«Ο Έλληνας που βίωσε την Ιαπωνική επίθεση στον ναύσταθμο του Pearl Harbor. Η συνάντησή του μεταπολεμικά με τον Πτέραρχο (Ι) Minoru Genda, στο πλατό τηλεοπτικής εκπομπής. Οι εμπειρίες του στο μέτωπο του Ατλαντικού από την «Επιχείρηση Πυρσός», αλλά και στο μέτωπο του Ειρηνικού, με τις αποβάσεις στην Bougainville στην Guam και στην Okinawa».
Κείμενο – Έρευνα: Γεώργιος Χαλκιαδόπουλος
O Peter Sarantapoulas γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1923 στο Johnson City, μια μικρή πόλη της επαρχίας Broome, στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Οι γονείς του ήταν ο Demetrius “James” Sarantapoulos και η Vasiliki “Bessie” Tsohonis η οποία είχε γεννηθεί στην Σπάρτη. Η καταγωγή του Δημήτριου Σαραντόπουλου δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως. Πιθανόν προέρχονταν από το Ανεμοχώρι του Νομού Ηλείας ή από το Σολάκι Μεσσηνίας. Στις 29 Μαΐου 1921 το ζευγάρι παντρεύτηκε στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία του Endicott στην Νέα Υόρκη και στο πέρασμα των χρόνων απέκτησε συνολικά τέσσερα παιδιά. Όταν ο Peter ήταν 9 ετών οι γονείς του μετακόμισαν στην γειτονική πόλη Binghamton όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της νεότητάς του. Σε ότι αφορά το κοινωνικό υπόβαθρο της οικογένειάς του ο ίδιος αφηγείται: «Ο πατέρας μου δούλευε σε ένα εργοστάσιο παπουτσιών υπό την επωνυμία “Endicott Johnson Shoes”. Από εκεί πήρε σύνταξη μετά από 42 χρόνια εργασίας. Όπως έλεγε ήταν μια καλή δουλειά με την οποία έθρεψε την οικογένειά του, ακόμη και στα δύσκολα χρόνια της μεγάλης ύφεσης, που ακολούθησε μετά το οικονομικό κραχ του 1929. Ο πατέρας μου μιλούσε πολύ καλά Αγγλικά, γιατί μετανάστευσε στις ΗΠΑ σε ηλικία 12 ετών. Η μητέρα μου όμως, η οποία ήταν αρκετά χρόνια νεότερή του, ήρθε στις ΗΠΑ σε μεγαλύτερη ηλικία και στην αρχή δεν κατάφερνε να συνεννοηθεί καλά. Έτσι λοιπόν, για να κάνει εξάσκηση στη γλώσσα, όταν μας μιλούσε στα Ελληνικά, εμείς της μεταφράζαμε την πρότασή της στα Αγγλικά. Όσο για μένα, θα έλεγα ότι τα Ελληνικά μου είναι αρκετά καλά! Όταν ήμουν παιδί είχα πάει και σε Ελληνικό σχολείο για δύο χρόνια».
Ο Peter από την εφηβική του ηλικία είχε αποφασίσει να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Στον κοινωνικό του περίγυρο υπήρχε πάντα διάχυτος ο σεβασμός για το Πολεμικό Ναυτικό και αυτό ήταν ένα γεγονός που τον εντυπωσίαζε ιδιαίτερα. Επιπλέον κατά την δεκαετία τού ’30 υπήρχε μεγάλη ανεργία και ήταν δύσκολο να βρει κάποιος μία καλή δουλειά, με αξιόλογες προοπτικές εξέλιξης. Έτσι λοιπόν στις 27 Ιανουαρίου 1941 αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το λύκειο, την ίδια ημέρα, μετέβη στο στρατολογικό γραφείο του Binghamton για να καταταγεί! Ξαφνιασμένος ο γραφέας έβλεπε μπροστά του έναν συγκροτημένο έφηβο, να καταθέτει συμπληρωμένα, χωρίς λάθη και παραλείψεις, όλα τα απαραίτητα έγγραφα και δικαιολογητικά κατάταξης, τα οποία τα είχε ήδη έτοιμα από καιρό! Επειδή όμως η ορκωμοσία θα γινόταν στο στρατολογικό γραφείο του Albany της Νέας Υόρκης, ο Peter ταξίδεψε αυθημερόν εκεί, προκειμένου να ορκιστεί πίστη και αφοσίωση στο US Navy. Στην συνέχεια στάλθηκε στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως στο Newport του Rhode Island όπου παρέμεινε για εννέα εβδομάδες. Σε αυτό το διάστημα οι νεοσύλλεκτοι αναλώθηκαν σε ατέλειωτες ώρες ασκήσεων ακριβείας, εντρυφώντας παράλληλα στην εκμάθηση των στρατιωτικών κανονισμών και στην αναγνώριση των βαθμών της ιεραρχίας. Στις αρχές Απριλίου ο νεαρός νεοσύλλεκτος αποφοίτησε ως Ναύτης Β’ Τάξεως με “service number” 238-73-37. Ο Σαραντόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μόλις αποφοιτήσαμε από το Newport του Rhode Island μας έδωσαν μια άδεια δέκα ημερών για να πάμε στα σπίτια μας. Μόλις επιστρέψαμε με ρώτησαν τι ήθελα να γίνω στο Ναυτικό, και ποια καριέρα προτιμούσα να ακολουθήσω. Είπα ότι θα ήθελα να γίνω Δίοπος και να εργαστώ στην γραμματειακή υποστήριξη, γιατί είχα διδαχθεί στο γυμνάσιο στενογραφία και δακτυλογραφία και μπορούσα να πληκτρολογώ πολύ γρήγορα. Ο υπεύθυνος υπαξιωματικός όμως που μας έπαιρνε τις συνεντεύξεις, μου απάντησε ότι το Ναυτικό είχε περισσότερο ανάγκη από ασυρματιστές, οπότε θα με στέλνανε στην ανάλογη σχολή. Το γεγονός ότι ήξερα να πληκτρολογώ ήταν μέρος της δουλειάς του ασυρματιστή!»
Έτσι λοιπόν μετά το πέρας της δίμηνης προπαίδευσης, ο Peter στάλθηκε στο US Naval Training Station του San Diego, στην California, για να εκπαιδευτεί στην ειδικότητα που του είχε ανατεθεί. Κατά τους επόμενους τέσσερεις μήνες ολοκλήρωσε επιτυχώς τα θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα της Σχολής και στα τέλη Αυγούστου έλαβε την πρώτη του μετάθεση για θαλάσσια υπηρεσία. Το φύλλο πορείας και οι διαταγές που του δόθηκαν εγγράφως, τον πληροφορούσαν πως είχε τοποθετηθεί ως μέλος πληρώματος στο USS ARGONNE (AG-31), το οποίο εκείνη την περίοδο ναυλοχούσε στο San Pedro, στον λιμένα του Los Angeles. Το συγκεκριμένο σκάφος ήταν ένα πλωτό συνεργείο γενικών επισκευών (Repair Ship), το οποίο ενεργούσε υποστηρικτικά στα πλοία του Αμερικανικού Στόλου. Επιπλέον είχε οριστεί ως η ναυαρχίδα του Αντιναυάρχου William L. Calhoun, Διοικητή της Base Force, του Στόλου του Ειρηνικού. Το πρωί της 30ης Αυγούστου 1941 ο Σαραντόπουλος παρουσιάστηκε και αναφέρθηκε στον κυβερνήτη του πλοίου, Πλωτάρχη Francis W. O’Connor. Στην συνέχεια ένας από τους συναδέλφους του τον οδήγησε στους χώρους ενδιαίτησης των ναυτών, προκειμένου να εναποθέσει στην κουκέτα του τα ατομικά του είδη και να τακτοποιηθεί. Την επόμενη ημέρα το USS ARGONNE απέπλευσε με προορισμό την Χαβάη, όπου αγκυροβόλησε στον λιμένα του Pearl Harbor στην αποβάθρα 1010. Οι υπηρεσίες του στα διάφορα πλοία που ναυλοχούσαν εκεί, σύντομα θα αποδεικνύονταν πολύτιμες. Στις 20 Νοεμβρίου ο Peter μαζί με μια ομάδα 20 περίπου μελών του πληρώματος, αποτελούμενη ως επί το πλείστον από ναύτες και Διόπους, αποσπάστηκαν προσωρινά στο νοσοκομειακό πλοίο USS SOLACE (AH-5), όπου παρέμειναν για ένα χρονικό διάστημα 5 ημερών. Εκεί εκπαιδεύτηκαν στην επίδεση τραυμάτων και την παροχή πρώτων βοηθειών, επιστρέφοντας τελικά στο πλοίο τους στις 25 Νοεμβρίου.
Οι μέρες περνούσαν γρήγορα για τον νεαρό Ελληνο/Αμερικανό και τους συναδέλφους του, οι οποίοι, όταν δεν είχαν υπηρεσία, απολάμβαναν στις εξόδους τους τον ήλιο και τα θαλάσσια σπορ, στις ακτές της Χαβάης, αλλά και την νυχτερινή ζωή της Χονολουλού. Ο Σαραντόπουλος θυμάται: «Στο Pearl Harbor το USS ARGONNE ήταν ουσιαστικά υπεύθυνο για τη συντήρηση των άλλων σκαφών του Ναυτικού. Και επίσης είχαμε έναν Ναύαρχο στο πλοίο! Αντιναύαρχο για την ακρίβεια, αλλά δεν θυμάμαι το όνομά του. Ήταν ανώτερος όλων γιατί εκτελούσε χρέη Commander Base Force. Δηλαδή αν κάποιος στο Ναυτικό, από οποιαδήποτε Διοίκηση, χρειαζόταν προμήθειες, έπρεπε να τον ρωτήσει και να λάβει την έγκρισή του, για να πάρει αυτές τις προμήθειες. Ήταν ο διοικητής της Βάσης για όλους εμάς. Εγώ ήμουν ασυρματιστής που μόλις είχα βγει από την Σχολή και μάθαινα επί του πρακτέου «τα μυστικά της δουλειάς» και γενικά όποια παράμετρο αφορούσε την ειδικότητά μου και είχε να κάνει με τις επικοινωνίες. H Χαβάη ήταν υπέροχη και είχαμε το ελεύθερο να πάμε όπου θέλουμε, πριν από την επίθεση στο Pearl Harbor. Παίρναμε το λεωφορείο για το κέντρο της Χονολουλού και θαυμάζαμε τα αξιοθέατα. Όταν θέλαμε αλλάζαμε λεωφορεία για να πάμε στην παραλία Waikiki. Εκείνη τη εποχή, υπήρχανε εκεί μόνο δύο μεγάλα ξενοδοχεία, το Moana και το Royal Hawaiian. Το Royal Hawaiian είχε δεκατέσσερα στρέμματα με μπουκαμβίλιες γύρω από αυτό. Ήταν ένα πανέμορφο μέρος. Και αντιμετώπιζαν τους ναύτες πολύ καλά. Μπορούσαμε να πάμε σε οποιοδήποτε από αυτά τα μέρη και πάντα μας αντιμετώπιζαν με σεβασμό, πριν ακόμη ξεσπάσει ο πόλεμος. Και το κολύμπι στο Waikiki ήταν πολύ διασκεδαστικό. Περάσαμε πολλές ωραίες στιγμές εκεί! Κάποια στιγμή είχα γνωρίσει και τον μεγάλο τζαζίστα Glenn Miller, ο οποίος δέχθηκε να βγάλουμε μαζί μία φωτογραφία.»
Το Κυριακάτικο ξημέρωμα της 7ης Δεκεμβρίου 1941 έμοιαζε σαν ένα συνηθισμένο πρωινό όπως όλα τα άλλα. Ο Peter είχε ξυπνήσει ευδιάθετος εκείνη την ηλιόλουστη μέρα καθώς ήταν εξοδούχος και στο μυαλό του έκανε σχέδια, για το πως θα πέρναγε τις ελεύθερες ώρες του στο εξωτικό νησί. Ο νεαρός ναύτης, φορώντας μόνο το παντελόνι και τα παπούτσια του, απόλαυσε ένα χορταστικό πρωινό με λουκάνικα και τηγανίτες. Την μπελαμάνα, δηλαδή το πάνω μέρος της ολόλευκης στολής του, δεν την φορούσε για να μην την λερώσει. Μόλις τελείωσε το πρωινό του ντύθηκε κανονικά και αποφάσισε να ανέβει μέχρι το διαμέρισμα του ασυρμάτου, για να σκοτώσει το χρόνο του, καθώς η ώρα ήταν ακόμη 07:30’. Ήξερε πως στις 09:00’ θα τους έδιναν τις άδειες εξόδου για να αναχωρήσουν από το πλοίο. Το διαμέρισμα του ασυρμάτου βρισκόταν κοντά στην γέφυρα του πλοίου, δίπλα σχεδόν στις καμπίνες του Κυβερνήτη και του Ναυάρχου, οι οποίοι όμως απουσίαζαν εκείνη την ώρα. Σύμφωνα με το τυπικό του Αμερικανικού Ναυτικού, οι Αξιωματικοί έμεναν σε σπίτια στην στεριά με τις οικογένειές τους. O Peter Sarantapoulas αφηγείται:

«Αξιωματικός στην γέφυρα εκείνη την ημέρα με καθήκοντα κυβερνήτη ήταν ο Υποπλοίαρχος Talbot. Εγώ ήμουν στο διαμέρισμα του ασυρμάτου μαζί με κάποιον Searcy, ο οποίος ηλικιακά ήταν πολύ μεγαλύτερος από μένα, ανώτερος σε βαθμό και από τους αρχαιότερους στο πλοίο. Περνούσαμε την ώρα μας κουβεντιάζοντας και όση ώρα ήμουν εκεί, δεν λάβαμε κανένα σήμα στον ασύρματο, ούτε κάποια προειδοποίηση για επίθεση. Ξαφνικά γύρω στις 08:00’ ακούστηκαν αρκετές εκρήξεις και κοιταχτήκαμε με απορία γιατί δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι στο καλό γινόταν εκεί έξω. Στην αρχή όταν ακούσαμε μια-δυο εκρήξεις δεν δώσαμε μεγάλη σημασία, γιατί το Pearl Harbor ήταν μια τεράστια ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη. Πάντα υπήρχε πολύς θόρυβος στην περιοχή. Αλλά μετά από περίπου τέσσερις ή πέντε εκρήξεις, αναρωτηθήκαμε ανήσυχοι για το τι μπορεί να συμβαίνει. Έτρεξα αμέσως στο κατάστρωμα και μαζί με τους συναδέλφους μου κοιτώντας ψηλά, είδαμε αεροπλάνα παντού. Κάποιος φώναξε ότι κάνουν ασκήσεις. Κάποιος άλλος είπε ότι πρόκειται για Γερμανούς. Αλλά τότε αρχίσαμε να παρατηρούμε στα αεροπλάνα τα εθνόσημα με τους κόκκινους δίσκους, αυτά που αργότερα τα ονομάζαμε “meatballs”, και πλέον καταλάβαμε ότι οι Ιάπωνες είναι αυτοί που μας βομβαρδίζουν. Κοίταξα ακριβώς απέναντι, εκεί που ήταν δεμένο το θωρηκτό USS ARIZONA (BB-39). Έβλεπα το πλοίο τυλιγμένο μέσα σε πυκνούς καπνούς και δεν το πίστευα! Ξαφνικά ανατινάχτηκε μπροστά στα μάτια μου και οι καπνοί πύκνωσαν ακόμη περισσότερο! Κοίταξα πιο πέρα εκεί πού ήταν αγκυροβολημένο το USS OKLAHOMA (BB-37) και είδα ότι είχε αρχίσει να αναποδογυρίζει σιγά-σιγά. Λίγο αργότερα είδα μία τορπίλη να χτυπά ένα άλλο πλοίο το USS OGLALA (CM-4). Εκείνη ακριβώς την στιγμή Ιαπωνικά αεροσκάφη φάνηκαν να φτάνουν πάνω από την αποβάθρα 1010, πολυβολώντας το σημείο που βρισκόταν το πλοίο μου. Καθώς τα Zero διέρχονταν πάνω από τα κεφάλια μας, βάλλοντας κατά μήκος της μίας πλευράς του πλοίου, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να τρέξω προς την άλλη πλευρά για να σωθώ. Ένιωθα πως αποτελούσα εύκολο στόχο καθώς η λευκή μου στολή θα ξεχώριζε καθαρά στο σκουρόχρωμο φόντο του πλοίου! Προσπαθήσαμε να επανδρώσουμε τα αντιαεροπορικά μας και το πυροβόλο των 5in όμως δεν ήταν εύκολο. Είμασταν εν καιρώ ειρήνης και το πλοίο βρισκόταν σε λιμάνι. Έτσι λοιπόν τα όπλα του ήταν σκεπασμένα με τα προστατευτικά τους καλύμματα και στις θέσεις των πυροβόλων δεν υπήρχαν πυρομαχικά. Τα βλήματα κάθε διαμετρήματος βρίσκονταν κλειδωμένα στα αμπάρια του πλοίου, στα διαμερίσματα των πυρομαχικών. Μέχρι να βρούμε αυτούς που είχαν τα κλειδιά και να ξεσκεπάσουμε τα πυροβόλα πέρασαν αρκετά λεπτά. Εγώ υποτίθεται πως έπρεπε να βρίσκομαι στον ασύρματο όπου ήταν η δική μου θέση μάχης, όμως ο Searcy δεν με χρειαζόταν. Ξέραμε ότι δεχόμασταν επίθεση. Έτσι λοιπόν πάνω στην σύγχυση κατέληξα να κουβαλάω κιβώτια με πυρομαχικά για τους πυροβολητές μας. Η επίθεση ξεκίνησε στις 07:55’ και σε 10 λεπτά καταφέραμε να θέσουμε σε λειτουργία μερικά πολυβόλα των 0,50in. Μέχρι όμως να αρχίσουμε να ρίχνουμε με όλα μας τα όπλα η ώρα είχε πάει 08:30’. Δεν ξέρω αν οι πολυβολητές μας κατάφεραν να καταρρίψουν κάποιο Ιαπωνικό αεροσκάφος, όμως θυμάμαι ότι είχα δει τουλάχιστον 5 από αυτά, να συντρίβονται στην θάλασσα».
Το κομμάτι της στεριάς πάνω στο οποίο βρισκόταν χτισμένη η αποβάθρα 1010 ήταν ουσιαστικά μία μικρή χερσόνησος. Ευτυχώς το USS ARGONNE βρισκόταν δεμένο στην εσωτερική της πλευρά και μεταξύ του πλοίου και της γραμμής των θωρηκτών, όπου επικεντρώνονταν οι επιθέσεις των Ιαπώνων, μεσολαβούσε η αποβάθρα και η θάλασσα. Η απόσταση που τους χώριζε ήταν περίπου μισό μίλι και αυτό τους παρείχε μια σχετική ασφάλεια από τις εκρήξεις που σημειώνονταν, ενώ παράλληλα ο Peter και οι συνάδελφοί του μπορούσαν να παρατηρήσουν καθαρά τα πάντα! Τα περισσότερα από τα 8 θωρηκτά ήταν αγκυροβολημένα απέναντι από την αποβάθρα, στο Ford Island, κατά μήκος της ακτής ανά ζεύγη και αυτή η διάταξη ήταν γνωστή ως «Battleship Row». Ο Σαραντόπουλος συνεχίζει: «Κατά τη διάρκεια της επίθεσης η οποία διήρκεσε δύο ώρες, το μόνο θωρηκτό που κατάφερε να κινηθεί από την θέση του ήταν το USS NEVADA (BB-36). Καθώς το πλοίο προσπάθησε να βγει από το λιμάνι ήρθε ακριβώς δίπλα από το USS ARGONNE. Όταν το είδαν οι Ιάπωνες να κατευθύνεται προς την έξοδο του λιμανιού το βομβάρδισαν και το τορπίλισαν. Άρχισε να βυθίζεται και για να μην κλείσει το λιμάνι το προσάραξαν στα αβαθή. Μετά από τρεις μήνες όταν εγώ έφυγα από το Pearl Harbor βρισκόταν ακόμη εκεί στην παραλία. Το συγκεκριμένο σημείο σήμερα είναι γνωστό ως “Nevada Point”. Ευτυχώς το δικό μας πλοίο δεν δέχτηκε κανένα απευθείας πλήγμα. Ακόμα και όταν μας πολυβόλησαν δεν είχαμε απώλειες. Μετά την επίθεση πήγα στον ασύρματο και ο Searcy χαμογελώντας πικρά, μου έδειξε μία σειρά από σήματα που είχαν έρθει λίγο μετά την έναρξη της επίθεσης. “Pearl Harbor under attack. This is no drill”. Ήταν όμως πλέον πολύ αργά! Κανονίσαμε μεταξύ μας να κάνουμε εναλλάξ τετράωρες βάρδιες στον ασύρματο. Στη συνέχεια οι αξιωματικοί μας, οι οποίοι είχαν έρθει τρέχοντας στο πλοίο, μόλις άρχισε η επίθεση, άνοιξαν τους οπλοβαστούς και μοίρασαν σε όλους μας τυφέκια τύπου “1903 Springfield”. Όλοι υπέθεταν ότι θα ακολουθούσε Ιαπωνική απόβαση και είμασταν έτοιμοι να αγωνιστούμε μέχρις ενός!»
Η εισβολή που περίμεναν οι Αμερικανοί, μπορεί τελικά να μην έγινε ποτέ, όμως αυτό που συνέβη τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες στο Pearl Harbor, ήταν ένας πραγματικός άθλος, πέρα από κάθε φαντασία. Η διοίκηση και το προσωπικό του Ναυστάθμου, αποδύθηκαν σε μία τιτάνια προσπάθεια προκειμένου να καταστεί η Βάση και πάλι πλήρως επιχειρησιακή. Καταρχήν έπρεπε να διακομιστούν οι τραυματίες στα νοσοκομεία και να απεγκλωβιστούν οι παγιδευμένοι στα χτυπημένα πλοία και τις κατεστραμμένες εγκαταστάσεις. Επίσης υπήρχε αδήριτη ανάγκη αλλά και ηθική υποχρέωση, να καταμετρηθούν και να αναγνωριστούν οι νεκροί και οι αγνοούμενοι, ώστε να καταρτιστεί λίστα απωλειών και να ενημερωθούν οι συγγενείς τους. Τα συντρίμμια πάσης φύσεως έπρεπε να απομακρυνθούν το συντομότερο, τα πλοία έπρεπε να επισκευαστούν και όσα είχαν βυθιστεί θα γίνονταν προσπάθειες να ανελκυστούν λόγω του μικρού βάθους, ώστε να αναλάβουν αργότερα και πάλι υπηρεσία. Τέλος οι εγκαταστάσεις που είχαν χτυπηθεί έπρεπε να καταστούν και πάλι, το συντομότερο δυνατό, πλήρως λειτουργικές. Σύμφωνα με τον κυβερνήτη του USS ARGONNE, Πλωτάρχη Francis W. O’Connor, οι άνδρες του πληρώματος μετά την επίθεση, υπερέβαλλαν εαυτούς και βοήθησαν τα μέγιστα σε όλη αυτή την προσπάθεια, παρέχοντας πρώτες βοήθειες σε τραυματίες, απεγκλωβίζοντας παγιδευμένους άντρες σε πλοία, και περισυλλέγοντας τις σορούς όσων πτωμάτων επέπλεαν στην θάλασσα. Στη συνέχεια δουλεύοντας ακούραστα επί εβδομάδες, συνέδραμαν σε μια πληθώρα επισκευών σε πλοία και εγκαταστάσεις, ώστε να επανέλθουν γρήγορα σε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα. Ο Σαραντόπουλος θυμόταν ότι ένας από τους συμμαθητές του στην σχολή ασυρματιστών που υπηρετούσε στο USS OKLAHOMA, είχε παραμείνει παγιδευμένος στα έγκατα του σκάφους επί 36 ώρες, με το νερό να φθάνει μέχρι τον λαιμό του, καθώς περίμενε με αγωνία την διάσωσή του!
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία οι Ιάπωνες επιτέθηκαν με 423 αεροσκάφη, τα οποία απονηώθηκαν από έξι αεροπλανοφόρα. Οι απώλειές τους ήταν μικρές καθώς ανήλθαν σε 29 καταρριφθέντα αεροσκάφη με 55 νεκρούς αεροπόρους, όταν το Τόκιο υπολόγιζε ότι η αποστολή θα εθεωρείτο επιτυχής με την απώλεια του 50% των αεροσκαφών και του 30% των πλοίων. Οι Ιάπωνες απώλεσαν και δύο μικρά υποβρύχια «τσέπης» με απώλειες των 6 ανδρών που τα επάνδρωναν, καθώς προσπάθησαν ανεπιτυχώς να επιτεθούν στον λιμένα. Οι Αμερικανοί είχαν γύρω στις 2.400 νεκρούς, και πάνω από 1.000 τραυματίες. Επί του εδάφους καταστράφηκαν 92 αεροσκάφη του Αμερικανικού Ναυτικού, άλλα 31 έπαθαν ζημιές, ενώ καταστράφηκαν και 77 αεροσκάφη του Αμερικανικού Στρατού και άλλα 128 υπέστησαν ζημιές. Βυθίστηκαν 4 θωρηκτά εκ των οποίων τα 2 θεωρήθηκαν ολικές απώλειες, ενώ τα υπόλοιπα 2 ανελκύστηκαν και αργότερα επανεντάχθηκαν στον στόλο του Ειρηνικού. Άλλα 4 θωρηκτά συν 3 καταδρομικά και 4 αντιτορπιλικά έπαθαν σοβαρές ζημιές, όμως αποκαταστάθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα και ανέλαβαν και πάλι υπηρεσία.
Ο Peter συνέχισε να υπηρετεί στο USS ARGONNE για τρεις μήνες μετά την επίθεση στο Pearl Harbor. Όπως έλεγε δεν μπορούσε να ξεχάσει τους νεκρούς συναδέλφους του, ειδικά τις πρώτες ημέρες, καθώς έβλεπε το USS ARIZONA να καίγεται για περίπου μία βδομάδα και πυκνούς μαύρους καπνούς να βγαίνουν από αυτό. Το ίδιο αποκαρδιωτικό θέαμα παρουσίαζε και το USS OKLAHOMA που παρέμενε αναποδογυρισμένο. Έξι μήνες περίπου μετά την αποφοίτησή του από την Σχολή Ασυρματιστών, την 1η Μαρτίου του 1942, προήχθη σε υπαξιωματικό και η αξιολόγησή του άλλαξε από Ναύτης Β’ Τάξεως σε Ασυρματιστή Γ’ Τάξεως (Radioman 3rd Class, Petty Officer). Ο βαθμός του, κατά αντιστοιχία με τους βαθμούς στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ήταν αυτός του Υποκελευστή, ο οποίος όμως στις μέρες μας έχει καταργηθεί.
Στις 12 Mαρτίου 1942 ο Peter έλαβε την νέα του μετάθεση, αποχαιρέτησε τους συναδέλφους του και ταξίδεψε ως την Νέα Υόρκη, προκειμένου να παρουσιαστεί για υπηρεσία στο USS GEORGE CLYMER (APA-27). Επρόκειτο για ένα νεότευκτο οπλιταγωγό το οποίο είχε εισέλθει σε υπηρεσία στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 και χαρακτηρίζονταν ως “Attack Transport Ship”. Το εκτόπισμά του με πλήρες φορτίο έφτανε τους 16.725 τόνους. Αυτού του είδους τα πλοία μπορούσαν να μεταφέρουν μια αξιόλογη αμφίβια στρατιωτική δύναμη, που προορίζονταν για την κατάληψη οποιουδήποτε νησιού του Ειρηνικού. Στο κατάστρωμά τους είχαν δικό τους στολίσκο αποβατικών σκαφών (Higgins Boats) προκειμένου να μεταφερθούν οι άνδρες στις ακτές. Μετά από μια μακρά περίοδο δοκιμών και εκπαιδεύσεως, που κράτησαν όλο το καλοκαίρι του 1942, το φθινόπωρο ακολούθησε μια σειρά αποβατικών ασκήσεων στις ακτές της Virginia, οι οποίες διήρκεσαν αρκετές εβδομάδες. Ο Peter και οι συνάδελφοί του καταλάβαιναν ότι κάτι μεγάλο και σπουδαίο επρόκειτο να συμβεί όμως κανείς δεν ήξερε λεπτομέρειες. Οι φήμες μεταξύ των ανδρών οργίαζαν και οι περισσότεροι μίλαγαν για απόβαση στην Ευρώπη. Σύντομα όλοι θα έπαιρναν τις απαντήσεις τους…
Το ξημέρωμα της 8ης Νοεμβρίου 1942 το USS GEORGE CLYMER (APA-27) διέσχιζε τον Ατλαντικό φορτωμένο στρατιώτες ως μέλος μιας τεράστιας Αμερικανο/Βρετανικής αποβατικής δύναμης η οποία αποτελούνταν από 400 πλοία παντός τύπου. Στο πλαίσιο της «Επιχείρηση Πυρσός» (“Operation Torch”) Αμερικανοί και Βρετανοί στρατιώτες θα αποβιβάζονταν σε τρία σημεία στις ακτές της βορειοδυτικής Αφρικής, στο Μαρόκο και την Αλγερία, προκειμένου να κατανικήσουν της Γαλλικές δυνάμεις του Vichy που πρόσκεινταν στον Άξονα. Ο Peter αφηγείται: «Στην αρχή όλοι υποθέσαμε ότι πηγαίναμε στην Ευρώπη. Αλλά μόλις ξεκινήσαμε μας ανακοίνωσαν, ότι ο προορισμός μας ήταν στη Βόρειο Αφρική. Μέρος του Στόλου θα εκτελούσε απόβαση στην Καζαμπλάνκα, η οποία ήταν ο ένας από τους κύριους αντικειμενικούς σκοπούς της επιχείρησης, στο Γαλλικό Μαρόκο, ενώ ένα άλλο τμήμα του Στόλου στο οποίο ανήκαμε εμείς, θα πήγαινε να καταλάβει το Port Lyautey. Πράγματι η απόβαση ξεκίνησε με προβλήματα στο Port Lyautey. Εμένα ως ασυρματιστή μου ανέθεσαν να βγω στην ακτή με το τέταρτο κύμα επίθεσης. Είχαμε βάρκες τύπου Higgins στο πλοίο και με αυτές βγήκαμε στην ακτή. Ήμουν μέλος μιας πενταμελούς ομάδας ασυρματιστών. Δύο φορές κοντέψαμε να ανατραπούμε από βλήματα που έσκασαν κοντά μας καθώς φτάναμε στην αμμουδιά. Η δουλειά μας ήταν να εγκαταστήσουμε στην ακτή έναν προωθημένο σταθμό ασυρμάτου, εκπομπής και λήψης σημάτων, ώστε να διατηρούμε συνεχή ανοιχτή επικοινωνία μεταξύ των στρατευμάτων της ακτής και των πλοίων. Έτσι θα τους ενημερώναμε για το τι είδους εφόδια χρειαζόμασταν στην ακτή για να μας τα στείλουν. Πίσω μας προς τη μεριά της θάλασσας, τα δύο θωρηκτά μας, το USS TEXAS (ΒΒ-35) και το USS NEW YORK (BB-34), μας υποστήριζαν με τα πυρά τους και ακούγαμε τις οβίδες τους να σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια μας, πέφτοντας στις θέσεις Γάλλων και Γερμανών. Τα βαρέα πυροβόλα των Γαλλικών οχυρών ανταπέδιδαν βεβαίως. Εκείνα τα «μωρά» ήταν ότι χειρότερο αντιμετωπίσαμε. Τα πλοία μας στα ανοιχτά έκαναν ελιγμούς για να αποφύγουν τα πυρά τους. Εγκατασταθήκαμε σε ένα χαράκωμα ενώ οι στρατιώτες χτύπησαν την παραλία και μετά από δύο μέρες μαχών προέλασαν στο εσωτερικό της χώρας. Οι Γάλλοι παραδόθηκαν μετά από δύο ημέρες αλλά οι Γερμανοί συνέχιζαν να πολεμούν. Εμείς παραμείναμε για 10 ημέρες στην ακτή. Όταν η περιοχή της παραλίας ασφαλίστηκε και το προγεφύρωμα σταθεροποιήθηκε εμείς επιστρέψαμε στο πλοίο μας. Δεν υπήρχαν εγκαταστάσεις και αποβάθρες στο Port Lyautey και έτσι πήγαμε στο λιμάνι της Καζαμπλάνκα όπου ολοκληρώσαμε την εκφόρτωση των εφοδίων που μεταφέραμε για τον Στρατό. Όσο ήμασταν εκεί, το θωρηκτό μας USS MASSACHUSETTS (BB-59) ενεπλάκη με το Γαλλικό JEAN BART και το αχρήστευσε όμως και το ίδιο χτυπήθηκε άσχημα».
Μετά την λήξη της εκστρατείας στην Βόρειο Αφρική το USS GEORGE CLYMER επέστρεψε στο λιμάνι του Norfolk στην Virginia και ο Peter έλαβε άδεια 5 ημερών προκειμένου να επισκεφτεί την οικογένειά του στο Binghamton και να περάσει μαζί τους ορισμένες ξένοιαστες στιγμές. Όταν επέστρεψε από την άδειά του, το USS GEORGE CLYMER παρέλαβε τους άνδρες ενός Τάγματος Μηχανικού και Κατασκευών του Αμερικανικού Ναυτικού, οι οποίοι ήταν γνωστοί με το προσωνύμιο “Νavy Seabees”. Ανήμερα των Χριστουγέννων του 1942 το πλοίο εντάχθηκε σε νηοπομπή και απέπλευσε για το Guadalcanal όπου έφτασε στις 6 Φεβρουαρίου 1943. To ταξίδι ήταν μακρύ με ενδιάμεσες στάσεις στις νήσους New Hebrides και New Caledonia, ενώ όταν έφτασαν στον προορισμό τους δέχθηκαν επίθεση Ιαπωνικών αεροσκαφών, χωρίς όμως δυσάρεστες συνέπειες. Αποβιβάζοντας το Τάγμα των Seabees παρέλαβαν 15 Ιάπωνες αιχμαλώτους και ο Peter τους παρατηρούσε με περιέργεια καθώς είχε ακούσει πολλά για τους φανατικούς Ιάπωνες πολεμιστές που δεν παραδίδονταν εύκολα. Αφού τους μετέφεραν στην Νέα Ζηλανδία επέστρεψαν και πάλι στο Guadalcanal.
Εκείνη η εποχή χαρακτηρίζονταν από συνεχείς πλόες λόγω των αναγκών του πολέμου και ο βετεράνος ασυρματιστής αφηγείται χαρακτηριστικά: «Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ταξιδεύαμε σε όλο τον Ειρηνικό αλλά πέρασα και πέντε μήνες διαμονής στο Guadalcanal. Ήμουν μέλος του επιτελείου τού Ναυάρχου Lawrence F Reifsnider ο οποίος ήταν Διοικητής, μιας αμφίβιας δύναμης με την επωνυμία “Amphibious Ready Group Four”, και εκείνη την περίοδο στο Guadalcanal είχαμε μεταφερθεί στην στεριά. Το νησί ήταν πλέον ασφαλές, όσον αφορά τις μάχες στο έδαφος, αλλά μας βομβαρδίζανε κάθε βράδυ από ένα ή δύο Ιαπωνικά αεροπλάνα. Και μια φορά όταν ήμουν εκεί, οι Ιάπωνες έστειλαν 100 αεροπλάνα εναντίον του Henderson Airfield, το οποίο ήταν το αεροδρόμιο του Guadalcanal. Εκεί κάναμε ξανά ασκήσεις απόβασης με τους Πεζοναύτες. Μόλις οι ασκήσεις ολοκληρώθηκαν μαζί με τον Ναύαρχο και το επιτελείο του επιβιβαστήκαμε σε ένα άλλο πλοίο το USS HUNTER LIGGERT (APA-14) το οποίο ήταν επίσης ένα “Attack Transport Ship”. Εγώ πήγα σε αυτό ως μέλος του πληρώματος, ως ασυρματιστής. Και εισβάλλαμε στο Bougainville στο Empress Augusta Bay. Δεν το ξέχασα ποτέ. Και μετά επιστρέψαμε πάλι στο Guadalcanal. Με το ίδιο πλοίο συμμετείχαμε αργότερα και στην απόβαση στην νήσο Guam και όταν επιτέλους γυρίσαμε στις ΗΠΑ μας έδωσαν όλους 30 μέρες άδεια για να ξεκουραστούμε. Τον Απρίλιο του 1945 πήρα μέρος και στην απόβαση της Okinawa με το USS PΑΝΑΜΙΝΤ (AGC-13) το οποίο ήταν ένα πλοίο επικοινωνιών. Αυτή τη φορά τα καθήκοντά μου δεν απαιτούσαν να βγω στην ξηρά όπου γινόταν αιματηρές μάχες και ήμουν ευγνώμων για αυτό. Αλλά παρέμεινα στο USS PΑΝΑΜΙΝΤ για 77 ημέρες χωρίς να πατήσω στεριά! Και ενώ ήμουν εκεί ο Ναύαρχος μας με πήρε και πήγαμε σε ένα άλλο πλοίο, το USS BISCAYNE αφού ήμουν ο ασυρματιστής του. Με αυτό το πλοίο συμμετείχαμε σε αποβάσεις σε άλλα τρία γειτονικά νησιά, στα ανοικτά της Okinawa και σε ένα από αυτά, την Ie Shima, σκοτώθηκε ο διάσημος πολεμικός ανταποκριτής Ernie Pyle! Αφού ολοκληρώσαμε την εισβολή σε αυτά τα τρία νησάκια, επέστρεψα στο USS PANAMINT όπου έλαβα εντολές να επιστρέψω στις ΗΠΑ, προκειμένου να εκπαιδευτώ στη Σχολή Προηγμένων Ράδιο/Ηλεκτρονικών Μέσων του Dearborn του Μίσιγκαν. Τώρα πια ήμουν Ασυρματιστής Α’ Τάξεως. Τον Αύγουστο όταν ήμουν στη σχολή ρίχθηκε η πρώτη ατομική βόμβα στη Χιροσίμα και είπα στον εαυτό μου: «Τι στο καλό είναι η ατομική βόμβα;» Εγώ γνώριζα μόνο για βόμβες 2.000 λιβρών, 500 λιβρών κλπ. Αλλά θυμάμαι ότι οι εφημερίδες του Ντιτρόιτ, λίγες μέρες αργότερα είχαν γραφήματα στην πρώτη τους σελίδα, εξηγώντας την καταστροφική δύναμη της ατομικής βόμβας και γιατί έκανε τόσο μεγάλη ζημιά».
Κατά την διάρκεια της τετραετούς θητείας του ο Peter υπηρέτησε σε 8 διαφορετικά πλοία και βίωσε πάνω από 300 αεροπορικές επιδρομές. Ευτυχώς ποτέ κανένα από τα πλοία στα οποία επέβαινε δεν χτυπήθηκε σοβαρά. Μετά τον πόλεμο χάρη στις τεχνικές γνώσεις που είχε αποκτήσει κατά την διάρκεια της θητείας του στο US Navy, εργάστηκε ως τεχνικός επί 28 χρόνια σε μερικά από τα μεγαλύτερα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά δίκτυα των ΗΠΑ. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσει σημαντικές προσωπικότητες διασημοτήτων όπως ο Rod Serling ο Howard Cosell και η Jaquelin Kennedy. Ο Rod Serling, ήταν Αμερικανός σεναριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, παραγωγός τηλεόρασης και αφηγητής κατά την δεκαετία του 1950, γνωστός επίσης για την τηλεοπτική σειρά του, υπό τον τίτλο “The Twilight Zone”. Ο Peter συνεργάστηκε επί 8 χρόνια με τον Serling στον WINR έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό του Binghamton. Οι δύο άνδρες μιλούσαν συχνά για τις εμπειρίες τους στον πόλεμο και ο Serling απολάμβανε να του διηγείται ιστορίες για τις περιπέτειές του ως αλεξιπτωτιστής στην 11η Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία που έδρασε στον Ειρηνικό. Ο Peter μετακόμισε στο Rockland της Νέας Υόρκης μαζί με την σύζυγό του Geraldine, το 1955, όπου εργάστηκε στο ραδιοτηλεοπτικό τμήμα του δικτύου NBC για δυόμιση χρόνια και αργότερα πήγε στο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο ABC, όπου δούλεψε για τα επόμενα 25 χρόνια της καριέρας του. Εκεί έγινε στενός φίλος με τον Howard W Cosell διάσημο αθλητικογράφο και συγγραφέα, καθώς δούλεψαν μαζί στην παραγωγή της εκπομπής “Monday Night Football”. Επίσης εργάστηκε στην κάλυψη των εκτοξεύσεων των διαστημοπλοίων Apollo 14, Apollo 15 και Apollo 17, ενώ θεωρούσε ως την πιο ευτυχή στιγμή της καριέρας του την συμμετοχή του στην ραδιοτηλεοπτική κάλυψη της νίκης του John F Kennedy, έναντι του Richard Nixon, το 1960, για την Προεδρία του Λευκού Οίκου. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Peter έκανε ένα δοκιμαστικό στην μελλοντική πρώτη κυρία των ΗΠΑ, Jackie Kennedy, για μία προσεχή ομιλία που θα εκφωνούσε υπέρ του συζύγου της. Κατά την διάρκεια του δοκιμαστικού ο Peter της ζήτησε να πλησιάσει πιο κοντά στο μικρόφωνο και της είπε να μιλά πιο δυνατά. Η Jackie ακολούθησε τις οδηγίες του και η εκπομπή ολοκληρώθηκε χωρίς προβλήματα. Κι όπως θυμόταν με χιουμοριστική διάθεση ο Σαραντόπουλος πολλά χρόνια αργότερα: «Πρέπει να ήταν από τις λίγες φορές στη ζωή της Jackie Kennedy, που κάποιος τόλμησε να της υποδείξει τι ακριβώς να κάνει!»
To 1970 o Peter Sarantapoulas ήταν καλεσμένος σε ένα τηλεοπτικό σόου με αφορμή την επέτειο της συμπλήρωσης 29 χρόνων από την Ιαπωνική επίθεση στο Pearl Harbor. Στην ίδια εκπομπή καλεσμένος ήταν και ο απόστρατος Ιάπωνας Πτέραρχος (Ι) Minoru Genda που υπήρξε ένας εκ των σχεδιαστών της επίθεσης στο Pearl Harbor. Οι δύο άνδρες κάθισαν με σεβασμό ο ένας δίπλα στον άλλο, μιλώντας για τις εμπειρίες τους και την εμπλοκή τους στον πόλεμο. Γενικεύοντας λίγο τα γεγονότα και τις καταστάσεις ο Σαραντόπουλος δήλωνε με χιουμοριστική διάθεση: «Έχει πλάκα η αίσθηση του να κάθεσαι ήρεμα, δίπλα στον άνθρωπο που κάποτε προσπάθησε να σε σκοτώσει». Και σοβαρεύοντας λίγο την συζήτηση συνέχιζε: «Μου είναι δύσκολο να νοιώσω πικρία ή μίσος για τον Πτέραρχο Genda. Ήταν απλώς ένας άντρας που έκανε τη δουλειά του!»
O Peter υπήρξε δραστήριο μέλος της «Ένωσης Επιζώντων του Pearl Harbor». Σε συνέντευξη που έδωσε σε εφημερίδα το 2.000, ο ηλικιωμένος βετεράνος ανέφερε: «Την μέρα που μας βομβάρδισαν στο Pearl Harbor και αναγκαστήκαμε να μπούμε στον πόλεμο, οι άντρες έκαναν ουρές για να καταταχτούν. Στη σημερινή εποχή αισθάνομαι ότι οι άνθρωποι δεν έχουν τον ίδιο σεβασμό για τον Στρατό και δεν καταλαβαίνουν ότι η ελευθερία που απολαμβάνουν δεν είναι δωρεάν. Υπήρξαν στρατιώτες παλαιότερα που πλήρωσαν με αίμα, δίνοντας την ζωή τους, για να είναι σήμερα αυτοί ελεύθεροι».
Ο Peter Sarantapoulas μετά τον πόλεμο παντρεύτηκε την Geraldine Travis στις 9 Αυγούστου 1948 στο Binghamton και μαζί της απέκτησε 8 παιδιά. Στην πορεία των χρόνων είχε την ευτυχία να αποκτήσει επιπλέον 21 εγγόνια και 21 δισέγγονα! Απεβίωσε πλήρης ημερών, στις 25 Ιουλίου 2010 στην πόλη Bardonia, στο Rockland της Νέας Υόρκης, σε ηλικία 87 ετών.