Γράφει ο Ηρακλής Λούφης

Η Θεσσαλονίκη από την ίδρυσή της προστατευόταν από τα τείχη της. Η πρώτη προσπάθεια οχύρωσης της νεόκτιστης πόλης του Κάσσανδρου που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωσή της ξεκίνησε τον 3ο αιώνα π.Χ. οχύρωση που για περισσότερους από πέντε αιώνες έμεινε αχρείαστη. Το 254 μ.Χ. με τα υλικά αυτών των τειχών υψώνονται νέα τείχη για να προστατευτεί η Θεσσαλονίκη από επιδρομή Γότθων και στις αρχές του 4ου αιώνα ο Γαλέριος και ο Μέγας Κωνσταντίνος ολοκληρώνουν την οχύρωσή της από στεριά και θάλασσα. Μεταξύ του 9ου και του 10ου αιώνα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία απειλήθηκε από τους Άραβες στα μέτωπα της Μικράς Ασίας, από τους Βουλγάρους στο χώρο της Βαλκανικής και πάλι από Άραβες που το 824 κατέλαβαν  την Κρήτη και ήταν γνωστοί ως Σαρακηνοί ή Μοζάραβες ή Άφροι πειρατές.

Τα τείχη της Θεσσαλονίκης. Σπάνια φωτογραφία του 1867

ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΤΗΣ ΤΑΡΣΟΥ

Αυτοί οι Άραβες πειρατές έχοντας ως βάση τα λιμάνια της Κρήτης και της Συρίας, λυμαίνονταν τα παράλια του Αιγαίου και δεν εφορμούσαν μόνο σε νησιά ή μικρούς οικισμούς, από τις αρχές του 9ου αιώνα με αρχηγό τον Έλληνα αρνησίθρησκο Δαμιανό της Ταρσού, αλλά έκαναν επιδρομές σε οχυρωμένες πόλεις, όπως η Κόρινθος, η Μεθώνη, η Χαλκίδα και η Δημητριάδα (Βόλος).

Ο Δαμιανός γνωστός στα αραβικά ως Νταμιανά και με το ψευδώνυμο Γκουλάμ Γιαζμάν (σκλάβος του Γιαζμάν), ήταν Βυζαντινός Έλληνας προσήλυτος στο Ισλάμ, κυβερνήτης της Ταρσού την περίοδο μεταξύ 896–897 και ένας από τους κυριότερους διοικητές των ναυτικών επιδρομών σε βάρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 10ου αιώνα. Στα τέλη του 903 ο Δαμιανός της Ταρσού ένωσε τις δυνάμεις του με ένα δεύτερο Έλληνα αποστάτη, τον Λέοντα Τριπολίτη.

ΛΕΩΝ Ο ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ

Ο  Λέων Τριπολίτης γεννήθηκε στην Νότια Τουρκία στην πόλη της Αττάλειας. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ημερομηνία γέννησής του ούτε για τα παιδικά του χρόνια. Πηγή πληροφοριών για τον Λέοντα είναι ο ιστορικός αλ Μασουντί, (*1) ο οποίος τον συνάντησε αυτοπροσώπως και έτσι γνωρίζουμε ότι σε νεαρή ηλικία στην διάρκεια αραβικής επιδρομής στην Αττάλεια, αιχμαλωτίστηκε και πουλήθηκε ως σκλάβος στην Τρίπολη του Λιβάνου, όπου εκεί ασπάστηκε το Ισλάμ και στρατολογήθηκε ως απλός ναύτης, πολύ σύντομα ανελίχθηκε σε διοικητική θέση και σε μικρό χρονικό διάστημα πήρε το βαθμό του ναυάρχου. Ο Λέων Τριπολίτης αναφέρεται και ως Λαουί Αμπούλ Χαρίτ, ενώ τον συναντάμε και με τρίτο γκουλάμ Ζουράφα, “υπηρέτης του Ζουράφα”, με πιθανότερη εξήγηση αυτής της αναφοράς στο όνομα του πρώτου Μουσουλμάνου αφέντη του. Ο ιστορικός αλ Μασουντί τον θεωρούσε ως έναν από τους κορυφαίους θαλασσοπόρους της εποχής του.

ΑΙΓΑΙΟ 904 μ.Χ.

Οι δύο ναύαρχοι συμμετείχαν σε εκστρατείες των Αββασιδών (*2) και συνεργάστηκαν την επόμενη δεκαετία στα πλαίσια των επιθέσεών τους ενάντια στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Την Άνοιξη του 904, ο Λέων με στόλο πενήντα τεσσάρων πλοίων ηγείτο μίας μεγάλης ναυτικής εκστρατείας με στόχο την Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο Λέοντας αποκλείστηκε από τον διοικητή του βυζαντινού ναυτικού Ιμέριο, πρόλαβε όμως την καταστροφή του στόλου του και υποχωρώντας δυτικά κατευθύνθηκε αρχικά προς τη Θάσο όπου έμεινε μικρό χρονικό διάστημα και έπειτα προς τη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Αυτοκρατορίας.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 904 μ.Χ.

Η Θεσσαλονίκη στα 2.300 χρόνια της ιστορίας της αλώθηκε τρείς φορές, η πρώτη άλωση έγινε το 904 από τους Σαρακηνούς, η δεύτερη το 1185 από τους Νορμανδούς και η τρίτη το 1430 από τους Τούρκους που έμειναν στην πόλη για σχεδόν πέντε αιώνες. Για περισσότερο από 1.200 χρόνια διάφοροι στρατοί έφτασαν ως τις πύλες της πόλης μη μπορώντας να την κατακτήσουν, κάτι που για πρώτη φορά κατάφεραν το 904 μ.Χ. οι Σαρακηνοί πειρατές με αρχηγό τον Λέοντα Τριπολίτη.

Μία μακρά ειρηνική περίοδος μετέτρεψε τη Μακεδονία σε βασικό πυρήνα της αυτοκρατορίας. Στα τέλη του 8ου αιώνα η πόλη υπήρξε κέντρο του βαλκανικού χώρου και δεύτερο διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας. Το λιμάνι της έσφυζε από ζωή. Η θέση της πάνω στον κύριο και ασφαλή οδικό άξονα Ανατολής – Δύσης και η πολυσύχναστη εμπορική οδός ως το Βελιγράδι κι από εκεί, μέσω του πλωτού Δούναβη, ως τον Εύξεινο, τη μετέτρεψε σε παράδεισο του εμπορίου. Τα εργοστάσια σιδήρου, κασσίτερου, χαλκού και μόλυβδου της έφερναν πλούτη. Το πιο συνηθισμένο ύφασμα των ρούχων, που φορούσαν οι Θεσσαλονικιοί, ήταν το μετάξι, γράφει ο Ιωάννης Καμινιάτης (*3). Ονομαστά σχολεία συγκέντρωναν το άνθος της νεολαίας από όλη τη χώρα.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΕΠΙΘΕΣΗ Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ Η ΑΛΩΣΗ

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι η βασική πηγή για την άλωση της Θεσσαλονίκης, αποτελεί η αφήγηση του ιερέα Ιωάννη Καμινιάτη, ο οποίος ήταν παρών στα γεγονότα, ο  Ιωάννης Καμινιάτης ή Καμενιάτης είναι γνωστός για την περιγραφή της άλωσης της Θεσσαλονίκης το 904, όταν στόλος Αράβων επιτέθηκε και κυρίευσε την πόλη. Οι Θεσσαλονικείς πληροφορήθηκαν για την επικείμενη επίθεση των Αράβων από τον απεσταλμένο του αυτοκράτορα πρωτοσπαθάριο  Πετρώνα λίγες μέρες πριν φτάσει ο στόλος τους στα ανοιχτά της πόλης. Οι πολίτες απροετοίμαστοι ως τότε για πόλεμο με θαλάσσια τείχη σχετικά  χαμηλά και όχι σε καλή κατάσταση, πανικοβλήθηκαν. Ο Πετρώνας διαπίστωσε πως ήταν αδύνατο να ψηλώσουν τα τείχη σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταστούν απρόσβλητα από τα εχθρικά πλοία τα οποία διέθεταν υπερυψωμένη πρύμνη και μάλιστα όλα αυτά να γίνουν μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Έτσι έθεσε σε εφαρμογή ένα άλλο φιλόδοξο σχέδιο που είχε αρκετές πιθανότητες να πετύχει. Συγκέντρωσε μάρμαρα και άλλους λίθους από το αρχαιοελληνικό νεκροταφείο της πόλης και άρχισε να τα ρίχνει στη θάλασσα ώστε αυτή να καταστεί αβαθής και να μην μπορούν να προσεγγίσουν σε μικρή απόσταση τα εχθρικά πλοία και παράλληλα, κλείσανε με σιδερένια αλυσίδα στην είσοδο του λιμανιού του Κωνσταντίνου και έκαναν έκκληση για βοήθεια προς τους Σκλαβήνους (σλαβικό φύλο που ζούσε σε μικρές ομάδες στην ύπαιθρο) και στον στρατηγό του Θέματος Στρυμώνος Νικήτα.

Απεικόνιση της άλωσης της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς το 904, από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη.

Ήταν μια έξυπνη κίνηση που πιθανόν να βοηθούσε σημαντικά την αμυντική προσπάθεια, αλλά δεν προχώρησε αφού σύντομα ήρθε νέος αξιωματούχος για αναλάβει την διοίκηση της πόλης. Ήταν ο Λέοντας Χατζιλάκης ή Χατζιλάκιος, που είχε διαφορετικές αντιλήψεις επί του πρακτέου από τον Πετρωνά. Έτσι διέταξε να σταματήσουν οι εργασίες για τη μείωση του βάθους της θάλασσας και έστρεψε την προσοχή του  και το εργατικό δυναμικό της πόλης στην επισκευή των θαλασσίων τειχών και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανύψωση  τους. Παράλληλα έφθαναν συνεχώς πρόσφυγες που διέδιδαν πληροφορίες και φήμες για την προσέγγιση του Αραβικού στόλου. 

Οι αφηγήσεις για τη συμπεριφορά των Μουσουλμάνων ήταν τρομερές και γέμισαν με μεγαλύτερο φόβο τις καρδιές των Θεσσαλονικέων. Η ατυχία χτύπησε όμως ξανά, γιατί ο Χατζιλάκης που ήταν υπεύθυνος για την άμυνα τραυματίστηκε πέφτοντας από το άλογό του, καθώς πήγε να υποδεχθεί τον στρατηγό Νικήτα.

Οι θεσσαλονικείς το πρωί της 2ας Ιουλίου του 904 μ.Χ. αντιλήφθηκαν την παρουσία των 54 πειρατικών πλοίων με πλήρωμα 200 πειρατές το καθένα (περίπου 10.000 πολεμιστές) κυρίως από την Αίγυπτο και το Σουδάν, με αρχηγό τους τον Λέοντα Τριπολίτη. Ο στόλος των Σαρακηνών εμφανίσθηκε στην είσοδο του Θερμαϊκού και αγκυροβόλησε στο μικρό λιμανάκι που λεγόταν Κελλάριον (*4).

Ο Τριπολίτης αφιέρωσε τρεις εβδομάδες για να μελετήσει την άμυνα της πόλης, μετά από κατόπτευση και αναζητώντας τα αδύνατα σημεία του θαλάσσιου τείχους, την 29η Ιουλίου οι Σαρακηνοί ξεκίνησαν την πολιορκία της πόλης με ξύλινες σκάλες, τις οποίες χρησιμοποίησαν για να ανέβουν στα τείχη. Οι Θεσσαλονικείς από την άλλη, με την ενίσχυση Σκλαβηνών τοξοτών, απέκρουσαν τις επιθέσεις, ενώ με τις κραυγές τους προκάλεσαν φόβο και ξεγέλασαν τους Σαρακηνούς για το μέγεθος του στρατού των υπερασπιστών. Το ηθικό των πολιορκημένων, μετά από αυτό παρέμεινε ακμαίο και η αντίστασή τους σθεναρή.

Οι πειρατές εξοργισμένοι από την πρώτη αποτυχία τους τη δεύτερη μέρα εξαπέλυσαν τοπικές εφόδους σε  πολλά σημεία των τειχών για να διασπάσουν την προσοχή των υπερασπιστών με την προοπτική να επιτύχουν ένα ευκαιριακό ρήγμα που θα τους επέτρεπε να διεισδύσουν στην  πόλη. Προσπάθησαν να πυρπολήσουν τις ανατολικές πύλες, “Ρώμη” (κοντά στο Λευκό Πύργο) και “Κασσανδρεωτική” ή Πύλη της Καλαµαριάς (στη σημερινή πλατεία Συντριβανίου), ενώ κατασκεύασαν τόσο αυτοί όσο και οι πολιορκημένοι δοχεία με εύφλεκτο υλικό ως όπλο, για να εκτοξευτεί προς τον εχθρό. Ο στρατηγός Νικήτας διέτρεχε τα τείχη και προσπαθούσε να εμψυχώσει τους υπερασπιστές τους ενώ φρόντισε να κατανείμει τους πιο αξιόμαχους υπασπιστές τους ανάμεσα τους. Η επίθεση των επιδρομέων είχε αποκρουστεί. Η αδυναμία των εισβολέων να εισέλθουν στην πόλη από την στεριά τους έκανε την τρίτη ημέρα της  πολιορκίας να θέσουν σε εφαρμογή το τελευταίο και πλέον επικίνδυνο σχέδιο τους. Επιστρέφοντας και πάλι στη θάλασσα κατασκεύασαν πλωτούς ξύλινους πύργους ενώνοντας δύο ή περισσότερα πλοία μεταξύ τους, ώστε να φτάσουν ψηλότερα από τα θαλάσσια τείχη και να τα παραβιάσουν.

Επάνω στα τείχη αυτά βρίσκονταν πολεμιστές με τόξα, πέτρες και κιούπια γεμάτα με εύφλεκτα υλικά. Υπήρξαν κάποιοι ανάμεσα στους υπερασπιστές της Θεσσαλονίκης που εκείνες τις κρίσιμες στιγμές προσπάθησαν να αμυνθούν και εξαπέλυσαν τοξεύματα και εύφλεκτα υλικά κατά των αραβικών πλοίων, όμως ήταν απελπιστικά λίγοι καθώς η πλειοψηφία προτίμησε να εγκαταλείψει τα τείχη αναζητώντας τη σωτηρία. Ο φόβος τους είχε κυριεύσει και σταδιακά άρχισαν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να μετακινούνται προς τα υψηλότερα σημεία της πόλης και τις απόμακρες πύλες. Όσοι από αυτούς παρέμειναν δεχόμενοι τα βέλη των πειρατών, εγκατέλειψαν και αυτοί λίγο αργότερα αφήνοντας αφύλακτες τις πολεμίστρες και διευκολύνοντας έτσι την είσοδο του εχθρού. Λίγη ώρα αργότερα μη έχοντας καμία αμφιβολία, πως η πόλη ήταν στο έλεος τους, οι πειρατές ειδοποίησαν και τα υπόλοιπα πλοία που με τη σειρά τους ξεκίνησαν να αποβιβάζουν στρατό για την τελική εκκαθάριση. Οι Σαρακηνοί εισήλθαν στην πόλη ημίγυμνοι, κραδαίνοντας τα σπαθιά τους και άρχισαν να καταδιώκουν τους κατοίκους της. Πολλοί έτρεχαν να κρυφτούν στα σπίτια τους, άλλοι ζητούσαν καταφύγια στις εκκλησίες, ενώ πολλοί κατευθύνονταν προς τις δυτικές πύλες και τα τείχη της άνω πόλης. Οι εισβολείς άρχισαν μία βάρβαρη και ανελέητη σφαγή χωρίς διάκριση. Τα θύματα ήταν πολλά, κυρίως στις δυτικές πύλες, στον περίγυρο του ναού του Αγίου Γεωργίου (Ροτόντα) και μέσα σ΄ αυτόν όπου είχαν καταφύγει πολλοί κάτοικοι. Απόσπασμα από το βιβλίο του Καμινιάτη, που περιγράφει τη σφαγή του πλήθους στο ναό του Αγίου Γεωργίου (Ροτόντα): «Μαζί με τον αρχηγό (Τριπολίτης) μπήκαν στο ναό όχι και λίγο πλήθος μακελάρηδες. Μα εκείνος πήδησε αμέσως κι ανέβηκε απάνου στην άγια τράπεζα, όπου κάμνουν οι παπάδες τη μυστική λατρεία, σταύρωσε τα πόδια του όπως συνηθίζουν οι βάρβαροι, έκατσε γεμάτος οργή κι άγρια τρέλα, άρχισε να κοιτάζει ολόγυρα εκείνο το πλήθος τους άντρες κι όσα ήθελε να κάμει, τ’ άφηνε στο σαδισμό τους. Τον πατέρα μου και τον αδερφό μου τους έπιασε με τα δυο του τα χέρια, κι εμάς, πρόσταξε, αυτούς που μας έπιασαν, να μας φυλάγουν αυτού κάπου κοντά στην πόρτα και μ’ ένα νόημα πρόσταξε τους βαρβάρους να σφάξουν τους άλλους. Κι αυτοί, φυσικά, στη στιγμή, σαν άπιαστοι λύκοι, που πέτυχαν κυνήγι, έτσι βιαστικά κι ανελέητα, τους κατάσφαξαν τους δόλιους. Μα, ενώ ήταν ακόμα ξαναμμένοι απ’ την οργή τους, κοίταξαν τον τρομερό εκείνο δικαστή, για να ιδούν, τι ήθελε να μας κάμουν κι εμάς».

Ελάχιστοι μόνο κατάφεραν να ξεφύγουν πηδώντας από τα δυτικά θαλάσσια τείχη. Χιλιάδες, οι υπόλοιποι πιάστηκαν αιχμάλωτοι, μαζί ο Καμινιάτης και η οικογένειά του.  Ανάμεσα στους περίπου 25.000 αιχμαλώτους ήταν οι στρατηγοί Νικήτας και Χατζηλάκιος που οδηγήθηκαν με τον χειρότερο τρόπο στο λιμάνι, επιβιβάστηκαν στα πλοία και στοιβάχτηκαν κυριολεκτικά στα αμπάρια σαν ζώα, όπου μεταξύ άλλων υπέστησαν και το μαρτύριο της πείνας και της δίψας.

Η ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ

Οι Σαρακηνοί έμειναν στην πόλη δέκα ολόκληρες ημέρες λεηλατώντας και ψάχνοντας για κρυμμένους θησαυρούς. Λίγο έλειψε μάλιστα να την κάψουν. Μεταπείστηκαν όμως την τελευταία στιγμή από τον Ασηκρήτη Συμεών (Ασηκρήτης: βυζαντινός αυλικός και κρατικός τίτλος, ανώτερος από όλους τους γραμματείς της αυτοκρατορικής αυλής κατά τους 6ο έως και τον 12ο αιώνα), ο οποίος απέτρεψε τον εμπρησμό της πόλης με την καταβολή δύο ταλάντων χρυσού που αρχικά προορίζονταν για τους Βουλγάρους. Ένας άλλος όμως αυτοκρατορικός απεσταλμένος, ο Ροδοφύλης, που έτυχε να βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη καθ᾽ οδόν προς τη Δύση και μετέφερε, επίσης, μεγάλη ποσότητα χρυσού για την πληρωμή των βυζαντινών στρατευμάτων στη Σικελία (που πολεμούσαν κατά των Σαρακηνών της Β. Αφρικής), αρνήθηκε να παραδώσει τον χρυσό στους Σαρακηνούς και πλήρωσε την πίστη του στον αυτοκράτορα με τη ζωή του.

Τη δέκατη ημέρα ξεκίνησαν για την Κρήτη και την Ταρσό. Μέσα στα αμπάρια των πλοίων η κατάσταση των αιχμαλώτων ήταν τραγική. Ριγμένοι κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον, δεν μπορούσαν ούτε καν να αναπνεύσουν. Χαρακτηριστικά ο Καμινιάτης αναφέρει, ότι στο πλοίο που τον μετέφερε, βρίσκονταν 800 αιχμάλωτοι και 200 πειρατές και ότι το ταξίδι ήταν ατελείωτο (Κασσάνδρα, Εύβοια, Άνδρος, Πάτμος, Νάξος), καθώς ο φόβος της συνάντησης με το βυζαντινό ναυτικό έκανε τους πειρατές να περιπλανώνται και να κρύβονται ανάμεσα στα αμέτρητα ξερονήσια του Αιγαίου. 

Τέλος, έπειτα από 16 ημέρες ταξίδι, έφτασαν στην Κρήτη στις 26 Αυγούστου του 904. Οι τραγικές συνθήκες του ταξιδιού είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο πολλών από τους αιχμαλώτους. Παρ᾽ όλα αυτά, όταν έφτασαν στην Κρήτη, οι αιχμάλωτοι αριθμούσαν, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Καμινιάτη, τις 22.000. Αρκετοί πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Κρήτης, ενώ οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν στην πατρίδα του Λέοντα, την Τρίπολη της Συρίας, απ’ όπου διοχετεύτηκαν και σκορπίστηκαν στον μουσουλμανικό κόσμο. Μόνο λίγοι Θεσσαλονικείς περίπου 1.200, ανάμεσά τους και ο Καμινιάτης, έφτασαν στην Ταρσό της Κιλικίας, για να ανταλλαγούν τελικά με Σαρακηνούς αιχμαλώτους. Η Θεσσαλονίκη άργησε να συνέλθει αλλά ανορθώθηκε μέσα από τα χαλάσματά της. Συνέχιζε να ακμάζει και μετά τον 12ο αιώνα η πόλη αριθμούσε πάνω από 100.000 κατοίκους.

—————————————————————————————————————————

(*1)Ο Αλ Μασουντί, ή Αμπού αλ Χασάν Αλί ιμπν αλ Χουσεΐν Μασουντί, όπως είναι το πλήρες όνομά του, (Βαγδάτη 896 – Κάιρο 956) ήταν Άραβας συγγραφέας, ιστορικός, γεωγράφος και περιηγητής. Αναφέρεται ενίοτε ως ο Ηρόδοτος των Αράβων.

(*2)To Χαλιφάτο των Αββασιδών (750-1258 μ.Χ.) υπήρξε το τρίτο χρονικά ισλαμικό χαλιφάτο. Κυβερνήθηκε από τη δυναστεία των Αββασιδών χαλίφηδων, που έχτισαν την πρωτεύουσά τους στη Βαγδάτη αφού ανέτρεψαν το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών από όλες τις περιοχές που διαφέντευε εκτός της Ανδαλουσίας.

Το Χαλιφάτο των Αββασιδών ιδρύθηκε από τους απογόνους του νεότερου θείου του Προφήτη Μωάμεθ, Αμπάς ιμπν Αμπντ αλ-Μουτάλιμπ (566-653 μ.Χ.) στην Κούφα το 750, ενώ το 762 η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Βαγδάτη. Μέσα σε 150 χρόνια από τότε που ολοκλήρωσαν τον έλεγχο της Περσίας, οι χαλίφηδες αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν εξουσία στους τοπικούς δυναστικούς εμίρηδες που μόνο τυπικώς αναγνώριζαν την εξουσία τους. Το χαλιφάτο απώλεσε επίσης τις δυτικές επαρχίες της Ανδαλουσίας, του Μαγκρέμπ και της Ιφρικίγια από τον Ομεϋάδα πρίγκηπα Αμπντ αρ-Ραχμάν Α΄, τους Αγλαβίδες και τους Φατιμίδες αντίστοιχα.

Η εξουσία των Αββασιδών διακόπηκε για τρία χρόνια το 1258, όταν ο Xoυλεγκού χαν, ο Μογγόλος χάνος, λεηλάτησε και ερήμωσε τη Βαγδάτη. Επανήλθε όμως στην Αίγυπτο των Μαμελούκων το 1261, απ΄ όπου συνέχισε να διεκδικεί την ηγεσία και πρωτοκαθεδρία σε θρησκευτικά θέματα του μουσουλμανικού κόσμου μέχρι το 1519, όταν η θρησκευτική εξουσία μεταφέρθηκε επίσημα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και η πρωτεύουσα του χαλιφάτου στην Κωνσταντινούπολη.

(*3)Ο Ιωάννης Καμινιάτης ή Καμενιάτης μας είναι γνωστός από την περιγραφή της άλωσης της Θεσσαλονίκης το 904, όταν στόλος Αράβων επιτέθηκε και κυρίευσε την πόλη. Με δεδομένη την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο πρόσωπο του Καμινιάτη από άλλους, σύγχρονους και μεταγενέστερους, συγγραφείς, οι πληροφορίες για τον Καμινιάτη περιορίζονται στα στοιχεία που ο ίδιος παρέχει στο μοναδικό έργο του. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο “Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης”, ο Καμινιάτης καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη ή έστω είχε μεγαλώσει σε αυτή. Ήταν έγγαμος κληρικός, κατείχε το αξίωμα του κουβουκλείσιου και υπηρετούσε στα αυτοκρατορικά οικήματα της Θεσσαλονίκης, ενώ τόσο ο ίδιος, όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, κληρικοί και αυτοί, ανήκαν στην τάξη των αναγνωστών. Επιπρόσθετα, για τον πατέρα του πληροφορεί πως ήταν έξαρχος της Ελλάδος απάσης. Στο έργο του, ο αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων Καμινιάτης δεν περιορίζεται στην περιγραφή της άλωσης της πόλης από τον Λέοντα Τριπολίτη, αλλά αφηγείται την ατομική, και συνάμα συλλογική, περιπέτειά του, καθώς οι Άραβες πήραν χιλιάδες αιχμαλώτους και τους μετέφεραν αρχικά στη Τρίπολη της Συρίας, κατόπιν στην Ταρσό της Κιλικίας. Το κείμενο σώζεται σε τέσσερα χειρόγραφα, όλα χρονολογημένα από τον 15ο και 16ο αιώνα.

(*4)Κελλάριος όρμος σήμερα ονομάζεται και ξεκινά από τους μύλους Αλλατίνι ως το Παλατάκι. Όλος ο όρμος στο Καραμπουρνάκι ταυτίζεται με τον βυζαντινό λιμένα “Κελλάριον”, ο οποίος οριζόταν από την παραλία και ένα τεχνητό υποθαλάσσιο φράγμα, που σώζεται ακέραιο ως τις μέρες μας αντίστοιχου μήκους 2 χλμ. για την προστασία των ελλιμενισμένων σκαφών της εποχής. Ο ιστορικός αυτός χαρακτήρας της παραλίας παραμένει άγνωστος και δεν έχει αναδειχθεί, παρ΄ όλο ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της ευρύτερης Θεσσαλονίκης. Για την διαφύλαξη της ιστορικής και αρχαιολογικής μορφής, ο όρμος κηρύχτηκε αρχαιολογικός χώρος με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού στις 17 Μαΐου 1989, ΦΕΚ 384/25.5.89.

 O Ηρακλής Λούφης είναι Ιστορικός και διαχειριστής της σελίδας ΜΝΗΜΕΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ – σύνδεση με το παρόν