Γράφει ο Ηλίας Μεταξάς, Οικονομικός Αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού

Εις τους Βυζαντινούς χρόνους το Ναυτικόν ωνομάζετο ‘ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ  ΠΛΩΙΜΟΝ’ Πλόϊμον με όμικρον), ακόμη και ‘ΠΛΩΙΜΟΣ  ΣΤΡΑΤΟΣ’. Ο Γενικός Αρχηγός του αρχικώς είχε τον τίτλο ‘Στρατηγός των Καραβησιάνων’, μετέπειτα ελέγετο ‘Δρουγγάριος των Πλωίμων’. Αυτός διοικούσε τον ‘Στόλον  της Πρωτευούσης’ ο οποίος απετελείτο από διάφορες ‘Μοίρες’ με την ιδίαν οργάνωσιν. Ο Ανώτερος  Επιτελικός  Αξιωματούχος του ‘Θεματικού  Στρατού’, του ‘Βασιλικού Πλωίμου’ ή του ‘Θεματικού Πλωίμου’ εκαλείτο ‘Κόμης της Εταιρείας’. Ο Διοικητής Μοίρας, η οποία απετελείτο από 3-5 Δρόμωνες έφερε τον Τίτλο του ‘Κόμητος’ ή του ‘Δρουγγαροκόμητος’. Μάλλον θα ήταν κάτι αντίστοιχο με τον σημερινόν Υποναύαρχο, Ηγήτωρ με ευρείες δυνατότητες  να διοική, να  μεριμνά και να επιλύη όλα τα ζητήματα εκδίδοντας  τις σχετικές διαταγές. Θα τελούσε μόνον υπό τις διαταγές του ‘Δρουγγαρίου’ του ‘Βασιλικού Πλωίμου’  ή του‘Θεματικού Πλωίμου’, δηλαδή του Αρχηγού Στόλου όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο ανώνυμος συγγραφεύς του 14ου αιώνος είχε γράψει εις την  πραγματεία  του ‘Περί Οφφικίων’, ότι ο αρχαιότερος των Κομήτων εκαλείτο ‘Πρωτοκόμης’ : “Των εν τω Βασιλικώ Στόλω πάντων Κομήτων Πρώτος”. Δυστυχώς μετά τον 13ον αιώναν,  ο Ελληνικός Στόλος  έπαυσε να θεωρείται αξιόμαχος ο δε Πρωτοκόμης, παρά το σημαντικό του αξίωμα, εις την Αυλικήν Ιεραρχία των Παλαιολόγων έφθασε να κατέχη μίαν από τις τελευταίες θέσεις, την 75ην, ούτε κάν έφερε το ‘Δικανίκιον’.

Μία άλλη πολύ αξιόπιστη πηγή, η ‘Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια’, εκδόσεως του 1927, αναγράφει μίαν διαφορετική  βαθμολογικήν  Ιεραρχίαν. Ο Αρχιναύαρχος εις το Βυζαντινό Ναυτικό ελέγετο ‘Μέγας Δούξ’  ή ‘Μεγαδούκας’. Είχε υπό τας διαταγάς του τον ‘Μέγαν Δρουγγάριον’ του Στόλου, τον‘Αμηράλιον’, τον‘Πρωτοκόμητα’, τους‘Δρουγγαρίους’ και τους ‘Κόμητας’.

Όσον αφορά την ετυμολογίαν της λέξεως ‘Κόμης’ ή ‘Κόμις’ υπάρχουν ποικίλες εκδοχές από πολλές και διαφορετικές πηγές, αναφέρουμε τις κυριώτερες.

Η Πρώτη, ότι προέρχεται από το Ελληνικό ρήμα ‘Κομίζω’ διότι ο  φέρων αυτόν τον Τίτλον εκόμιζε τις διαταγές του Αυτοκράτορος προς τους αποδέκτας αυτών, δηλαδή ήταν ο ‘Κομις – τής’ των διαταγών αυτού.

Η Δευτέρα εκδοχή, είναι ότι προέρχεται από την Λατινική λέξιν ‘Comes’ η  οποία σημαίνει Συνοδοιπόρος, Σύντροφος, Παιδαγωγός, Επιστάτης, Επίτροπος. Εις την Ρωμαϊκήν Ιστορίαν ως αξίωμα ενεφανίσθη τον 2ον π.Χ. αιώναν. Ο συγκεκριμένος Αξιωματούχος έφερε τον τίτλο ‘Comes Augusti’ και ήταν ο Νομικός σύμβουλος του Αυτοκράτορος.

Από το 161 μ.Χ. και εντεύθεν, επί του Μarcus Aurelius Antoninus, αρχι-κόν όνομα του Marcus Annius Verus (121-180 μ.Χ.), το αξίωμα μετεξελίχθη εις Στρατιωτικόν, ο δε κάτοχος του ανέλαβε πλέον τα καθήκοντα του Στρατιωτικού συμβούλου του Αυτοκράτορος. Με την νέαν ιδιότητα του ο ‘Comes’ τον συνόδευε εις τις επιθεωρήσεις και εις τις εκστρατείες.

Η  Τρίτη εκδοχή είναι, ότι η Λατινική λέξη ‘Comes’ αναφαίνεται κατά την Α΄ Ρωμαϊκή Δημοκρατία (509- 107 π.Χ.), ήταν Τίτλος ο οποίος απενέμετο εις τους Δημάρχους, τους  Επάρχους και εις τους Γραμματείς, οι οποίοι  συνόδευαν  τους Ανθυπάτους ή άλλους Πολιτικούς καθώς και  Στρατιωτικούς εις τις διάφορες  Επαρχίες της Ρώμης. Εκτός αυτών, ο Αύγουστος αποκαλούσε  Κόμητες και τους Αξιωματικούς της Αυτοκρατορικής Φρουράς του, οι  οποίοι συνήθως επελέγοντο επειδή κατήγοντο από τους εξέχοντας ‘Αριστοκρατικούς Οίκους των Συγκλητικών’.

Εις το σημείον τούτο υποχρεούμεθα να προβούμε εις αρκετάς  απαραιτήτους επεξηγήσεις, διά την πληρεστέραν κατανόησιν των γραφομένων μας, όσον αφορούν τους Βαθμούς και την Ονομασίαν της Αυτοκρατορίας μας. Ως εκ τούτου επικαλούμεθα την συγκατάβασιν και την ανοχήν των αναγνωστών.

Η  ‘ΙΕΡΑ  ΣΥΓΚΛΗΤΟΣ’ ήταν τρόπον τινά, ένα είδος Βουλής. Όσον αφορά  την Αυτοκρατορία μας, κακώς ονομάσθη ως ‘Βυζαντινή’. Το 1557 την έγραψε έτσι με αυτό το όνομα εις  το βιβλίο του Corpus Historiae Byzantine, ο Γερμανός Ιστορικός και Λόγιος  Ουμανιστής Hieronymous WOLF (1516-80). Αυτό δεν ήταν σωστό, αλλά δυστυχώς, έτσι παρέμεινε  και έχει καθιερώθη μέχρι σήμερα.

Εις την ακμή της Αυτοκρατορίας μας, επί της Μακεδονικής Δυναστείας περί τον 10ον αιώνα, ο ΛΕΩΝ 6ος ο Σοφός (886-912) την είχε πρωτοαναφέρει εις τα ‘Τακτικά’ του με την ορθήν ονομασία της, δηλαδή ‘ Φιλόχριστος των Ρωμαίων Πολιτεία ’. Ο Λαός και γενικότερα, εις την καθομιλουμένην και εν τη ρύμη του λόγου, την έλεγαν απλώς ‘ Ρωμανία ’. Επίσης την έλεγαν και ‘Βασιλεία των Ρωμαίων’.    

     Εις την Αρχαιότηταν ο όρος ‘ΠΟΛΙΤΕΙΑ’ είχε βαρύνουσα σημασίαν, την θεωρούσαν ως το ιδανικόν ‘Πολίτευμα’. Ο μέν Πλάτων (428-348 π.Χ.) τα συνέγραψε την ‘Πολιτείαν’ και το‘Πολιτικόν’. Ο δέ Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) εις τα ‘Πολιτικά’ του θεωρεί την Δημοκρατίαν ως Εκτροπήν του Πολιτεύματος της πραγματικής Δημοκρατίας. Ενώ το Πολίτευμα της ‘Πολιτείας’ είναι  εκείνο της ‘Αξιοκρατικής Δημοκρατίας’ και όχι της ‘Δημαγωγικής Δημοκρατίας’. Κάτι μας θυμίζουν οι Αρχαίοι Σοφοί μας.

      Τα Συντάγματα των Αγωνιστών του 1821 ανεβίωσαν το ‘Πολίτευμα της Πολιτείας’ . Το ίδιο και τα Διατάγματα του Κυβερνήτου  Ιωάννου Αντωνίου Καποδιστρίου (1776-1831), ακολουθούσαν τους Νόμους της ‘Πολιτείας των Ρωμαίων’. Επίσης και εις το Νόμισμα του Φοίνικος  που έκοψε ήταν χαραγμένη η ένδειξις ‘Ελληνική Πολιτεία’. Το ίδιο και  οι Βασιλικοί Νόμοι του Όθωνος (1815-67) ανεγνώρισαν και επανέφεραν εκείνην την Νομοθεσίαν της Μεσαιωνικής Αυτοκρατορίας μας. Αυτά παρέμεναν μέχρι και το 1946, οπότε με την εισαγωγή του νέου Αστικού Κώδικος  έπαυσαν να ισχύουν. Κατά την απαισίαν Γερμανό-Ιταλική Κατοχή, η τότε ‘Κυβέρνησις’ είχε εις ως  επικεφαλίδα των Κρατικών εγγράφων της  το λογότυπον ‘ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ’.

     Η υπέρτατη ‘Αξία’ (έτσι έλεγαν τις τιμητικές διακρίσεις οι πρόγονοι μας τότε) εδίδετο με τον Τίτλο, την άνοδον του και την είσοδον του εις την Τάξιν των Συγκλητικών’. Αυτός ήταν ισόβιος, αλλά όχι κληρονομικός. Μπορούσε να δοθή και εις τα τέκνα του Συγκλητικού, αμφοτέρων των φύλλων, ασχέτως της σειράς της γεννήσεως τους. Επίσης και εις την σύζυγον του η οποία  τον διατηρούσε  ακόμη και εις την περίπτωσιν  διαζυγίου της. Όλα αυτά τα προνόμια  υπό την προϋπόθεσιν ότι εκάλυπταν αυστηρότατα αξιοκρατικά κριτήρια. Ήσαν αποδεδειγμένως ικανά  άτομα και είχαν υπηρετήσει τα συμφέροντα της Αυτοκρατορίας. Τα  ανωτέρω, εις πλήρην αντίθεσιν με την ‘Βαρβαρικήν’ Εσπερίαν εις την οποίαν  οι τίτλοι ‘Ευγενείας’ ήσαν κληρονομικοί  αδιακρίτως ικανότητος ή προσφοράς εις την Χώρα τους. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι ο έχων την τιμή να γράφη το ανά χείρας πόνημα είναι απ’ ευθείας απόγονος του ‘Λαμπροτάτου, δηλαδή ‘Συγκλητικού Οίκου των Μεταξά’.

Όταν πρωτοενεφανίσθη  ο τίτλος του Κόμητος υποδηλούσε μάλλον σημείον  υπηρεσίας.  Όμως, από τους χρόνους  του Titus Flavious DOMITIANUS (81-96  μ.Χ.) και του (Αγίου) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1ου του Χλωρού (324-337 μ.Χ.), προσέλαβε την σημασίαν αξιώματος. Υπενθυμίζουμε ότι  η Μήτηρ του Αγία  Ελένη (248-330) ήταν Ελληνίς από την Βιθυνία της  Βορειοδυτικής  Ασιατικής  Ελλάδος. Γνωστή επί το απλούστερον ως ΙΩΝΙΑ. Ο Τίτλος του Κόμητος απενέμετο επί των τελευταίων Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, εις διαφόρους Κρατικούς Λειτουργούς, εις τους Στρατιωτικούς, εις  τους  Διοικητάς των Πόλεων ή των  Επαρχιών. Σύν τω  χρόνω, επί των διαφόρων Φράγκων Ηγεμόνων ο τίτλος του Κόμητος απενέμετο εις μεγαλοκτηματίες οι  οποίοι περιεβάλλοντο και ανώτατα  αξιώματα μέχρις ότου κατήντησαν εντελώς ανεξάρτητοι Τοπάρχαι, ο δέ Τίτλος τους και τα αξιώματα τους μετεβιβάζοντο κληρονομικώ δικαίω  εις τους απογόνους  τους.

Εις την Φεουδαλικήν ιεραρχία της Δύσεως οι Κόμιτες ήσαν κατώτεροι των Δουκών αλλά ανώτεροι των Μαρκησίων.  Όταν βαθμιαίως οι Βασιλείς  αφήρεσαν την δύναμιν των Φεουδαλικών Αρχόντων, οι Κόμητες διετήρησαν  μόνον  τον Τίτλο και μερικά Προνόμια. Σήμερα παραμένει ως απλός τίτλος Ευγενείας  ή Αριστοκρατίας εις κάποιες  Χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Η   Τετάρτη εκδοχή είναι, ότι από τα  πρώτα  χρόνια της  μεταφοράς  της  Πρωτευούσης της Αυτοκρατορίας εις την Νέαν Ρώμην, αυτό είναι το δεύτερον  όνομα της Κωνσταντινουπόλεως, ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ 1ος εθέσπισε τον Τίτλο του Κόμητος δι’ έναν ευρύτερον κύκλον Αξιωματούχων, όπως Πολιτικούς, Διοικητικούς, Στρατιωτικούς και Ναυτικούς.

Όσοι έφεραν τον συγκεκριμένο τίτλο αποτελούσαν το‘Comitatus’, δηλαδή, κατά μίαν έννοια την Ακολουθία του Αυτοκράτορος. Διακεκριμένοι  ιστορικοί  ισχυρίζονται ότι  ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ 1ος επιθυμούσε να δώση μεγαλυτέραν λάμψιν και  κύρος εις  τους συνεργάτες του  ώστε να επιτύχη την αφομοίωσιν της παλαιάς Αριστοκρατίας των Συγκλητικών με την νέαν Αριστοκρατία  των Δημοσίων Λειτουργών. Ο κοινός πλέον τίτλος του Κόμητος θα τους ένωνε και θα ήσαν περισσότερον αφοσιωμένοι εις τον Αυτοκράτορα. Κατά την ‘Βυζαντινήν’ εποχή δεν ήταν ένας σκέτος Βαθμός, αλλά εμπεριείχε υψηλές αρμοδιότητες και τιμές.

Αλλ’ ημείς ενδιαφέρον πρωτίστως έχομεν διά τα ως άνω ήδη αναγραφέντα περί του ‘Πολεμικού Ναυτικού της Υπερχιλιετούς Βασιλείας των Ρωμαίων’ εις την εξιστόρησιν του οποίου  επαναπλέομεν.

Ο Λέων 3ος ο ΙΣΑΥΡΟΣ (717-741) δια να αντιμετωπίση τους Άραβες προέβη  εις  επαναστατικές, δια την εποχήν, αναδιαρθρώσεις και  αποκέντρωσιν. Τοιουτοτρόπως  από το πρώτον ήμισυ του 8ου μ.Χ. αιώνος και έως το τέλος του 11ου μ.Χ. αιώνος ο‘Βυζαντινός’ Στόλος διεκρίνετο εις τρείς κατηγορίες.

Δρόμων

Μεταξύ των ετών 800-900 μ.Χ. διέθετε τα καλλίτερα πλοία της εποχής, τους καταπληκτικούς ‘Δρόμωνες’, οι οποίοι είχαν 100-150 κουπιά. Εκτός των Κωπηλατών, επέβαιναν και 50-70 Ναυβάτες Πολεμιστές. Οι Δρόμωνες ήσαν τα  κυρίαρχα Πολεμικά  πλοία της Μεσογείου επί πολλούς αιώνες. Υπήρχε και ο τύπος του ‘Ελάσσονος  Δρόμωνος’ με 50 κουπιά μόνον. Ήταν ταχύτατος  και  εχρησιμοποιήτο  ως ‘Καταδρομικόν’ ή ‘Απόστολον’ πλοίον. Όμως αναφέρονται και άλλοι τύποι Δρομώνων, όπως ο ‘ Πάμφυλος’, η   ‘Γαλέα’ και το ‘Χελάνδιον ’. Τα ακριβή χαρακτηριστικά αυτών, παραμένουν ένα  πρόβλημα  διά τους αρχαιολόγους έως σήμερα.Οι Ηγεμόνες της Εσπερίας επί αιώνες εθαύμαζαν τα Ελληνικά επιτεύγματα, αλλά δεν κατάφερναν να τα μιμηθούν. Μόνον ο Πάπας ΙΩΑΝΝΗΣ 8ος (872-882) το 877 μ.Χ. εναυπήγησε εις την Civitta-Vecchia, επίνειον της Roma,  κάποιους Δρόμωνες, κατ’ απομίμησιν των Ελληνικών. Δύο Βενετσιάνοι  ιστορικοί, ο Giovanni CASONI (1783 1857) και ο Giovanni VELUDO (1811-90), μαρτυρούν ότι η αντιγραφή τους ήταν τόσο πιστή,  ώστε οι Ιταλοί αντέγραψαν ακόμη και τις  ονομασίες τους. Είχαμε δηλαδή τα Ιταλοποιημένα Dromoni, Galee και Chelandia. Η περιγραφή αυτών από τους δύο ως άνω  Ιταλούς ιστορικούς, ταιριάζει απολύτως εις τον Δρόμωνα. Ευλόγως προκύπτει το ερώτημα. Από τον Δρόμωνα προήλθε αργότερα και η  περίφημη Ενετική Γαλέρα ;  Άγνωστον.

Οι 3 κατηγορίες των ‘Βυζαντινών’Στόλων που  προαναφέραμε  ήσαν οι  εξής :

     1)    Ο Κεντρικός Στόλος, ο  οποίος απετελείτο από βαρέα πλοία, τους Δρόμωνες, και ανελάμβανε τις μακρινές  επιχειρήσεις. Σήμερα θα τον λέγαμε Μητροπολιτικό  Στόλον Ανοικτής Θαλάσσης. Δηλαδή ίσως κάτι παρόμοιο  με αυτό που ονομάζουμε εις τα βαρβαρικά  ‘Task  Force’.

        2)    Ο Επαρχιακός  Στόλος, ο οποίος απηρτίζετο  από  ελαφρές  μονάδες, δηλαδή  τους μικρούς  Δρόμωνες  ή  Χελάνδια  και  τις Γαλέες  ή  Μονήρια. Υπήγετο διοικητικώς εις την δική του Επαρχία, αλλά  συνετηρείτο από  το Θησαυροφυλάκιο της Κωνσταντινουπόλεως. Είχε ως  αποστολή του την παρακτίαν  άμυνα της  Επαρχίας του. Εφ’ όσον προέκυπτε κίνδυνος  εις άλλες περιοχές  έσπευδε προς ενίσχυσιν, διότι είχε την δυνατότητα να δράση και επιθετικώς.

        3)    Ο Θεματικός Στόλος, ο  οποίος  συνεκροτείτο  μόνον εις τα Ναυτικά Θέματα  και συνετηρείτο από αυτά. Είχε  πλοία όλων  των ειδών και  προστάτευε  μόνον τα δικά του παράλια. Ήταν ένας ολοκληρωμένος  Στόλος, αλλά  εντελώς αυτόνομος  από εκείνον  της Βασιλευούσης.

Το Υγρόν Πυρ

Οι  Μεσαιωνικοί  πρόγονοι μας κατεναυμάχησαν όλους τους εχθρούς  οι οποίοι  απετέλεσαν απειλή δια τις εμπορικές θαλάσσιες οδούς  της Αυτοκρατορίας,  μερικοί εξ αυτών,  Άραβες, Τούρκοι, Πειρατές κ.α. Το  μυστικό μας όπλον, ήταν το  Υγρόν Πυρ, το οποίον εξεσφενδόνιζαν με σίφωνα  ή  καταπέλτη, ήταν ο  καταλυτικός  παράγων  της νίκης. To Υγρόν Πύρ είχε και άλλες ονομασίες  όπως :  Ελληνικόν,  Ρωμαϊκόν,  Μηδικόν,  Θαλάσσιον,  Σκευαστόν. Εις  τα Λατινικά το  έλεγαν : Graecus,  Liquidus,  Humidus,  Factitius,  Ignis Marinus,  Olivum, Incendiarium. Oι Φράγκοι το έλεγαν εις τα Γαλλικά ‘ Feu Grec’ ή‘ Feu Gregois’. Aποδίδεται εις τον Έλληνα Μηχανικό ΚΑΛΛΙΝΙΚΟ (7ος αιών π.Χ.) από την Ηλιούπολιν της Συρίας, το  σημερινό  Baalbeck.

Μία άλλη πηγή μας λέει ότι το  516 μ.Χ. ο Στόλος του  Αυτοκράτορος ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Α΄(491-518 μ.Χ.) με επί κεφαλής τον Στρατηγό ΜΑΡΙΝΟ ( ?  –  538 μ.Χ) κατεναυμάχησε τον Στόλο του επαναστάτου Γότθου  Στρατηγού Vitalianus. Ο τελευταίος ήταν Aνώτερος Διοικητής εις την Θράκη του Ανατολικού Κράτους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επίσης ήταν Κόμης των Φοϊδεράτων, δηλαδή Aρχηγός των Γότθων, Αλανών και άλλων Βαρβάρων Μισθοφόρων που χρησιμοποιούσε ο Τακτικός Στρατός του λεγομένου ‘Βυζαντίου’. Ο Βιταλιάνος Κατευθύνθη εις τις Βορειότερες Επαρχίες της Αυτοκρατορίας και συνεκέντρωσε Βουλγάρους και Ούνους. Εναυπήγησε δικό του Στόλο και ενεφανίσθη εμπρός από την Βασιλεύουσαν. Αλλά τα Πυρφόρα πλοία του Αυτοκράτορος ήσαν εφοδιασμένα με την εμπρηστική συσκευασία την οποίαν είχε επινοήσει ο Αθηναίος Φυσικός ΠΡΟΚΛΟΣ (410-485 μ.Χ.). Ως  εικός εστί κατέκαυσαν τους Επαναστάτες.

Όμως δύο εκ των πλέον θαυμαζομένων Αυτοκρατόρων ευθύνονται  διά  την  φθίνουσα πορεία  του ‘Βασιλικού Πλωίμου’. Ο Λέων 6ος  ο Σοφός (886-912 μ.Χ.) και ο Κωνσταντίνος 7ος  ο Πορφυρογέννητος (913-959 μ.Χ.). Του έδωσαν αμυντικό προσανατολισμό και έτσι προδιέγραψαν την  παρακμή  του. Έκτοτε οι Αυτοκράτορες αιτούσαν την βοήθεια των Στόλων των  διαφόρων Ιταλικών Ναυτικών Πόλεων- Κρατών, κυριώτερες των οποίων ήσαν : VeneziaGenova, Amalfi  και Pisa. Σημειωτέον είναι, ότι τα τέσσερα παμπάλαια Εμβλήματα – Θυρεοί  αυτών των Μεσαιωνικών, αλλά και μετέπειτα, Κρατιδίων σχηματίζουν ένα ασπίδιον και κοσμούν την σύγχρονην Ιταλική σημαία. Ευρίσκονται εις το μεσαίον κάθετον τμήμα αυτής με το λευκό χρώμα.

     Το  έγκλημα το συνέχισε ο  ένδοξος Βασίλειος  2ος  ο Βουλγαροκτόνος (963-1025 μ.Χ.), και το έκανε ακόμη χειρότερο. Το 1005  παρεχώρησε τα πρώτα εμπορικά προνόμια εις τους Ιταλούς. Τοιουτοτρόπως εχάθησαν τεράστια χρηματικά ποσά από εμπορικά κέρδη, φόρους, δασμούς κ.ο.κ. Αδυνατούσαν να πληρώσουν τους μισθούς των Βαρβάρων  Μισθοφόρων, αυτοί εστασίαζαν κ.λ.π. κ.λ.π. Ο κατά Ξηράν Στρατός είχε τα χάλια του. Ο εναπομείνας Στόλος ελλείψει κεφαλαίων δεν ήταν συντηρημένος ούτε εφοδιασμένος Φυσιολογικώς αδυνατούσε να πλεύση, και ούτε λόγος να  επιχειρήση.

    Ο Αλέξιος Α΄ ΚΟΜΝΗΝΟΣ (1081-1118) ενοποίησε ότι είχε απομείνει από τους τρεις προαναφερθέντας Στόλους. Το έγκλημα ολοκληρώθη και επαγιώθη από τον Ανδρόνικον  2ον  ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ (1281-1318 μ.Χ.), ο οποίος μάλιστα διεκρίνετο και  διά την παιδείαν του!!! Εθεώρησε το ‘Βασιλικόν Πλώιμον’ ως  περιττόν έξοδο και το διέλυσε εξ ολοκλήρου. Εκράτησε  μόνον 20 καράβια. Έτσι  η Θαλασσία Άμυνα και  το Εμπόριον  έπεσαν εξ ολοκλήρου  εις τα  Ιταλικά χέρια. Μετά από 1,5 περίπου αιώναν  ο Εθνομάρτυς Κωνσταντίνος 11oς ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ (1405-53), ανέμενε  επί  ματαίω τα Ξένα καράβια από την Χριστιανικήν Ευρώπη να καταπλεύσουν, να  διασπάσουν τον αποκλεισμό των  Οθωμανών και να φέρουν βοήθειαν εις την Βασιλεύουσαν.

      Η Ιστορία ανέκαθεν επαναλαμβάνεται.-

Print Friendly, PDF & Email