Γράφει ο Δημήτρης Μπαλόπουλος, Αντιναύαρχος (Ο) Π.Ν. ε.α – Δημόσιος Ιστορικός (Μ.Α)

Βρισκόμαστε στο δεύτερο χρόνο της Επανάστασης και ήδη ο Ελληνικός στόλος έχει καταγράψει μια σημαντική νίκη στη ναυμαχία των Πατρών στις 26 Φεβρουαρίου του 1822, την πρώτη εκ παρατάξεως ναυμαχία του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, στη συνέχεια έχει καταγραφεί ένα από τα δραματικότερα γεγονότα της Επανάστασης που δεν είναι άλλο από την Καταστροφή της Χίου και βέβαια το μεγάλο γεγονός της πυρπόλησης της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κωνσταντίνο Κανάρη ανοιχτά της Χίου.

Στις 7 Ιουνίου 1822, ο σουλτάνος αποφάσισε τη διενέργεια νέων επιχειρήσεων που θα στηρίζονταν στη στενότερη συνεργασία του τουρκικού με τον αιγυπτιακό στόλο. Πράγματι, στις 20 Ιουλίου 1822 ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, αποτελούμενος από 84 πλοία, βρέθηκε στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, έχοντας διαπλεύσει ανενόχλητος το Αιγαίο και το Ιόνιο. Απέτυχε να καταλάβει το Βασιλάδι, το φυσικό προπύργιο του Μεσολογγίου και στη συνέχεια αναχώρησε για τον Αργολικό κόλπο με σκοπό να ανεφοδιάσει το πολιορκούμενο από την αρχή της Επανάστασης Ναύπλιο.

Ήταν φυσικό η κίνηση αυτή να δημιουργήσει ένα κλίμα ανησυχίας για μια ενδεχόμενη επιχείρηση κατά της Ύδρας αλλά κυρίως κατά της νήσου των Σπετσών. Στις 29 Αυγούστου ο Ελληνικός στόλος ειδοποιήθηκε ότι ο αντίπαλος βρίσκεται στην περιοχή των Κυθήρων και ακολούθησε μια γενική κινητοποίηση, παρά τα εμφανή προβλήματα ασυνεννοησίας, έλλειψης οργάνωσης και διαμαρτυριών για την μη καταβολή των μισθών στα πληρώματα. Ο Μιαούλης αποτυπώνει την κατάσταση που επικρατούσε σε αναφορά του προς τους προκρίτους της Ύδρας ως εξής: «Ημείς είμεθα σε μεγάλη ακαταστασίαν, δεν εικακουόμεθα· το αυτό και οι Ψαριανοί. Είμεθα 50 καράβια, και ποτές δεν εσυμφωνήσαμε να μαζωχτούμε τα μισά, αλλά πότε 5, πότε 10, πότε 3».

Θεωρώντας δεδομένη την πρόθεση των Τούρκων να προσβάλουν τις Σπέτσες, οι κάτοικοι είχαν ήδη μεταφερθεί στη κοντινή Ύδρα. Στο νησί παρέμεινε ο Πρωτάρχοντας των Σπετσών Χατζηγιάννης Μέξης ο οποίος ανέλαβε να οργανώσει την άμυνά του, μαζί με το γιο του Νικόλαο, τους γαμπρούς του  Ιωάννη Γ. Κούτση, Δημήτριο Λάμπρου και Νικόλαο Λαζάρου, καθώς και 53 ακόμη Σπετσιώτες. Κατασκευάσθηκαν τρία κανονοστάσια με πιο ισχυρό εκείνο στην είσοδο του Παλιού Λιμανιού.

Τα της ναυμαχίας

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1822 η τουρκοαιγυπτιακή αρμάδα αποτελούμενη από 84 πλοία, ήτοι 7 δίκροτα, 15 φρεγάτες και τα υπόλοιπα γολέτες, μπρίκια και κορβέτες, φάνηκε στην είσοδο του στενού που χωρίζει τις Σπέτσες από την Ερμιονίδα.  Ο Ελληνικός στόλος αποτελείτο από 58 πλοία και 14 πυρπολικά. Τη διεύθυνση της επιχείρησης ανέλαβε ο Α. Μιαούλης, ενώ αρχηγός της σπετσιώτικης μοίρας ήταν ο Γ. Ανδρούτσος και της ψαριανής ο Ν. Αποστόλης. Ο Μιαούλης διέταξε τα πλοία να κινηθούν μέσα στο στενό ανάμεσα στις Σπέτσες και την Αργολίδα, μια κίνηση που υπαγορευόταν από τη σκέψη ότι εκεί θα μπορούσαν ευκολότερα να συγκρουστούν με τον μεγαλύτερο αριθμητικά εχθρικό στόλο αλλά και από τη γνώση του τοπικού θαλάσσιου στοιχείου. 

Η ναυμαχία των Σπετσών, ελαιογραφία Ιωάννη Κούτση, 1887

Η συμπλοκή ξεκίνησε με τον κανονιοβολισμό των Σπετσών από τα πλοία του Τουρκικού στόλου, στον οποίο απάντησαν τα κανονοστάσια του νησιού. Για περισσότερες από 4 ώρες 2.000 πυροβόλα των αντίπαλων πλοίων αλλά και τα κανονοστάσια του νησιού βάλλουν αδιάκοπα. Τέσσερα πλοία, του Αντώνιου Κριεζή, του Ανάργυρου Λεμπέση, του Λεονάρδου Θεοδωρή και του Λάζαρου Παναγιώτα, μάλλον από κακή συνεννόηση, έπλευσαν ανατολικότερα από τα υπόλοιπα πλοία του ελληνικού σχηματισμού, με συνέπεια να βρεθούν ανάμεσα σε εχθρικά πλοία, γεγονός που ανάγκασε τον Αντώνιο Κριεζή να ξεκινήσει τον κανονιοβολισμό των εχθρικών πλοίων, γεγονός που ουσιαστικά σηματοδοτεί την έναρξη της ναυμαχίας, η οποία παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Μιαούλη γινόταν εκτός σχεδίων. «Έκαστος των πλοιάρχων ενήργει αυτομάτως ό,τι του εφαίνετο σωτηριωδέστερον δια την πατρίδα, και μόνη η γενναιότης και η φιλοπατρία, κοιναί ούσαι εις άπαντας, ωδήγουν έκαστον εις τα κινήσεις του» γράφει ο ιστορικός Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος εις τα «Ναυτικά» του.

Η ανεπιτυχής προσπάθεια του Υδραίου Πιπίνου να πυρπολήσει ένα αλγερίνικο πλοίο ανάγκασε τον εχθρικό στόλο να απομακρυνθεί από τη δυτική πλευρά του πορθμού και να συνεχίσει τη ναυμαχία προς την απέναντι πλευρά της Ερμιονίδας. Το βράδυ οι Έλληνες χρησιμοποίησαν και δεύτερο πυρπολικό. Ο Σπετσιώτης Κοσμάς Μπαρμπάτσης μέσα στο πανδαιμόνιο των πυροβολισμών όρμησε στο κέντρο της τουρκικής παράταξης με σκοπό να πλήξει την τουρκική ναυαρχίδα, γεγονός που προκάλεσε πανικό στους Τούρκους οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή.Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας ουσιαστικά είχε κριθεί. Τις επόμενες ημέρες οι δύο στόλοι συνέχισαν τους ελιγμούς τους μεταξύ Ύδρας και Σπετσών. Στις 12 Σεπτεμβρίου ξανασυναντήθηκαν κοντά στη Σπετσοπούλα, αλλά η τρίωρη ναυμαχία δεν έφερε αποτέλεσμα. Τρεις ημέρες αργότερα, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος ανοίχτηκε στο Αιγαίο, εγκαταλείποντας το εγχείρημα ανεφοδιασμού του Ναυπλίου. Δυόμισι μήνες αργότερα, στις 30 Νοεμβρίου 1822 το Ναύπλιο έπεφτε στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων.

Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας ουσιαστικά είχε κριθεί. Τις επόμενες ημέρες οι δύο στόλοι συνέχισαν τους ελιγμούς τους μεταξύ Ύδρας και Σπετσών. Στις 12 Σεπτεμβρίου ξανασυναντήθηκαν κοντά στη Σπετσοπούλα, αλλά η τρίωρη ναυμαχία δεν έφερε αποτέλεσμα. Τρεις ημέρες αργότερα, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος ανοίχτηκε στο Αιγαίο, εγκαταλείποντας το εγχείρημα ανεφοδιασμού του Ναυπλίου. Δυόμισι μήνες αργότερα, στις 30 Νοεμβρίου 1822 το Ναύπλιο έπεφτε στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων.

Το θετικό στοιχείο της συγκεκριμένης ναυτικής συμπλοκής είναι ότι ανατράπηκαν τα σχέδια της τουρκικής αρμάδας ενώ τονώθηκε το ηθικό των ελληνικών πληρωμάτων. Από την άλλη πλευρά είναι εμφανής η αδυναμία επαρκούς οικονομικής υποστήριξης των πληρωμάτων. 

 

Παναγία η Αρμάτα

 

Η Δημόσια μνήμη

Πάνω στον κάβο του Φαναριού, σε θέση που δεσπόζει στον χώρο του Παλιού Λιμανιού, εκεί που βρισκόταν το πιο ισχυρό κανονοστάσιο των Σπετσών, ο «Προμαχώνας», βρίσκεται η Ορθόδοξη εκκλησία της Παναγίας της Αρμάτας < Αρμάδα, που γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου. Κτίστηκε την περίοδο 1826-1830 από την ιστορική οικογένεια των Σπετσών του Ιωάννη Κούτση προς τιμήν των γενεθλίων της Θεοτόκου και για να τιμηθεί η υπέρμαχος Στρατηγός  «εις την θαυματουργόν αντίληψιν της οποίας, παρά της Θεοσεβούς και φιλοπατρίδος γενεάς των Σπετσιωτών ηρώων, κατά μέγα μέρος, απεδόθη η σωτηρία της πατρίδος των, αλλά και προς ανάμνησιν και διαιώνισιν του μεγάλου εκείνου γεγονότος».

 

 

 

Πηγές

  • Κωνσταντίνα Αδαμοπούλου, Αννίτα Πρασσά, Ανδρέας Μιαούλης (1769 – 1835). Από την υπόδουλη ως την ελεύθερη Ελλάδα, Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑς, Αθήνα, 2003
  • Λούζης Εμμανουήλ, «Χατζηγιάννης Θ. Μέξης (1756 – 1844). Σχεδίασμα βιογραφίας του πρωτάρχοντα των Σπετσών», ΘΑΛΑΤΤΑ,Περιοδικό Ναυτικής Ιστορίας, τεύχος 4, Χειμώνας 2021-2022
  • Ορλάνδος Αναστάσιος, Ναυτικά, Χ. Φιλαδελφεύς, Αθήνα, 1869

 

Ο παραδοσιακός ετήσιος εορτασμός της “αρμάτας” στις Σπέτσες
Print Friendly, PDF & Email