδιαφέρον τα τεκταινόμενα στην πατρίδα τους, τον αγώνα της οποίας στήριξαν υλικά και ηθικά.
Η σημασία των επιτυχιών του ελληνικού ναυτικού, όμως, δεν περιορίζεται μόνο σε εθνικό επίπεδο. Διέθεταν ακόμη διαβαλκανική και πανευρωπαϊκή σημασία. Διαβαλκανική γιατί ο αγώνας του δόθηκε στο πλαίσιο ενός κοινού μετώπου απέναντι στο τουρκικό κράτος∙ έτσι, οι επιτυχίες των Ελλήνων στη θάλασσα είχαν άμεσο θετικό αντίκτυπο στα υπόλοιπα βαλκανικά μέτωπα, με την αναπτέρωση του ηθικού των μαχητών και την πρόκληση δυσχερειών στην μεταφορά εχθρικών δυνάμεων, δεδομένου ότι από πολλούς εκλαμβάνονταν ως κοινές, βαλκανικές νίκες. Τέλος, πανευρωπαϊκή, και ευρύτερα παγκόσμια, γιατί στη διάρκεια του πολέμου σημειώθηκαν οι πρώτες επιθέσεις υποβρυχίου κατά πλοίου και υδροπλάνου κατά πλοίου.
[1] ΣΑΜΙΩΤΑΚΗ Σ. κ. ά, Η Ναυμαχία, από την Αμάλθεια, τεύχος 10372, Σμύρνη, 25 Δεκεμβρίου 1912, σελ. 2.
[2] Βλ. ΔΟΥΣΜΑΝΗ Σ. Ι., Το ημερολόγιον του κυβερνήτου του ″Γ. Αβέρωφ″ κατά τους πολέμους 1912-1913, εκδ. οίκος ″Πυρσού″ α. ε., Αθήναι 1940, σελ. 204.
[3] Αυτ, σελ. 9 και 150.
[4] Βλ. ΠΟΥΠΤΗΣ Κ., Αναμνήσεις από τον πόλεμον του 1912, εκ των τυπογραφείων της ″Εσπερίας″, Λονδίνο 1921, σελ. 11 έως 12.
[5] Πρβλ. ΨΑΛΤΩΦ Α. Ν., Περί των τραυματιών του Πολέμου, 24 Οκτωβρίου 1912-25 Απριλίου 1913, εκδ. Π. Δ. Σακελλάριος, εν Αθήναις 1913∙ ΛΑΖΑΝΑ Η. Π., Η Χειρουργική εν πολέμω, εκδ. Αθ. Σκορδίλη, εν Αθήναις 1915.
[6] Πρβλ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ Μ., Ο τουρκοβαλκανικός πόλεμος 1912-1913, Ανάπτυξις Ελλάδος, εκδ. Δρακοπούλου Α. και ΣΙΑ, εν Αλεξάνδρεια 1913.
[7] ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Β. κ. ά., 1912-1913 Η Μεγάλη Εξόρμηση, Ο διπλασιασμός της Ελλάδας, ιστορικό οπτικοακουστικό λεύκωμα, περιέχει αυθεντικό υλικό εποχής∙ κείμενα∙ φωτογραφίες∙ κινηματογραφικά ντοκουμέντα, εκδ. National Geographic Ελλάδα, Αθήνα 2001, σελ. 25.
[8] ΧΑΣΙΩΤΗΣ Ι. Κ., Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και η οθωμανική αυτοκρατορία, το πρόβλημα της κυριαρχίας στην ανατολική μεσόγειο από τα μέσα του 15ου ως τις αρχές του 19ου αιώνα, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 34 έως 35∙ ΛΑΣΚΑΡΙΣ Μ. Θ., Το Ανατολικόν Ζήτημα 1800-1923, τόμος α΄ (1800-1878), εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 19 έως 22.
[9] ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ Α., Ιστορία του Βαλκανοτουρκικού και Ελληνο-Σερβο-Βουλγαρικού πολέμου 1912-1913, εκδ. Θ. Ν. Χρυσολούρη, Αθήναι 1913, σελ. 5 έως 7∙ ΝΥΣΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ – ΠΕΛΕΚΙΔΟΥ Μ., Το «Μακεδονικό Ζήτημα», Ιστορική θεώρηση του προβλήματος, 3η έκδοση συμπληρωμένη, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 8 έως 9.
[10] ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ Λ. Σ., Τα Βαλκάνια από το 1453 και μετά, μετάφραση από τα αγγλικά: Δελιβάνη Ε., εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 979 έως 992.
[11] ΤΖΩΡΤΖΕΒΙΤΣ Δ., Ιστορία της Σερβίας 1800-1918, μετάφραση από τα σερβικά: Παπαρρόδου Ν., εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 357 έως 365∙ ΚΑΤΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ Μ., Ιστορία του Μαυροβουνίου, από το συνέδριο του Βερολίνου μέχρι το τέλος του α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 162 έως 165.
[12] ΓΡΑΒΒΑΚΗ Π. Χ., Σκέψεις επί των Βαλκ. Πολέμων, εκδ. Νέο Άστυ, εν Αθήναις 1915, σελ. 5 έως 6.
[13] CASSAVETTI D. J., Hellas and the Balkan wars, εκδ. Ad. Terrace, London 1914, σελ. 29 έως31∙. ΓΑΡΔΙΚΑ-ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ Ε. κ. ά., Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, εκδ. Πέλτη, Αθήνα 2002, σελ. 15 έως 26∙ KALLOS A., The Balkan war of Independence, A Military and Political History, εκδ. Athena Press, United Kingdom 2005, σελ. 129 έως 130∙ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ Σ. Ν., Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, εκδ. Φυτράκη, Αθήνα 2011, σελ. 99 έως 101.
[14] ΔΟΥΣΜΑΝΗ, όπ. π., υποσ. 2, σελ. 49.
[15] Βλ., Αυτ., σελ. 37.
[16] Ο ομογενής Μερκούρης Στεφανίδης είχε γράψει για το γεγονός αυτό το ακόλουθο ποίημα: «Το αντιτορπιλικό Αττάλεια ήτανε φυλαγμένο ⁄ Μες τον Αμβρακικόν κόλπο ήταν αραγμένο ⁄ Το είχαν και το χαίρουνταν μέσα εις τον λιμένα ⁄ Όλα κανόνια και στρατό ήταν βαλμένα ⁄ Σαν άκουσαν τι έγινε μεσ’ την Θεσσαλονίκη ⁄ Φοβήθηκαν μη πάθουνε το ίδιο ρεζιλίκι ⁄ Το αντιτορπιλλικόν Αττάλεια αμέσως εβυθίσαν ⁄ Εις τον Αμβρακικόν κόλπο ενέχυρο τα’ αφήσαν ⁄ Μετά επήγαν οι Έλληνες κ’ ευθύς το ξεβουλιάσαν ⁄ Το πήγαν εις τον Πειραιά και ωραίο το εφτιάσαν ⁄ Του βάλαν και ελληνικό στρατό και το ξοπλίσαν ⁄ Το βάλαν μεσ’ στον στόλον μας κ’ εκεί το καταστήσαν ⁄ Το βάλαν μεσ’ το στόλον μας μαζύ με τα δικά μας ⁄ Το κάμαμε για εκδίκηση κι’ όχι για διαφορά μας». Βλ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, όπ. π., υποσ. 6, σελ. 48 έως 49.
[17] ΦΕΣΣΟΠΟΥΛΟΥ Γ. Θ., Η Ελλάς στους βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, τόμος Α, Ο πόλεμος κατά της Τουρκίας, εκδ. Κ. Καμινάρη, εν Αθήναις 1925, σελ. 259 έως 261.
[18] ΔΟΥΣΜΑΝΗ, όπ. π., υποσ. 2, σελ. 51 έως 62.
[19] ΔΟΥΣΜΑΝΗ, όπ. π., υποσ. 2, σελ. 78∙ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, όπ. π., υποσ. 13, σελ. 103.
[20] Βλ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ Κ. Α., Ο κατά θάλασσαν πόλεμος 1912-1913 όπως τον έζησα ως δόκιμος, εκδ. Γεν. Επιτελείου Ναυτικού επί την 50ετηρίδι των Βαλκανικών Πολέμων, Αθήνα 1964, σελ. 7 έως 8.
[21] ΔΟΥΣΜΑΝΗ, όπ. π., υποσ. 2, σελ. 76∙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ, όπ. π., υποσ. 20, σελ. 8.
[22] ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ Δ., Το κατόρθωμα του υποπλοιάρχου Νικολάου Βότση, από την Στρατιωτική Επιθεώρηση, τεύχος 2 ⁄ 2012, Αθήνα 2012, σελ. 6 έως 13.
[23] ΤΑΝΑΓΡΑ ΑΓ., Η ανατίναξις του Φετχί Μπουλέντ και της κανονιοφόρου, εκδ. Φέξης, εν Αθήναις 1914, σελ. 9 έως 10.
[24] ΒΑΚΙΡΤΖΗΣ Ι. Δ. κ. ά, Ο γενναίος Βότσης χαιρετίζων την Σάμον, από το Αιγαίον, τεύχος 7, Σάμος, 25 Οκτωβρίου 1912, σελ. 2.
[25] ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ Κ. Κ., Ελληνικόν Τορπιλλοβόλον εις τον λιμένα Θεσσαλονίκης εβύθισε το θωρηκτόν ″Φετνίχ Πουλέντ″, από τον Κήρυξ, τεύχος 280, Χανιά, 23 Οκτωβρίου 1912, σελ. 2.
[26] ΓΑΡΔΙΚΑ-ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ, όπ. π., υποσ. 13, σελ.34∙ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, όπ. π., υποσ. 13, σελ.103.
[27] ΤΑΝΑΓΡΑ, όπ. π., υποσ. 23, σελ. 40.
[28] ΒΑΚΙΡΤΖΗΣ Ι. Δ. κ. ά, Ζήτω η Ένωσις, από το Αιγαίον, τεύχος 10, Σάμος, 11 Νοεμβρίου 1912, σελ. 1.
[29] ΔΟΥΣΜΑΝΗ, όπ. π., υποσ. 2, σελ. 81 έως 83∙ ΓΑΡΔΙΚΑ-ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ, όπ. π., υποσ. 13, σελ. 39∙ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, όπ. π., υποσ. 13, σελ. 61.
[30] ΔΟΥΣΜΑΝΗ, όπ. π., υποσ. 2, σελ. 116 έως 151.
[31] Βλ. Αυτ. σελ. 150.
[32] ΔΟΥΣΜΑΝΗ, όπ. π., υποσ. 2, σελ. 141∙ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, όπ. π., υποσ. 13, σελ. 108.
[33] ΒΛΑΣΤΟΥ Ι. Σ. κ. ά., Ο Τούρκος Ναύαρχος επαύθη δια την δειλίαν του, από την Ατλαντίς, τεύχος 3291, Νέα Υόρκη, 16 Δεκεμβρίου 1912, σελ. 1.
[34] ΠΩΠ Γ. κ.ά., Η έξοδος ενός στολίσκου, από την Αθήναι, τεύχος 3676, Αθήνα, 10 Δεκεμβρίου 1912, σελ. 2.
[35] ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, όπ. π., υποσ. 13, σελ. 109.
[36] ΔΟΥΣΜΑΝΗ, όπ. π., υποσ. 2, σελ. 163 έως 165, 169 έως 170∙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ, όπ. π., υποσ. 20, σελ. 10.
[37] Πρβλ. ΠΩΠ Γ. κ.ά., Έξοδος του ″Μετζητιέ″ υπό ομίχλην, από την Αθήναι, τεύχος 3680, Αθήνα, 3 Ιανουαρίου 1912, σελ. 2∙ ΠΩΠ Γ. κ.ά., Ουδεμία είδησις ″Μετζητιέ″, από την Αθήναι, τεύχος 3681, Αθήνα, 4 Ιανουαρίου 1912, σελ. 2∙ ΠΩΠ Γ. κ.ά., Περί της τύχης του ″Μετζητιέ″, από την Αθήναι, τεύχος 3682, Αθήνα, 5 Ιανουαρίου 1912, σελ. 2.
[38] ΠΩΠ Γ. κ.ά., Ο βομβαρδισμός της Σύρου – Πώς κρίνεται εις Αυστρίαν, από την Αθήναι, τεύχος 3680, Αθήνα, 3 Ιανουαρίου 1912, σελ. 3.
[39] Βλ. TODOROVA M., Βαλκάνια, η Δυτική Φαντασίωση, μετάφραση από τα αγγλικά: Κολοβού Ι., εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 30 έως 31.
[40] ΔΟΥΣΜΑΝΗ, όπ. π., υποσ. 2, σελ. 126.
[41] ΓΑΡΔΙΚΑ-ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ, όπ. π., υποσ. 13, σελ. 50 έως 62.
[42] ΔΟΥΣΜΑΝΗ, όπ. π., υποσ. 2, σελ. 207, 213, 221, 227, 229, 246, 266 έως 267, 277, 294.
[43] ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ Δ., Οι πρώτες πτήσεις, από αφιέρωμα της Καθημερινής Επτά Ημέρες, Αθήνα, 3 Νοεμβρίου 2002, σελ. 2 έως 5∙ ΝΤΑΛΟΥΜΗΣ Η., Ναγάρας 24.01.1913: Η πρώτη πτήση Ναυτικής Συνεργασίας, από την Ναυτική Επιθεώρηση, τεύχος 569, Αθήνα 2009, σελ. 118 έως 135.
[44] ΚΑΤΣΟΒΣΚΑ-ΜΑΛΙΓΚΟΥΔΗ Γ., Οι Σλάβοι των Βαλκανίων, εισαγωγή στην ιστορία και τον πολιτισμό τους, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2004, σελ. 332 έως 333∙ PAVLOWITCH S. K., Ιστορία των Βαλκανίων 1804-1945, μετάφραση από τα αγγλικά: Χασιώτης Λ., εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 288 έως 289.