
Αρμενίζοντας για την λευτεριά. Η ιστορία του Χατζη Αντώνη και της Δόμνας Βισβίζη.
- 16/03/2025
- 0
Γράφει ο Υποναύαρχος (Ο) Δημήτριος Γεωργαντάς ΠΝ ε.α. και η Ιωάννα – Θεοδοσία Γεωργαντά, Φοιτήτρια
«Εμείς για κάποιο όνειρο βάλαμε πανιά, για της πατρίδας τη λευτεριά. Κι αν δεν λευτερώθηκε ολάκερη, μα κάποια κομμάτια της, αρκεί. Κάποιο κέρδος το είχαμε.» Δόμνα Βισβίζη (1783, Αίνος – 1850, Πειραιάς)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Χατζή Αντώνης και Δόμνα Βισβίζη από την Αίνο της Ανατολικής Θράκης, υπήρξαν δύο από τους σημαντικούς Θρακιώτες ήρωες που αφιερώθηκαν εξ ολοκλήρου στον αγώνα για την απελευθέρωση του Έθνους και προσέφεραν και όλη τους την περιουσία. Αφιερώθηκαν στη Μεγάλη Ιδέα της Φιλικής Εταιρείας, όπου μυήθηκαν. Ξόδεψαν για τον Αγώνα μέχρι και τον τελευταίο τους οβολό για την συντήρηση του καραβιού τους ως ετοιμοπόλεμου και μάχιμου. Ο Χατζή Αντώνης δολοφονήθηκε από ελληνικό βόλι, αλλά η Δόμνα συνέχισε τον Αγώνα και όταν δεν μπορούσε η ίδια να συντηρήσει το καράβι της, το πρόσφερε και αυτό στον Αγώνα. Στη συνέχεια η ζωή της διαδραματίζεται σαν ηρωίδας αρχαίας τραγωδίας, από αρχόντισσα της Αίνου προσπαθεί να επιβιώσει μαζί με τα πέντε της παιδία άστεγη, χωρίς πόρους και βοήθεια στην καταρημαγμένη από τον πόλεμο, Ελλάδα.
ΑΙΝΟΣ[1]
«Ξοδεύω τα χρήματά μου για να χτιστεί το χρυσό παλάτι της ελευθερίας» Χατζή Αντώνης Βισβίζης (1775 – 1822)

Η θρυλική καπετάνισσα Δόμνα Βισβίζη γεννιέται στην Αίνο της Ανατολικής Θράκης το 1783 (λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της Αλεξανδρούπολης). Ήταν ένα από τα τέσσερα (4) παιδιά ενός πλούσιου γαιοκτήμονα (τρεις αδελφές και ένα αγόρι)[2]. Δυτικά της Αίνου, δίπλα της, αργοκυλά ο Έβρος, ενώ στα πόδια της είναι η απέραντη θάλασσα. Έτσι γνώρισε τη ζωή του ποταμού και της θάλασσας. Παλαιότερα τα καράβια αρμένιζαν και στο ποτάμι, αλλά με τον καιρό το ποτάμι ξαβάθυνε από τα ιζήματα. Η Δόμνα αγαπούσε πολύ την θάλασσα. Κάτι την τραβούσε πάντα. Συνεχώς επιχειρούσε μικρά – κοντινά ταξίδια με τη βάρκα της «Δαμασκηνή». Οι γονείς της έλεγαν: «Ούτε αγόρι νά ‘σουν γεννημένη!». Έμαθε γράμματα με δασκάλους στο σπίτι. Το μπόι της μικρό, αλλά η θέληση και τα όνειρα της μεγάλα. Ήταν εξαιρετικής ομορφιάς, ευγένειας και ικανοτήτων.
Στα 23 έτη της (1806) γνωρίζεται με τον καραβοκύρη Χατζή Αντώνη Βισβίζη. Είχε ένα καράβι και εκτελούσε μεταφορές στο Αιγαίο και από το Αιγαίο προς την Μαύρη θάλασσα και αντίστροφα. Αρραβωνιάστηκαν αμέσως και προγραμμάτισαν σε επόμενο κατάπλου του Αντώνη να παντρευτούν. Ο Αντώνης συνέχισε τα ταξίδια του και το πλοίο του το μετονόμασε σε «Δόμνα». Στο μεσοδιάστημα η Δόμνα επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο για να παρευρεθεί σε πανηγύρι στην Ίμβρο. Το πλοίο όμως λόγω κακοκαιρίας παρασύρονταν στη Θάσο, όπου είχαν το ορμητήριό τους οι πειρατές του Μητρομάρα. Τη στιγμή που επέκειτο η αιχμαλωσία των επιβατών, μαζί και της Δόμνας, εμφανίστηκε από μηχανής θεός ο Αντώνης Βισβίζης με το πλοίο του «Δόμνα» και με τα κανόνια κατατρόπωσε τους πειρατές, σώζοντας την Δόμνα και τους άλλους επιβάτες από την αιχμαλωσία.
Η Δόμνα και ο Αντώνης παντρεύτηκαν το 1808 στην εκκλησία του Άι-Βλάση στην Αίνο. Ο Αντώνης την άφησε στην Αίνο και συνέχισε τα ταξίδια του με το πλοίο του. Όσο έλειπε ο Αντώνης στη θάλασσα, η Δόμνα γύριζε τις 17 εκκλησίες της πόλης και τα άπειρα ξωκλήσια και παρακαλούσε τους αγίους να προστατεύουν τη «Δόμνα». Δεν άντεξε όμως για πολύ. Έκτοτε στα κοντινά ταξίδια επέμεινε και ήταν και αυτή δίπλα του. Έτσι, γνώρισε μία άλλη ζωή και άλλη γλώσσα, και έμαθε να διαβάζει τον καιρό.
Η Δόμνα, ενώ ήταν έγκυος στο πρώτο της παιδί, ενέσκηψε πανούκλα στην Κωνσταντινούπολη και το θανατικό είχε φουντώσει. Η ασθένεια άρχισε να μεταδίδεται και σε άλλες πόλεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας (π.χ. Σμύρνη, κ.α.). Ο κόσμος για να αποφύγει την ασθένεια έφευγε στις εξοχές ή έμπαινε σε καράβια και σάλπαρε για μέρη, όπου δεν υπήρχε η ασθένεια, δίχως να σκέπτεται τον προορισμό. Η Δόμνα παίρνοντας μαζί της την φίλη της Περαζούδα, επιβιβάστηκε στο καράβι του Αντώνη. Πρώτος προορισμός τα Ψαρά, όπου μετέφεραν ξύλα από την Αίνο για τον καπετάν Γιαννίτση, καρδιακό φίλο του Αντώνη, για να κτίσει ένα καινούργιο πλοίο. Στο επόμενο λιμάνι, στη Χίο, γέννησε το πρώτο της παιδί, τον Θεμιστοκλή (1811). Επόμενοι προορισμοί τα λιμάνια Σαμοθράκης, Μήλου, Τενέδου και επιστροφή στην Αίνο.
Ξαφνικά εμφανίζεται τύφος στην Αίνο. Από το λιμάνι της Δρακοντίνας της Αίνου με Αινίτικα παστά σαλπάρουν για Πάτμο και για Σάμο. Στη Σάμο γέννησε το δεύτερό της παιδί, τον Γεώργιο (1813). Επανάπλους στην Αίνο. Εδώ τους επισκέφτηκε ο Εμμανουήλ Παπάς (Σέρρες, 1772 – Ύδρα, 1821), ο οποίος είχε έρθει από τον Άθω. Ήταν βαθύπλουτος έμπορος, τραπεζίτης, αλλά και κυνηγός του ονείρου της ελευθερίας της Ελλάδος. Η Δόμνα με τα δύο παιδιά της έμεινε στην Αίνο. Ο Αντώνης με παστά της Αίνου και τον Εμμανουήλ Παπά σάλπαρε για Οδησσό.
Ο Αντώνης επέστρεψε από την Οδησσό, εντελώς αλλαγμένος. Εκεί έμαθε για την Φιλική Εταιρεία και την προετοιμασία για την Επανάσταση. Κυνηγημένη για άλλη μία φορά, αυτή τη φορά από τύφο, όλη η οικογένεια επιβιβάστηκε στη «Δόμνα». Το πλοίο τους κατέπλευσε διαδοχικά σε Κω, Ψαρά. Στα Ψαρά ο Αντώνης συναντά τους φίλους του Ανδρέα Γιαννίτση και Νικολή Αποστόλη (Ψαρά, 1770 – Αίγινα, 1827), καθώς και τον δάσκαλο του Γένους, Θεόφιλο Καϊρη (Άνδρος, 1784 – Σύρος, 1853). Επόμενο λιμάνι στην Αίνο, όπου η Δόμνα αποκτά και το τρίτο της παιδί, την Μαριορή (1815) και τέταρτο παιδί, τον Χριστόδουλο (1817). Δυστυχώς, ο Χριστόδουλος, διαπίστωσαν λίγο αργότερα (2 ετών) ότι ήταν κωφάλαλος. Η ζωή τους σημαδεύτηκε σκληρά από αυτό το χτύπημα της μοίρας. Μόνη τους παρηγοριά η επιβίωση πάνω στο καράβι, όπου ήταν ευτυχισμένοι. Εν τω μεταξύ, ο Αντώνης κατά διαστήματα ταξίδευε και χωρίς την οικογένεια και έπιανε συχνά στην Οδησσό, όπου με ξύλα από το Πήλιο και τη Μυτιλήνη έκτιζε το μπρίκι του, το μεγάλο του όνειρο.

Στην Αίνο η Δόμνα έμεινε για αρκετό διάστημα με τα τέσσερα παιδιά της και ο Αντώνης ανέβηκε για τελευταία φορά στην Οδησσό, για να φέρει το μπρίκι τους. Η επιστροφή του καθυστερούσε. Κάποιο πρωινό, όμως, έφτασε στο λιμάνι της Δρακοντίνας, της Αίνου, με το μπρίκι του «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ[3]», το οποίο έφερε περί τα 18 κανόνια. Το άλλο του πλοίο, «Δόμνα», το πούλησε στην Οδησσό. Η μοίρα της φαμίλιας τους και του καραβιού τους θ’ αρμένιζε δίπλα στη μοίρα του έθνους! Στο τελευταίο του ταξίδι στην Οδησσό κατάλαβε ότι θα γίνει μεγάλος ξεσηκωμός και ήθελε η οικογένειά του να είναι μακριά από τη στεριά και την πιθανή σκλαβιά. Με την απαραίτητη οικοσκευή εγκαταστάθηκαν πάνω στο καράβι, στο νέο τους σπίτι, την «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ». Μαζί τους και η καλή φίλη της Δόμνας, η Περαζούδα. Στο καράβι, ο Αντώνης είχε δημιουργήσει δύο δωμάτια για την οικογένεια, καθώς και μία μεγάλη σάλα για συνεδριάσεις και συμφωνίες με τους εμπόρους.

Ο Αντώνης έπαιρνε μπάρκα για κοντινά ταξίδια. Φεβρουάριο 1821 βρίσκονταν στη Λήμνο, όπου μαθαίνουν ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (Κωνσταντινούπολη, 1792 – Βιέννη, 1828) κήρυξε την Επανάσταση στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας. Τελειώνοντας ο Μάρτιος μεταφέρουν κρασιά από τη Σάμο στη Λήμνο. Το Πάσχα καταπλέουν στην Αίνο, για να περάσουν τις εορτές με τους γονείς της Δόμνας. Εκεί κατέφθασε και η αδελφή της, η Δαμασκηνή, με την οικογένειά της, κυνηγημένοι από την Αδριανούπολη. Το μίσος και ο τρόμος των Ελλήνων είχαν φουντώσει. Οι Έλληνες φόρτωναν τα νοικοκυριά τους και τραβούσαν για Τένεδο, Ψαρά, Σύρο και Πάρο. Στην Αίνο ο Αντώνης έμαθε ότι σήκωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις Σπέτσες και στα Ψαρά. Ο Αντώνης ενημερώνεται με επιστολή από τον Γιαννίτση, ότι οι Ψαριανοί έχρισαν ναύαρχο τον Νικολή Αποστόλη, αντιναύαρχο τον Σκανδάλη και τον Γιαννίτση υποναύαρχο. Με παστά της Αίνου έβαλαν πάλι πανιά και τέλος Απριλίου καταπλέουν στα Ψαρά. Ο Νικολής Αποστόλης και ο Σκανδάλης, με τα πλοία τους «Λεωνίδα» και «Φιλοκτήτη» αντίστοιχα πήγαν και ξεσήκωσαν σε επανάσταση τη Χίο. Λίγο μετά ξεσηκώνονται η Ύδρα και η Σάμος.
Τέλη Απριλίου 1821 καταπλέουν στην Αίνο. Μαθαίνουν για τη θυσία του Αθανάσιου Διάκου (Αρτοτίνα Φωκίδας, 1788 – Λαμία, 1821) στην Αλαμάνα. Αγοραστής για το σπίτι τους βρέθηκε. Η Δόμνα άδειασε το σπίτι της και μετέφερε τα υπόλοιπα απαραίτητα πράγματα στο καράβι, στο νέο της σπίτι. Στις 2 Μαΐου κατέπλευσαν στην Αίνο ο Γιαννίτσης με το πλοίο του «ΗΡΑΚΛΗΣ» και άλλα τέσσερα ψαριανά πλοία. Ο Αντώνης ενώθηκε με το ψαριανό στόλο. Η Δόμνα χαιρετάει δακρυσμένη τους γονείς της. Τους έβλεπε για τελευταία φορά. Ήταν ήδη 37 ετών και είχε ήδη τέσσερα παιδιά. Αποχαιρετάει για πάντα το κάστρο του Ιουστινιανού, τις εκκλησίες, το ποτάμι, τ’ ακρογιάλια. Το λιμάνι χάνεται για πάντα από τα νοτισμένα μάτια της! Από τότε ακολουθούσε τον άνδρα της Χατζή Αντώνη Βισβίζη σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις.
ΨΑΡΑ, ΠΑΡΟΣ (ΝΑΟΥΣΑ), ΕΥΡΙΠΟΣ
«Σαν πατήσεις λεύτερη πατρίδα, τότε θα δεις πως ο αέρας εκεί θαν΄ αλλιώτικος.» Αντώνης Βισβίζης (1775, Λήμνος – 1822, Εύριπος)
Η «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ» ενώθηκε με τον ψαριανό στόλο. Πρώτη αποστολή η κατάληψη του φρουρίου της Λήμνου. Άμεση κατάληψη του κάστρου και μεταφορά των κανονιών και των πολεμοφοδίων στα καράβια τους. Κατάπλους στα Ψαρά , όπου τους περιμένει υποδοχή ηρώων. Τα λαφυραγωγημένα κανόνια της Λήμνου τοποθετούνται σε στρατηγικά σημεία άμυνας των Ψαρών.
Στο καράβι, η Δόμνα έφερε τους δασκάλους Θόδωρο Αλκαίο και τη γυναίκα του Μαριγώ, για την μόρφωση των παιδιών της. Στα Ψαρά, στη σάλα της «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΣ» συχνά γίνονται συσκέψεις των ναυάρχων για τις επικείμενες πολεμικές δράσεις του στόλου τους. Εκεί πρωτοάκουσαν και τον Ιωάννη Κωνσταντίνου Δημουλίτσα «Πατατούκο» (Πάργα – Ψαρά, 1823)[4] να λέει ότι έπρεπε να φτιάξουν ηφαίστεια (πυρπολικά) για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα ισχυρά πλοία του οθωμανικού στόλου.
Μάης μήνας του 1821 ήρθε μαντάτο ότι ο Εμμανουήλ Παπάς[5] ξεσήκωσε την χερσόνησο του Άθω, μαζί και τους μοναχούς (3.000 μοναχούς) του Αγίου Όρους, με την συνδρομή της μονής Εσφιγμένου. Οι Τούρκοι έστειλαν δυνάμεις από Θράκη σε βοήθεια του Γιουσούφ πασά της Σαλονίκης. Λήφθηκε απόφαση από τα Ψαρά και έντεκα πλοία έπλευσαν στον Άθω για βοήθεια. Μαζί και η «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ», η οποία εφοδίασε με πολεμοφόδια και τρόφιμα τον Εμμανουήλ Παπά. Μία τούρκικη γολέτα και ένα μπρίκι που κινήθηκαν εναντίον τους, καταβυθίστηκαν.
Επιστροφή της «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΣ» στα Ψαρά. Η Δόμνα με τα παιδιά παραμένουν στα Ψαρά, ενώ ο Αντώνης με την «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ» και τον ψαριανό στόλο υπό τον Νικολή Αποστόλη αποπλέον για Χίο, με σκοπό την σύγκρουση με τον οθωμανικό στόλο. Εν τω μεταξύ, ο ψαριανός Γεώργιος Καλαφάτης (…-1851) πρόσφερε το καράβι του, το οποίο ο παργιανός «Πατατούκος» το μετέτρεψε σε πυρπολικό. Το εν λόγω πυρπολικό ο Δημήτριος Παπανικολής (Ψαρά, 1790-Αθήνα, 1855) το κόλλησε σε ένα μεγάλο δίκροτο τούρκικο πλοίο στην Ερεσσό και το κατέκαυσε, γεμίζοντας με υπερηφάνεια τον ελληνικό στόλο. Πριν χαρούν όμως τη νίκη ήρθε η μαυρίλα και το πένθος. Οι Τούρκοι κατέσφαξαν τους Έλληνες στις Κυδωνιές. Εκ των υστέρων κατέφθασε ο ψαριανός στόλος και το μόνο που μπόρεσε ήταν να σώσει μερικές ψυχές από τον όλεθρο.

Αρχές Ιουνίου 1821, ο Παπάς στέλνει απελπισμένο μήνυμα για βοήθεια. Στριμωγμένος στο πόδι της Κασσάνδρας (Χαλκιδική) από τους Τούρκους περίμενε βοήθεια από τη Διοίκηση, αλλά πουθενά. Ο Αντώνης με ένα άλλο ψαριανό πλοίο σπεύδουν για βοήθεια (περιπολία και ενίσχυση). Του πλοίου του επιβαίνει η Δόμνα και τα παιδιά τους. Εφοδίασαν με μπαρούτι, μπάλες και άλλα εφόδια τον Παπά. Αρχές Ιουλίου ήρθαν και άλλα έντεκα ψαριανά πλοία και έφεραν και άλλα πολεμοφόδια. Νέα εντολή και επιστροφή της «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΣ» στα Ψαρά και ανάληψη περιπολίας στα ασιατικά παράλια.
Αρχές Σεπτεμβρίου 1821 ο Παπάς στέλνει πλοίο στα Ψαρά και ζητάει βοήθεια, γιατί βρίσκονταν σε μεγάλο κίνδυνο. Ο Αντώνης, μαζί με άλλα ψαριανά καράβια, με προμήθειες και πολεμοφόδια έπλευσε για την Κασσάνδρα και εφοδίασε τον Παπά, ο οποίος με χίλιους άνδρες αντιμετώπιζε δώδεκα χιλιάδες Τούρκους. Επανάπλους της «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΣ» στα Ψαρά. Η κατάσταση, όμως, του Παπά συνέχιζε να χειροτερεύει. Έσπευσαν και πάλι για βοήθεια του η «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ» και ένα άλλο ψαριανό καράβι. Ευτυχώς μαζί του βρίσκονταν στο καράβι και η οικογένειά του και απέφυγαν τις τουρκικές θηριωδίες στη ξηρά.
Φθάνοντας στο Άγιο Όρος αντίκρισαν κάτι το τρομερό. Από τους θάμνους ξεπρόβαλε ένα ανθρωπομάνι. Λαβωμένοι και γυναίκες αναμαλλιασμένες με τα μωρά στην αγκαλιά τους. Με μία βάρκα πλησίασε την «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ» και ο Εμμανουήλ Παπάς, καταπονημένος και σκυθρωπός. Στην κουβέρτα του πλοίου εξιστόρησε τα πάθη του. Πώς νικήθηκε από τους Τούρκους, αφού εγκαταλείφτηκε από τη Διοίκηση. Ήθελε να μεταβεί στην Ύδρα για να μιλήσει στους αρχηγούς και να πάρει διαβεβαιώσεις. Ειδάλλως, ο Αγώνας εκεί πίστευε ότι θα ήταν χαμένος. Εν τω μεταξύ ο Αντώνης ανέβασε στο πλοίο του όλα τα γυναικόπαιδα. Στο ταξίδι για την Ύδρα έβλεπες στο πρόσωπο του Παπά τον πόνο της αποτυχίας και της αποθάρρυνσης. Καταπλέοντας στη Σκύρο ένας εκνευρισμός τον κατέλαβε. Στη Σκόπελο και στη Σκιάθο βγήκαν τα γυναικόπαιδα και έγινε εφοδιασμός του πλοίου με νερό και ρακή. Ο Παπάς είχε φοβερή ανησυχία για να φθάσει με βιάση στην Ύδρα. Πλέοντας στον Καφηρέα, πετάχτηκε έξω να πάρει ανάσες, αλλά έπεσε νεκρός από καρδιακή προσβολή στο κατάστρωμα, μπροστά στα μάτια του γιου του Ιωάννη Παπά και του γραμματέα του Δημητρίου Οικονόμου. Κατέπλευσαν στην Ύδρα με νεκρό, τον μεγάλο αγωνιστή του ’21, Παπά, όπου τον έθαψαν με τιμές στρατηγού (5 Δεκεμβρίου 1821).
Στην Ύδρα, ο Αντώνης ζήτησε χρήματα από τον Γεώργιο Κουντουριώτη (Ύδρα, 192 – Αθήνα, 1858) για να πληρώσει τους μισθούς των ναυτών του (περί τους 80 ναύτες) και να προμηθευτεί τρόφιμα. Δυστυχώς η απάντηση ήταν ότι η πατρίς δεν έχει, λέγοντάς του: «Την προσφορά σου στον Αγώνα και όλα όσα έπραξες τα σημειώνουμε. Η πατρίς δεν θα σε λησμονήσει!». Προκειμένου να συνεχίσει τον ιερό του σκοπό συνέχισε να προσφέρει από την δική του περιουσία, για να είναι η «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ» πάντοτε ετοιμοπόλεμη και μάχιμη.
Ο Αντώνης έλαβε δε εντολή από τον Γεώργιο Κουντουριώτη να καταπλεύσει στη Νάουσα της Πάρου, όπου θα ενημερώνονταν για το πώς θα βοηθούσε τους Ανδριώτες που είχαν πρόβλημα με τους πειρατές της Καρύστου. Καταπλέοντας στη Νάουσα συνάντησαν πολλούς πατριώτες τους Αινίτες που είχαν μεταναστεύσει εκεί από το φόβο των Τούρκων. Εκεί συναντήθηκαν με τον Αντώνη οι προεστοί της Άνδρου που ήθελαν να τους παρέχει προστασία από τους Αγαρινούς της Καρύστου. Υπέγραψαν για συμφωνία πληρωμής 7.000 γρόσια και όση μπαρούτι χρειάζονταν. Ο Αντώνης δέχθηκε, γιατί τόσο καιρό πλήρωνε το πλήρωμα με τα δικά του χρήματα. Την οικογένειά του την άφησε στη Νάουσα. Ένας μήνας με βαρύ χιονιά! Όταν τελείωσε η σύγκρουση με τους πειρατές, οι Ανδριώτες έδωσαν στον Αντώνη μόνο 3.500 γρόσια. Ένα μήνα περίμενε στα νερά της Άνδρου, απαιτώντας τα υπόλοιπα χρήματα της συμφωνίας τους. Αναγκάστηκε να καταπλεύσει στη Νάουσα για να προβεί σε αναγκαίες επισκευές – συντηρήσεις στο καράβι. Στη Νάουσα έμεινε δεμένος με το καράβι του ο Αντώνης ένα μήνα, γιορτάζοντας εκεί το Άγιο Πάσχα, με την οικογένειά του.
Τέλος Απριλίου 1822 ήρθε εντολή από Ύδρα να πλεύσει ο Αντώνης στο Γριπονήσι (Εύβοια), όπου με άλλα ψαριανά πλοία θα έκαναν περιπολία στο βόρειο στενό της Εύβοιας,για προστασία του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Τέλη Ιανουαρίου 1822 απέπλευσαν από Νάουσα. Κατέπλευσαν στη Λιθάδα. Εκεί, ο Αντώνης συνάντησε τους Αρεοπαγίτες της Διοίκησης της Στερεάς. Επίσης, συνάντησε και τον Άνθιμο Γαζή (Μηλιές Πηλίου, 1758 – Ερμούπολη Σύρου, 1828), ο οποίος τον όρκισε στη Φιλική Εταιρεία[6]. Εκείνο τον καιρό, αρχές Απριλίου οι Τούρκοι είχαν σπεύσει στο Ζητούνι (Λαμία) και ετοιμαζόντουσαν να προελάσουν στην Πελοπόννησο. Πριν όμως έπρεπε να ξεκάνουν τους Ρουμελιώτες επαναστάτες. Αργοπορούσαν γιατί είχαν ένα μεγάλο αγκάθι, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο (το πραγματικό του όνομα ήταν Οδυσσέας Βερούσης) (Ιθάκη, 1788 – Αθήνα, 1825). Τελευταία προστέθηκαν ο Νικηταράς (το πραγματικό του όνομα ήταν Νικήτας Σταματελόπουλος), ο Τουρκοφάγος (Νέδουσα Μεσσηνίας, 1787 – Πειραιάς, 1849) και ο Δημήτριος Υψηλάντης. Ο Οδυσσέας ζητούσε βοήθεια από τους Αρεοπαγίτες (η τότε κυβέρνηση), αλλά δεν έπαιρνε τίποτε (ούτε καν τρόφιμα). Ο Αντώνης οργίστηκε με την αδιαφορία των Αρεοπαγιτών. Έστειλε δικά του τρόφιμα και πολεμοφόδια: τρία κανόνια και πενήντα μπάλες, εβδομήντα πέντε κιλά παξιμάδι και πεντακόσιες εξήντα οκάδες αλεύρι[7].
Ορίστηκε συνάντηση στην «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ» των Αρεοπαγιτών και των Οδυσσέα Ανδρούτσου και Νικηταρά, προκειμένου οι Αρεοπαγίτες να πείσουν – πιέσουν τον Οδυσσέα να κρατήσει τις θέσεις του στην Αγία Μαρίνα της Λαμίας και να εμποδίσει την κάθοδο των Τούρκων στην Πελοπόννησο. Έγινε η συνάντηση, στην οποία παρευρίσκονταν ο γραμματικός του Γεωργαντάς[8] και ο γαμπρός του Έντουαρντ Τρελώνης[9]. Ο Οδυσσέας τους λέει με παράπονο: «Με τι στρατό! Τον έχετε παρατήσει πεινασμένο, πληγωμένο. Πηγαίνετε εσείς να πολεμήσετε τέτοιο πόλεμο!» Κατέβηκε βιαστικά στη βάρκα βρίζοντας θυμωμένα. Οι Αρεοπαγίτες πίεζαν τον Οδυσσέα να κρατήσει πάση θυσία τις θέσεις του. Ο Οδυσσέας, όμως, κρίνοντας την δυσχερή επιχειρησιακή του κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν, αποφάσισε τελικά να εγκαταλείψει τις θέσεις του. Με βάρκες επιβιβάστηκαν στα εκεί ευρισκόμενα καράβια του ελληνικού στόλου.
Οι Αρεοπαγίτες άφριζαν από το κακό τους, γιατί ο Οδυσσέας τους παράκουσε. Έστειλαν μηνύματα στον Οδυσσέα για να έρθει να τους συναντήσει στην «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ». Είχαν σκοπό να τον δολοφονήσουν! Είχαν ήδη γίνει δύο απόπειρες για την δολοφονία του. Οι Αρεοπαγίτες πίεζαν τον Αντώνη, όταν θα έρχονταν ο Οδυσσέας στο καράβι του, με κάποιον έμπιστό του να τον δολοφονήσει. Ο Αντώνης τους απάντησε: «Δεν με κάλεσε η πατρίδα για τέτοιες πράξεις. Εγώ βρίσκομαι στην υπηρεσία της πατρίδας για άλλο σκοπό. Ιερό!» Το βράδυ ο Αντώνης βρέθηκε να σφαδάζει στο κατάστρωμα του πλοίου. Είναι σίγουρο ότι τον σκότωσε αυτός που τον πίεζε να κάνει την δολοφονία (Αρεοπαγίτης) ή το πιθανότερο άνθρωπος των Αρεοπαγιτών. Λίγο πριν πεθάνει, με αδύναμη φωνή είπε στην Δόμνα: «Δεν μπορούσα … να το … πράξω, Δόμνα. Δεν μπο…»[10].
Λίγο μετά το σοκ, η Θρακιώτισσα Μπουμπουλίνα, Δόμνα, κάθισε στο γραφείο του Αντώνη, άνοιξε το ημερολόγιο της «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΣ» και έγραψε κάτω από τα γράμματα του Αντώνη: «17 Ιουν. 1822 – Νηνεμία. Ημέρα Τρίτη, οκτώ ώρα νυκτός, έχασε τη ζωή του από βόλι ο Καπετάν Αντώνης Βισβίζης. Το κουμάντο του μπρικιού «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ» παίρνει η χήρα Δόμνα Βισβίζη». Μεγάλη βοήθεια θα είχε από τον Ύπαρχο καπετάν Σταυρή, πατριώτη της από την Αίνο. Οι Αρεοπαγίτες δεν ξαναπάτησαν το πόδι τους στο καράβι. Είχαν κάνει κοινωνό τον Αντώνη σε ένα κρίμα, το αρνήθηκε και τον σκότωσαν για να μην υπάρχει μάρτυρας στο έγκλημά τους. Τον Αντώνη τον έθαψε στη Λιθάδα, πίσω από το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων.
Τον Σεπτέμβριο 1822, η Δόμνα γέννησε το πέμπτο παιδί του Αντώνη, ένα πανέμορφο κορίτσι. Τον ίδιο μήνα μεταφέρουν από την Σκόπελο τον Καπετάν Διαμαντή με 600 άνδρες στα Βρυσάκια, στο Γριπονήσι. Ο Διαμαντής δέχθηκε μεγάλη επίθεση από τους Τούρκους. Η Δόμνα τον υποστήριζε με τα κανόνια του καραβιού, βοηθώντας έτσι τον Διαμαντή να κερδίσει τη μάχη. Ξαφνικά όμως επιτέθηκαν στην «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ» δύο τούρκικα πλοία. Στη ναυμαχία που επακολούθησε η «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ» υπέστη σοβαρές ζημιές.
Η Διοίκηση προσπάθησε να σφετεριστεί το καράβι από τη Δόμνα και να το παραδώσει σε άλλον καπετάνιο. Μπροστά όμως στην έντονη αντίδραση της Δόμνας οπισθοχώρησε. Το μπρίκι βέβαια είχε μεγάλες ανάγκες. Χρειάζονταν να πληρωθούν οι μισθοί των ναυτών. Και καθώς η Διοίκηση δεν έστελνε χρήματα, η Δόμνα ανοιγόκλεινε την κάσα της με τις λίρες. Επιπλέον, ήταν απαραίτητο να γίνουν κάποιες επισκευές και συντηρήσεις, λόγω των συνεχών πλόων και των ζημιών. Όλα αυτά με χρήματα της Δόμνας.
Η Δόμνα επιχειρησιακά συνέχιζε την περιπολία για έλεγχο της περιοχής του Ευρίπου. Τέλη Σεπτεμβρίου 1822, Επιτροπή προεστών του Ξηρομερίου ζήτησαν από τη Δόμνα να συνεχίσει το μπλόκο στην περιοχή. Ο Άρειος Πάγος της έδωσε 400 γρόσια, ενώ για τα έξοδα του καραβιού απαιτούνταν 5.000 γρόσια (μισθοί για περίπου 75 ναύτες, τρόφιμα, κ.α.). Τα υπόλοιπα γρόσια βγήκαν πάλι από την κάσα της. Συνέχισε το μπλόκο της, Οκτώβριο και Νοέμβριο. Η Δόμνα τέλη Νοεμβρίου άφησε το καράβι στον καπετάν Σταυρή και μετέβη, μαζί με τα πέντε παιδιά της, στην Ερμιονίδα, όπου ήταν η Διοίκηση. Η Διοίκηση της ζητούσε διαθήκη από τον πεθαμένο άνδρα της για το καράβι, ειδάλλως απειλούσε να της το πάρει! Με υποβολή των απαραίτητων εγγράφων κατόρθωσε να αποσοβήσει την υλοποίηση της απειλής. Γύρισε στο καράβι της εξουθενωμένη και άρρωστη. Στο μεταξύ ήρθε γράμμα από την αδελφή της Πολυξένη ότι οι γονείς της πέθαναν στην Αίνο από τύφο. Οι αδελφές της, Πολυξένη και Δαμασκηνή, εγκαταστάθηκαν στην Ίμβρο, κυνηγημένες από Αδριανούπολη και Ύφαλα, και την Αίνο.
Τα προβλήματα της «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΣ» αυξάνονταν, γιατί κοντά στην τροφοδοσία και τις ζημιές, που κανείς δεν πλήρωνε, αθροίζονταν και οι μισθοί των ναυτών, που η Διοίκηση δεν έστελνε. Η Δόμνα πήρε την μεγάλη απόφαση να δώσει την «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ» να γίνει πυρπολικό και να πάρει την αποζημίωση, ώστε να μπορέσει να εγκατασταθεί κάπου και να ζήσει αξιοπρεπώς την πολυμελή οικογένειά της. Το Σεπτέμβριο 1823 η «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ» παραδίνεται στη Διοίκηση στην Ύδρα, περιμένοντας να πάρει την αποζημίωση που της υποσχέθηκαν.
Η Δόμνα εγκαθίσταται στην Ύδρα. Αντί να της συμπαρασταθούν, χήρα με πέντε μικρά ορφανά, πέφτει στα νύχια πότε του ενός και πότε του άλλου απατεώνα. Αναγκάζεται να μετακομίσει στο Ναύπλιο. Νοίκιασε ένα σπίτι χάρβαλο, το οποίο σιγά σιγά το τακτοποίησε. Εκεί, ευτυχώς, θα έχει συμπαράσταση τον Νικηταρά (το οποίο γνώριζε από τον Εύριπο) και την γυναίκα του, Αγγελίνα. Θα ασχολείται πλέον με την μόρφωση και την εκμάθηση κάποιας τέχνης των παιδιών της Ο μεγάλος της γιος, Θεμιστοκλής, θα εργάζεται σε τυπογραφείο.
Με τον ερχομό του νέου έτους 1824, νοίκιασε άλλο σπίτι με δύο κάμαρες, λιγότερο χάρβαλο από το προηγούμενο, με τριάντα γρόσια ενοίκιο τον μήνα. Κάποια μέρα συναντά στο σπίτι του Νικηταρά τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Αυτός της δήλωσε ότι ξέρει ότι τον Αντώνη Βισβίζη τον δολοφόνησαν, επειδή αρνήθηκε να συναινέσει στη δολοφονία του.
Εμφύλιος. Δύο κυβερνήσεις: του Κουντουριώτη στο Κρανίδι και του Κολοκοτρώνη στην Τριπολιτσά. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης κλείστηκε στο Παλαμήδι και δεν παραδίδει το φρούριο στην κυβέρνηση του Κουντουριώτη. Σύγκρουση για την κατάληψη του φρουρίου. Η Δόμνα δεν ήξερε που να πάει να προστατεύσει τα παιδιά της. Πριν μπει το καλοκαίρι ο Πάνος Κολοκοτρώνης παρέδωσε τελικά τ’ Ανάπλι στην κυβέρνηση του Γεωργίου Κουντουριώτη.
Τέλη Μαΐου 1824 ο στόλος του Ισμαήλ Γιβραλτάρ έκανε στάχτη την Κάσο. Η όμορφη Κάσος έγινε ερείπια. Σε ένα μήνα χτυπήθηκαν και τα Ψαρά (21 Ιουνίου 1824). Το νησί δέχθηκε την μεγάλη μανία των Τούρκων, μέχρι τον τελικό ξολοθρεμό των κατοίκων της. Χάθηκαν χιλιάδες Έλληνες, μέχρι και η γυναίκα του Νικολή Αποστόλη και οι δύο κόρες του αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν σκλάβες[11]. Ο ελληνικός στόλος έφτασε καθυστερημένα, όσο για να δει τους μαύρους καπνούς που έβγαιναν από τα ρημαγμένα οχυρά και σπίτια. Η Δόμνα πολύ λυπήθηκε για το αγαπημένο της ξερονήσι. Το θεωρούσε δεύτερη πατρίδα της.

Αύγουστος 1824 και η «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ» άνοιξε πανιά ως πυρπολικό. Ο Ανδρέας Πιπίνος (Ύδρα, 1788 – Αθήνα, 1836), θα την κολλήσει σε μία τούρκικη φρεγάτα «Χαζνέ Γκεμισί» με 44 κανόνια. Το πλήρωμά του, 900 ναύτες σκοτώθηκαν όλοι. Η Δόμνα αισθάνθηκε υπερήφανη για την «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ», που βοήθησε στον Αγώνα μέχρι και την τελευταία της πνοή. Τότε ακούστηκε ότι ο Οδυσσέας έκανε καπάκια (συμφωνία) με τους Τούρκους. Η Διοίκηση βάλθηκε να κυνηγά τον ήρωα. Η Δόμνα ήταν σίγουρη ότι ο ήρωας της Γραβιάς έπεσε θύμα συκοφαντίας. Πίστευε ότι ο Οδυσσέας και ο Κολοκοτρώνης ήταν οι δύο αδιαφιλονίκητοι στρατιωτικοί ηγέτες της Επανάστασης.
Τέλος καλοκαιριού ήρθε το πολυπόθητο δάνειο από την Αγγλία. Πολλοί περίμεναν να πάρουν χρήματα. Ναύτες απλήρωτοι για μήνες, στρατιώτες πεινασμένοι, αγωνιστές, κ.α. Η Δόμνα ζήτησε την αποζημίωση για το καράβι που έδωσε για πυρπολικό. Την ειρωνεύτηκαν … και της είπαν ότι θα αποζημιωθεί με το επόμενο δάνειο! Η Δόμνα στο Ανάπλι ήταν συνεχώς άρρωστη. Έμαθε, πως χήρα γυναίκα με πέντε ορφανά, ήταν θύμα που την κυνηγούσαν οληώρα και δεν την άφηναν ήσυχη. Έπρεπε να συνηθίσει άλλο πόλεμο. Τον πόλεμο της χήρας που πρέπει να φυλάξει τη ζωή και την τιμή της οικογένειάς της.
Φεβρουάριο 1825. Μαθαίνει ότι έβαλαν στη φυλακή τον Γέρο του Μοριά στ’ Ανάπλι. Πραγματικά έκλαψε για την αχαριστία των Ελλήνων. Μαύρες ημέρες περνούν ο Νικήτας και οι άλλοι αγωνιστές. Ο Οδυσσέας παίρνει τα βουνά. Ανέβηκε στον Παρνασσό και κλείστηκε σε σπηλιά, την Μαύρη Τρύπα. Έβαλαν το πρωτοπαλίκαρό του τον Γκούρα και του υποσχέθηκε ότι αν παραδοθεί θα περάσει δίκη και θα αθωωθεί. Την ίδια ώρα που η Διοίκηση έριχνε στα μπουντρούμια τους αγωνιστές, ο Ιμπραήμ (Καβάλα, 1789-Κάιρο, 1848) κατέβασε με τα καράβια του τους στρατιώτες στη Μεθώνη του Μοριά (11-12- Φεβρουαρίου 1825). Μάρτη του 1825 κίνησαν εναντίον του οι Έλληνες με αρχιστράτηγο τον ναυτικό Γεώργιο Κουντουριώτη. Έπαθαν πανωλεθρία στο Κρεμμύδι. Σε ένα μήνα και άλλη μεγάλη απώλεια. Ο θάνατος του Παπαφλέσσα[12] (Δήμος Θουρίας, 1788 – Μανιάκι, 1825) στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825). Αφήνουν ελεύθερο τον Κολοκοτρώνη (Ραμοβούνι, 1770 – Αθήνα, 1843) και τους άλλους αγωνιστές για να μπορέσουν να σταματήσουν τον Ιμπραήμ. Η Δόμνα είδε τον Γέρο πάνω στο άλογο να φεύγει ελεύθερος για να οργανώσει τον πόλεμο κατά του Ιμπραήμ. Ο Ιμπραήμ όμως σαρώνει τα πάντα στο διάβα του και ο Αγώνας φαίνεται ότι χάνεται.
Περί τον Ιούνιο του 1825 ακούγεται ότι ο Οδυσσέας σκοτώθηκε. Είπαν ότι προσπάθησε να δραπετεύσει από τη φυλακή του στην Ακρόπολη και γκρεμοτσακίστηκε στα βράχια. Ο Ιωάννης Γκούρας (Παρνασίδα, 1791 – Αθήνα, 1826) παρασυρμένος από κάποιους της Διοίκησης τον δολοφόνησε αυτός ή κάποιος έμπιστός του. Η αχαριστία της Διοίκησης στον ήρωα που προσέφερε τα πάντα στον Αγώνα![13] Ξαφνικά διαδίδεται ότι ο Ιμπραήμ βρίσκεται έξω από το Ναύπλιο. Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης (Κροκύλειο Φωκίδας, 1797 – Αθήνα, 1864) και ο Δημήτριος Υψηλάντης (Κωνσταντινούπολη, 1793 – Ναύπλιο, 1832) οχυρώνονται στους Μύλους Ναυπλίου. Σε βοήθειά τους τρέχουν με τα κανόνια τους τα πλοία του ελληνικού στόλου από το λιμάνι του Ναυπλίου. Τελικά, ο Ιμπραήμ δεν μπόρεσε να καταβάλλει την αντίσταση των αγωνιστών και στις 14 Ιουνίου 1825 εγκατέλειψε την κατάληψη του Ναυπλίου. Με όλη την κοσμοσυρροή, τη βρομιά και την απλυσιά, ενέσκηψε τύφος στο Ναύπλιο. Η Δόμνα χάνει από την ασθένεια το μικρό της κοριτσάκι στο λιμό του 1826, το οποίο δεν πρόλαβε ούτε να το βαπτίσει. Όπως λέει ο λαός, ενός κακού μύρια έπονται!
«… Κλαίω, ευσπλαχνίαν δεν ευρίσκω ουδεμίαν. Άχρι και των ουρανών κραυγάζω. Ώτα ανεωγμένα δεν βλέπω! Πώς αλλιώς να εκφράσω τον πόνο μου; Ή με οποίον άλλον τρόπο να κινήσω ανθρώπων σπλάχνα εις συμπάθειαν;» (Τασούλας, 1989). Αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω!
Στην Ύδρα, περί το 1826, βγαίνει κατάστιχο με τα πλοία που δόθηκαν για πυρπολικά. Την «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ» η Διοίκηση την ξέχασε! Η Δόμνα άρχισε τον αγώνα για να κρατηθεί στη ζωή με αξιοπρέπεια, όσο περνούσε βέβαια από το χέρι της. Νέες αιτήσεις και νέα έγγραφα και νέα τρεξίματα για να αποδείξει το αντίθετο. Αλλά η Διοίκηση κωφεύει και αδιαφορεί![14] Την Λαμπρή γίνεται γνωστή η πτώση του Μεσολογγίου από δύο στρατηγούς τον Κιουταχή πασά[15] (1780-1839)και τον Ιμπραήμ πασά. Ακολούθησαν οι σφαγές και η αιχμαλωσία των γυναικόπαιδων. Η καρδιά της Δόμνας σπάραξε για το Μεσολόγγι. Μία όμως ηλιαχτίδα τρύπωσε στο σπίτι της. Έγινε δεκτή η αίτησή της και ο μεγάλος γιος της Θεμιστοκλής, μαζί με τα παιδιά του Κανάρη, Μπότσαρη, Ανδρούτσου, Γιαννίτση, Παλάσκα, κ.α. (σύνολο δέκα παιδιά), εγκρίθηκε να μεταβούν στο εξωτερικό (Παρίσι ή Λονδίνο), με υποτροφία της Γαλλίας, για να μορφωθούν και να αποκτήσουν εφόδια, ώστε να είναι χρήσιμα στη χώρα. Αρχές καλοκαιριού έφυγε ο γιος της Θεμιστοκλής για την Γαλλία.

Εν τω μεταξύ Ρουμελιώτες στρατιώτες καταλαμβάνουν το σπίτι της, στ’ Ανάπλι. Παρόλα τα παράπονά της στις αρμόδιες αρχές δεν βρήκε το δίκιο της. Αναγκάστηκε να μετακομίσει σε άλλο σπίτι, το οποίο ήταν πραγματικό ερείπιο. Η εξώπορτα έγερνε θλιμμένα και τα παράθυρα έχασκαν ορθάνοιχτα στους τέσσερις ανέμους. Μέσα στο καταχείμωνο βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση. Με την βοήθεια του Αινίτη πατριώτη της Αστέριου, μπάλωσε ορισμένες ζημιές. Ο δεύτερος γιος της, Γεώργιος, μπάρκαρε στο καράβι ενός γνωστού τους καπετάνιου. Αρχές Σεπτεμβρίου 1826 θα δει στο λιμάνι το νέο πλοίο του ελληνικού στόλου, το ατμοκίνητο «ΚΑΡΤΕΡΙΑ» με τον Άγγλο καπετάνιο Φραγκίσκο Άστιγξ (Λέστερσιρ Ηνωμένου Βασιλείου, 1794-Ζάκυνθο, 1828). Καταλαβαίνει ότι η εποχή των ιστιοφόρων παρήλθε πλέον ανεπιστρεπτί. Πλέον τα πλοία θα κινούνται με ατμό και όχι με πανιά και άνεμο. Θα πει μέσα της: «Αντώνη, αλλάζει ο κόσμος!».
Μαθαίνει για τον γιο της Θεμιστοκλή ότι είναι πολύ καλά στο Παρίσι. Εκεί ο γιος της γνωρίζει τον φιλέλληνα Βίκτωρ Ουγκώ (Μπεζανσόν Γαλλίας, 1802 – Παρίσι, 1885) που έγραψε γι’ αυτόν το ποίημά του «Το Ελληνόπουλο». Μία ζωγράφος, η Αδέλα Ταρντιέ, τον έκανε λιθογραφία και την κυκλοφόρησε σε όλη τη Γαλλία. Τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν τα έστειλαν για βοήθεια στην Ελλάδα. Μάλιστα ένα ποσό έστειλαν και στη μητέρα του, Δόμνα, καθώς και ένα αντίγραφο της λιθογραφίας. Κάτω από το πρόσωπο του Θεμιστοκλή παριστάνονταν η Δόμνα ως αρχαία Ελληνίδα να λέει στο γιο της: «Παιδί μου, ίσως να έχω πεθάνει όταν θα γυρίσεις. Θα είσαι μεγάλος πια. Σκέψου να εκδικηθείς τον πατέρα σου. Αντίο.» Λόγια που βέβαια δεν είπε ποτέ η Δόμνα και περισσότερο δεν ζήτησε εκδίκηση για τον φόνο του άνδρα της.
ΣΥΡΟΣ, ΠΕΙΡΑΙΑΣ

Έτος 1828. Όγδοος χρόνος της Επανάστασης. Τα χρόνια περνούν. Η Δόμνα κατοικεί στο Ναύπλιο, μέσα σε μεγάλη ένδεια. Μαθαίνει για τον ερχομό του Ιωάννη Καποδίστρια (Κέρκυρα, 1776-Ναύπλιο, 1828) στο Ναύπλιο την 18 Ιανουαρίου 1828 και την σε τέσσερις ημέρες ορισμό της Αίγινας ως πρωτεύουσας της Ελλάδος. Πιστεύει ότι ο Καποδίστριας θα βάλει τάξη στην αναρχία που επικρατούσε στη χώρα. Η κόρη της, η Μαριορή, ζήτησε από τον Καποδίστρια να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης επιτάφιος λόγος για τον πατέρα της, Αντώνη Βισβίζη. Το αίτημα έγινε δεκτό και υλοποιήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1829.
Η Δόμνα αποφάσισε να φύγει από το Ανάπλι και να μετοικίσει στη Σύρο. Εκεί βρίσκονται αρκετοί Αινίτες πατριώτες της και επιπλέον ο τέως Ύπαρχος της «ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΣ», καπετάν Σταυρής και η καλή της φίλη Περαζούδα, η οποία ήταν παντρεμένη. Ξαφνικά ακούγεται ότι δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο. Έπεσε παγωμάρα. Πίστευε πολύ στον «Αγιάννη Χρυσόστομο». Τον άλλο χρόνο κατέφθασε ο Όθωνας (Σάλτσμπουργκ Αυστρίας, 1816-Μπάμπεργκ Γερμανίας, 1867) με τους Βαυαρούς του. Την χρονιά αυτή πέθανε και ο Δημήτρης Υψηλάντης[16]. Θα ξεφύγει της Δόμνας: «Δύο κακά τον ίδιο χρόνο!». Ζήτησε η Αντιβασιλεία από τους αγωνιστές να παραδώσουν τα άρματά τους. Εκείνες τις ημέρες βρίσκονταν η Δόμνα στο Ανάπλι για δουλειές της. Είδε τους αγωνιστές γερασμένους πριν την ώρα τους και κουρασμένους από την πίκρα. Τους είδε να ξαρματώνονται αργά αργά, να φιλούν τα άρματά τους, να τα πετούν και να κλαίνε σιωπηλά.
Την επόμενη χρονιά, η Δόμνα, βάζει πανιά για τ’ Ανάπλι. Κάνει αίτηση για σύνταξη, την οποία υποσχέθηκε η Αντιβασιλεία στους αγωνιστές του ’21. Ένιωσε μεγάλη πίκρα, γιατί κανένας δεν ήξερε τι είχε προσφέρει για την ελευθερία της χώρας. Την έστελναν από τον Άννα στον Καϊάφα. Παρουσίασε ότι έγγραφα είχε. Υπέβαλε το χαρτί του Οδυσσέα, στο οποίο τους ευχαριστούσε για τη συνδρομή στον Εύριπο, χαρτιά από τους αγωνιστές Καρατάσσο και Διαμαντή του Ολύμπου, χαρτί από τον Νικηταρά και άλλα πολλά ακόμη. Εκεί θα συναντήσει και τη χήρα του Οδυσσέα, την Ελένη, να προσπαθεί να βγάλει και αυτή μία σύνταξη. Σε τέτοιες στιγμές τραβάει για το μόλο. Ταξιδεύει στα πέλαγα, ρουφάει τη μυρωδιά της θάλασσας και οι πίκρες της λίγο αλαφρώνουν και νιώθει λίγη χαρά στη ζωή της. Κάποιοι φρόντισαν και της έβγαλαν σύνταξη μόλις τριάντα (30) δραχμές το μήνα. Τόσο κοστολόγησαν τη μεγάλη της προσφορά στον Αγώνα! Ευτυχώς, μπόρεσε μετά από έτη προσπαθειών να πάρει και τις πιστόλες του άνδρα της και τις δικές της, που τις είχε σφετεριστεί κάποιος υπάλληλος του δημοσίου, όταν τις είχε δώσει για φύλαξη στον έμπιστό της γιατρό, Μπαλή, στο νοσοκομείο του Ναυπλίου.
Ο γιος της Θεμιστοκλής επιστρέφει από το Παρίσι το 1832. Έφυγε στα 14 παλικάρι και γύρισε στα 20 ολόκληρος άνδρας. Διορίζεται στο δημόσιο σε νευραλγική θέση. Διορίζεται ακόλουθος στο Υπουργείο των Εξωτερικών και από το 1845 έως το 1876 διορίζεται διοικητής Νάξου. Η Αθήνα γίνεται πρωτεύουσα της Ελλάδος. Ο Θεμιστοκλής καλεί τη μητέρα του και την οικογένειά του να έρθουν να μείνουν στην Αθήνα. Η Δόμνα αποφάσισε τελικά και ήρθε να μείνει στον Πειραιά, για να βλέπει θάλασσα και το γιο της τον Θεμιστοκλή. Η κυβέρνηση αντί να της δώσει αποζημίωση για το καράβι της που έγινε πυρπολικό της έδωσε ένα κομμάτι γη στον Πειραιά. Το ευχάριστο γι’ αυτή είναι ότι βρέθηκε πάλι στην ίδια γειτονιά με τον Νικηταρά και την Αγγελίνα.
Έτος 1843. Η Δόμνα είναι ήδη εξήντα ετών. Η κόρη της η Μαριορή παντρεύεται για δεύτερη φορά. Ο άνδρας της, ο Θαιριάκης, είναι αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού. Ο γιος της, Γεώργιος, αρμενίζει οληώρα. Ο γιος της, Χριστόδουλος, δουλεύει αρμοδόρος. Ράβει πανιά για τα ιστιοφόρα. Ο γιος της, Θεμιστοκλής, σε υψηλή θέση στο Δημόσιο. Ήρθε όμως ένα γεγονός που την στενοχώρησε φοβερά. Ο Νικηταράς, ο παντελώς ανιδιοτελής αγωνιστής, κατηγορήθηκε ότι ίδρυσε την «Φιλορθόδοξη Εταιρεία» και κινούνταν συνωμοτικά κατά της βασιλείας. Πιάστηκε και φυλακίστηκε για ενάμισι χρόνο στην Αίγινα. Όταν βγήκε από τη φυλακή ήταν σχεδόν τυφλός. Η Δόμνα προσπαθούσε με όσες δυνάμεις της έμειναν να παρηγορεί την καλή της φίλη Αγγελίνα. Αργότερα μετά το 1843 ο Νικηταράς αποκαταστάθηκε. Έλαβε τον βαθμό του υποστρατήγου και πήρε μία τιμητική σύνταξη. Πέθανε το 1849 (67 ετών). Ένα χρόνο πριν πεθάνει και η Δόμνα.
Η Δόμνα μία μέρα περπατώντας στην παραλία του Πειραιά άκουσε δύο ψαράδες να τραγουδάνε ένα νησιώτικο τραγούδι και την πήραν τα δάκρια. Το τραγούδι έλεγε για τα δεινά που πέρασε, αλλά δεν έλεγε την αλήθεια. Τον πόλεμο εκείνο τον έκανε ο Αντώνης της, όχι αυτή!:
«Πουλάκι πόθεν έρχεσαι, πουλάκι γι’ αποκρίσου
μην είδες και μην άκουσες για την κυρά – Δομνίτσα
την όμορφη τη δυνατή, την αρχικαπετάνα
που ΄χει καράβι ατίμητο και πρώτο μεσ’ στα πρώτα,
καράβι γοργοτάξιδο, καράβι τιμημένο,
καράβι που πολέμησε στης Ίμπρος το Μπουγάζι;
Και το πουλάκι στάθηκε και το πουλάκι λέει,
την είδα την απάντησα σιμά στο Αγιονόρος
τρεις μέρες επολέμαγε με δυο χιλιάδες Τούρκους.
Καράβια εδώ, καράβια εκεί, καράβια παραπέρα
και τούτη σαν τον αετό όρμαγε και χτυπούσε
δεξιά ζερβά κι ανάστροφα κι όπου βολούσε ακόμα
και άκουγες βόγγους δυνατούς και στεναγμούς μεγάλους
κι άκουγες κλάματα πικρά, κατάρες στην κατάρα
κι θάλασσες κοκκίνιζαν ως φέσια των αγάδων.»
Κάποια ημέρα στο λιμάνι του Πειραιά είδε κοσμοσυρροή. Έτρεξε και είδε να μεταφέρουν αλυσοδεμένο σαν λήσταρχο τον σοφό και αγωνιστή Θεόφιλο Καϊρη. Αυτός που δεν δέχθηκε τον Μεγαλόσταυρο που του πρόσφερε ο Όθωνας και τη θέση του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο.
Από τη Θράκη και την Αίνο, η Δόμνα, βρέθηκε στα τελευταία χρόνια της ζωής της στον Πειραιά. Κατέβηκε για τη λευτεριά. Με όσες πίκρες κι αν είχε καταπιεί και τώρα αν χρειαζόταν, έλεγε ότι θα ξανακατέβαινε. Στα ρουθούνια της ορμάει η μυρωδιά της θαλάσσιας αύρας και τα μάτια της βλέπουν το γαλάζιο της θάλασσας, όμοιο με της αγαπημένης της πατρίδας, της Αίνου, που δυστυχώς έμεινε χαμένη πατρίδα! Και όπως έλεγε:
«… Η Αίνος είναι ο τόπος μου και τον αγαπώ πολύ. Και τη στερήθηκα, όσο λέω πως τώρα, ήρθε η ώρα να γυρίσω πίσω, τόσο μου βγαίνουν εμπόδια. Και είναι και τούτη η πίκρα πως ο τόπος μου μένει πάνω εκεί αλύτρωτος ακόμα …»
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Δόμνα Βισβίζη πέθανε το 1850 (67 ετών) στον Πειραιά, εγκαταλειμμένη, φτωχή και λησμονημένη. Από την μελέτη της ζωής της διαπιστώνεται η αγωνία της Θρακιώτισσας αγωνίστριας για την επιτυχία του Αγώνα, η μεγάλη προσφορά της, αλλά και η ολοσχερής εγκατάλειψή της από την πολιτεία. Η Δόμνα και ο Χατζή Αντώνης Βισβίζης υπήρξαν από εκείνους τους ήρωες της ελληνικής Επανάστασης που ενώ αφιέρωσαν τη ζωή τους και την περιουσία τους στον Αγώνα, η πολιτεία δεν τους τίμησε. Βέβαια η προσωπικότητα της Δόμνας, επισκίασε στην ιστορία την προσωπικότητα του συζύγου της. Ιδιαίτερα η ηρωική στάση της Δόμνας, η αντρίκια παλικαριά της, η αγέρωχη αντιμετώπιση της μοίρας στις κρίσιμες στιγμές της ζωής της και του Αγώνα, την αναδεικνύουν σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Την υψώνουν σε δυσθεώρητα μεγέθη και την κατατάσσουν στο ίδιο επίπεδο ηρωισμού και προσφοράς με την Μπουμπουλίνα και την Μαντώ Μαυρογένους.
Η προτομή της μόλις το 2005 τοποθετήθηκε στη Λεωφόρο των Ηρώων στο Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα. (έργο του εβρίτη γλύπτη Απόστολου Φανακίδη,). Την προτομή του Χατζή Αντώνη Βισβίζη δεν σκέφτηκε κανείς αρμόδιος της χώρας να τοποθετηθεί στον ίδιο χώρο! Στην παραλιακή λεωφόρο της Αλεξανδρούπολης, δίπλα στο φάρο, βρίσκεται το ηρώο των Βισβίζιδων, με τη Δόμνα να δείχνει με το αριστερό χέρι την προτροπή στους ναύτες της να πολεμούν αγέρωχα κατά των Τούρκων κατακτητών και το δεξί στην αλύτρωτη πατρίδα της, την Αίνο. Ελάχιστος φόρος τιμής των Νεοελλήνων αποτελεί η ψηλάφηση των ηρωικών μορφών του 1821 και το ζωντάνεμά τους στην πολιτισμική μνήμη τους.
Βιβλιογραφικές και Διαδικτυακές Αναφορές
- Αλιμπέρτη, Σωτηρία. (1933). Οι Ηρωίδες της Ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα: Ταρουσοπούλου.
- Βακαλόπουλος, Κ. Π. (1990). Ιστορία του Βορείου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη.
- Βιογραφίες των: Ιωάννη Καποδίστρια, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Οδυσσέα Ανδρούτσου, Νικηταρά, Παπαφλέσσα, Γκούρα, Δημητρίου Υψηλάντη, Αλέξανδρου Υψηλάντη, Εμμανουήλ Παππά, Άνθιμου Γαζή, Θεόφιλου Καϊρη, Ιωάννη Μακρυγιάννη, Γεώργιου Κουντουριώτη, Ανδρέα Πιπίνου, Νικολή Αποστόλη, Δημητρίου Παπανικολή, Ιωάννη Δημουλίτσα, Ιμπραήμ, κιουταχή, στο διαδικτυακό τόπο : (https://www.sansimera.gr/biographies/, 29-1-2021).
- Γκέρτσου – Σαρρή, Άννα. Μ’ ενάντιους ανέμους, Αθήνα: Πατάκη, 1η έκδοση Κέδρος 1996.
- Δόμνα Βιζβίζη: Η ξεχασμένη ηρωίδα εφάμιλλη της Μπουμπουλίνας, 25-3-2020, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: (https://www.syrostoday.gr, 29-1-2021).
- Δόμνα Βιζβίζη: Η ηρωική Θρακιώτισσα καπετάνισσα της Επανάστασης, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: (https://www.e-evros.gr, 29-1-2021).
- Δόμνα Βισβίζη, η ηρωίδα καπετάνισσα που την ξέχασε το ελληνικό κράτος, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: (https://www.catisart.gr, 29-1-2021).
- Δόμνα Βιζβίζη: Η κυρά των θαλασσών φόβος και τρόμος των Τούρκων, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: (https://www.pontos-news.gr, 29-1-2021).
- Ευθυμιάδης, Απόστολος. (2005). Η Συμβολή της Θράκης στους απελευθερωτικούς πολέμους του Έθνους (από το 1361 μέχρι το 1920), Αλεξανδρούπολη.
- Ευθυμίου Μαρία: Ποια είναι τα 10 πράγματα που θα έπρεπε οπωσδήποτε να πεις σε κάποιον που δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα από την ελληνική επανάσταση;, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: (https://www.infognomonpotitics.gr, 29-1-2021).
- Η Θρακιώτισσα αρχικαπετάνισσα Δόμνα Βισβίζη, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: (https://www.24gramata.com, 29-1-2021).
- Καπετάνισσα Δόμνα Βισβίζη, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: (https://www.ainites.gr, 29-1-2021)
- Κούκος, Μ. (1998). Ο ελληνισμός της Θράκης στον αγώνα του 1821, Θεσσαλονίκη: Ερωδιός.
- Μυστακίδου, Β. Ένια Αίνια, περιοδικό Θρακικά, τόμος Β΄, σελίδα 56.
- Πολλαπλές διακρίσεις στην Αμερική για την ταινία «Η Τραγωδία της Δόμνας Βισβίζη» που έχει φόντο την Αλεξανδρούπολη, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: (https://www.paratiritis-news.gr, 29-1-2021).
- Τασούλας, Μανώλης. (2 Μαΐου 1989). Δόμνα Βιζβίζη. Τα έδωσε όλα για τον Αγώνα, αλλά η πατρίδα την ξέχασε…, Αθήνα: Ελευθεροτυπία.
- Φιλήμονας, Ιωάννης. Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επανάστασης, τόμος Γ΄.
[1] Η Αίνος αναφέρεται και στην Ιλιάδα του Ομήρου
[2] Η αδελφή της, Δαμασκηνή, παντρεύτηκε έναν ξυλέμπορα στην Αδριανούπολη. Η άλλη της αδελφή, η Πολυξένη, παντρεύτηκε γαιοκτήμονα στα Ύφαλα Έβρου. Ο αδελφός της Νικηφόρος, έφυγε καλόγερος σε μοναστήρι, γιατί η κοπέλα που αγαπούσε αρπάχθηκε από αλλόθρησκο και εξαφανίστηκε.
[3] Το ονόμασε έτσι για να έχει καλή μοίρα το Έθνος! Μπρίκι με μήκος 31,10 μέτρα, πλάτος καταστρώματος 7,62 μέτρα, ολικό πλάτος στα κοίλα 7,80 μέτρα, βάθος αμπαριών 3,40 μέτρων, μέγιστο βύθισμα 4,12 μέτρων και χωρητικότητα 259 τόνους.
[4] Ο «Πατατούκος» πέθανε από επιδημία τον Μάρτιο 1823 στα Ψαρά.
[5] Ο Εμμανουήλ Παπάς είχε οκτώ γιους και τρεις κόρες. Στις 21 Δεκεμβρίου 1819, σε ηλικία 47 ετών μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Επέλεξε ως ορμητήριο τη μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, γιατί ο ηγούμενος της μονής ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία.
[6] Ο Άνθιμος Γαζής σε έγγραφό του αναφέρει για τον Χατζή Αντώνη Βισβίζη: «ο φιλογενέστατος καπετάνιος Χατζή Αντώνιος Βισβίζης …»
[7] Σε έγγραφό του ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στις 13 Μαΐου 1822 (Λιθάδα) αναφέρει για τις σημαντικές υπηρεσίες του καπετάν Αντώνη Βισβίζη.
[8] Αργότερα, μετά το θάνατο του Οδυσσέα Ανδρούτσου ο Γεωργαντάς θα γίνει γραμματέας του Κωνσταντίνου Κανάρη και είναι αυτός που βρήκε πεθαμένο τον Κανάρη στην κρεβατοκάμαρά του.
[9] Ήταν Άγγλος και είχε έρθει στην Ελλάδα μαζί με τον Λόρδο Βύρωνα. Έγινε γαμπρός του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Παντρεύτηκες την ετεροθαλή αδελφή του Ταρσίτα. Φεύγοντας από την Ελλάδα, μετά την δολοφονία του Ανδρούτσου έγραψε για όλο το διάστημα που ήταν στην Ελλάδα και περιγράφει τις απόπειρες δολοφονίας εναντίον του Ανδρούτσου.
[10] Η σφαίρα δεν μπορούσε να προέρχεται από τους Τούρκους, λόγω της απόστασης που υπήρχε ανάμεσα στα καράβια.
[11] Ευτυχώς οι γιοι του βρίσκονταν μαζί του στο καράβι. Ο ψαριανός ναυμάχος διακρίνονταν για το πνεύμα αυτοθυσίας, μετριοπάθειας και ακεραιότητας. Όταν του ζητήθηκε ν’ ανταλλάξει τον συλληφθέντα Τυνήσιο κυβερνήτη ενός δρόμωνα με τη σύζυγό του Ασημίνα, λέγεται ότι είπε: «Προτιμώ πενήντα Ασημίνες να χαθούν σκλάβες, παρά να ζήσει τέτοιο θηρίο!». Και διέταξε την εκτέλεσή του!
[12] Το πραγματικό όνομα του Παπαφλέσσα ήταν Γεώργιος Δικαίος Φλέσσας.
[13] Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος που γνώριζε την Δόμνα από την πολιορκία της Εύβοιας την αποκαλούσε: «μεγάλη ευεργέτιδα».
[14] Η Δόμνα στις αιτήσεις και τα έγγραφά της, πριν την υπογραφή της έγραφε: «Η ευπειθεστάτη πατριώτισσα και δούλη, Δόμνα Βισβίζη!».
[15] Ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής) γεννήθηκε στη Γεωργία το 1789 από Έλληνα ορθόδοξο ιερέα, καταγόμενου από τον Πόντο. Αιχμαλωτίστηκε μικρός από τον Οθωμανικό στόλο και παραδόθηκε στον σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη. Συνδέθηκε με φιλία με τον μετέπειτα σουλτάνο Μαχμούτ Β΄. Ανήλθε στα ανώτατα αξιώματα ως στρατιωτικός. Πήρε το παρατσούκλι «Κιουταχής» από την Κιουτάχεια όπου υπηρετούσε παλαιότερα. Απεβίωσε το 1839 στη Σεβάστεια (59 ετών), προσπαθώντας να καταστείλει εξέγερση των Κούρδων.
[16] Ο Δημήτρης Υψηλάντης σε μία επιστολή του την αναφέρει ως: «Ευγενεστάτη και Γενναιοτάτη Δέσποινα και Καπετάνισσα».