Ανδρών Επιφανών Πάσα Γη Τάφος[1]

 

Γράφουν: Ιωάννης Βιδάκης[2], Δημήτριος Γεωργαντάς[3], Γεώργιος Παναγιώτου[4]

 

Με την αφορμή της συμπλήρωσης 2.500 ετών από την έναρξη της τείχισης Αθήνας – Πειραιά από τους Αθηναίους [479 π.Χ. – 2022 μ.Χ.], μετά από παρότρυνση του Αριστόβουλου Θεμιστοκλή, το παρόν άρθρο αναφέρεται στο πιθανό σημείο ταφής των οστών του δημοκρατικού ηγέτη. Το κείμενο επιχειρεί να εξετάσει τα ενδεχόμενα σημεία όπου μπορεί να βρίσκονται το οστεοφυλάκειο του στρατηγιστή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Γίνεται προσπάθεια παρουσίασης ενός ηγέτη-πρότυπο, ο οποίος αποδέχθηκε στωικά τη μοίρα του και θυσιάστηκε για την πατρίδα του. Αν και επιθυμούσε διακαώς την πολιτική του επιδοκιμασία, το «άρχειν», την επιβράβευση των συμπολιτών του, δεν λιποψύχησε όταν τον απαρνήθηκαν – ασφαλείς πλέον απο την περσική απειλή, όταν τον εξόρισαν από την πόλη που αυτός έσωσε, όταν τον επικήρυξαν κατηγορώντας τον άδικα. Ο Θεμιστοκλής μεταφέρει ένα μήνυμα προς όλους τους ηγέτες: οφείλουν να θυσιάσουν ακόμη και την ζωή τους, χωρίς να αναμένουν ανταμοιβή για την προσφορά και το έργο τους στην κοινωνία. Το αισιόδοξο μήνυμα είναι ότι «η Ιστορία τελικά θα τους δικαιώσει». Το κείμενο στοχεύει επίσης στην υπενθύμιση του αποφασιστικού ρόλου που διαδραμάτισε ο Θεμιστοκλής στην Ελληνική ιστορία και στον παγκόσμιο πολιτισμό, και στην κατανόηση ότι για τα μικρά έθνη έχει μεγάλη σημασία, η ανάδειξη και η λαϊκή στήριξη ικανών και προσοντούχων ηγετών, και αναγνώριση των έργων τους, έστω και μετά θάνατον.

 

Εισαγωγικά 

Άγαλμα του Θεμιστοκλή στον Πειραιά

Ο Θεμιστοκλής αναμφισβήτητα υπήρξε διορατικός πολιτικός και μεγαλοφυής ηγέτης, ο οποίος στερέωσε και ενδυνάμωσε το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας. Κατέστησε την Αθήνα πρώτη ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο και απάλλαξε την Ελλάδα από την περσική απειλή, παρότι συναντούσε συνεχώς αντιδράσεις στην εφαρμογή των μεγαλόπνοων σχεδίων του. Παράλληλα εμφανίσθηκε ως ο εμπνευστής της ενωμένης Ελλάδας, ένα όραμα όμως που δεν υιοθετήθηκε από την έμπρακτη συνδρομή των στενόμυαλων Σπαρτιατών (Ηρόδοτος, 1992α). Κατά τον Πλούταρχο, ο Θεμιστοκλής υπήρξε ο κύριος συντελεστής της σωτηρίας της Ελλάδας, του χρυσού αιώνα του Περικλή[5], της άνθησης των φιλοσοφικών σχολών στην Αθήνα και της ύπαρξης του Δυτικού πολιτισμού. Η καταστροφή της Ελλάδος από τους Πέρσες θα σήμαινε την κυριαρχία των Περσών στην Ευρώπη και θα κρίνονταν το μέλλον της ανθρωπότητας.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ποιότητα του Θουκυδίδη ως ιστορικού, τόσο μάλιστα, που δίκαια θεωρείται ο πατέρας της «Επιστημονικής Ιστορίας». Έτσι, η γνώμη του για τον Θεμιστοκλή έχει πάντοτε ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα, επειδή κυρίως, είναι γενικά γνωστό, το πόσο πολύ έλεγχε τις πληροφορίες του. Διακρίνει δύο βασικές παραμέτρους της στρατιωτικής ηγεσίας: την προσωπικότητα του ηγέτη και τη στρατηγική. Ο συνδυασμός αυτών των παραμέτρων, με αναλογικούς χειρισμούς, αναδεικνύουν τον στρατιωτικό ηγέτη. Θεωρούσε λοιπόν, πως ο γιος του Νεοκλή: «είχε δείξει ολοφάνερα ότι ήταν προικισμένος με φυσική ευφυΐα και απ’ αυτήν την άποψη ήταν περισσότερο από κάθε άλλον εξαιρετικά αξιοθαύμαστος· γιατί μόνο με την έμφυτη σύνεσή του, χωρίς καθόλου να έχει ανάγκη να την ενισχύσει πρωτύτερα ή αργότερα με ιδιαίτερη διδασκαλία, μπορούσε με μια γρήγορη σκέψη να σχηματίζει την καλύτερη γνώμη για τα παρόντα και να προβλέπει με τη μεγαλύτερη ακρίβεια όσα θα γίνουν στο πιο απόμακρο μέλλον.  Καθετί που επιχειρούσε ήταν ικανός να το εξηγεί και στους άλλους, αλλά και εκείνα για τα οποία δεν είχε προσωπική πείρα, μπορούσε να τα κρίνει αρκετά καλά. Πρόβλεπε καθαρότατα την καλή ή την κακή έκβαση μίας ενέργειας, ενώ το αποτέλεσμά της ήταν ακόμη άδηλο στους άλλους. Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος αυτός με την φυσική του ιδιοφυία και με ελάχιστη προπαρασκευή μπορούσε περισσότερο από κάθε άλλον να κρίνει αμέσως και με ετοιμότητα τι έπρεπε να γίνει κάθε φορά – γενικά ήταν άξιος να φέρει σε αίσιο πέρας, οποιαδήποτε υπόθεση ανελάμβανε» (Θουκυδίδης, 1926, μετ. Ελ. Βενιζέλου).

Όμως, ο Θεμιστοκλής δεν διέφυγε τον προδιαγεγραμμένο φθόνο των συμπολιτών του. Εξαιτίας του ίδιου φόβου που καταδικάστηκε και ο Μιλτιάδης, εξορίστηκε από την Αθήνα, επιλέγοντας το γειτονικό (και εχθρικό με τη Σπάρτη) Άργος, με σκοπό να κατοικήσει εκεί. Τον εξοστράκισαν, ταπεινώνοντας το μεγαλείο και την υπεροχή του, καθώς συνήθιζαν προς όλους εκείνους των οποίων την δύναμη θεωρούσαν ότι αυξήθηκε υπερβολικά, και δεν ήταν σύμμετρη με την «δημοκρατική ισότητα». Ξεκίνησε λοιπόν την μακροχρόνια οδύσσεια της φυγής του, από το Άργος στην Κόρινθο, στην Κέρκυρα, στην Ήπειρο, για να καταλήξει τελικά στην Ασία και στον βασιλιά Αρταξέρξη Α΄ (Ηρόδοτος, 1992β). Η κύρια κατηγορία που τον βάρυνε ήταν ότι κατέφυγε στον Πέρση βασιλιά, αποδεικνύοντας έτσι ότι υπήρξε προδότης και καταδότης ελληνικών στρατηγικών μυστικών σ’ αυτόν.

Ο γιος του Ξέρξη Α΄, όπως αναφέρεται, τον θαύμασε απεριόριστα για την τόλμη και το φρόνημά του και παρήγγειλε στους σημαντικούς υποτελείς του, να του προσφέρουν πλουσιοπάροχα, οτιδήποτε θα επιθυμούσε. Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ο βασιλιάς προσέφερε στον Θεμιστοκλή μεγάλες τιμές, τον όρισε σατράπη και του παραχώρησε κατ’ αρχήν τρεις πόλεις της Μικράς Ασίας για να τον συντηρούν, (ψωμί, κρασί και προσφάγι, αντίστοιχα): τη Μαγνησία[6], (ο Θεμιστοκλής εγκαταστάθηκε εκεί), τη Λάμψακο[7] και τη Μυούντα[8]. Ο Νεάνθης ο Κυζικηνός[9] και ο Φανίας[10] αναφέρουν ακόμη την Περκώτη[11] και την Παλαίσκηψη (Σκήψις)[12], για την κλινοστρωμνή και την ενδυμασία του (Πλούταρχος, 1992, σελ. 97). Ο Θεμιστοκλής κάποια στιγμή, ίσως για να αποφύγει να τεθεί αντίπαλος του Αθηναϊκού στόλου ως ηγέτης του περσικού στόλου, όπως ζητούσε ο Αρταξέρξης Α΄, έδωσε τέλος στη ζωή του. Πριν, τέλεσε θυσία στους θεούς, συγκέντρωσε τους φίλους του και τους αποχαιρέτησε, και ύστερα όπως οι περισσότεροι ισχυρίζονται ήπιε αίμα ταύρου, ή άλλοι δραστικό δηλητήριο και πέθανε στη Μαγνησία, το 460/59 π.Χ., σε ηλικία περίπου 65 ετών, (από τα οποία τα περισσότερα διένυσε στην πολιτική, κατέχοντας διάφορα αξιώματα). Η φιλοπατρία του και η προσωπική του ευθιξία τον οδήγησαν να προτιμήσει να θέσει τέρμα στην ζωή του, μετά από χρόνια εμπλοκής του στην πολιτική και τις στρατηγίες (Σταγειρίτης, 1816). Όταν ο Αρταξέρξης Α΄ έμαθε την αιτία και τον τρόπο του θανάτου του Θεμιστοκλή, θαύμασε ακόμη περισσότερο τον άνδρα και την φιλοπατρία του και εξακολούθησε να διάκειται ευμενώς προς τους φίλους και τους οικείους του (Πλούταρχος, 1992, Τόμος 2, σελ. 103-104). Σύμφωνα με μία δεύτερη εκδοχή που ανήκει στον Θουκυδίδη, ο Θεμιστοκλής ασθένησε και αποβίωσε. Η ταφή του έγινε στη Μαγνησία, όπου στήθηκε λαμπρό μνημείο έξω από τα τείχη της πόλης και ανδριάντας του στην αγορά της. Για τους απογόνους του διατηρήθηκαν τιμητικές διακρίσεις στη Μαγνησία έως τις μέρες του Πλούταρχου, όπως καταμαρτυρούνται από τον Έλληνα Αμμώνιο τον φιλόσοφο[13].   

 

Η Ταφή του Θεμιστοκλή

Η ταφή των οστών του Θεμιστοκλή στην Αττική γη. Πίνακας του Giuseppe Bossi (1777-1815)

Για την «ταφική περιπλάνηση» του Θεμιστοκλή υπάρχουν τρεις γραπτές αρχαίες μαρτυρίες. Κατά τον Θουκυδίδη, η σορός του μεταφέρθηκε κρυφά από συγγενείς του στον Πειραιά, (σύμφωνα με δική του επιθυμία πριν πεθάνει), όπου οι Αθηναίοι έκαναν έναν τάφο από ευγνωμοσύνη για τις μεγάλες υπηρεσίες που πρόσφερε στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αθήνα (Μπέκου, α.χ., σελ. 86). Κατ’  άλλους ιστορικούς όμως αυτή η αφήγηση δεν μπορεί να ισχύει, διότι δεν επιτρέπονταν από τους νόμους, επειδή είχε καταδικαστεί για προδοσία (Νέπωτας, 2005, σελ. 45). Οι πιο έγκυροι ιστορικοί, δέχονται με υπερβολική δυσπιστία την πληροφορία, ότι τελικά οι φίλοι του κατόρθωσαν να μεταφέρουν και να θάψουν τα κόκκαλά του, κρυφά κάπου στην Αττική γη. Κάτι τέτοιο όμως ήταν ολότελα απαγορευμένο για τους εξόριστους (Λευθεριώτης, 1983).

Σύμφωνα με την εκδοχή του Παυσανία οι Αθηναίοι αναγνωρίζοντας μετά θάνατον την αξία της προσωπικότητας του Θεμιστοκλή επέτρεψαν τη μεταφορά των οστών του στην πόλη τους και την εναπόθεσή τους σε σημείο πλησίον της εισόδου του κεντρικού λιμένος Πειραιώς, όπου και ανεγέρθηκε και σχετικό ταφικό μνημείο, (επονομαζόμενο “Θεμιστόκλειον”), σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Την εποχή της περιηγήσεως του Παυσανία, κατά την διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων, σωζόταν το εν λόγω μνημείο.  

Ο Πλάτων ο Κωμικός[14] συμφωνεί με τον Διόδωρο, ο οποίος λέγει (και μαζί του οι Έλληνες της αιωνιότητας, ένας – ένας χωριστά, κι’  όλοι μαζί):

«Το μνήμα σου, καλά είν’ αυτού στημένο,

σημάδι από παντού στους ταξιδιώτες,

θα βλέπει αυτούς που έρχονται κι αυτούς που φεύγουν

και καραβιών αγώνες θα κοιτάζει»

(Πλούταρχος, 1992, Τόμος 2, σελ. 107-109).

Πρόσθετα δυσμενείς φήμες σε βάρος του Θεμιστοκλή είχαν φθάσει στο σημείο να διαδίδουν ότι οι Αθηναίοι είχαν ξεθάψει και πετάξει τα λείψανά του. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο δεν αξίζει να δίνει κανείς πίστη, ούτε στα γραφόμενα του Αθηναίου ρήτορα και πολιτικού Ανδοκίδη στο βιβλίο του «Προς τους Εταίρους», ότι δηλαδή οι Αθηναίοι τα βρήκαν και τα σκόρπισαν, (ψεύδεται, καθώς επιδιώκει να ερεθίσει τους δημοκρατικούς κατά των ολιγαρχικών), ούτε στα λεγόμενα του Φύλαρχου, (Αθηναίος ή Σικυώνιος, συγγραφέας επί Πτολεμαίου του Φιλοπάτορος, των εκστρατειών του Πύρρου), που έστησε στην διήγησή του μία μηχανή σαν αυτές που χρησιμοποιούν στις τραγωδίες, και εμφανίζει στη σκηνή, ως από μηχανής θεό, κάποιον Νεοκλή και κάποιον Δημόπολη, ως γιούς του Θεμιστοκλή, επιζητώντας να προκαλέσει  θόρυβο και συγκίνηση – όλα πλαστά, όπως μπορεί να εννοήσει και ο πιο απλός άνθρωπος.

Τα οστά του Θεμιστοκλή ενταφιάστηκαν σε οστεοφυλάκειο, στην είσοδο του λιμένος του Πειραιά, ώστε να υπάρχει θέα από τον τάφο, της εισόδου του λιμένος και των στενών της Σαλαμίνας, όπου δόθηκε και η θρυλική ναυμαχία. Με την πάροδο των αιώνων χάθηκαν τα ίχνη της ακριβούς θέσης του ταφικού μνημείου, (“ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΙΟΝ”). Έτσι το ζήτημα της ακριβούς θέσης του τάφου του Θεμιστοκλή, αποτέλεσε και αποτελεί μέχρι και σήμερα αντικείμενο διχογνωμίας και αντιπαραθέσεων, (βλ. επόμενους χάρτες).

Μετά την ανασύσταση της πόλης του Πειραιώς, κατά τον 19ο αιώνα, το θέμα του καθορισμού της ακριβούς θέσης του ταφικού μνημείου του Θεμιστοκλή παρέμενε άλυτο, με αρχαιολόγους και μελετητές της εποχής να εκφέρουν αντίθετες απόψεις, βασιζόμενοι σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων, μαρτυρίες αρχαίων και νεότερων περιηγητών και σε πληροφορίες παλαιών χαρτών και πορτολάνων του Πειραιά – [ενδεικτικά μεταξύ άλλων, βλ.  http://el.travelogues.gr/item.php?view=61538]. Ο ίλαρχος Γ. Αγγελόπουλος, φρούραρχος Πειραιώς, επισημαίνει στο έργο του «Στατιστική Πειραιώς», (εκδ. 1852): «Ο τάφος του Θεμιστοκλέους. Ούτος συνίσταται από διπλήν πώρινη λάρνακα  και τινας επίσης πώρινους ογκώδεις σπονδύλους κιόνων περί αυτήν. Κείται δε εις την δυτικήν παραλίαν της Πειραϊκής χερσονήσου, πλησίον της θέσεως Φανάρι»[15].

Εναλλακτικές Θέσεις του Ταφικού Μνημείου του Θεμιστοκλή Σημ.: στον χάρτη ΑΡ το ταφικό μνημείο του Θεμιστοκλή ορίζεται στις δυτικές ακτές της Πειραϊκής χερσονήσου, στον χάρτη ΔΕ ορίζεται στις ακτές της Δραπετσώνας, πλησίον του Λοιμοκαθαρτηρίου και μετά τον όρμο της Κρεμμυδαρούς, ενώ σύμφωνα με άλλη (τρίτη) άποψη βρισκόταν ακριβώς απέναντι. Πηγή: https://mlp-blo-g-spot.blogspot.com/2015/05/Themistocles.html 

Ωστόσο ο φιλόλογος και αρχαιολόγος Ιάκωβος Δραγάτσης (1853-1935), μία εμβληματική προσωπικότητα του Πειραιά, προσδιόρισε από το 1906 με τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης τον χώρο του «Θεμιστόκλειου» στην δεξιά ακτή στην έξοδο από τον Πειραιά, και συγκεκριμένα στην ακτή της Δραπετσώνας, (στην αρχαιότητα Δήμος Θυμοιταδών), όπου το 1909 κτίστηκε εργοστάσιο. Ανασκεύασε επίσης την άποψη που επικράτησε για λίγο, ότι δήθεν το μνημείο βρισκόταν στην απέναντι Πειραϊκή Ακτή, (στην θέση «Ξυλοφάναρο»).

Θέση Ταφικού Μνημείου του Θεμιστοκλή στην Δραπετσώνα. Σχεδιάγραμμα του Δραγάτση που δείχνει τον “αγκώνα”, την “κάμψη εντός” Πηγή: Δραγάτσης, 1910

Το κύριο επιχείρημά του για το ότι ο τάφος δεν μπορούσε να βρίσκεται στο Ξυλοφάναρο, (ούτε στον χώρο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, όπου επιχειρήθηκε να “τοποθετηθεί” αργότερα), ήταν ότι οι τύμβοι που βρέθηκαν στην Πειραϊκή ακτή ήταν οικογενειακοί τάφοι. Όμως ο Θεμιστοκλής δεν χρειαζόταν τάφο (για τη σωρό του) αλλά οστεοφυλάκειο. Επίσης ο τύμβος είχε κατασκευαστεί για το μεγάλο ηγέτη και δεν θα ήταν κοινός με άλλους ενταφιασθέντες. Το γεγονός λοιπόν ότι οι εν λόγω τύμβοι ήταν «τάφοι» και «οικογενειακής μορφής», αρκούσε για να αποδειχθεί ότι δεν αναφέρονταν στον Θεμιστοκλή. O τύμβος στην Δραπετσώνα πληρούσε την περιγραφή του Διόδωρου, είχε μία μόνο κρύπτη γι’ ένα οστεοφυλάκειο και βρισκόταν στον καταλληλότερο χώρο για να κτιστεί το μνημείο, καθώς εκεί είχαν βυθιστεί τα πλοία των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ο Δραγάτσης μετάφρασε ορθά το χωρίο του Διόδωρου, και αυτό ήταν αρκετό για τον προσδιορισμό του χώρου[16].

Τα επιχειρήματα του Δραγάτση δεν εξαντλούνται εδώ. Θυμίζει εκφράσεις του Παυσανία, του Πλούταρχου, του Διόδωρου, του Πλάτωνα Κωμικού, κ.α. Χωρία με τα οποία δείχνει πόσο ταιριάζει αυτή η τοποθεσία σε όλες τις περιγραφές. Το συγκεκριμένο μέρος είναι συμβατό με την πληροφόρηση περί της χωροθέτησης του ταφικού μνημείου του Θεμιστοκλή έξω από τα τείχη της πόλης, όπως αποτυπώνεται και στην Εικόνα 4. Επίσης θυμίζει ότι στον τόπο αυτό ακόμη ψαρεύεται η αθερίνα (αφύες) όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης και όπως θα υποδείξει ο τυχαίος ψαράς που θα τον ρωτήσεις. Πρόσθετα μόνο στην Δραπετσώνα το μνημείο είναι “κρηπίς ευμεγέθης” και υπάρχει “περί την κρηπίδα βωμοειδές”. Στην Φρεαττύδα ο περίβολος είναι τετράγωνος ενώ στην Δραπετσώνα στρογγυλός (βωμοειδής).

Το Οστεοφυλάκειο του Θεμιστοκλή στην Δραπετσώνα (1910) Πηγή: Δραγάτσης, 1910

Ορισμένοι σύγχρονοι ισχυρίζονται ότι υπάρχουν αρχαίες πέτρες στο Θεμιστόκλειο μνημείο που γράφουν “ΘΕ … ΚΛΗΣ” ή “ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΙΟΝ”, γκραβούρες που το δείχνουν, χάρτες που το σημειώνουν, τοπογραφικά των Λιπασμάτων του ’38, του ’53, και του ’78 που το υποδεικνύουν, ιστορικές αναφορές του Φωτιάδη την περίοδο του 1827, που προσδιορίζουν το Θεμιστόκλειο στον χώρο του (μετέπειτα) εργοστασίου Λιπασμάτων, κ.α.

Σημειώνεται ότι ο Δραγάτσης έκανε και ανασκαφή στην Δραπετσώνα, μαζί με τον Αλ. Σαχτούρη (1851-1926), αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (1907-1911), καθώς ο ίδιος δίδασκε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Βρήκαν συλημένο τον τάφο, αρχαία λιθοδομή, την κοιλότητα βάθους 0,77 εκ. και διαμέτρου 0,75 εκ., όπου είχαν αποτεθεί τα οστά, βρήκαν και οστά, όχι του Θεμιστοκλή κατ’ ανάγκη, αλλά ίσως άλλων που μπορεί να είχαν ταφεί αργότερα, μετά τη σύληση του μνημείου.

Ωστόσο στις αρχές του 20ού αιώνα, μία μεγάλη έκταση στις ακτές της Δραπετσώνας, από τον λιμενοβραχίονα του Κράκαρη μέχρι τον όρμο των Σφαγείων παραχωρήθηκε σε άκρως συμφέρουσα τιμή από το κράτος, σε μία ομάδα ισχυρών οικονομικών και τραπεζικών παραγόντων με επικεφαλής τον Νικόλαο Κανελλόπουλο, οι οποίοι ίδρυσαν την Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων – (Α.Ε.Ε.Χ.Π.Λ.), της οποίας η εργοστασιακή μονάδα οικοδομήθηκε στην εν λόγω περιοχή[17]. Όπως είναι λογικό η ύπαρξη ενός σημαντικού αρχαιολογικού χώρου θα αποτελούσε τροχοπέδη για την εγκατάσταση αυτή και την βιομηχανική αξιοποίηση της περιοχής. Έτσι σύμφωνα με ορισμένους μελετητές «επιβλήθηκε» η χειραγώγηση ιστορικών και αρχαιολόγων, περί της τοποθεσίας της Πειραϊκής χερσονήσου πλησίον της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, ως η αληθινή θέση για το ταφικό μνημείο του Θεμιστοκλή και λησμονήθηκε εντέχνως η τεκμηριωμένη άποψη του Δραγάτση για την Δραπετσώνα[18].

Το Οστεοφυλάκειο του Θεμιστοκλή στην Δραπετσώνα (2010)

Πράγματι από την απέναντι πλευρά του λιμένα στον τομέα της σημερινής Ναυτικής Διοίκησης Αιγαίου (ΝΔΑ) υπάρχει ένα τετράγωνο κρηπίδωμα λαξευμένο στον θαλάσσιο βράχο και πλάι του είχαν βρεθεί πεσμένοι σπόνδυλοι μίας στήλης. Τα ευρήματα αυτά ήταν αιτία να θεωρηθεί ότι εκεί βρίσκονταν τα ταφικό μνημείο του Θεμιστοκλή (Βενάρδος, 1999, σελ. 90-95) · (Πανάγος, 1996, σελ. 68). Η στήλη αυτή μνημονεύεται ως η «στήλη του Θεμιστοκλή» (Matyszak, 2019, σελ. 177).

Ωστόσο ο Ηρόδοτος αναγράφει ότι τρεις περσικές τριήρεις του Ξέρξη έπεσαν επάνω στον ύφαλο Μύρμηξ, (σημερινός Λευτέρης, στενά Σκιάθου – Θεσσαλίας) και στη συνέχεια οι Πέρσες έκτισαν μία πέτρινη στήλη από ογκόλιθους επάνω στον ύφαλο, για να τον επισημάνουν[19]. Μετά από αυτό, πέρασε με ασφάλεια τον δίαυλο όλος ο στόλος του Ξέρξη προς τον Ευβοϊκό. Αυτό το μέσο σήμανσης για την ασφάλεια των πλοίων, που δεν φωτιζόταν στην αρχαία ελληνική ονομαζόταν «αλεώριο». Στους αιώνες που πέρασαν, η στήλη κατέρρευσε, ώσπου όταν το 1928 το πλοίο «Πηνειός» μετέβη για συντήρηση του υφιστάμενου πλέον φάρου, ο ναύαρχος Στυλιανός Λυκούδης, πρωτοπόρος του Φαρικού Δικτύου στην Ελλάδα, έστειλε δύτες του Πολεμικού Ναυτικού στον ύφαλο. Οι δύτες ανέσυραν οκτώ (8) μεγάλους ογκόλιθους, διαμορφωμένους με χτένι, βάρους 700-1.200 κιλών ο καθένας. Το υλικό τους ήταν δολομίτης από την κοντινή Σηπιάδα, όπου υπήρχαν και ίχνη αρχαίου λατομείου. Καθώς η χρονολογία ήταν βεβαιωμένη από τον Ηρόδοτο (480 π.Χ.), θεωρήθηκε το αρχαιότερο έργο (στην Ελλάδα) σχετικά με την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας … 2,5 αιώνες προγενέστερο του φάρου της Αλεξάνδρειας.

Στην εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου (1948), ο ναύαρχος Στυλιανός Λυκούδης, που χάρη στις ενέργειές του έγινε κατορθωτή αυτή η διεθνούς σημασίας ανακάλυψη, γράφει: «Το αλεώριο του Ξέρξη στον ύφαλο Λευτέρης του διαύλου της Σκιάθου: στον δίαυλο της Σκιάθου (μεταξύ αυτής και της Θεσσαλίας) υπάρχει ένας από τους πιο επικίνδυνους υφάλους, ο ύφαλος Λευτέρης ή Μύρμηξ, με βάθη νερού 1-2 μέτρα. Το στενό της Σκιάθου, παρόλο που έχει πλάτος περίπου 2,5 μίλια, στην πραγματικότητα είναι πολύ στενότερο, καθώς προς την μεριά της Σκιάθου υπάρχουν πολλά ρηχά, τα λεγόμενα «Έλενα», και στη μέση ο Λευτέρης με μήκος (από Β προς Ν) περίπου 170-180 μ. και πλάτος περίπου 80 μ. Το αποτέλεσμα είναι το στενό της Σκιάθου να είναι από τα πιο επικίνδυνα για την ναυσιπλοΐα … και πολλά καράβια είτε έπεσαν στον Λευτέρη, είτε έκατσαν στα ρηχά της Έλενας», ενώ σε υποσημείωση του Λυκούδη, αναφέρεται ότι αποτελούν μέρος της πρώτης του ανακοίνωσης (ως Ακαδημαϊκού) στην Ακαδημία Αθηνών, το 1928.

Αυτοί οι ογκόλιθοι που ανασύρθηκαν, τοποθετήθηκαν σε έκταση του Πολεμικού Ναυτικού στον Πειραιά – το 1952 έγινε αποκατάσταση λείας στήλης σε τετράγωνη περίφραξη (Garland, 2018, σελ. 192, 247). Στα μετέπειτα χρόνια η ιστορία του αλεώριου ξεχάστηκε. Η ύπαρξη και η τύχη του αναδείχθηκε στη συνέχεια, από την έρευνα που δημοσιεύτηκε (2017) στο ιστορικό βιβλίο της Κατερίνας Κουρκούμπα – Δελακουβία:  «Σκιάθος. Από την προϊστορία στον 21ο αιώνα». Αυτό που ιστορούσε ο Ηρόδοτος, θρυλούσε η λαϊκή παράδοση και διηγούνταν ο Παπαδιαμάντης, είχε διασωθεί στους αιώνες, είχε ανασυρθεί από τα βάθη της θάλασσας από το Πολεμικό Ναυτικό και βρισκόταν στο προαύλιο της Ναυτικής Διοίκησης Αιγαίου, στον Πειραιά. Φορέας της Σκιάθου έχει υποβάλει αίτημα, για τη μεταφορά σε δεσπόζουσα θέση στο λιμάνι της Σκιάθου, του αλεώριου του Ξέρξη.

Η Στήλη του Θεμιστοκλή (;)

 

Η Επιτύμβια Στήλη του Θεμιστοκλή (2014)

Όταν το 1999 το εργοστάσιο των Λιπασμάτων στην Δραπετσώνα σταμάτησε τη λειτουργία του, η υπόθεση του ταφικού μνημείου του Θεμιστοκλή αναζωπυρώθηκε, με την έριδα διεκδίκησής του μεταξύ δύο Δήμων: του ενοποιημένου πλέον Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας και του Δήμου Πειραιά. Και οι δυο Δήμοι τεκμηριώνουν τις απαιτήσεις τους στα ίδια αρχαία κείμενα – οι ερμηνείες απλώς διαφέρουν. Οι αρχαιολόγοι δεν απορρίπτουν κανένα από τους δύο χώρους ως το πραγματικό μνημείο του Θεμιστοκλή και αφήνουν να πλανάται το ερώτημα, που συνήθως συνοδεύει τους επιφανείς άνδρες. Στις 23 Ιουλίου του 2014, ο Δήμος Κερατσινίου-Δραπετσώνας τοποθέτησε και αποκάλυψε με σχετική τελετή, μία επιτύμβια στήλη προς τιμήν του Θεμιστοκλή, έναντι του σημείου όπου θεωρείται ότι τοποθετήθηκαν τα οστά του, κινώντας τις διαδικασίες για σχετικές άδειες ανασκαφών και διεκδικώντας με αυτήν την κίνηση επίσημα την θέση του οστεοφυλακείου του Θεμιστοκλή.

Από την πλευρά μας θεωρούμε ότι μπορεί να έχουν και οι δύο προσεγγίσεις «κάποιο δίκιο»:  θα μπορούσε να υπάρχει κάποιο αρχαίο κτίσμα στην περιοχή της Ναυτικής Διοίκησης Αιγαίου (ΝΔΑ), το οποίο να σχετιζόταν με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ίσως και με τον Θεμιστοκλή, αλλά σίγουρα το ταφικό του μνημείο δεν θα μπορούσε να βρισκόταν στα όρια της πόλης αλλά εκτός αυτών. Συνεπώς συμφωνούμε με την άποψη του Δραγάτση. Έτσι, εμείς οι Έλληνες, γεμάτοι από τις ιδιόμορφες ευαισθησίες μας και με τις έντονες πιέσεις της ιστορικής και εθνικής συνείδησής μας, θα έχουμε πάντα ξεχωριστούς λόγους να πιστεύουμε, ότι ο Θεμιστοκλής, ως διάστερο κόσμημα του προγονικού «είναι» μας, βρίσκεται θαμμένος στην φυσική του θέση, δηλαδή εκεί όπου τα κύματα γλυκοφιλούν και ξεσπούν ατέλειωτα σε μία ακτή του Πειραιά, που τόσο αγάπησε και ανέδειξε, κάπου εκεί κοντά στην είσοδο του σύγχρονου λιμένα, «ατενίζοντας» τα στενά της Σαλαμίνας.

Επίμετρο

Όμως, ούτε οι Λακεδαιμόνιοι με την έχθρα τους, ούτε οι Αθηναίοι με τον φθόνο τους, ούτε κανένας άλλος μπόρεσε να στερήσει από τον Θεμιστοκλή την δόξα του. Και τούτο γιατί η δίκαιη μαρτυρία της Ιστορίας διατήρησε την φήμη του, διαλαλώντας την με ασίγαστη φωνή ανά τους αιώνες. Διότι πραγματικά είναι δίκαιο και συμφέρον για μία κοινωνία να κατηγορεί η Ιστορία τους ανάξιους που βρέθηκαν στην εξουσία, ενώ αντίθετα εκείνους τους ηγέτες που την ευεργέτησαν να τους χαρίζει αθάνατη μνήμη και να αποτελούν παράδειγμα για μίμηση για τις μέλλουσες γενεές. Ποιος άλλος ηγέτης της ιστορίας με μία και μόνη πράξη του κατάφερε να ξεπεράσει άλλους αρχηγούς, η πόλη του τις άλλες Ελληνικές πόλεις και οι Έλληνες τους βαρβάρους; (Βλασόπουλος, 2020) Ποιος άλλος ηγέτης αντιμετωπίζοντας ολόκληρη στρατιά από την Ασία και ενώ οι κάτοικοι της πόλης του εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, διεξήγαγε μάχη και νίκησε; (Βολωνάκης, 1997) Ποιος σε περίοδο ειρήνης ισχυροποίησε την πατρίδα του με έργα όπως αυτός; Ποιος όταν η πατρίδα του υπέφερε από την μεγαλύτερη απειλή, την διέσωσε μ’ ένα μόνο τέχνασμα, μειώνοντας την δύναμη του εχθρού στο μισό, ώστε να νικηθεί εύκολα από τους Έλληνες; Εξετάζοντας το μέγεθος των έργων του Θεμιστοκλή ανακαλύπτουμε ότι υπέστη ατίμωση από την πόλη του, ενώ η Αθήνα επιβίωσε και εξυψώθηκε από τις πράξεις του. Εύλογα συμπεραίνουμε ότι η Αθήνα που θεωρείται ότι διέθετε τη μεγαλύτερη σοφία και δικαιοσύνη, προς τον Θεμιστοκλή φέρθηκε με σκληρότητα, αφήνοντας να περάσει η προσφορά της ηγεσίας του στην πόλη, στην δημοκρατική της διακυβέρνηση και στους συμπολίτες του απαρατήρητη (!)

Μετά από πολλά χρόνια, γύρω το 395 π.Χ., η μνήμη του Θεμιστοκλή ίσως να αποκαταστάθηκε στην Αθήνα, μέσω ενός ανάλογου μνημείου σε περίοπτη θέση, όταν οι πολίτες της έλαβαν την απόφαση να αναγείρουν ξανά τις οχυρώσεις του Πειραιά, που είχαν καταστραφεί μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Μετά από περίπου 150 έτη στο «Συμπόσιον», (8, 39)[20], ένα από τα σωκρατικά έργα του Ξενοφώντα[21], (που αποτελεί έναν διάλογο γραμμένο μεταξύ του 390 και 370 π.Χ.), οι Αθηναίοι αναγνωρίζουν τον Θεμιστοκλή, «της Ελλάδος τον ελευθερωτήν και απάντων καθ’ εαυτών ανδρών ενδοξότατον» (Μαριδάκης, 1963, σελ. 45). Αργότερα άγαλμα του Θεμιστοκλή τοποθετήθηκε στο θέατρο του Διονύσου, δίπλα σ’ εκείνα των μεγάλων τραγικών, Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη (Garland, 2018, σελ. 192, 193).

Η ιστορία στην Ελλάδα συνεχίζεται στον ίδιο ρυθμό: αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τους μύθους της Αθήνας ο παλαιός βασιλιάς τους ο Θησέας, που θεωρείται ως ο ιδρυτής της πόλης, εκείνον που την έκανε ισχυρή και ανεξάρτητη από τους Κρήτες βρισκόταν θαμμένος στη Σκύρο, όπου είχε καταφύγει εξόριστος, μετά από την δυσμένεια των συμπολιτών του (Κυριαζής, 2002, σελ. 155). Ο Κίμων δεκάδες χρόνια μετά, το 475 π.Χ. ανακαλύπτει τον τάφο του Θησέα στη Σκύρο. Μεταφέρει τα οστά στην Αθήνα και κτίζει το περίλαμπρο Θησείο.

 Ο Θεμιστοκλής θα παραμείνει αιώνια, ένα από τα βασικά κεφάλαια του Ελληνισμού και μοναδικός αστείρευτος πολιτικός δάσκαλος, για όσο καιρό τουλάχιστον, θα υπάρχει στην γη το παραμύθι της ζωής και θα συνεχίζεται το παιχνίδι της εξουσίας. Η ζωή, οι σκέψεις, τα οράματα και οι επιτυχημένες δράσεις του απέναντι σε κινδύνους και δύσκολες περιόδους, μπορούν να αποτελέσουν οδηγό για σύγχρονους πολιτικούς άνδρες, οι οποίοι έχουν να αντιμετωπίσουν ανάλογα προβλήματα. Ο τάφος του βρίσκεται σίγουρα στα εδάφη του αγαπημένου του Πειραιά και η μνημειώδης φράση του: «Πάταξον μεν, Άκουσον δε», θα βρίσκεται στις καρδιές των παρουσών και των μελλοντικών γενεών των Ελλήνων.

Είμαστε σίγουροι ότι οι παραδόσεις μας ως Ναυτικού Έθνους, η Ναυτοσύνη μας, ο πολιτισμός και η διαχρονική κληρονομιά μας, η φιλοτιμία μας ως λαού, τα κείμενα και οι αφηγήσεις των παλαιότερων, εξακολουθούν να φλογίζουν την καρδιά και τη σκέψη των συμπολιτών μας. Με αυτήν την βεβαιότητα και με γνώμονα την υποχρέωση, προβολής της Ιστορικής Αλήθειας στις νεώτερες γενεές, ανάδειξης της σκέψης, των δράσεων και της προσωπικότητας του «Αριστόβουλου Θεμιστοκλή», υπενθύμισης των αδυναμιών της φυλής, χορήγησης ενέσεως αισιοδοξίας για την αντιμετώπιση  κρίσιμων καταστάσεων, υποβάλουμε κατ΄ αρχήν ορισμένες προτάσεις – εισηγήσεις, για εξέταση και προγραμματισμό υλοποίησης:

α. Πλήρη αποκατάσταση και ανάδειξη του εγκαταλελειμμένου μνημείου ταφής του Θεμιστοκλή, με μέριμνα του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας,

β. Απονομή από ειδική σύνοδο της Βουλής των Ελλήνων, της υπέρτατης τιμής “Άξιον τέκνον της Ελλάδος. Σωτήρα και Ευεργέτη της Πατρίδος”, στον Αριστόβουλο Θεμιστοκλή, με πρόβλεψη τοποθέτησης ειδικού σήματος στο ταφικό του μνημείο, μετά την πλήρη του αποκατάσταση, στην περιοχή της Δραπετσώνας,

γ. Καθιέρωση ετήσιου διαγωνισμού Ελληνικής Ναυτικής Ιστορίας, βράβευσης μαθητών γυμνασίων της χώρας, σε συγκεκριμένη κάθε χρονιά θεματική ενότητα, με μέριμνα της Ένωσης Απόστρατων Αξιωματικών Ναυτικού (ΕΑΑΝ) – πρώτο έτος για τον Θεμιστοκλή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

  • Βενάρδος, Παναγιώτης. (1999). Που Ετάφη ο Θεμιστοκλής; – περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ, τεύχος 367, σελ. 90-95, Αθήνα: ΠΑΠΥΡΟΣ ΠΡΕΣΣ
  • Βιδάκης Ιωάννης & Γεωργαντάς Δημήτριος.(2021). Ο Αριστόβουλος Θεμιστοκλής. Ηγεσία, Δημοκρατία και Ελευθερία στην Αρχαία Αθήνα, Αθήνα: Ινφογνώμων
  • Βλασόπουλος, Κώστας. (2020). Έλληνες και Βάρβαροι1: Επαφές, Συγκρούσεις, Ανταλλαγές, Αθήνα: Mathesis, διαθέσιμο στο: https://mathesis.cup.gr/courses/course-v1:GreekCivilization+GC3.1+20A/course/, 18-3-2020
  • Βολωνάκης, Ιωάννης. (1997). Της αρχαίας Ελλάδος οι Μεγάλοι Ηγέται, σελ. 79-136, Αθήνα: Γεωργιάδης
  • Διόδωρος Σικελιώτης. (1998). Βιβλιοθήκη Ιστορική, Βίβλος Ενδέκατη, Τόμος Έβδομος, μετάφρ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα: Κάκτος
  • Δραγάτσης, Ιάκωβος. Χ., (1910). Το Θεμιστόκλειον, εκδ. Βασιλική, Τυπογραφία Παφτάκη-Παπαγεωργίου
  • Ηρόδοτος. (1992α). Ιστορία 7. Πολύμνια, μετάφρ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα: Χατζόπουλος
  • Ηρόδοτος. (1992β). Ιστορία 8. Ουρανία, μετάφρ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα: Χατζόπουλος
  • Θουκυδίδης. (1926). Ιστορίες, μετάφρ. Ελευθερίου Βενιζέλου, Αθήνα: Μεταίχμιο
  • Κυριαζής, Νίκος. (2002). Ο Ξένος μου ο Θεμιστοκλής, πρώτη έκδοση 1994, τρίτη έκδοση Σεπτέμβριος 2002, [δεύτερο βιβλίο στη σειρά: «Η τριλογία των Περσικών Πολέμων»], Αθήνα: Εστία
  • Λευθεριώτης, Σταμάτης. (1983). Ο Γνωστός και Άγνωστος Θεμιστοκλής, περιοδικό Ναυτική Επιθεώρηση, τεύχος 419, τόμος 117, ΙΑΝ-ΦΕΒ 1983, σελ. 61-74, Αθήνα: ΥΙΝ
  • Μαριδάκης, Γεώργιος Σ. (1963). Ο Νόμος του Θεμιστοκλέους περί Θαλασσίου Εξοπλισμού», Αθήνα: Αγγ. Κλεισιούνης
  • Μπέκου, Αγγελική, (α.χ.). Θεμιστοκλής – Αθηναίος πολιτικός και  ναύαρχος,  στη σειρά Επιφανείς Προσωπικότητες της Αρχαίας Ελλάδας, Αθήνα: ΒΟΛΟΝΑΚΗ
  • Νέπωτας, Κορνήλιος. (2005). Βίοι, σελ. 27-45, μετάφρ. Γιαννακόπουλος Ε.Π., Αθήνα: Παπαδήμας
  • Πανάγος Χρήστος Θ. (1996), Κουβεντιάζοντας με το Θεμιστοκλή – Το ‘’ΚΑΤΗΓΟΡΩ” του φιλελευθέρου θεμελιωτή του αρχαίου Πειραιά προς τους σύγχρονους πολιτικούς, εκδ. ΕΣΤΙΑ
  • Πλούταρχος. (1992). Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής – Κάμιλλος, τόμος 2, μετάφρ. Μ. Μερακλής, Αθήνα: Κάκτος
  • Σταγειρίτης, Αθανάσιος. (1816). Βίος Θεμιστοκλέους του Αθηναίου, Συλλεχθείς εκ πολλών Συγγραφέων, και παραφραστείς εις την απλουστέραν Ελληνικήν γλώσσαν υπό Αθανασίου Σταγειρίτου, Καθηγητού της Ελληνικής Γλώσσας εν τη εν Βιέννη της Αουστρίας Καισαροβασιλική Ακαδημία των Ανατολικών γλωσσών, εν τη τυπογραφία του Ιωάνν. Βαρθ. Τσβεκίου
  • Garland, Robert. (2018), Η Αθήνα στις Φλόγες – Η Περσική Εισβολή στην Ελλάδα και η Εκκένωση της Αθήνας, μετάφρ. Χρ. Καψάλης, Αθήνα: εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ
  • Matyszak, Philip. (2019), 24 ΩΡΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ – ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΗΣ, μετάφρ. Π. Τομαράς Πάνος, Αθήνα: εκδ. ΟΞΥ

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Φράση από τον Επιτάφιο του Περικλή του Θουκυδίδη.  

[2] Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αιγαίου, (Σχολή Επιστημών της Διοίκησης, Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος), MΔΣ στα Οικονομικά, στη Ναυτική Επιστήμη & Στρατηγική και στην Εκπαίδευση, MSc. Logistics, Αρχιπλοίαρχος (Ο) Π.Ν., ε.α., (e-mail: johnvidos2000@yahoo.gr)

[3] ΜΔΣ στη Ναυτική Επιστήμη & Στρατηγική, Αμυντικές και Στρατηγικές Σπουδές, Διοίκηση Μονάδων Υγείας, Διοίκηση Πολιτιστικών Μονάδων, Msc. Logistics, Υποναύαρχος (Ο) Π.Ν., ε.α., (e-mail: geoioaeba@yahoo.gr)

[4] ΜΔΣ στη Ναυτική Επιστήμη & Στρατηγική, Αρχιπλοίαρχος (Ο) Π.Ν., ε.α., (e-mail: gpan05@hotmail.com)

[5] Ο Περικλής ήταν 39 ετών όταν ο Θεμιστοκλής πέθανε. Είναι φανερό ότι τον γνώριζε καλά, είχε λάβει αρκετά στοιχεία απ’ αυτόν και υπήρξε μέντοράς του.

[6] Η Μαγνησία του Μαιάνδρου ήταν μία από τις δύο πόλεις με το όνομα Μαγνησία που ίδρυσαν οι Μάγνητες της Θεσσαλίας στη Μικρά Ασία τον 10ο αιώνα π.Χ. Σημαντική σε πληθυσμό, με μεγάλη παραγωγή σιτηρών, βρισκόταν σε στρατηγική τοποθεσία των πόλεων Πριήνη, Έφεσος και Τράλλεις. Αργότερα προστέθηκε στην ονομασία της το «του Μαιάνδρου» για να ξεχωρίζει από την κοντινή πόλη της Λυδίας, Μαγνησία του Σίπυλου, την άλλη αποικία των Μαγνητών στην περιοχή.

[7] H Λάμψακος ήταν αρχαία ελληνική αποικία των Φωκαέων, χτισμένη σε στρατηγική θέση στις ακτές του Ελλησπόντου στην βόρεια Τρωάδα, με μεγάλη παραγωγή κρασιών. Στην θέση της σήμερα υπάρχει η Τουρκική πόλη Lapseki.

[8] Η/Ο Μυούς ήταν αρχαία πόλη της Ιωνίας, χτισμένη στις εκβολές του Μαιάνδρου, με σημαντική αλιεία. Η πόλη χτίστηκε τον 11ο αιώνα π.Χ. από Ίωνες που προέρχονταν από την Αττική. Σήμερα βρίσκεται το Τουρκικό χωριό Avşar Kalesi.

[9] Ο Νεάνθης ο Κυζικηνός (μέσα 3ου αιώνα π.Χ.). Ήταν μαθητής του ρήτορα Φιλίσκου του Μιλήσιου και υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας.

[10] Ο Φανίας ο Ερέσιος (4ος αιώνας π.Χ.) ήταν φιλόσοφος και μαθητής του Αριστοτέλη. Μεταξύ των έργων του είναι το «Προς τους Σοφιστές».

[11] Η Περκώτη βρίσκονταν στη νότια ασιατική πλευρά του Ελλησπόντου και στα βόρεια της Τροίας. Σύμφωνα με τον Φανία τον Ερέσιο, δόθηκε στον Θεμιστοκλή από τον Αρταξέρξη Α΄, ως τόπος διαμονής του.

[12] Η Σκήψις ήταν πόλη Τρωική της Μυσίας, (σήμερα χωριό Kurşuntepe), κοντά στην πόλη Bayramiç της Τουρκίας. Εκεί φιλοξενήθηκε η βιβλιοθήκη του Αριστοτέλους, προτού μετακινηθεί σε Αλεξάνδρεια και Πέργαμο. Κτίστηκε πρώτα η Παλαίσκηψις και αργότερα η Σκήψις στο όρος Ίδη. Στην νέα αυτή πόλη ανακαλύφθηκαν τα έργα των φιλοσόφων Αριστοτέλη και Θεόφραστου, κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. Ο μαθητής τους Νηλεύς (4ος – 3ος αιώνας π.Χ.), μετέφερε τα συγγράμματα των διδασκάλων του από την Αθήνα στην πατρίδα του τη Σκήψιν. Αργότερα οι διάδοχοι και αγράμματοι συγγενείς του Νηλέως, έκλεισαν τα συγγράμματα σε μία αποθήκη και τα άφησαν να σαπίσουν. Τριακόσια περίπου χρόνια μετά, ο πλούσιος συλλέκτης βιβλίων από την Ιωνική Τέω, Απελλικών, ανακάλυψε τα χειρόγραφα και αφού τα αγόρασε, τα επέστρεψε στον τόπο συγγραφής τους την Αθήνα.

[Πηγή: https://staikoslibraries.gr/gr/prosopa/item/86-nileas.html]

[13] Ο Αμμώνιος Σακκάς (175 – 242 μ.Χ.), από τους ιδρυτές του Νεοπλατωνισμού,  φιλόσοφος, από την Αλεξάνδρεια, διδάσκαλος του Πλούταρχου.

[14] Αθηναίος ποιητής της αρχαίας αττικής κωμωδίας, σύγχρονος του Αριστοφάνη.

[15]  https://mlp-blo-g-spot.blogspot.com/2015/05/Themistocles.html

[16] Λανθασμένη μετάφραση είχε προκαλέσει την αναζήτηση του τάφου στην Πειραϊκή. Λέει ο Δραγάτσης ότι το χωρίο του Διόδωρου που παραθέτει ο Πλούταρχος, ερμηνεύτηκε λάθος ή παρεξηγήθηκε, κι αυτό έγινε σε καιρούς που η τοπογραφική έρευνα στην χώρα μας ήταν ακόμη στα σπάργανα. Στη συνέχεια  εξηγεί ποιο ήταν το μεταφραστικό λάθος που έκαναν αγνοώντας το “περί τον λιμένα” και το “πρόκειται οίων αγκών” και διαβάζοντας λάθος το “από του κατά τον Άλκιμον”. Αντί να ερμηνεύσουν «απέναντι από το ακρωτήριο του Άλκιμου», (σημερινό Χατζηκυριάκειο) θεώρησαν «το ακρωτήριο του Άλκιμου». Αγνόησαν δηλ. το “από του”. Πρόσθετα δεν πρόσεξαν τον «αγκώνα», την εξοχή, όπου αργότερα έγινε ο μώλος του Κράκαρη δεξιά, στην έξοδο από το λιμάνι. Στην απέναντι πλευρά (αριστερά στην έξοδο), δεν εμφανίζεται κάτι σαν εξοχή. Ούτε δόθηκε σημασία στο “κάμπτεται εντός”, πράγμα που συμβαίνει μόνο στην παραλία Λιπασμάτων, μόλις βγούμε από του Κράκαρη, και δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι το μνημείο βρισκόταν στο “υπεύδειον της θαλάσσης”, εκεί όπου γαληνεύει η θάλασσα, (ενώ στην Φρεαττύδα το κύμα δεν παύει καθόλου).

[17] «Στην Δραπετσώνα, (δυτικό άκρο Πειραιά), στα τέλη του 19ου αιώνα, στεγάζονταν βιομηχανίες, βιοτεχνίες, τα σφαγεία, η πυριτιδαποθήκη και λίγοι μόνιμοι κάτοικοι: το 1880 εγκαταστάθηκε το ατμοκίνητο σαπωνοποιείο Αφών Ζαβογιάννη, ακολούθησε το ελαιουργείο-σαπωνοποιείο Σαραϊντάρη και το 1904 το βυρσοδεψείο Μιχαλινού. Την ίδια περίοδο κατασκευάστηκε ο  σταθμός  της γραμμής Πειραιώς-Λαρίσης στον Άγιο Διονύσιο και μεταφέρθηκε το μηχανουργείο Βασιλειάδη στου Κράκαρη, λόγω της επέκτασης του λιμανιού. Στον διπλανό όρμο Φωρών άρχισε να λειτουργεί το αγγειοπλαστείο – τσιμεντοποιείο Ζαβογιάννη-Ζαμάνη & Σία ενώ το 1909, ξεκίνησε η κατασκευή του εργοστασίου της Α.Ε.Ε.Χ.Π.Λ. Το 1913 ολοκληρώθηκαν οι μόνιμες δεξαμενές ελλιμενισμού των πλοίων. Πλάι στο εργοστάσιο της Α.Ε.Ε.Χ.Π.Λ., στην βόρεια πλευρά του, στην επίπεδη περιοχή, πάνω από τον όρμο των Σφαγείων ξεκίνησε μετά το 1910 το κτίσιμο του συνοικισμού, στον οποίο θα διέμεναν οι υπάλληλοι, το εξειδικευμένο προσωπικό της εταιρείας και ορισμένοι εργάτες (αρχική χωρητικότητα 325 άτομα). Εμπνευστής του συνοικισμού ήταν ο μέτοχος της εταιρείας Λεόντιος Οικονομίδης». [Πηγή: http://www.eie.gr/nhrf/institutes/inr/structure/sectionb2/ section_b2tekmeria-drapetswna-gr.html]

[18] Θαυμαστής και ο ίδιος του Θεμιστοκλή αλλά και των έργων του, γράφει ο Δραγάτσης σε ένα σημείο του βιβλίου του (1910, σελ.32, 33): «Πάντων δ’ έσχατον, αφ’ ου εφθάσαμεν εις το τέλος του λόγου του περί του Θεμιστοκλείου θα ηδύνατό τις να είπη πόσον αρμόζει η θέσις, όχι μόνον προς τα γεγραμμένα, αλλά και προς αυτό τούτο, προ το να ιδρυθεί δηλ. μνημείον τιμητικόν τοιούτου ανδρός, αλλά και τοιούτου γεγονότος αναμνηστικόν, όχι μόνον διότι ο τόπος, ως είπομεν, απανταχόθεν είνε σύνοπτος, αλλά και διότι κείται εις τόσον καλόν σημείον, ώστε και δια τους εισπλέοντας και δια τους εκπλέοντας και δια πάντα εκείθεν παριόντα και το στενόν της Σαλαμίνος να δεικνύει και το μέγεθος της νίκης του Θεμιστοκλέους να υπομιμνήσκη και το υπέροχον της διανοίας του ανδρός εις τον νουν να επαναφέρει, ου μην αλλά να κείται εκεί προσόψιος άλλων ομοίως εξεχόντων σημείων και μετ’ αυτών να αναπολή εις την μνήμην την όλην εικόνα των εκεί τελεσθέντων».

[19] Υπολογίζεται ότι από την αρχαιότητα, η στάθμη της θάλασσας έχει ανέβει περίπου ενάμισι μέτρο (Garland, 2018, σελ. 234).

[20] «[39] εἰ οὖν βούλει τούτῳ ἀρέσκειν, σκεπτέον μέν σοι ποῖα ἐπιστάμενος Θεμιστοκλῆς ἱκανὸς ἐγένετο τὴν Ἑλλάδα ἐλευθεροῦν, σκεπτέον δὲ ποιά͂ ποτε εἰδὼς Περικλῆς κράτιστος ἐδόκει τῇ πατρίδι σύμβουλος εἶναι, ἀθρητέον δὲ καὶ πῶς ποτε Σόλων φιλοσοφήσας νόμους κρατίστους τῇ πόλει κατέθηκεν, ἐρευνητέον δὲ καὶ ποῖα Λακεδαιμόνιοι ἀσκοῦντες κράτιστοι δοκοῦσιν ἡγεμόνες εἶναι: προξενεῖς δὲ καὶ κατάγονται ἀεὶ παρὰ σοὶ οἱ κράτιστοι αὐτῶν».

[21] Ο Ξενοφών (Αττική, 430 π.Χ. – Κόρινθος, 355 π.Χ.) ήταν Αθηναίος ιστορικός συγγραφέας και σωκρατικός φιλόσοφος. Γιος του Γρύλλου από τον αρχαίο δήμο της Ερχίας (Σπάτα), ανήκε κοινωνικά στην τάξη των ιππέων, και έδρασε πολιτικά ως ολιγαρχικός και φιλοσπαρτιάτης. Μετά το 410 π.Χ. γνωρίστηκε με τον Σωκράτη, και εισήλθε στον κύκλο των μαθητών του.