Του Γεώργιου Καρέλα   οικονομολόγου, ερευνητή & αυτοδύτη μεγάλων βαθών

Μέλους του Ελληνικού Ινστιτούτου Ναυτικής Ιστορίας

Την περίοδο της εθνικής επανάστασης του 1821, το βάρος του αγώνα στη θάλασσα είχαν επωμιστεί  τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, νησιά τα οποία διέθεταν έναν αξιόλογο στόλο από καλά κατασκευασμένα και εξοπλισμένα πλοία, τα οποία επιχειρούσαν έχοντας σαν βάση την χρονοναύλωση τους. Στον αγώνα αυτόν κάθε νησί αντιπροσωπευόταν με τον δικό του Ναύαρχο και τον δικό του αριθμό πλοίων. Στην αρχή της  επανάστασης ο ελληνικός στόλος διέθετε περίπου 140 πολεμικά πλοία και περίπου 1000 μικρά και μεσαία εμπορικά πλοία και μια δύναμη 18.000 ναυτικών. Ανάμεσα στα πεδία των θαλασσίων μαχών, τα οποία ήταν πολλά και εκτείνονταν σε ολόκληρο το αρχιπέλαγος, συγκαταλέγεται και ο Πατραϊκός Κόλπος.

Tα προεόρτια, αιχμαλωσία Άγγλου προξένου Γκρήν

Κάστρο της Πάτρας, 1825

Την Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 1822 η μπρατσιέρα Leggiadra με σημαία Ιονικού Κράτους απέπλευσε από την Ζάκυνθο με προορισμό την Πάτρα. Σε αυτή επέβαιναν μεταξύ άλλων ο Άγγλος Πρόξενος στην Πάτρα Phillip James Green, ο επόπτης υγείας Ζακύνθου Σπύρος Πετρόπουλος και ο Ομέρ Αγάς της Κρήτης -Τούρκος Πασάς της Χαλκίδας  φίλος , καλεσμένος και προστατευόμενος του Γιουσούφ Πασά …. Ο τελευταίος είχε επέμβει στις αρχές Απριλίου  του 1821 επικεφαλής δύναμης 600 ανδρών αποτρέποντας την κατάληψη του Κάστρου της Πάτρας. Ενώ βρισκόταν  στην περιοχή της Ναυπάκτου έχοντας αφήσει το πασαλίκι των Ιωαννίνων για να αναλάβει αυτό της Χαλκίδας κατόπιν εντολής της Υψηλής Πύλης έλαβε  πληροφορίες που  από το Αγγλικό προξενείο της Πάτρας ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες ήταν έτοιμοι να καταλάβουν το κάστρο της Πάτρας. Σύμφωνα με πληροφορίες ακόμα και  από  Τουρκικές πηγές (1)  την είδηση μετέφερε στους Τούρκους ο αδελφός του Προξένου Γκρήν ο οποίος μετέβη προσωπικά στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας και τον συνάντησε . Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας -ξημερώνοντας Σάββατο- στη θαλάσσια περιοχή του Ακρωτηρίου Πάπας Μεσολογγίτικη εξοπλισμένη γολέτα με Κυβερνήτη τον Δημήτριο Σιδέρη εντοπίζει την Leggiadra και την αναγκάζει να σταματήσει . Οι εξεγερμένοι Έλληνες πηδούν στο πλοίο με άγριες διαθέσεις πυροβολώντας. Όπως αναφέρει ο Γκρήν  Κεφαλλονίτες ναύτες του Μεσολογγίτικου πλοίου αναγνωρίζουν κάποιους από τους επιβάτες της μπρατσιέρας και αποφεύγεται μεγαλύτερο κακό. Η μπρατσιέρα αιχμαλωτίζεται και οδηγείται στο λιμάνι του Μεσολογγίου. Ο Γκρήν θα αφεθεί ελεύθερος αφού όμως πρώτα οι Έλληνες του αφαιρέσουν   χρήματα και μέρος των υπαρχόντων του και άλλα πολύτιμα αγαθά που μετέφερε (ήταν παράλληλα και έμπορος). Ο Αγάς κρατήθηκε και ζητήθηκαν λύτρα ή ανταλλαγή με Έλληνες αιχμαλώτους (κατά την Ελληνική πλευρά).

Το πως ακριβώς έγιναν τα γεγονότα δεν είναι εύκολο ειπωθεί…. Η Ελληνική θέση όπως περιγράφεται στο βιβλίο του Πάνου Ντούλη “Η οικογένεια Δημητρίου Σιδέρη του Μεσολογγίου και η δράση της κατά την επανάσταση του 1821 -Αθήνα 1975” είναι ότι το βράδυ εκείνο αιχμαλωτίστηκαν 2 πλοία -μια γολέτα του Γιουσούφ Πασά -που μετέφερε εφόδια από την Πρέβεζα στην Πάτρα και μια σκούνα στην οποία επέβαινε ο  Πρόξενος Γκρήν που μετέφερε κανόνια και ναυαγούς από άλλη  Τουρκική σκούνα που είχε ναυαγήσει στη Ζάκυνθο. Οι Έλληνες όπως αναφέρεται σε αυτό το σύγγραμμα ζήτησαν ανταλλαγή του Τούρκου Ομέρ Αγά με Έλληνες αιχμαλώτους
Από την άλλη,  η αναφορά του Γκρήν που μοιάζει να είναι πιο κοντά στην αλήθεια μιας και συνοδεύεται και με κατάθεση του Γάλλου πρόξενου στην Πάτρα Ούγκ Πουκεβίλ (αδελφού του γνωστού περιηγητή Φρανσουά Πουκεβίλ) έχει καταγραφεί από τον ίδιο τον Γκρήν στα απομνημονεύματά του Sketches of the War in Greece που δημοσιεύτηκαν μετά τον πόλεμο και συγκεκριμένα το 1827. Ο Γκρήν αναφέρει ότι η μπρατσιέρα τους αιχμαλωτίστηκε από 4 πλοία , μια σκούνα με σημαία Ιονικού κράτους, ένα Αυστριακό μπρίκι που οι Έλληνες είχαν αιχμαλωτίσει εκείνες τις ημέρες, ένα πλοιάριο από το Μεσολόγγι και μια σκούνα με Ρωσική σημαία με Κυβερνήτη τον Σιδέρη. Ο Γκρήν αναφέρει ότι για την απελευθέρωσή του ζητήθηκαν λύτρα .

Είναι γνωστό ότι ο Γκρήν ήταν φιλότουρκος και η αναφορά του σίγουρα είναι επηρεασμένη από αυτή του τη στάση. Στα απομνημονεύματά του δεν αναφέρεται με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια για τους Έλληνες. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης έδινε πληροφορίες στους Τούρκους για τις προθέσεις των Ελλήνων. Αν ο ίδιος δεν είχε ειδοποιήσει τους Τούρκους για την εξέγερση του Μαρτίου του 1821 οι εξεγερμένοι ίσως να είχαν καταλάβει το κάστρο της Πάτρας και οι εξελίξεις να ήταν διαφορετικές, σίγουρα ευνοϊκότερες για τους επαναστατημένους Έλληνες. Ο Γρήν μετά την επανάσταση δεν ξαναήρθε στην Ελλάδα . Ήταν τουλάχιστον ανεπιθύμητος και είχε κατηγορηθεί για την μεροληπτική του στάση. Ο ίδιος ανέφερε ότι δεν ξαναήρθε στην Ελλάδα φοβούμενος ότι μετά τη δημοσίευση των απομνημονευμάτων του δεν θα τύχαινε καλής υποδοχής από τους Έλληνες.

Εμπλοκή

Αγία Τριάς , Υδραική πολάκα 380 τόνων με 12 κανόνια της οικογένειας Κριεζή .Ναυπηγηθείσα στην Ύδρα το 1810 , είχε πλήρωμα 68 ανδρών . Έλαβε μέρος στην ναυμαχία των Πατρών . Πίνακας –αντίγραφο Αρχείο Καρέλα Γιώργου

Η πρώτη πάντως σημαντική αναμέτρηση , ανάμεσα στους επαναστατημένους Έλληνες και τους Οθωμανούς, στον Πατραϊκό, σημειώθηκε την 20η Φεβρουαρίου του 1822 κατά την οποία ο ελληνικός στόλος, με 63 σκάφη (27 Υδραίϊκα, 20 Σπετσιώτικα, και 16 Ψαριανά) συγκρούσθηκε με τον Οθωμανικό στόλο, αποτελούμενο από 70 σκάφη, στην πρώτη εκ παρατάξεως ναυμαχία του επαναστατημένου ελληνικού στόλου. Επικεφαλής του στόλου ήταν ο Ανδρέας Μιαούλης. Ήταν η πρώτη φορά που ανατέθηκε σε έναν μόνο ναύαρχο η αρχηγία όλου του στόλου, καθώς μέχρι τότε η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά, είχαν το δικό τους ναύαρχο. Ο οθωμανικός στόλος υπαγόταν στον Καπτάν   Ντερυά ή Καπουδάν Πασά (οθωμ. Αρχιναύαρχος), ο οποίος το διάστημα αυτό ήταν ο Καρά Αλή Πασάς. Πρόκειται για τον γνωστό Καρά Αλή ο οποίος συμμετείχε στην καταστροφή της Χίου, τον ίδιο χρόνο, και σκοτώθηκε κατά την διάρκεια της πυρπόλησης της οθωμανικής ναυαρχίδας έξω από το λιμάνι της Χίου, στις 19 Ιουνίου του 1822, από τον Κωνσταντίνο Κανάρη.

Ο συνολικός οθωμανικός στόλος αποτελείτο από τον Τουρκικό και τον Αιγυπτιακό στόλο, οι οποίοι αφού συναντήθηκαν και ενώθηκαν στην Μεθώνη κατέπλευσαν στην Πάτρα για να ενισχύσουν τα φρούρια της Πάτρας, του Ρίου, και του Αντιρρίου. Το ίδιο διάστημα ο επαναστατημένος ελληνικός στόλος έφτασε στο Μεσολόγγι στις 16 Φεβρουαρίου του 1822

Τα ξημερώματα της 20ης Φεβρουαρίου και ενώ επικρατούσε μεγάλη θαλασσοταραχή, ο Ανδρέας Μιαούλης αποφάσισε να αποπλεύσει και να πλήξει τον οθωμανικό στόλο μέσα στο λιμάνι της Πάτρας. Ο Μιαούλης προηγήθηκε των άλλων ελληνικών πλοίων και επιτέθηκε πρώτος κατά των αγκυροβολημένων Οθωμανικών. Πέρασε μάλιστα ανάμεσα από δύο φρεγάτες τις οποίες κανονιοβολούσε ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα να σπάσει την κεραία της γάμπιας μιας εκ των δύο. Οι Οθωμανοί ανταπέδωσαν τα πυρά προξενώντας ζημιές στο πλοίο του Μιαούλη, το οποίο όμως συνέχισε την επίθεση. Μετά από λίγο κατέφθασαν και τα υπόλοιπα πλοία του ελληνικού στόλου με αποτέλεσμα να γενικευθεί η σύγκρουση, κατά την διάρκεια της οποίας  τα μικρά ευέλικτα ελληνικά πλοία έπλητταν με ιδιαίτερη επιτυχία τα οθωμανικά.

Ο Αναστάσιος Τσαμαδός που έλαβε μέρος στην ναυμαχία με το πλοίο το, το βρίκι ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, και ευρέθηκε «εν μέσω του πυρός» περιγράφει την μάχη: «Φεβρουαρίου 20, ημέρα Δευτέρα, ώρα 4 να ξημερώσει. Έκαμε σινιάλο ο Κομαντάντες και εσηκωθήκαμεν εις τα πανιά πηγαίνοντας κατεπάνω του εχθρού και πλησιάζοντας εσηκώθη ο εχθρός εις τα πανιά κομμάτια 36 και πλησιάζοντας ο Ναύαρχος εις μία φρεγάδα άρχισε τον πόλεμον, ήτο η ώρα δύο της ημέρας [σ.σ. δύο ώρες αφότου είχε ξημερώσει] και πολεμών του εχάλασε τη γάμπια του εχθρού δεν ήτο όμως όλα τα καράβια συνταγμένα τα ιδικά μας για να έμβουν εις την λίνιαν, ευθύς ευθάσαμε και ημείς και αρχίσαμε τον πόλεμον έως ότου έφταναν τα μυσδράλια.

Ερρίξαμε κανόνια 18 εις αυτήν την μπατάλια, ήλθεν όμως μια σφαίρα από τον εχθρόν και εκτύπησε εις το μεγάλο κατάρτι και πήραμεν δευτέρα βόλτα επέσαμεν εις τον πόλεμον ρίγνοντας κανόνια 23, ήλθε μια σφαίρα του εχθρού και μας έκοψε την ράντα, μας εκατατρύπησαν με τα μυσδράλια, μια σφαίρα δική μας επήγε και έκοψε την κόντρα μετζάνα του φλόκου του εχθρού, βλέποντας τα ιδικά μας να ποδίσουν δεν ημπορούσαμεν ειμή να ποδίσομεν, ο καιρός ήτο φρέσκος και ο ιδικός μας στόλος σοτταβέντο, ο εχθρός ήτο σουβράνο εμποδίσαμεν ημείς, ήρχετο ο εχθρός κυνηγώντας, ο δε ναύαρχος εις την πρώτη και δευτέραν προσβολή εβλάφθη σπουδαίως εις την αποσκευή, ο δε πόλεμος εβάσταξε ώρας 5 ½ . Ητο τα εχθρικά φρεγάδες 7, κουβέρτες 6, βρίκια 19, γολέττα 1, τα απολειφθέντα μικρά έμειναν αραγμένα αποκάτω εις την Πάτρα».

Σε άλλο έγγραφο που έστειλαν οι ναύαρχοι των νησιών, οι Ανδρέας Μιαούλης, Νικολής Αποστόλης, Λάζαρος Πινότσης, Ιωάννης Βούλγαρης και ο Γκίκας Τσούπας, έγραψαν με λακωνικότητα στη βουλή για το αποτέλεσμα της ναυμαχίας, αναφέροντας ότι δεν ήταν ανάλογο των προσδοκιών τους διότι «ο άνεμος εστάθη τόσο σφοδρός ώστε οπού τα μισά πλοία του στόλου μας δεν εισέβησαν εις πόλεμον».

Αν και σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές δεν βυθίστηκε κανένα από τα πλοία των εμπόλεμων, στην συγκεκριμένη ναυμαχία υπάρχει αναφορά για μια Τουρκική φρεγάτα η οποία έπαθε σοβαρές ζημιές. Σημαντικές ζημιές  υπέστησαν επίσης και άλλα Οθωμανικά πλοία.

Από την πλευρά του επαναστατημένου ελληνικού στόλου υπάρχει η καταχώρηση μιας μόνο απώλειας. Πρόκειται γιε ένα πυρπολικό το οποίο δεν κατόρθωσε να ακολουθήσει τα άλλα ελληνικά πλοία με αποτέλεσμα το πλήρωμα να το εγκαταλείψει, αφού πρώτα το παρέδωσε στις φλόγες για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Το πλήρωμα βρήκε στην συνέχεια καταφύγιο «εις τον κάβο του Μεσολογγίου».

Η ναυμαχία αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τις επαναστατημένες ελληνικές δυνάμεις καθώς αποδείχθηκε ότι ο ελληνικός στόλος ήταν πλέον ικανός να αντιμετωπίσει τον Οθωμανικό, ως ίσος προς ίσον, σε ναυμαχία παράταξης.

 

Ναυμαχία κατά την διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου

Το 1825 ο Οθωμανικός στρατός άρχισε να σφίγγει και πάλι τον κλοιό γύρω από το επαναστατημένο Μεσολόγγι. Την φορά αυτή οι Οθωμανοί ήταν αποφασισμένοι να το καταλάβουν, γεγονός το οποίο τους οδήγησε στο να επιβάλουν ασφυκτικό θαλάσσιο αποκλεισμό με αποτέλεσμα να αποκοπούν όλοι οι δρόμοι ανεφοδιασμού της πόλης.

Ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης όμως, με 25 μπρίκια και 6 πυρπολικά, κατάφερνε να αντιμετωπίζει με επιτυχία τα 45 περίπου εχθρικά πλοία που υπήρχαν στην περιοχή και να ανεφοδιάζει ευκαιριακά με προμήθειες το Μεσολόγγι. Στις μάχες που ενεπλέχθη έχασε δύο μόνο πυρπολικά, των Βώκου και Δημαρά. Το ένα από αυτά απωλέσθη από λάθος χειρισμό. Ο κυβερνήτης του, ο Δημαράς, σκοτώθηκε αργότερα όταν ένα εχθρικό βλήμα του έκοψε τα χέρια και έπεσε στη θάλασσα με αποτέλεσμα να πνιγεί.

Οι εχθροπραξίες στον Πατραϊκό κόλπο τον Αύγουστο του 1825  περιγράφονται πολύ παραστατικά και ρεαλιστικά από τον χειρούργο γιατρό William Black που επέβαινε στο πλοίο HMS Chanticleer ένα μπρίκι με 10 κανόνια κλάσης Cherokee  το οποίο μαζί με το ΗΜS Euryalous περιπολούσε στην Ελλάδα ήδη από το 1821.  Περιγράφει μάλιστα μια επιτυχία των Ελλήνων όταν ακολουθώντας τον Ελληνικό στόλο που εξαπέλυε πυρ προς την περιοχή του κάστρου του Ρίου είδε ένα ωραίο Τουρκικό μπρίκι να φλέγεται….

  Όταν ο μήνας της χρονοναύλωσης έληξε ο Μιαούλης επέστρεψε στην Ύδρα, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου, και στην περιοχή τον αντικατέστησε ο στόλος των Σπετσών υπό τον Γεώργιο Ανδρούτσο. Ο τελευταίος έκρινε ότι με τη μικρή δύναμη που διέθετε δεν μπορούσε να συγκρουστεί με τα τουρκικά πλοία και περιορίστηκε μόνο σε προσπάθειες ανεφοδιασμού του Μεσολογγίου, καταφέρνοντας να προωθήσει στους πολιορκημένους τις περισσότερες από τις προμήθειες που είχε φέρει.

  Την πρωτοχρονιά του 1826 είχε επιλυθεί στην Ύδρα το οικονομικό πρόβλημα και ο Μιαούλης επέστρεψε στον Πατραϊκό Κόλπο με στόλο αποτελούμενο από 24 συνολικά πλοία. Η σοβαρότερη εμπλοκή με τον οθωμανικό στόλο που πολιορκούσε το Μεσολόγγι, πραγματοποιήθηκε το διάστημα αυτό στις 9 Ιανουαρίου του 1826, όταν λόγω ισχυρού βορειοανατολικού ανέμου, ο οποίος που είναι συνήθης στον Πατραϊκό Κόλπο, τα ελληνικά πλοία αναγκάστηκαν να αγκυροβολήσουν στην Τουρλίδα, έξω από την «μπούκα», τον κόλπο δηλαδή του Μεσολογγίου.

Με το ξημέρωμα 19 μικρά εχθρικά πλοία προσπάθησαν να επιτεθούν στον ελληνικό στόλο, αλλά ο άνεμος τα σκόρπισε προς τα δυτικά. Την επόμενη ημέρα 13, μεγάλα αυτή τη φορά, εχθρικά πλοία επετέθησαν ενάντια στα αγκυροβολημένα πλοία του Ανδρέα Μιαούλη. Ο Έλληνας ναύαρχος έκρινε ότι θα ήταν πιο αποτελεσματικό γι αυτόν να τα αντιμετωπίσει από τη θέση αγκυροβολίας, καθώς λόγω του ανέμου και της γρήγορης μετακίνησης των πλοίων θα ήταν δύσκολο για τους πυροβολητές να βρίσκουν τον στόχο. Έδωσε λοιπόν τις κατάλληλες εντολές και ετοιμάσθηκε για ναυμαχία. Οι εντολές αυτές όμως δεν μεταβιβάσθηκαν έγκαιρα καθώς στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα τα οθωμανικά πλοία βρέθηκαν σε μικρή απόσταση βολής από τα ελληνικά με αποτέλεσμα τα τελευταία να κόψουν τις άγκυρες τους και να σηκώσουν πανιά. Ο Ανδρέας Μιαούλης ακολουθώντας το παράδειγμα των υπόλοιπων ελληνικών πλοίων, έκοψε και αυτός την άγκυρά του και απομακρύνθηκε από το αγκυροβόλιο με ολόκληρο τον ελληνικό στόλο να τον ακολουθεί. Οι δύο εχθρικοί στόλοι συναντήθηκαν σε θέση μάχης ανταλλάσσοντας κανονιοβολισμούς για πολλή ώρα, χωρίς όμως να έχουν κανένα αποτέλεσμα λόγω των επικρατούντων καιρικών συνθηκών, οι οποίες εμπόδιζαν την ευστοχία των πυροβολητών και την πλευστική ευελιξία των δυο στόλων. Έτσι έληξε χωρίς αποτέλεσμα, και για τις δυο πλευρές, η αναίμακτη αυτή ναυμαχία.

Το βράδυ της 15ης προς την 16η Ιανουαρίου, μια οθωμανική κορβέτα με 24 πυροβόλα προσάραξε στα αβαθή του Προκοπάνιστου (2)  με αποτέλεσμα τέσσερις οθωμανικές φρεγάτες να σπεύσουν προς βοήθεια της ώστε να την βοηθήσουν να αποκολληθεί. Κατά την διάρκεια της νύχτας ένα ελληνικό πυρπολικό, με επικεφαλής τον Γιώργο Πολίτη, αψηφώντας τα οθωμανικά πλοία και τα καταιγιστικά τους πυρά κατάφερε  να πλησιάσει την κορβέτα, να κολλήσει επάνω της,  και να την πυρπολήσει.

Ο Ανδρέας Μιαούλης θέλοντας να εκμεταλλευτεί το υψηλό ηθικό των πληρωμάτων του, εξ΄ αιτίας της πυρπολήσεως της κορβέτας, αποφάσισε να επιτεθεί με τα 25 πλοία του στόλου του εναντίον του οθωμανικού στόλου, ο οποίος αποτελείτο επίσης από 25 περίπου πλοία.

Οι Οθωμανοί αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τον ελληνικό στόλο στο στενό του Ρίου-Αντιρρίου, εκεί όπου θα είχαν και την κάλυψη από τα κανόνια των αντίστοιχων φρουρίων. Παίρνοντας θέση μάχης και εκμεταλλευόμενοι τον ευνοϊκό γι αυτούς άνεμο, επετέθησαν ενάντια στον Ελληνικό στόλο.

Στενό Ρίου-Αντιρρίου ή στενό Ρούμελης

Στην ναυμαχία που ακολούθησε, η οποία διήρκησε τρεις περίπου ώρες, οι δύο στόλοι πλαγιοδρομόντες αντάλλασσαν συνεχώς κανονιοβολισμούς. Τέσσερα Οθωμανικά πυρπολικά, τα οποία απέπλευσαν από το λιμάνι της Πάτρας με σκοπό να εμπλακούν στη ναυμαχία, πλήττοντας τα Ελληνικά πλοία, απέτυχαν καθώς ένα από αυτά καταστράφηκε και ένα άλλο αιχμαλωτίστηκε. Η ναυμαχία αυτή, όπως και οι προηγούμενες, δεν έφερε σε κανέναν από τους δυο εμπόλεμους κανένα σημαντικό νικηφόρο αποτέλεσμα.

Τις επόμενες ημέρες ο οθωμανικός στόλος, ενισχυμένος με Αιγυπτιακά και Αλγερινά πλοία πολλά εκ΄ των οποίων ήταν πειρατικά, άρχισε να σφίγγει τον κλοιό γύρω από το Μεσολόγγι. Ο Ανδρέας Μιαούλης έχοντας στην διάθεση του μόνο τα 25 πολεμικά και πυρπολικά πλοία, μια γαλιότα και δύο μίστικα, δεν ήταν πλέον σε θέση να αντιμετωπίσει τον Οθωμανικό στόλο με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βοηθήσει στον ανεφοδιασμό  του Μεσολογγίου. Παρ΄ όλα αυτά έκανε πολλές προσπάθειες να διασπάσει τις Οθωμανικές γραμμές με αποτέλεσμα μια από τις προσπάθειες αυτές να εξελιχθεί σε ναυμαχία, έξω από το ακρωτήριο Πάπας, κατά την διάρκεια της οποίας 68 Οθωμανικά πλοία συγκρούστηκαν με την μικρή δύναμη του υπό τις διαταγές του Μιαούλη βρισκόμενου Ελληνικού στόλου. Το αποτέλεσμα ήταν, μετά από μεγάλες απώλειες, η αναγκαστική υποχώρηση του Ελληνικού στόλου στη νήσο Πεταλά. Ο Ανδρέας Μιαούλης με μεγάλη του λύπη δήλωσε στην επιτροπή των πολιορκημένων ότι δεν θα μπορούσε πλέον να προσφέρει βοήθεια στο Μεσολόγγι. Τα ίδια ανέφερε και σε εκθέσεις του στους προκρίτους της Ύδρας, αναφέροντας μάλιστα ότι θεωρούσε πλέον αναπόφευκτη την πτώση της πόλης.

(1) Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμετ Ντεβντέτ Πασά (Σοφία Λαΐου, Μαρίνος Σαρηγιάννης)

 (2) Πρόκειται για μια αμμώδη νησίδα, έξω από τον κόλπο του Μεσολογγίου, η οποία είναι σήμερα γνωστή για το διβάρι της. Ο όρος Διβάρι, προερχόμενος από το λατινικό vivarium (= ζωοτροφείο), αναφέρεται σε παραδοσιακά καλαμένια φράγματα τα οποία κατασκευάζονται στα ανοίγματα των λιμνοθαλασσών και πλέκονται με ψαθί ή βούρλα. Τα φράγματα αυτά, στα οποία εγκλωβίζονται ψάρια, λειτουργούν ως ιχθυοτροφεία.

————————————————————————————————————-

 

Κύρια βιβλιογραφία

– άρθρο Σωτήριου Σωτηρόπουλου, Υποναύαρχου ε.α. Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία,  Σειρά Μεγάλες Μάχες,

-Narrative of cruises in the Mediterranean : in H.M.S. «Euryalus» and «Chanticleer» during the Greek War of Independence (1822-1826) / by William Black _

– Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου  Ιστορία Ελληνικού Εθνους,

– Άγγελου Βλάχου, Ένας φιλέλληνας για το 21, εκδ. Εστίας 

– Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία (1453-1850), Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1972

– Αναστάσιος Τσαμαδός, Ιστορικά ημερολόγια των ελληνικών ναυμαχιών του 1821, εκδ. Καραβία 2007

– Peter Earle, Κουρσάροι της Μάλτας και της Μπαρμπαριάς, Μετάφραση Μιχάλης Κοκολάκης, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2010

Θωμόπουλος Στέφανος Ιστορία της Πόλεως Πατρών Δεύτερη έκδοση που επιμελήθηκε ο Κώστας Τριανταφύλλου το 1950

-Ντούλης Πάνος      Η οικογένεια Δημητρίου Σιδέρη του Μεσολογγίου και η δράση της κατά την επανάστασιν του 1821

 

 

Print Friendly, PDF & Email