Γράφει ο Ελ. Σφακτός Επικελευστής (Τηλ.) ε.α. Ιδρυτικό Μέλος του ΕΛ.Ι.Ν.ΙΣ

Με τη πτώση και του τελευταίου προπύργιου της πάλαι ποτέ Βυζαντινής αυτοκρατορίας, της Κωνσταντινούπολης, οι Έλληνες βρέθηκαν επί 4 σχεδόν αιώνες υπόδουλοι σε έναν αδυσώπητο και αναχρονιστικό κατακτητή, όπου λίγο απείχε από του να αφανιστούν αν αφηνόντουσαν στη φθορά του χρόνου και στον φυσικό και ηθικό πόνο, όπως συνέβη με άλλους λαούς της ιστορίας που εξαφανίστηκαν όταν κατακτήθηκαν. Ο Έλληνας ευτύχησε να µην έχει αυτή την τύχη. Αυτό φυσικά δεν ήταν τυχαίο. Τρία ήταν τα όπλα που θωράκισαν και χαλύβδωσαν τη θέλησή του για επιβίωση και ελευθερία. Η Γλώσσα, η Θρησκεία και οι Παραδόσεις, που λειτούργησαν ως άσβεστη φλόγα διατηρώντας ζωντανή την εθνική του συνείδηση. Στην επί αιώνες αναστάσιµη ευχή των Ελλήνων «Χριστός Ανέστη» ακολουθούσε «…και του χρόνου στην Πόλη».

Στη μακραίωνη αυτή σκλαβιά, αναμφισβήτητα υπήρξαν γεγονότα που αναζωπύρωναν και ενθάρρυναν τον λυτρωμό του. Από τα σημαντικότερα ήταν:

–  Η ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) που σταμάτησε οριστικά τις επεκτατικές διαθέσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας προς Δυσμάς.

–  Ρήγας Φερραίος.(1757-1798). Μπορεί το αίμα του να μη χύθηκε στο πεδίο της μάχης «έως την σταλαγματιά για την Πατρίδα» όπως διακήρυττε ο όρκος του, αλλά μέσα στην υγρή φυλακή του Βελιγραδίου στις 9 Μαΐου του 1798. Τα φλογερά του όμως λόγια είχαν συνεγείρει τις ψυχές των Ελλήνων, και ο Θούριός του, κοντά στο «Ελευθερία ή Θάνατος», έγινε ένας πρώιμος  εθνικός ύμνος για τους σκλαβωμένους Έλληνες.

–  Η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας.

–  Η Γαλλική επανάσταση (1789) που δημιούργησε ένα κύμα φιλελευθερισμού σε όλη την Ευρώπη, και χάρη στην ελληνική ναυτιλία, τα μηνύματά της έφθαναν και στην Ελλάδα με μεγάλο αντίκτυπο.

 –  Φιλική Εταιρεία (1814). Ήταν το συντονιστικό όργανο που δημιούργησε τους κατάλληλους μυστικούς μηχανισμούς προετοιμασίας προς την επανάσταση

–  Εµπόριο.  Το  Αιγαίο αν και υπό τον έλεγχο των  Τούρκων,  σύντοµα πέρασε  σε  χέρια  Ελληνικά  και πλοία εξοπλισμένα των τριών νήσων ταξίδευαν σε όλη τη Μεσόγειο. Το κέρδος ήταν: πλούτος, πολεµική  εμπειρία και ένα καθεστώς αυτονομίας. Τον κατακτητή τον ικανοποιούσε η είσπραξη των φόρων και η ναυτολόγηση του στόλου του µε Έλληνες ναυτικούς.

Από τα πιο πάνω γεγονότα θα ασχοληθούμε με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (χωριό στα ΒΑ της Βουλγαρίας, σύνορα με Ρουμανία, ΝΔ της Σιλιστρίας),που ήταν επωφελής για τις Ελληνικές προσδοκίες και γενικά για τους ορθόδοξους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Η συνθήκη αυτή τερμάτισε τον τετραετή πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας (1768-1774). Από τους σημαντικότερους όρους της συνθήκης που ενδιέφεραν άμεσα και την υπόδουλη Ελλάδα ήταν οι πιο κάτω.

–  Η Ρωσία απέκτησε το δικαίωμα ελεύθερης ναυσιπλοΐας στα τουρκικά χωρικά ύδατα, και το δικαίωμα να ενεργεί με επεμβάσεις ή παρεμβάσεις ως προστάτιδα δύναμης των απανταχού ορθοδόξων χριστιανών που ζούσαν κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

–   Απέκτησε το δικαίωμα να διορίζει προξένους και υποπρόξενους σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας, Στις θέσεις αυτές κατά πλειοψηφία, διοριζόντουσαν ‘Ελληνες.

–   Αναγνωρίστηκε η αυτονομία των ηγεμονιών Μολδαβίας και Βλαχίας και περιοχής της Κριμαίας, την οποίαν ενσωμάτωσε αργότερα η Ρωσία.

–  Αμνήστευση όλων των υπηκόων του σουλτάνου που πήραν μέρος στον πόλεμο.

Η Συνθήκη αυτή είχε μεγάλη σημασία για την Ελλάδα, καθώς θεωρείται ότι ήταν η απαρχή  παρακμής της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Ελληνισμός δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη, και έσπευσε να επωφεληθεί. Η αυτονομία των παραδουνάβιων ηγεμονιών, τις οποίες παλαιότερα τις είχαν κυβερνήσει και Έλληνες ηγεμόνες, βοήθησε την ελεύθερη άνθηση του Ελληνισμού στα γράμματα και στο εμπόριο στις εκεί  ελληνικές παροικίες, απ΄ όπου προετοιμάστηκε και ο αγώνας της ανεξαρτησίας. Η αναγνώριση επίσης της Ρωσίας ως προστάτιδας των Χριστιανών, ενθάρρυνε και επέτρεψε στην Εκκλησία να δραστηριοποιηθεί περισσότερο στο εθνεγερτήριο έργο της. Η εκπληκτική τούτη παραχώρηση οφείλεται στη διαπραγματευτική επιδεξιότητα των Φαναριωτών υπαλλήλων που πλαισίωναν σε μεγάλο ποσοστό, το διπλωματικό σώμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.  Τέλος, το σημαντικότερο ήταν το δικαίωμα  της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στις οθωμανικές θάλασσες όσων πλοίων έφεραν την ρωσική σημαία. Οι Έλληνες άδραξαν αμέσως την ευκαιρία να υψώνουν στα πλοία τους την με μεγάλου κύρους Ρώσικη σημαία και σε συνδυασμό με τα έγγραφα προστασίας που τους εφοδίαζαν οι Ρώσοι, επέκτειναν τα ταξίδια τους ανατολικά έως τη Μαύρη θάλασσα, και δυτικά έως τα Γάδειρα (σημερινό Κάδιξ της Ν. Ισπανίας) προσκομίζοντας τους πολλαπλά κέρδη.

Για τη δυνατότητα αυτή, ο Γ. Κριεζής (της επιφανούς Υδραίικης οικογένειας των Κριεζήδων, πρόκριτος της Ύδρας, ιστορικός και βιογράφος του Μιαούλη) γράφει:

« Έπί δεκαετίαν όλόκληρον ή ναυτιλία τῆς Ύδρας χάρις είς τήν κραταιάν τῆς Ρωσίας σημαίαν, ήκμασε ἀληθή  ἀκμήν. Πλούτη ἀμέτρητα  ἐπεσωρεύθησαν . Τά κλείθρα κατέστησαν πλέον περιττά καί τά κιβώτια ἀνεπαρκή. Πανταχόθεν ήκούετο ὀ  ἐναρμόνιος τοῦ χρυσοῦ  καί τοῦ   ἀργύρου ήχος  ἀπό τῆς ἀνωτάτης τάξεως μέχρι τῆς κατωτάτης. Επεσωρεύθη, λοιπόν ὁ χρυσός καί ὁ άργυρος είς  ὑπόγεια».

Οι Τούρκοι μπροστά  στον κίνδυνο να αλλάξει σημαία όλη η εμπορική τους ναυτιλία, που ήταν στα χέρια των Ελλήνων ραγιάδων, έδωσαν πολλά προνόμια και διευκολύνσεις στα πλοία που θα διατηρούσαν την ελληνοτουρκική σημαία ή τη ραγιάδικη (είχε τρείς οριζόντιες ταινίες οι δύο ακραίες κόκκινες η μεσαία γαλάζια).

Τα ελληνικά νησιά, πρωτοστατούντων των Υδραίων, εκμεταλλεύτηκαν κάθε ευκαιρία, και σε συνδυασμό με τους Ναπολεόντειους πολέμους που ακολούθησαν, συσσώρευσαν αμύθητο πλούτο, μεγάλωσαν σε αριθμό και μέγεθος πλοίων και απέκτησαν εμπειρίες σε πραγματικές επιχειρήσεις. (αντιμετώπιση πειρατών, τακτικές διάσπασης αποκλεισμού  ακτών, που είχαν επιβάλλει οι Άγγλοι).

Της συνθήκης αυτής επωφελήθηκε και ο  Λάμπρος Κατσώνης γράφοντας την δική του ιστορία.

ΛΑΜΠΡΟΣ  ΚΑΤΣΩΝΗΣ (1752-1804)

Ο Λάμπρος Κατσώνης

Ο ατρόμητος κουρσάρος (1)  από τη Λιβαδειά που με τις τολμηρές επιδρομές του στα νερά του Ιονίου αρχικά, και μετά του Αιγαίου, έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Ξεκίνησε ως υπαξιωματικός στον ρώσικο στόλο (1770-1774), με τον βαθμό του Κελευστή πολεμώντας  στη Δαλματία, Ήπειρο και Δ. Πελοπόννησο. Μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή κατετάγη ως αξιωματικός στον Ρώσικο στρατό. Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787 και έχοντας επιδείξει εξαίρετα προτερήματα ναυμάχου, αγόρασε μια κορβέτα με 28 πυροβόλα στην Τεργέστη το 1788, την ονόμασε « Αθηνά της Άρκτου» (Μινέρβα  του  Βορρά» προς τιμήν  της  Αυτοκράτειρας  Αικατερίνης  ΙΙ.),  και με ένα μικρό στολίσκο από 15 περίπου πλοία, εισήλθε στο Αιγαίο και ξεκίνησε τις συγκρούσεις του με τον τούρκικο στόλο,  τον οποίον καταναυμαχούσε όπου τον συναντούσε. Καστελλόριζο, Κύπρος, Συρία, Αίγυπτος, Κάρπαθος ήταν μερικά από τα μέρη ναυμαχιών του Κατσώνη. Στις μεγάλες αυτές καταδρομές συμμετείχε σε ηλικία 16 ετών και ο μετέπειτα ναύαρχος Μιαούλης. Η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄, θαυμάζοντας τη δράση του τον προήγαγε σε υποχιλίαρχο και αναγνώρισε επισήμως τον στόλο του ως στόλο της Ρώσικης αυτοκρατορίας. Με ορμητήρια την Κέα και την Άνδρο συνέχισε την επιτυχή δράση του  σε Ιόνιο και Αιγαίο ( το 1789 στην Ιθάκη  βάφτισε τον Οδυσσέα  Ανδρούτσο), ενώ είχε απαγορεύσει στους νησιώτες να στέλνουν ναύτες στον Οθωμανικό στόλο και χαράτσι στο Σουλτάνο. Τους παρότρυνε δε να ενεργούν ως ελεύθεροι άνθρωποι.  

Το πλοίο του Κατσώνη «Αθηνά της Άρκτου»  

Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, αδυνατώντας να τον αντιμετωπίσει, προσπάθησε να τον προσεταιρισθεί με υποσχέσεις προνομίων, αλλά ο Κατσώνης δεν ενέδωσε. Το ιδανικό του ήταν η απελευθέρωση της πατρίδας του. Τον Φεβρουάριο του 1790 αφού παρέλαβε από την Ιθάκη 500 συντρόφους-πολεμιστές του Ανδρέα ή Γιώργου Ανδρούτσου (πατέρας του Οδυσσέα), κατευθύνθηκε στην Τένεδο, στην οποία  κατέστρεψε τις τουρκικές εγκαταστάσεις, και επέστρεψε εν συνεχεία στην Κέα στις αρχές του Απριλίου. Εκεί πληροφορήθηκε, ότι ισχυρή τουρκική μοίρα 16 πλοίων από την Κωνσταντινούπολη και αλγερινή από την Αλεξάνδρεια, πλέουν προς συνάντησή του η οποία και πραγματοποιήθηκε, πρώτα με τους Τούρκους, στις 7 Μαΐου 1790 στο στενό Καφηρέως-Άνδρου. Στην τρίωρη ναυμαχία που ακολούθησε, η τούρκικη μοίρα φάνηκε να κάμπτεται και υποχώρησε, χωρίς ο Κατσώνης να μπορεί να την καταδιώξει  λόγω των βλαβών που είχαν υποστεί τα πλοία του. Συγχρόνως καταφθάνει και ο αλγερινός  στόλος, αποτελούμενος από 12 πλοία, και ο Κατσώνης με τα 9 του πλοία βρίσκεται  προ υπέρτερου αντιπάλου και παρά την ηρωική του αντίσταση στο τέλος κάμπτεται. Για να αποφύγει την αιχμαλωσία, πυρπόλησε την «Αθηνά της Άρκτου» μαζί με άλλα τρία πλοία και τραυματισμένος στο κεφάλι διέφυγε με πλοίο στην Κίμωλο και από εκεί στα Κύθηρα. Στην ήττα αυτή οφείλεται και το παροιμιώδες στιχούργημα: “Σαν σ΄αρέσει Μπάρμπα Λάμπρο, ξαναπέρνα από την Άνδρο”.

Η ήττα των “Λαμπρινών” μπορεί να ήταν καταστροφική, αλλά απέδειξε σε Έλληνες και ξένους ότι οι Τούρκοι δεν ήταν ανίκητοι. Η Αικατερίνη τον παρασημοφόρησε και τον προήγαγε σε χιλίαρχο. Του ζήτησε δε να συμπράξει με τον Ρώσικο στόλο της Μεσογείου, κάτι που δέχθηκε, αρχίζοντας τις καταδρομές του πάλι με  ναυτική δύναμη από 24 πλοία που σχημάτισε. Διέκοψε όμως σύντομα τη δράση του, διότι μετά μία οκτάμηνη ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, ακολούθησε η μεταξύ τους σύναψη ειρήνης (Ιάσιο Ιαν.1792), τερματίζοντας τον από το 1787 μεταξύ τους πόλεμο. Αυτό εξόργισε τον Κατσώνη, διότι η Ρωσία αδιαφόρησε για την τύχη των Ελλήνων, τα “Όρλωφικά” (1770) ήταν ακόμα νωπά, δηλώνοντας, “αν η Αυτοκράτειρα συνομολόγησε την ειρήνην της, ο Λάμπρος δεν συνομολόγησε ακόμη την ιδικήν του” .

Η σημαία του Λάμπρου Κατσώνη με τις τρεις καρδιές

Τον Μάιο του 1792 εξέδωσε την πολύκροτη  “Φανέρωσις του εξοχότατου χιλιάρχου και ιππέος Λάμπρου Κατσώνη”, μανιφέστο δριμύτατο με το οποίο διαμαρτυρήθηκε για τη Ρωσοτουρκική ειρήνη, την εγκατάλειψη των ελληνικών δικαίων, δηλώνοντας ότι θα συνεχίσει τον αγώνα. Συνέπεια αυτού ήταν η Μεγάλη Αικατερίνη να του αφαιρέσει τον βαθμό και να του απαγορεύσει να κάνει χρήση της ρωσικής σημαίας.

Παρά ταύτα τον Απρίλιο του 1792 ο Λ. Κατσώνης κατέπλευσε στον ομώνυμο όρμο και  λιμάνι του Πόρτο Κάγιο,(Β του κάβο Ταίναρο ή Ματαπά) και άρχισε να το οχυρώνει μαζί με τον Ανδρούτσο.  Από εκεί ενεργούσε καταδρομές στα διερχόμενα τουρκικά πλοία, ως εκ τούτου χαρακτηρίστηκε πειρατής. Η Γαλλία, φοβούμενη για τα εμπορικά της συμφέροντα, αφού από την περιοχή διέπλεαν αρκετά γαλλικά εμπορικά  πλοία, σε συνεργασία με 30 Τούρκικα πλοία επιτέθηκαν κατά του στόλου του Κατσώνη τον Ιούνιο του 1792. Μετά από τρεις μέρες αντίσταση σε υπέρτερο αντίπαλο και με μεγάλες απώλειες των συντρόφων του έχασε τη μάχη. Προκειμένου δε να αποφύγει την αιχμαλωσία, απέπλευσε με δώδεκα συντρόφους για τα Κύθηρα, όπου  με τη παρότρυνση  του Ηγεμόνα της Μάνης Τζανέτου Γρηγοράκη ξεκίνησε για την Ιθάκη. Μετά από προσπάθειες με τον Ανδρούτσο και μέσω δυσμενών συγκυριών  για την αναζωπύρωση του αγώνα, πιεζόμενος και από την υψηλή διπλωματία, αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το προσκήνιο  όπου μέσω Πάργας  επέστρεψε στη Ρωσία και συγκεκριμένα στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένεια του, μολονότι δεν έτυχε αρχικά ευνοϊκής υποδοχής εκ μέρους της αυτοκράτειρας την οποίαν του την έδωσε αργότερα και την συνέχισε ο νέος τσάρος που την διαδέχθηκε στον θρόνο (1796), ο γιός της Παύλος ο Α΄ .           

To 1798 του αναγνωρίστηκε ο βαθμός του συνταγματάρχη. Αυτό  προκάλεσε τον φθόνο Ρώσων αξιωματούχων, ιδίως του υπουργού των ναυτικών Μορντβίνοβ, με αποτέλεσμα να μη πάρει άλλη τιμητική προαγωγή. Από το έτος αυτό είχε εγκατασταθεί στην Κριμαία, σε κτήμα έκτασης 22.000 που του είχε δωρίσει η Αικατερίνη Β΄, το οποίο και ονόμασε Λιβαδειά. Παραιτήθηκε από τον ρωσικό στρατό το 1802

Πέθανε το 1804 (κατά άλλους το 1805 δηλητηριασθείς από Τούρκους πράκτορες).Τα ναυτικά του κατορθώματα, δείγμα της έμφυτης ναυτοσύνης του Έλληνα, άφησαν πίσω του τον σπόρο της λευτεριάς και έπεισε τους πάντες, ιδίως  τους Έλληνες, ότι η Τουρκία δεν είναι ο γίγαντας που πρέπει να φοβούνται. Είχε παντρευτεί την Αγγελίνα-Μαρία Σοφιανού, κόρη του προκρίτου της Τζιας Πέτρου Σοφιανού, με την οποίαν απέκτησαν τρία παιδιά. Ο πρώτος δολοφονήθηκε στη Τζια από τους Τούρκους, ο δεύτερος, ο Λυκούργος και ο τρίτος Αλέξανδρος είχαν λαμπρή σταδιοδρομία ως αξιωματικοί στο ρώσικο στρατό.

 (1)   Κουρσάρος: Δρούσε µε επίσηµη εντολή ή έγκριση της Κυβέρνησής του κατά πλοίων εχθρικής χώρας,  κυρίως εν καιρώ πολέµου. Πειρατής: Δρούσε παράνοµα στη θάλασσα κατά παντός πλοίου κάτω από  οποιεσδήποτε συνθήκες  (ληστής των θαλασσών).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Print Friendly, PDF & Email