Του Ελευθερίου Σφακτού

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

Κατά την αρχαιότητα, η τριήρης χαρακτήριζε το πολεμικό πλοίο της εποχής. Στους Ρωμαίους τον τόνο τον έδινε η Λιβυρνίς  και στους Βυζαντινούς ο Δρόμων. Μετά τον 14ο αιώνα δύσκολα ξεχώριζε  κανείς το εμπορικό από το πολεμικό πλοίο. Ο διαχωρισμός  έγινε σαφής, όταν τον 13ο με 14ο αιώνα έκανε την εμφάνισή του το πυροβόλο όπλο  αλλάζοντας άρδην ναυτικές τακτικές και ανάγκες νέων τύπου πλοίων. 

Ο Μεσαίωνας, κατά τους ιστορικούς, αρχίζει το 476 µΧ. όταν καταλύθηκε η Δυτική Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία.   Η μακραίωνη αυτή εποχή θεωρείται «σκοτεινή» περίοδος για την ανθρωπότητα. Παράλληλα ήταν και το «λυκαυγές» µια εποχής που ο άνθρωπος άρχισε να βρίσκει τον « δρόµο» του με μετακινήσεις  λαών, μονοθεϊστικές θρησκείες, ανακαλύψεις νέων θαλάσσιων οδών και ηπείρων, πρόοδος στα γράµµατα, στις επιστήµες, τέχνες κ.α. Ένας χώρος που παρουσίασε αλματώδη ανάπτυξη ήταν η ναυπηγική, και μεγάλα πλοία άρχισαν να ναυπηγούνται, ιδίως μετά τον 15ο αιώνα, όταν το πυροβόλο όπλο βελτιώθηκε σε χρήση και αποτελεσματικότητα τον 15ο αιώνα.         .         

Οι παλαιοί τύποι πλοίων της Μεσογείου κατά τον Μεσαίωνα διακρίνονταν με βάση την μορφή πρόωσής τους. Στα κωπήλατα  σε συνδυασμό με πανιά (Γαλέρα, Γαλεάσα, Γαλιότα) και στα αμιγώς ιστιοφόρα. Αυτά διαιρούνταν σε: Μονόστηλα, όσα είχαν  ένα κατάρτι, (μονάρμπουρα),  Δίστηλα (δικάταρτά), Τρίστηλα (τρικάταρτα), Πoλυκάταρτα, με τέσσαρα κατάρτια και άνω (πολυάρμπουρα). Κοινό τους χαρακτηριστικό τους, απαιτούσαν μεγάλο αριθμό  ανδρών για να κινηθούν. Τα τελευταία  κωπήλατα πλοία που επέζησαν μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα  ήταν  η Γαλέρα η  Γαλεάσσα και η Γαλιότα .

Τύποι καραβιών.

Γαλέρα (Ναυτικό Μουσείο Κρήτης)

Γαλέρα. πολεμικό ή εμπορικό πλοίο κωπήλατο και ιστιοφόρο (13-18 αιών) είχε δύο ιστούς και τριγωνικά πανιά λατίνια. Στην πλώρη υπήρχε ένα πυροβόλο των 24 λιβρών , με δύο μικρότερα των 8 λιβρών εκατέρωθεν του πλωριού, το οποίο καλούνταν «πυροβόλο διώξεως». Έβαλαν πάντα κατά τον άξονα της πλώρης, δηλαδή μάχη κατά μέτωπο (όπως οι τριήρεις), είχε μήκος περίπου 50 μ. και πλάτος 5-6μ.

 Είχε  τη καταγωγή της από τον Δρόμωνα. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στη Μεσόγειο μέχρι το τέλος του  ΙΗ΄  αιώνα και αποτέλεσε το κατεξοχήν πολεμικό πλοίο των ναυτικών,  Βενετίας, Γαλλίας,  Ισπανίας  και του Βασιλείου της Νεάπολης. Η Γαλέρα συναντάται επίσης στη Βαλτική θάλασσα από τα ναυτικά της Ρωσίας και Σουηδίας. Ήταν γενικά κακοθάλασσα πλοία.

     

 

Γαλεάσσα

Γαλεάσσα. Ισπανικό και Βενετικό πολεμικό. Κωπήλατο και ιστιοφόρο πλοίο πολύ ισχυρότερο και βαρύτερο της Γαλέρας. Είχε αρκετά μικρού βεληνεκούς πυροβόλα, διατεταγμένα σε διάφορα σημεία του πλοίου. Συνέβαλε στη νίκη του χριστιανικού στόλου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου. Καταργήθηκε με την επικράτηση των ιστιοφόρων πολεμικών πλοίων. 

 

 

 

Γαλιότα (Ναυτικό Μουσείο Λιτοχώρου)

Γαλιότα ή Γαλεότα. Εξέλιξη – υποκοριστικό της Γαλέρας. Ήταν σκάφος ελαφρύ, ευέλικτο και ταχύπλοο. Χρησιμοποιήθηκε από τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα, κατάλληλο και για πειρατικό.  Είχε 16 ως 26 κουπιά  και ανάλογη ιστιοφορία, με τη Γαλέρα. Διέθετε δύο ή τρία πυροβόλα, βάλλοντα κατά τον άξονα της πλώρης. Πρωτοεμφανίστηκε από τους Ολλανδούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τους Βερβερίνους πειρατές και το γαλλικό Ναυτικό επί Λουδοβίκου ΙΔ. Την περίοδο των μικρών και μεσαίου μεγέθους πλοίων ακολουθεί η εποχή των μεγάλων ιστιοφόρων πολεμικών ή εμπορικών  που έδωσαν την δυνατότητα των μεγάλων ανακαλύψεων στα τέλη του 15ου αιώνα. Η Μεσόγειος έπαψε να είναι το κέντρο του κόσμου και το ενδιαφέρον μεταφέρθηκε στον διάπλου των ωκεανών και  πού αυτοί οδηγούσαν. Ο Ελληνισμός  ατυχώς, ήταν απών από τη σπουδαία αυτή  περίοδο της ιστορίας. Η γαλιότα χρησιμοποιήθηκε και στην Ελληνική επανάσταση του 1821, καθώς δεν είχε διαφορές με το μύστικο και συχνά την ταύτιζαν με το πλοίο αυτό .

  

Γαλιόνι

Γαλιόνι. . Μέχρι και τον 17ο αιώνα  σήμαινε μικρή γαλέρα Μετά σήμαινε μεγάλο Ιστιοφόρο ικανό να διαπλέει τον Ατλαντικό Ωκεανό. Χρησιμοποιήθηκε από τους Ισπανούς για τη μεταφορά χρυσού από τις κτήσεις της Νοτίου Αμερικής.

 

 

 

 

 

 

Κορβέτα

Κορβέτα. Πήρε το όνομά της από το Corvuo (κόραξ) ή το υποκοριστικό  αυτού Cordima (Κορακίς). Πρόκειται για ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο τρικάταρτο, προερχόμενο αρχικά από Φρεγάτα από την οποία αφαιρέθηκαν μερικές υπερκατασκευές (επίστεγο και πρόστεγο) και οπλισμός, προκειμένου να γίνει ελαφρότερο, πιο ευέλικτο και ταχύτερο πλοίο. Δηλαδή μια ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ Φρεγάτας και Μπρικιού. (εξάρτηση Φρεγάτας με μικρότερο εκτόπισμα και οπλισμό).  Τα αρχικά 32 κανόνια (24 στο κατάφρακτο πυροβολείο και 8 στο κατάστρωμα), έγιναν 20 – 26, τοποθετούμενα όλα στο ανοιχτό κατάστρωμα. Είχε πλήρωμα  150 έως 200 άνδρες και λόγω της ευελιξίας του χρησιμοποιούταν σε οργανωμένους στόλους  ως ανιχνευτικό, απόστολο πλοίο,(μεταφοράς, ταχυδρομείου- ειδήσεων  κ.α., κοινώς  Αβίζο) και ως διαδεκτήρας, όπου παραπλέον αντίθετα προς την πορεία του στόλου,  μεταβίβαζε τις διαταγές του Ναυάρχου μέχρι και στο τελευταίο πλοίο της γραμμής παραγωγής. Ο τύπος αυτός χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Έλληνες και είναι ονομαστές οι κορβέτες «Θεμιστοκλής» των αδελφών Τομπάζη (1812), ο «Αγαμέμνων» της Μπουμπουλίνας την οποία αγόρασε ο Καποδίστριας όταν συγκροτούσε εθνικό στόλο και την μετονόμασε  «Νήσο Σπέτσαι».  (Πυρπολήθηκε κατά τα θλιβερά γεγονότα του Πόρου   της 27 Ιουνίου 1831). Ονομαστή και η κορβέτα «Αχιλλεύς» του Μιαούλη (1802) η οποία κατεστράφη ολοσχερώς το 1803 όταν εξόκειλε σε υφάλους στο Κάδιξ της ΝΔ  Ισπανίας. 

Η φρεγάτα ΕΛΛΑΣ

Φρεγάτα. Πήρε το όνομά της από τον ομώνυμο  θαλάσσιο αετό ή από το εκ παραφθοράς του afracta (άφρακτον). Ξεκίνησε ως μικρή κωπήλατος κανονιοφόρος, μήκους  8-10 μ. με 6-8 καθίσματα (σέλματα) κωπηλατών. Ήταν άφρακτο χωρίς κατάστρωμα και συνήθως το ρυμουλκούσαν οι Γαλέρες. Μετά το 1750, οι Γάλλοι μετά από σχετικές τροποποιήσεις το καθιέρωσαν ως μεγάλο πλοίο. Έγινε κατάφρακτο, τρίστηλο με σταυρώσεις, επιβοηθητικά πανιά για  μεγαλύτερη επιφάνεια ιστιοφορίας, και ανάλογα με τον οπλισμό του κατανεμήθηκε σε τέσσερις κατηγορίες:  Οι φρεγάτες  α΄ τάξεως έφεραν 60 κανόνια, οι β΄ τάξεως 52 κανόνια, οι γ΄ τάξεως 44, και οι  δ΄τάξεως 40 κανόνια. Το εκτόπισμά τους, ήταν μεταξύ 800-2000 τ. και το πλήρωμά τους από 400-600 άνδρες. Ο τύπος αυτός επικράτησε στα ναυτικά της Γαλλίας, Τουρκίας, Αιγύπτου. Στις ναυμαχίες ερχόντουσαν μετά τα πλοία γραμμή.  

 

 

 

Βασέλο ή Βατσέλο.  Κατάφρακτο δίκροτο ή τρίκροτο  (Ιταλικά τριπόντε) πολεμικό πλοίο με ισχυρό οπλισμό που υπερέβαινε τα 100 κανόνια στα Τρίκροτα και τα 64-80 στα Δίκροτα. Είχαν δύο ή τρία διαδοχικά πυροβολεία, (ανάλογα με τον αριθμόν των κλειστών καταστρωμάτων) σε κάθε πλευρά του πλοίου. Τα βαρύτερα πυροβόλα ήταν στη κάτω  σειρά (32 ή 36 λιβρών). Στο μεσαίο των 24 λιβρών , στο ανώτερο των 12 ή 18 λιβρών  προκειμένου για τρίκροτον. Ήταν ισχυρής κατασκευής, έφερε τρείς ιστούς και εκτόπισμα που υπερέβαινε πολλές φορές τους 2000 τόνους. Υστερούσε σε ταχύτητα, λόγω του όγκου και βάρους του. Το  αρχικό μήκος ήταν 45 μ. και με την εξέλιξή του έφθανε τα 60 έως 65 μ. το δε  πλάτος 16 έως 17,5 μ. Τα Βασέλα είχαν πλήρωμα 800 έως 850 άνδρες και, λόγω της ισχυρής μαχητικής και αμυντικής τους ικανότητας, λεγόντουσαν πλοία της γραμμής. (Battle ships) και έπαιρναν θέση στην πρώτη γραμμή μάχης. (de ligne Γαλλικά, ή di linea Ιταλικά). Κατά παραφθορά των λέξεων αυτών, οι έλληνες ναυτικοί του 1821 ονόμαζαν τα πλοία αυτά «Ντελίνια». Το τουρκικό, όσο και το αιγυπτιακό ναυτικό, διέθεταν αρκετά πλοία γραμμής. 

Γαλλικό ντελίνι

Το ελληνικό ναυτικό δεν διέθετε Βασέλα και Φρεγάτες έως το 1826, όταν κατέπλευσε με ξένο πλήρωμα στο Ναύπλιο η πρώτη Φρεγάτα «ΕΛΛΑΣ» που ναυπηγήθηκε στην Αμερική για λογαριασμό της Ελληνικής Κυβέρνησης  (πρώτος Κυβερνήτης  με τον κατάπλου του πλοίου στο Ναύπλιο, 24 Νοεμβρίου 1826,  ανέλαβε ο Κ. Κανάρης). Αρχικά και κατά τη διάρκεια της ναυπήγησής του είχε ονομαστεί  «HOPE» (ΕΛΠΙΣ). Το πλοίο ήταν  χωρητικότητας 2300 τ. και με πλήρωμα 420 άνδρες, έφερε 64 κανόνια.  32 των 32 λιβρών και 32 καρρονάδες των 42 λιβρών. (carronade, τύπος πυροβόλου μικρότερο σε μέγεθος και ελαφρότερο , ακριβέστερο δε από τα συνήθη πυροβόλα της εποχής . Εφευρέτης ο Σκωτσέζος Carron, εξ ου και η ονομασία. Τέσσερα τέτοιου τύπου πυροβόλα έφερε και το “Καρτερία”). Η «Ναυαρχίδα» του νεοσύστατου τότε εθνικού στόλου, πυρπολήθηκε από τον Μιαούλη την 1η  Αυγούστου στον Πόρο, ως αποτέλεσμα της διένεξης  των Υδραίων με τον Καποδίστρια.

Καρράκα

Καρράκα. Μεγάλο ιστιοφόρο πλοίο, κυρίως εμπορικό τρίστηλο ή τετράστηλο, που χρησιμοποιήθηκε από τον μεσαίωνα έως τα τέλη του 17ου αιώνα . Ήταν επίτευγμα του σκληρού οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ Πορτογάλων, Ενετών και Γενουατών κατά τον 15ο αιώνα. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως από την Πορτογαλία για εμπορικά ταξίδια μεταξύ μητρόπολης και κτήσεων, ιδίως των Ινδιών.Διακρίνοντανγια το μεγάλο ύψος των πλευρών και από την υπερύψωση της πρύμνης και πλώρης. Έφτανε μέχρι και τους 1600-1700 τόνους. Αν και εμπορικό πλοίο ήταν εξοπλισμένο με πυροβόλα για την αυτοάμυνά του, συνήθης πρακτική την εποχή εκείνη για όλα τα εμπορικά πλοία.

 

 

Η Καραβέλα Santa Maria του Χριστόφορου Κολόμβου

Καραβέλλα. Ένας τύπος πλοίου με  ιδιαίτερη θέση στην ιστορία. Εμφανίστηκε κατά τον 13ο αιώνα και η λέξη ετυμολογείται από τον ελληνικό όρο «Κάραβος» Είχε τρεις ιστούς, ήταν μακρόστενο και ελαφρύ. Εκτόπισμα 200 ή και περισσότερους τόνους. Υπήρξε επίτευγμα της ναυπηγικής τέχνης των Ελλήνων τον Μεσαίωνα. Εξαιρετικά ανθεκτικό και με πολλές ναυπηγικές αρετές χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο στη Μεσόγειο αλλά και στα νερά των Ωκεανών για υπερπόντιες αποστολές (Κολόμβος, Βάσκο ντε Γκάμα). Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τα μεγάλα και υπερυψωμένα πρόστεγο και επίστεγο που κατελάμβαναν σχεδόν το ήμισυ του μήκους του πλοίου. Η μόνη, ίσως ουσιαστική, τροποποίηση που επέφερε ο Κολόμβος στις καραβέλες ήταν η αντικατάσταση των τριγωνικών πανιών (λατίνια) με τετράγωνα, καταλληλότερα για διάπλου Ωκεανού.

Είχε πλήρωμα 50-80 ανδρών με επικεφαλής τον πλοίαρχο .Ακολουθούσαν οι Κελευστής. πέντε υπασπιστές οι λεγόμενοι  scuderos ,(scuda =ασπίδα μτφ. η άμυνα η προστασία. Κάτι σαν τους σημερινούς ναυτονόμους), ένας υποκελευστής πλοηγός, ένας καδοποιός, ένας διανάκτης ένας ξυλουργός, ένας αρχιπυροβολητής και οι σαλπιγκτές.

Το βρίκι ΑΡΗΣ (Μουσείο Μπενάκη)

Πάρων (κ.ν. Βρίκι, ή Μπρίκι κατά παραφθορά της λέξης). Ιστιοφόρο πλοίο μικρού σχετικά εκτοπίσματος (200-400 τόνους)  με δύο πολύ υψηλούς ιστούς (τον «ακάτιο ιστό» και τον «μέγα ιστό (το δεύτερο κατάρτι). Στη πλώρη έφερε τον «πρόβολο» (κ.ν.μπαστόυνι ή μπομπρέσο.) Για την ιστιοφορία είχε τρείς «αρτέμωνες» (κατάπλωρα τριγωνικά πανιά), και από τρία τετράγωνα πανιά σε κάθε ιστό, καθώς και το πρυμναίο τραπεζοειδές πανί τον «επίδρομο». Ήταν Εξοπλισμένο με  8-16 κανόνια, ισομερώς σε κάθε πλευρά του πλοίου, για την αντιμετώπιση των πειρατών όταν ταξίδευαν ως εμπορικά. Κατά τον αγώνα της ανεξαρτησίας χρησιμοποιήθηκαν ως πολεμικά από τους εφοπλιστές των ναυτικών νησιών κατά τον αγώνα. Ήταν εύκολα στον χειρισμό των ιστίων, και με το μικρό τους εκτόπισμα είχαν καλή και γρήγορη ιστιοφορία. Το πλήρωμά τους αριθμούσε 50-80 άνδρες. Είναι γνωστή η ηρωική έξοδος του Μπρικιού «Άρης» από τον όρμο του Ναυαρίνου την 25η  Απρ.1825, όπου κυβερνώμενο από τον Νικ. Βόσσον  πέρασε μέσα από 32 αιγυπτιακά πλοία του Ιμπραήμ .Ο ιδιοκτήτης και Κυβερνήτης του πλοίου Αναστ. Τσαμαδός είχε φονευθεί στη μάχη, υπερασπιζόμενος τη νησίδα Σφακτηρία από τον Ιμπραήμ την 16η Απρ. 1825, την οποία τελικά ο τελευταίος κατέλαβε. 

Η νάβα ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ

Νάβα. (ή Μπάρκο). Ο κλασικός τύπος του εμπορικού πλοίου της εποχής. Τρικάταρτο ιστιοφόρο εμπορικό πλοίο εκτοπίσματος πλέον των 500 τόνων, με τετράγωνα πανιά και στους τρείς ιστούς, και τριγωνικά μεταξύ του πλωριού ιστού και  προβόλου.(μπαστούνι). Μικρότερα τρίστηλα τύπου Νάβας ήταν οι Ναβέτες ( Πουλάκα ή Πολλάκα),  η Γαβάρα  και το Μπαρκομπέστιο  ή «ερμαφρόδιτος», επειδή ο πρωραίος ιστός είχε σταυρώσεις και οι άλλοι δύο ημιόλια.  Στον αγώνα, οι  τύπου Νάβες εξοπλίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν και σε πολεμικές επιχειρήσεις.

      

 

Κλείνουμε το κεφάλαιο ¨Το Ναυτικό στο Μεσαίωνα¨ με τους τύπους των πειρατικών σκαφών, που αναμφισβήτητα πρωταγωνιστούσαν μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα στη Μεσόγειο. 

Φούστα.(16ος -18ος  αιώνας). Ανάλογο, αλλά μικρότερο της  Γαλιότας. Στενό, μακρύ και ταχύτατο. Είχε 18-22 κουπιά με δύο κωπηλάτες ανά κουπί.

Μύστικον. (Ζαμπέκον). Κωπήλατο και ιστιοφόρο. 20-30 τόνων, 18-20 κωπηλάτες, οπλισμένο με 1-2 κανόνια. Πολύ στενόμακρο, μυτερή πλώρη (Οξύπρωρος), ευέλικτο κατάλληλο για πειρατεία. Το χρησιμοποίησαν Αλγερινοί, Άγγλοι, Γάλλοι, Έλληνες. Τα μύστικα διατηρήθηκαν στο ελληνικό Π.Ν. με εξελιγμένη μορφή μέχρι και το 1870 με την ονομασία «Λιβυρνίς ή Βελλού», χρησιμοποιούμενα κατά της πειρατείας και για λόγους εφαρμογής τελωνειακών και υγειονομικών διατάξεων.

Αλαμάνα. Τούρκικης κατασκευής μικρό σκάφος με πολλούς σκαλμούς και τριγωνικά πανιά. Πλήρωμα  20 άνδρες.

Μαλτέζα. Ανάλογο με την Αλαμάνα, κατασκευής της νήσου Μάλτας.

Πέραμα. Προσομοίαζε  με τα Μύστικα.  Ναυπηγούνταν στις Κυκλάδες. Είχε 6-8 κωπηλάτες και 2 μεγάλα λατίνια, και αρτέμονες. Λεγότανε και «Κλεφτρίνι» όταν χρησιμοποιούνταν  ως πειρατικό.

 Με βάση τα πλοία αυτά ή και άλλα ενισχυτικά αυτών, άρχισε η συγκρότηση πολεμικών  στόλων των τότε μεγάλων κρατών, μερικά εκ των οποίων μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν  πολλά επιτασσόμενα ιδιωτικά πλοία, τα οποία εξόπλιζαν κατάλληλα για την περίσταση.

 

Πηγές:

Τρυφ.Κωνσταντινίδου. Καράβια- Καπετάνιοι και Συντροφοναύται 1800-1830 (ΥΙΝ 1954).

Εγκυκλοπαίδεια: Πάπυρος Λαρούς.

Διαδίκτυο.