Η ΜΑΝΙΑΤΙΚΗ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ
- 05/05/2020
- 0
της Κατερίνας Καριζώνη
Η στρατηγική θέση της Μάνης ως πέρασμα ανάμεσα στην Ανατολική και δυτική Μεσόγειο, η ιδιόρρυθμη μορφολογία του εδάφους της με τις απόκρημνες ακτές και τα βραχώδη ακρωτήρια, καθώς και η φτωχή και άνυδρη μανιάτικη γη ώθησαν τους κατοίκους της σε αναζήτηση καλύτερης τύχης στη θάλασσα και κυρίως στο κούρσος. Η πειρατεία αποτέλεσε μόνιμη απασχόληση των Μανιατών για πολλούς αιώνες και οι Μανιάτες έγιναν περιζήτητοι ως κουρσάροι στα πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εν προκειμένω, είναι η μορφή πειρατείας που αναπτύχθηκε στην άγονη και αλίμενη αυτή περιοχή που μας είναι γνωστή ως πειρατεία απ΄ τη στεριά.
Το φαινόμενο της πειρατείας απ΄ τη στεριά ανάγεται στην αρχαιότητα στους περίφημους «ναυαγιστές», δηλαδή τους πειρατές που με διάφορα τεχνάσματα παραπλανούσαν τους ναυτικούς κι έριχναν τα πλοία τους στα βράχια με σκοπό να τα λεηλατήσουν. Με ανάλογα τεχνάσματα επιχειρούσαν και οι Μανιάτες, οι περιώνυμοι Κακαβούληδες τις πειρατικές επιδρομές τους. Το προσωνύμιο Κακαβούληδες το πήραν απ΄ την σιδερένια χύτρα που φορούσαν στο κεφάλι τους κατά τη διάρκεια της καταδρομής, μέσα στην οποία μαγείρευαν την κακαβιά. Οι Κακαβούληδες λοιπόν, επόπτευαν το πέλαγος απ΄ τα βράχια κρυμμένοι μέσα σε σπηλιές, τις Θυρίδες. Την δουλειά αυτή την διεκπεραίωναν συχνά οι παπάδες και οι καλόγεροι οι οποίοι είχαν νόμιμο δικαίωμα στην πειρατική λεία. Η πιο συνηθισμένη τακτική των Κακαβούληδων ήταν η παραπλάνηση των πλοίων που πλησίαζαν τις νύχτες στις μανιάτικες ακτές. Η παραπλάνηση γινόταν με το σβήσιμο του φάρου και το άναμμα φώτων σε άλλες βραχώδεις και επικίνδυνες παραλίες, όπου τα πλοία πλησιάζοντας συντρίβονταν. Άλλες φορές πάλι κρεμούσαν φωτάκια στο λαιμό των κατσικιών και μετακινούσαν τα ζώα κατά μήκος των ακτών. Ο καπετάνιος που έβλεπε τα φώτα από μακριά πίστευε ότι πλησίαζε σε κάποιο παράκτιο χωριό, ή λιμάνι. Αντί γι΄ αυτό όμως ερχόταν αντιμέτωπος με τους υφάλους και τις βραχώδεις απολήξεις των μανιάτικων ακτών με αποτέλεσμα το πλοίο του να συντρίβεται. Τότε εφορμούσαν οι Κακαβούληδες στα συντρίμμια και άρπαζαν πλήρωμα και εμπόρευμα. Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρχε ένα ναυτικό τραγούδι τον 18ο αιώνα που προειδοποιούσε τους καπετάνιους να μην πλησιάζουν στις ακτές της Μάνης:
«Από τον Κάβο Ματαπά σαράντα μίλια μακριά
Κι από τον Κάβο Γκρόσσο σαράντα κι άλλο τόσο».
Χαρακτηριστικό για τα πειρατικά ήθη των Μανιατών είναι επίσης και το παρακάτω περιστατικό: Το 1571 μια βενετική αποστολή υπό τον Φ. Μπαρμπό επισκέφτηκε τη Μάνη κομίζοντας επιστολή του δόγη της Βενετίας για αμοιβαία βοήθεια. Η υποδοχή τους απ΄ τους Μανιάτες έγινε με άμεσο και σφοδρό πετροβολισμό.
Στην έντονη πειρατική δραστηριότητα των Μανιατών οφείλεται και η ονομασία «Μεγάλο Αλγέρι» που απέδωσαν στη Μάνη οι ξένοι περιηγητές, αλλά και οι Έλληνες άλλων περιοχών. Η πειρατεία απ΄ τη στεριά και το εμπόριο αιχμαλώτων που λάμβανε χώρα στο Οίτυλο, έκαναν τον τόπο να φαντάζει συγκρίσιμος με το Αλγέρι που τότε αποτελούσε το μεγαλύτερο κέντρο δουλεμπορίου της Βόρειας Αφρικής. Οι Ολλανδοί Βαν Εγκμοντ και Χέϊμαν στα απομνημονεύματα τους από ένα ταξίδι στη Μάνη γράφουν χαρακτηριστικά: «Οι κάτοικοι της περιοχής, οι Μανιάτες είναι λαός με απάνθρωπες συνήθειες, έτσι που είναι επικίνδυνο να ξεμπαρκάρει κανείς σ΄ αυτό τον τόπο. Αν πέσει ξένος στα χέρια των Μανιατών, πρέπει να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σκλάβος, ή να καταβάλει τεράστια λύτρα. Αρνούνται επίσης να πληρώσουν φόρο στον Σουλτάνο. Πολλές φορές έστειλαν οι Τούρκοι δυνάμεις επί τόπου, αλλά δεν μπόρεσαν να τους υποτάξουν. Έτσι είναι οι μόνοι Έλληνες που κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Οι Έλληνες των γειτονικών περιοχών αποκαλούν τη Μάνη Μεγάλο Αλγέρι. Είναι όλοι πειρατές εξ επαγγέλματος. Ακόμα και οι παπάδες τους ακολουθούν στις επιδρομές και παίρνουν το ένα δέκατο από τις λείες ως δικαίωμα της Εκκλησίας».
Κύριο χαρακτηριστικό επίσης του μανιάτικου συντροφικού κούρσου ήταν η ισότητα στη διανομή της λείας, κανόνα που οι Μανιάτες τηρούσαν απαρέγκλιτα. Ο Πουκεβίλ, περιηγητής του 18ου αιώνα γράφει εν προκειμένω: « Ένα γαλλικό πλοίο ναυάγησε κάποτε στον Γερολιμένα, κοντά στον Κάβο Γκρόσσο και οδηγήθηκε με το πλήρωμά του στους Μπουλαριούς, χωριό που ανήκε στην ιδιοκτησία του Ηλία Μαντούβαλου. Το πλοίο, τα παλαμάρια, ολόκληρος ο εξοπλισμός και τα πακέτα των υφασμάτων κόπηκαν σε τεμάχια, μοιράστηκαν με κλήρους και φορτώθηκαν στις πλάτες των γυναικών που τα μετέφεραν στα καταφύγιά τους».
Οι σκληροί και ιδιόρρυθμοι αυτοί κοινωνικοί κανόνες με τους οποίους είχαν οργανώσει την καθημερινότητα τους οι Μανιάτες φυσικά δεν ήταν τυχαίοι. Συνδέονταν με τα πρότυπα της ένοπλης πατριάς, την αρρενογονική οικογένεια, το οικιστικό σύστημα των πύργων, τους κώδικες τιμής, την βεντέτα-γδικιωμό, την πειρατεία, την εμπόλεμη ζωή. Τα χωριά της Μάνης αποτελούσαν μόνιμους οχυρούς οικισμούς για τον πληθυσμό που προσπαθούσε να επιβιώσει απ΄ τις συνεχείς Οθωμανικές επιθέσεις και να διατηρήσει την ανεξαρτησία του. Κάπου εκεί μέσα πρέπει να τοποθετήσουμε συνεπώς ιστορικά και τη μανιάτικη πειρατεία.
Πηγές
Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, Ιστορία της Ελληνικής Πειρατείας 3 τόμοι, εκδόσεις Το βιβλιοπωλείο της Εστίας
Κατερίνα Καριζώνη, Λεωνίδας Γουργουρίνης, Χάρης Γιαννόπουλος Πειρατεία στη Μάνη και στη Μεσόγειο, εκδόσεις Αδούλωτη Μάνη
Σημείωση του ΕΛ.Ι.Ν.ΙΣ
Η Κατερίνα Καριζώνη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε Οικονομικά στο ΑΠΘ και πήρε διδακτορικό στην Οικονομική Ιστορία. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, παραμύθια και ιστορικές μελέτες, συνολικά τριάντα βιβλία. Έχει τιμηθεί με το βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου για το βιβλίο της Χίλιες και μία νύχτες των Βαλκανίων και με το βραβείο του περιοδικού Αυλαία για το συνολικό της έργο. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά με κριτικά σημειώματα, μελέτες και λογοτεχνικά κείμενα.