Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν

Αντιναύαρχος (εα) ΠΝ, Επίτιμος Αρχηγός Στόλου

Γενικός Διευθυντής Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη

 

Η κατοίκιση στη Γραμβούσα από το 16ο έως το 19ο αιώνα

Η Ήμερη Γραμβούσα βρίσκεται στη Δυτική ακτή της Κρήτης. Η διαμόρφωση των ακτών δημιουργεί στη νότια πλευρά της νησίδας ένα φυσικό λιμάνι, προστατευμένο από όλους τους καιρούς. Η θέση της ακατοίκητης σήμερα Γραμβούσας, στη νότια πλευρά του στενού Κρήτης – Αντικυθήρων, την εποχή του πανιού την καθιστούσε, μαζί με τα Κύθηρα τα Αντικύθηρα και τη Μάνη, σημαντικό στήριγμα για τον έλεγχο της εμπορικής κίνησης μεταξύ Κεντρικής Μεσογείου και Αιγαίου.

Το νησί στην αρχαιότητα λεγόταν Κώρυκος. Το σημερινό του όνομα πιθανόν προέρχεται από τη βενετσιάνικη λέξη Garabuse. Μετά τη Ενετοτουρκική συνθήκη του 1573, οι Ενετοί (Βενετσιάνοι) άρχισαν να κατασκευάζουν στην Γραμβούσα ένα οχυρό ώστε να προστατεύσουν το μικρό φυσικό λιμάνι στις νότιες ακτές του νησιού και αποτελούσε τμήμα των οχυρώσεων που κατασκευάστηκαν σε όλη την Κρήτη. Το κάστρο χτίστηκε το 1579-84, σε ύψος 137 μέτρων, πάνω από το εξαιρετικό φυσικό λιμάνι του νησιού, σε σχέδια και υπό την επίβλεψη του Latino Orsini, μετά από πρόταση του Σοφιανού Ευδαιμονογιάννη, Μονεμβασίτη στρατιωτικού στην υπηρεσία της Βενετίας. Το σχήμα του φρουρίου είναι ακανόνιστο τρίπλευρο με τείχη και προμαχώνες από τις τρεις πλευρές, ενώ από τη βόρεια προστατεύεται από τα απόκρημνα βράχια. Πρόκειται για ένα αριστούργημα οχυρωματικής τέχνης για την εποχή εκείνη, όμως το φρούριο δεν χρησιμοποιήθηκε σε κάποια μάχη. Το 1588 το φρούριο καταστράφηκε από έναν κεραυνό που κτύπησε την μπαρουταποθήκη1. Οι Βενετοί το ξαναέκτισαν το 1630.

Το 1669 ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς. Οι Ενετοί, με την συνθήκη του Μorozini, κατάφεραν να κρατήσουν το κάστρο της Γραμβούσας, όπως και την νησίδα της Σούδας και την Σπιναλόγκα, με την ελπίδα ότι κάποτε θα επανακτήσουν την Κρήτη. Η νησίδα χρησίμευσε σαν ορμητήριο και καταφύγιο των Κρητών αγωνιστών. Το καλοκαίρι του 1692 όμως, παραδόθηκε από τον Ενετό φρούραρχο, Luca Della RoccaDella Giocca) στους Οθωμανούς, με αντάλλαγμα κάποια αξιώματα στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ των οποίων και τον ειρωνικό τίτλο «Καπετάν Γραμβούσας»

Οι Τούρκοι αμέσως οχύρωσαν το κάστρο με 66 κανόνια μεγάλου βεληνεκούς, εγκατέστησαν ισχυρότατη φρουρά και το κατέστησαν απόρθητο. Από τότε, μέχρι την επανάσταση του 1821 υπήρχε συνεχής παρουσία Οθωμανικής φρουράς στη Γραμβούσα. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής εξέγερσης, η Γραμβούσα έπαιξε σημαντικό ρόλο.

Η πρώτη προσπάθεια κατάληψης του νησιού έγινε υπό την αρχηγία του Εμμανουήλ Τομπάζη στις 11 Δεκεμβρίου του 1823. Ο Τομπάζης ήταν βέβαια έμπειρος στα ναυτικά, αλλά εντελώς άπειρος σε επιθέσεις οχυρώσεων του είδους της Γραμβούσας2. Έτσι η επιχείρηση οδηγήθηκε σε καταστροφή, καθώς σώθηκαν μόνον 60 από τους 150 Κισσαμίτες αγωνιστές, που συμμετείχαν μαζί με τους άνδρες του Τομπάζη στην επίθεση κατά του Κάστρου3.

Η δεύτερη επιχείρηση οργανώθηκε πιο σωστά και με μεγάλη μυστικότητα. Τον Ιούλιο του 1825, υπό την αρχηγία του Δημητρίου Καλλέργη, συγκεντρώθηκαν στην Πελοπόννησο οπλαρχηγοί των Κρητικών, Μονεμβασιώτες και Σφακιανοί και απέπλευσαν με 13 πλοία για την Γραμβούσα.

Μια ομάδα Κισσαμιτών με επικεφαλής τον τουρκομαθή Παχυνάκη, κατάφεραν να διεισδύσουν στο κάστρο, προφασιζόμενοι ότι ήσαν Οθωμανοί φρουροί, που είχαν έρθει για να αντικαταστήσουν τη φρουρά.  Η μικρή φρουρά αιφνιδιάστηκε και το Κάστρο της Γραμβούσας έπεσε στα χέρια των Ελλήνων στις 3 Αυγούστου του 1825. Έτσι, η Γραμβούσα, απελευθερώθηκε και έγινε κύρια βάση επιχειρήσεων, για τις επαναστατικές ομάδες. Από την ελεύθερη Γραμβούσα, ξεκινούσαν τα επαναστατικά σώματα, οι Καλησπέριδες και σκόρπιζαν τρόμο στους Τούρκους. Εκείνοι, σε αντεκδίκηση, οργάνωσαν τους Ζουρίδες, ένοπλα σώματα, που έστηναν παγίδες στους Χριστιανούς. Για να ξεφύγουν από τις αγριότητες των εχθροπραξιών, άρχισαν να καταφθάνουν στην ελεύθερη Γραμβούσα, άνθρωποι με τις οικογένειές τους από τις σκλαβωμένες περιοχές της Κρήτης. Ο μόνιμος πληθυσμός του νησιού σύντομα ξεπέρασε τους 3000, αριθμός  υπερβολικός, καθώς το νησί δεν μπορούσε να στηρίξει κανενός είδους καλλιέργεια, ούτε την τροφή οικόσιτων ζώων. Ακόμη και το πόσιμο νερό ήταν δυσεύρετο, καθώς δεν υπήρχε πηγή πάνω στο νησί. Μέσα στο κάστρο, υπήρχαν 2 μεγάλες υπόγειες δεξαμενές στις οποίες αποθηκεύονταν βρόχινο νερό και κάποια ξεροπήγαδα, που δεν επαρκούσαν όμως για τις ανάγκες των κατοίκων.

Οι περισσότεροι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην παραλία, κοντά στο λιμάνι και σύντομα δημιουργήθηκε αστικός ιστός αποτελούμενος από 200 περίπου μικρά πέτρινα καλύβια, σπίτια, θλιβερές ταβέρνες, μαγαζιά και αποθήκες . Γύρω και μέσα στα καλύβια αυτά ζούσαν εξαθλιωμένοι, ρακένδυτοι και πεινασμένοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά4Πάνω στο κάστρο, δημιουργήθηκε παράλληλα οικισμός των πολεμιστών, πιο οργανωμένος και καθαρός. Εκεί, σωρεύθηκε σύντομα μεγάλος πλούτος, προερχόμενος από την πειρατεία, όπως θα δούμε παρακάτω και συγκροτήθηκε κάποια κοινωνική δομή.

Η προσωρινή διοίκηση του νησιού , το “Κρητικό συμβούλιο” έβγαλε σφραγίδα, η οποία, όπως και η “Σφραγίς της νήσου Γραμβούσης”, φυλάσσεται στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος. Πρόεδρος του “Κρητικού συμβουλίου” αναδείχθηκε ο Βασίλης Χάλης, μέλη ο Μαρτιμιανός Περάκης, ο Δημήτριος Βλαστός, ο Νίκος Παπαδάκης, ο Ιωάννης Ξάνθος και ο Βασίλης Ιωαννίδης, και γραμματέας ο Αντώνης Ποθητός. Ιδρύθηκε ακόμα και σχολείο για τα παιδιά των “Γραμβουσιανών” με δάσκαλο τον επίσκοπο Αρδαμερίου Ιγνάτιο5. Μάλιστα ο ίδιος εγκαινίασε και μια εκκλησία που την έχτισαν οι κάτοικοι, προς τιμήν της “Παναγιάς της Κλεφτρίνας”, προστάτιδας των πειρατών6.

Παρά την κοινωνική οργάνωση, η ζωή στη Γραμβούσα ήταν πολύ σκληρή. Δεδομένου ότι οι Οθωμανοί επικρατούσαν σε ολόκληρη την Κρήτη, ο τακτικός ανεφοδιασμός σε τρόφιμα και νερό από τη νήσο γινόταν με μεγάλη δυσκολία. Για μεγάλο διάστημα μετά την ήττα των επαναστατών στο Τηγάνι, απέναντι από τη Γραμβούσα, η μόνη τροφή των Γραμπουσιανών ήταν τα ξυλοκέρατα7, ενώ οι ασθένειες και ο θάνατος έκαναν θραύση. Οι Γραμπουσιανοί έγραφαν συχνά απεγνωσμένα γράμματα προς την Κεντρική Κυβέρνηση, ζητώντας αποστολή τροφίμων, όπλων και πυρομαχικών8, αλλά η κακή στρατιωτική και οικονομική κατάσταση σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα από το 1825 δεν άφηνε περιθώρια για μεγάλη βοήθεια. Μέσα σε αυτήν την δύσκολη καθημερινότητα, το καλοκαίρι του 1826 κάποιος Σαμψών, Ψαριανός πειρατής, κατέπλευσε με το μίστικό του στη Γραμβούσα και δε δυσκολεύτηκε να παρασύρη στην πειρατεία κάποιους πειναλέους Γραμπουσιανούς. Με αυτούς κατέλαβε ένα ευρωπαικό πλοίο στα νότια παράλια της Κρήτης και γύρισε στη Γραμβούσα, όπου προκλητικά μοίρασε τα πλούσια λάφυρα, προς μεγάλο πειρασμό των κατοίκων. Η Διοικούσα επιτροπή έδιωξε τον Σαμψών, αλλά μετά από λίγες μέρες, ήρθε στη Γραμβούσα το μίστικο του Κάσσιου πειρατή Γιούλιου και πήρε στο τσούρμο του πολλούς Γραμπουσιανούς. Όταν και αυτός γύρισε, φορτωμένος λάφυρα, η διαφθορά γενικεύτηκε. Η εξουσία της επιτροπής αποδείχθηκε πολύ ασθενής απέναντι στο παράδειγμα του εύκολου πλουτισμού των πειρατών. Μην μπορώντας να επιβληθεί, έγραψε προς την κεντρική κυβέρνηση να στείλει πλοία για να συλλάβει και τιμωρήσει τους πειρατές , αλλά και εκείνη δεν είχε τα μέσα να επέμβει, καθώς η μάστιγα της πειρατείας είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο το Αιγαίο9. Ο  Δε Ριγνύ ανέφερε τον Απρίλιο του 1826, ότι «είναι αδύνατον στο Αιγαίο να πλεύσει σκάφος έστω και 10 λεύγες χωρίς να προσβληθεί από πειρατές. Σε καμία άλλη θάλασσα δεν έχει εμφανισθεί τέτοια θρασεία πειρατεία της οποίας οι δράστες να μένουν ατιμώρητοι αλλά και προστατευόμενοι»10. 

Η Κυβέρνηση λοιπόν, έστειλε τον Κόχραν, με τη Φρεγάτα «Ελλάδα», αλλά εκείνος περιορίστηκε να τους κάνει απλά συστάσεις, και να μην κακοποιούν τους ανθρώπους στα πλοία που κουρσεύαν. Μετά και από αυτό, οι πειρατές αποθρασύνθηκαν εντελώς . Όταν αργότερα το 1826 η βρετανική φρεγάτα «Sibylla» δοκίμασε να τους καταδιώξει, αναγκάσθηκε να αποχωρήσει με 40 νεκρούς και τραυματίες11. Οι επιδρομές από τη Γραμβούσα εκτείνονταν μέχρι τη Μάλτα και τις αφρικανικές ακτές, όπου στη νησίδα Ζέμπρα είχαν εγκαταστήσει πειρατική βάση. Παρόλο που οι ξένες δυνάμεις σχημάτιζαν νηοπομπές για την προστασία των πλοίων, οι επιδρομείς δεν δίσταζαν να προσβάλουν ακόμα και αυτές12 .

Εν τω μεταξύ, η Διοικούσα επιτροπή αγόρασε τη Γολέτα «Περικλής» του Κάσιου Αντώνη Ηλιού. Φαίνεται ότι αγοράστηκε με χρήματα που αποκτήθηκαν με την πειρατεία. Για ένα χρόνο, έδρασε ως καταδρομικό και για τις ανάγκες μεταφοράς στρατιωτικών σωμάτων και εφοδίων. Όμως κάποια στιγμή, και αυτό το πλοίο έγινε πειρατικό.

Από τότε, οι Πειρατές της Γραμβούσας δρούσαν αχαλίνωτα, έχοντας σχηματίσει ολόκληρο στολίσκο από πειρατικά πλοία. Ο πλούτος που συγκεντρώθηκε στο νησί ήταν μυθώδης, αλλά εν πολλοίς άχρηστος σε σχέση με τις ζωτικές ανάγκες του πληθυσμού. Πολυτελή γάντια και άλλα αντικείμενα των οποίων οι κάτοικοι δε γνώριζαν τη χρήση, σχημάτιζαν σωρούς σκουπιδιών σε όλο το νησί. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι μην έχοντας αρκετά ξύλα για φωτιά, χρησιμοποιούσαν ως καυσόξυλα ολόκληρα φορτία κανέλλας13.

Πάντως οι επαναστάτες της Γραβούσας, παράλληλα με τις πειρατικές τους επιδόσεις, προσπάθησαν να κρατήσουν ζωντανή τη φλόγα της επανάστασης στην Κρήτη και υπάρχουν επιστολές-τεκμήρια στο Ιστορικό Εθνολογικό Μουσείο που μεταφέρουν την αγωνιώδη έκκλησή τους για βοήθεια προς τον Καποδίστρια. Και πράγματι, παρά τα γλίσχρα μέσα, εστάλη βοήθεια, οικονομική και σε οπλισμό και πυρομαχικά, αν και εντελώς ανεπαρκής για την επιβίωση τους χωρίς τα κέρδη από την πειρατεία. Στο μεταξύ, η επανάσταση στην Κρήτη, κάτω από την συντριπτική υπεροχή των αιγυπτιακών στατευμάτων είχε πια σχεδόν σβήσει, αφού ακόμη και οι Σφακιανοί είχαν αποσυρθεί στα ορεινά και κρύβονταν.

Μέχρι τα τέλη του 1827, ολόκληρη η Ευρώπη είχε δυσανασχετήσει έντονα, ενώ οι Ναύαρχοι της Συμμαχίας (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) είχαν οργιστεί κατακρίνοντας δριμύτατα την Ελληνική Κυβέρνηση ως ανίσχυρη να καταπολεμήσει τους πειρατές που δρούσαν σε ολόκληρο το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Οι επιδρομές από τη Γραμβούσα εκτείνονταν μέχρι τη Μάλτα και τις αφρικανικές ακτές, όπου στη νησίδα Ζέμπρα είχαν εγκαταστήσει πειρατική βάση. Παρόλο που οι ξένες δυνάμεις σχημάτιζαν νηοπομπές για την προστασία των πλοίων, οι επιδρομείς δεν δίσταζαν να προσβάλουν ακόμα και αυτές14.

Τον Ιανουάριο του 1828, μετά από συμφωνία του Καποδίστρια με τον Κόδριγκτον15, στάλθηκε στη Γραμβούσα μοίρα υπο τον Βρετανό Υποναύαρχο Στέινς με την συνοδεία του Μαυροκορδάτου, ως επιτρόπου της Ελληνικής Κυβέρνησης και ενός λόχου του Ελληνικού Στρατού υπο τον Σκωτσέζο φιλέλληνα ταγματάρχη Έρκχαρτ.

Η Γραμβούσα εκείνη την εποχή συγκέντρωνε, εκτός από τον προσφυγικό πληθυσμό, σημαντικό αριθμό πειρατών και φυγόδικων από όλο το Αιγαίο καθώς και ορμητήριο των αγωνιστών που πολεμούσαν για την ελευθερία της Κρήτης, με επικεφαλής τον ηρωικό Χατζημιχάλη Γιάνναρη, που λίγες εβδομάδες αργότερα έπεσε στο Φραγκοκάστελλο, δημιουργώντας το μύθο των Δροσουλιτών. Ο συνολικός πληθυσμός του νησιού τον Ιανουάριο του 1828 ήταν περι τις 7000 ψυχές. Ο βρετανός μοίραρχος έγραψε στην επιτροπή των Κρητικών που βρίσκονταν στο φρούριο ότι είχε πάει να καταπολεμήσει την πειρατεία και όχι για να εμποδίσει τους αγώνες του νησιού για την Ελευθερία και απαίτησε την παράδοση 12 πειρατών, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήσαν μέλη της επιτροπής, όλων των πειρατικών πλοίων και την παράδοση του φρουρίου στην Ελληνική Κυβέρνηση.

Μετά από μυθιστορηματικές περιπέτειες, αφού ο φιλέλληνας Έρκχαρτ σκοτώθηκε από ατύχημα, το κάστρο παραδόθηκε, ενώ κατά το βομβαρδισμό των πειρατικών πλοίων η βρετανική Φρεγάτα Cambrian έκατσε σε υφάλους και βυθίστηκε16. Οι περισσότεροι πειρατές συνελήφθησαν και εστάλησαν από τους Βρετανούς στη Μάλτα, μαζί με όσα πλοία είχαν καταληφθεί στη Γραμβούσα ως πειρατικά. Οι κάτοικοι, παρά τις διαμαρτυρίες τους, διώχθηκαν κακήν κακώς στην απέναντι Τουρκοκρατούμενη ακτή και τα οικήματα κατεδαφίστηκαν συστηματικά σε σημείο που σήμερα δεν φαίνεται σχεδόν τίποτε από αυτά.

Ο Καποδίστριας, παρά την αποκάλυψη ότι επικεφαλής της πειρατικής αυτής εστίας ήταν το ίδιο το «Εθνικό Συμβούλιο» που είχε τη διεύθυνση του αγώνα στην Κρήτη, ζήτησε και πέτυχε οι πειρατές να παραδοθούν στην Ελληνική Κυβέρνηση για να δικασθούν και τα πλοία να παραδοθούν στην Κυβέρνηση με την δέσμευση να μην αποδοθούν στους ιδιοκτήτες τους, αλλά να χρησιμοποιηθούν από το Ελληνικό κράτος17.

Από το 1828 μέχρι το 1831 το φρούριο έμεινε υπό την εξουσία των συμμάχων, οπότε μέσω των Ρώσων πέρασε στην εξουσία των Οθωμανών. Η Γραμβούσα δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ. Κράτησε όμως μέχρι σήμερα την αίγλη των μυθικών θησαυρών που για μια σύντομη περίοδο συγκέντρωσε, σαν ιδιόμορφη ναυτική πολιτεία πειρατών.

Είχε 350 βαρέλια εκρηκτική ύλη. Τότε είχε 24 κανόνια, 3398 βλήματα και 40.000 λίμπρες μπαρούτι και υδρευόταν από 2 πηγάδια και 5 στέρνες.

Ντετοράκης,

Σύμφωνα με μαρτυρίες, η επιχείρηση κατάληψης του φρουρίου προδόθηκε από τις φωνές της γυναίκας ενός από τους Οθωμανούς φρουρούς.

Ιωάννη Κονδυλάκη: Η Γραμβούσα (Επανάστασις του 1821 εν Κρήτη), σελ 19

Detorakis, ”Turkish rule in Crete”, p. 422

Η επίσημη ονομασία της εκκλησίας είναι “ναός του Ευαγγελισμού”

7 Ιωάννη Κονδυλάκη: Η Γραμβούσα (Επανάστασις του 1821 εν Κρήτη), σελ 18-19

8 Τεκμήρια ΙΕΕΕ ως διαφάνειες

9 Ιωάννη Κονδυλάκη, «Η Γραμβούσα» (ΙΕΕΕ) σελ 20

10 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

11 Jurien de la Graviere, Ιστορία του περί ανεξαρτησίας αγώνος των Ελλήνων σελ 191

12 Κολοβός Γεώργιος, Ερευνητής-Συγγραφέας, Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ, ανάρτηση Ιστοτόπου Περί Αλός, 9 Μαΐου 2011.

13 Ιωάννη Κονδυλάκη, «Η Γραμβούσα» (ΙΕΕΕ) σελ 21

14 Κολοβός Γεώργιος, Ερευνητής-Συγγραφέας, Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ, ανάρτηση Ιστοτόπου Περί Αλός, 9 Μαΐου 2011.

15 Στη συνάντηση που είχαν οι δυο άνδρες στη Μάλτα κατά την έλευση του δεύτερου στην Ελλάδα ως Κυβερνήτη.

16  Το Cambrian βρέθηκε το 2012 κατά τη διάρκεια υποβρύχιας έρευνας των Δρ Θ. Θεοδούλου και Dr B. Foley, υπό την εποπτεία της Διεύθυνσης Εναλίων Αρχαιοτήτων.

17 Με τις διεκδικήσεις του αυτές ο Καποδίστριας θέλησε προπάντων να μην παραβιαστεί η αρχή της «Επικρατειακής Ακεραιότητας», δηλαδή να υποδηλωθεί η ευθύνη και η εξουσία που η Ελληνική κυβέρνηση αξίωνε να έχει στο έδαφος της Κρήτης. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών)