Η ναυμαχία του Ναυαρίνου
- 20/10/2019
- 0
Γράφει ο Διεθνολόγος Κυριακίδης Κλεάνθης.
Εδουάρδος Κόδριγκτον (1770 – 1851)
Ο Βρετανός ναύαρχος Κόδριγκτον έμεινε στην ιστορία για την περιφανή νίκη του στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, μια απόλυτη στρατιωτική επιτυχία, που όμως θεωρήθηκε από την πατρίδα του ως διπλωματική καταστροφή!
Γεννήθηκε στο Ντόντιγκτον στις 27 Απριλίου 1770 και ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας γαιοκτημόνων. Μετά από σύντομο πέρασμα από το περίφημο σχολείο του Χάροου, κατατάχθηκε στο βασιλικό ναυτικό σε ηλικία μόλις 13 ετών. Μετά από 10 χρόνια προήχθη σε υποπλοίαρχο και αποτέλεσε την επιλογή του Λόρδου Χάου για να γίνει επιτελής επικοινωνιών του, με το ξέσπασμα των αγγλο-γαλλικών συγκρούσεων, που είναι γνωστές ως πόλεμοι της γαλλικής επανάστασης και εν συνεχεία ναπολεόντειοι πόλεμοι.
Συμμετείχε στη νικηφόρα «ναυμαχία της 1ης Ιουνίου» και προήχθη σε πλοίαρχο, κυβερνήτη του «Μπάμπετ», με το οποίο συμμετείχε στην επίσης νικηφόρα ναυμαχία του Γκρουά. Ακολούθησε η διακυβέρνηση του «Ντρούιντ», μέχρι το 1797, όταν και επανήλθε στη Μεγάλη Βρετανία και για ένα διάστημα παρέμεινε σε θέσεις ξηράς, με μισό μισθό. Το Δεκέμβριο του 1802 παντρεύτηκε μια νεαρή Αγγλίδα από τη Τζαμάικα και ενώ φαινόταν να τελειώνει μια ούτως ή άλλως μη θεαματική καριέρα, του δόθηκε η διακυβέρνηση του «Ωρίων», με το οποίο συμμετείχε στον αποκλεισμό του γαλλικού στόλου της Τουλόν και στη θρυλική ναυμαχία του Τραφάλγκαρ (1805), υπό τον Οράτιο Νέλσονα. Στην αποφασιστική ναυμαχία ο Κόδριγκτον έδειξε την αξία του αφού συνέλαβε δυο γαλλικά πλοία (με σημαντικότερο το «Εντερπίντ», πλοίο με 74 κανόνια) και καταδίωξε την ισπανική ναυαρχίδα «Πρινθίπε ντε Αστούριας».
Η καριέρα του συνεχίστηκε με επιτυχίες στη Μεσόγειο όπου συμπολέμησε με τους Ισπανούς εναντίον των Γάλλων και το 1812 έλαβε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Η.Π.Α. Εκεί ήταν υπαρχηγός του στόλου του Αλεξάντερ Κόχραν και έλαβε μέρος σε μικροσυγκρούσεις στην Ουάσιγκτον, τη Βαλτιμόρη και τη Νέα Ορλεάνη. Το 1814 προήχθη σε υποναύαρχο και την επόμενη χρονιά εχρίσθη ιππότης. Ο σερ Κόδριγκτον έγινε αντιναύαρχος λίγο μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, στις 10 Ιουλίου 1821.
Το Φεβρουάριο του 1827 διοικούσε το βρετανικό στόλο της Μεσογείου και του ανατέθηκε η αποστολή της καταστολής της κατάστασης «αναρχίας» στην Ελλάδα και η εξεύρεση ειρηνικής λύσης στην Ελληνική Επανάσταση, που συντριβόταν στα χέρια του Αιγύπτιου στρατηλάτη Ιμπραήμ πασά. Σύμφωνα με τη συνθήκη του Λονδίνου, ως διοικητής του ενωμένου βρετανικού, γαλλικού και ρωσικού στόλου, προσέγγισε τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στο Ναβαρίνο για διαπραγματεύσεις. Κατόπιν παρεξηγήσεως και αγνοώντας τις εντολές του για «ειρηνική επίλυση» του προβλήματος, κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, σώζοντας την Ελλάδα, που έκτοτε τον ευγνωμονεί. Ενώ, από τους άλλους συμμετέχοντες ναυάρχους, ο Γάλλος Δεριγνί θεωρήθηκε ήρωας και έγινε υπουργός ναυτικού και ο Ρώσος Χέυδεν, αρχηγός στόλου, ο Κόδριγκτον αντιμετώπισε τις συνέπειες, αφού η Αγγλία έβλεπε την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως νίκη των Γάλλων και κυρίως των Ρώσων! Το Λονδίνο έξαλλο τον ανακάλεσε και τον ανέκρινε για απειθαρχία και ανάρμοστη συμπεριφορά. Πριν την ανάκλησή του, ο Άγγλος ναύαρχος μετέβη στην Αίγυπτο όπου υπέγραψε μαζί με τον πατέρα του Ιμπραήμ, Μωχάμετ Άλι, την απομάκρυνση των Αιγυπτίων από την Πελοπόννησο, στις 6 Αυγούστου 1828.
Όταν γύρισε στην Αγγλία και αφού χρειάστηκε να υπεραμυνθεί των πράξεών του, έγινε βουλευτής της περιοχής του Ντέβονπορτ το 1832, θέση την οποία κράτησε μέχρι το 1839. Ναύαρχος έγινε μόλις το 1837 και διοίκησε τη ναυτική δύναμη του Πόρτσμουθ για τρία χρόνια (1839 – 1842). Πέθανε στις 28 Απριλίου 1851 στο Λονδίνο, αφήνοντας πίσω δυο γιους που διακρίθηκαν στις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις και μάλιστα ένας εξ’ αυτών έγινε Αρχηγός Στόλου! Το 1873 εξεδόθησαν τα απομνημονεύματά του.
Ιμπραήμ Πασάς (1789 – 1848)
Με αναμφίβολες στρατιωτικές και πολιτικές ικανότητες, ο Ιμπραήμ πασάς αποτελεί έναν από τους καλύτερους στρατηγούς στην ιστορία της οθωμανικής αυτοκρατορίας και ευτυχώς – για την Ελλάδα – αναχαιτίστηκε δυο φορές, από επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, που φοβήθηκαν τις επιτυχίες του.
Γεννήθηκε το 1789 στην Καβάλα. Η Ελληνίδα μητέρα του, ξαναπαντρεύτηκε τον ανερχόμενο Αλβανό πασά, Μωχάμετ Άλι, που αμέσως ανέλαβε να μεγαλώσει τον ανήλικο γιο της σα δικό της παιδί. Τον έκανε μουσουλμάνο και τον ονόμασε Ιμπραήμ. Το 1805 και όσο ο Μωχάμετ Άλι αγωνιζόταν για να επικρατήσει στην Αίγυπτο, ο Ιμπραήμ ήταν «φιλοξενούμενος» του Σουλτάνου. Αμέσως μετά του επετράπη να γυρίσει στην Αίγυπτο και όταν ο οίκος των Σαουντ επαναστάτησε στην Αραβία, ο Ιμπραήμ ανέλαβε τα ηνία της Αιγύπτου, αφού ο πατέρας του κινήθηκε κατά των Αράβων.
Το 1816 ανέλαβε προσωπικά τη διοίκηση του στρατού εναντίον των Αράβων και αφού έκανε απόβαση στη Γιανμπού, το επίνειο της Μεδίνας, κατέλαβε τις ιερές πόλεις Μέκκα και Μεδίνα και καταδίωξε τους Σαουντ στην έρημο. Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1818 μπήκε νικητής στην Ντέρια, αναγκάζοντας τον Σαούντ να παραδοθεί, σε μια εξαιρετικά εκτελεσμένη επιχείρηση. Το 1824 και ενώ η Ελληνική Επανάσταση κέρδιζε έδαφος, ο Οθωμανός Σουλτάνος Μαχμούντ Β΄, ανέθεσε στον Ιμπραήμ τη διακυβέρνηση της επαναστατημένης Πελοποννήσου, με την ελπίδα και την πεποίθηση ότι ο νεαρός στρατηγός, που κάποιοι ήδη αποκαλούσαν «ο Ναπολέων της Ασίας», θα κατέπνιγε τον ελληνικό αγώνα. Γνωρίζοντας τη συντριβή του εξαδέλφου του, Μαχμούτ Δράμαλη Πασά στα Δερβενάκια, ο Ιμπραήμ έφθασε στην Πελοπόννησο με 17.000 άνδρες εκπαιδευμένους σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Νίκησε σε όλες τις μάχες, έστω και δύσκολα, ξεκινώντας από το Κρεμμύδι, βόρεια του Νεοκάστρου και εισερχόμενος στην Τριπολιτσά στις 11 Ιουνίου 1825. Στις 10 Απριλίου 1826 κατέλαβε το Μεσολόγγι, που μέχρι τότε άντεχε εμβληματικά σε μια ασφυκτική πολιορκία. Τα μέτρα όμως που έλαβε εναντίον του ντόπιου πληθυσμού, σε συνδυασμό με την ανερχόμενή του φήμη και την αντίδραση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, οδήγησαν στην επέμβαση της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, που προσπάθησαν να δώσουν τέλος στην ελληνοτουρκική διένεξη. Η καταστροφή του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο τον Οκτώβριο του 1827 οδήγησε στην απομάκρυνσή του από την Πελοπόννησο.
Το 1831, όταν ο πατέρας του ήρθε σε ανοικτή ρήξη με το Σουλτάνο, οι Αιγύπτιοι υπό την ηγεσία του Ιμπραήμ κινήθηκαν εναντίον της Συρίας. Εκεί, δείχνοντας το καλύτερό του πρόσωπο, νίκησε τους Οθωμανούς στην Άκρα, εισήλθε στη Δαμασκό το Μάιο του 1832 και ξαναδιέλυσε δυο τουρκικές στρατιές στη Χομς στις 8 Ιουλίου και στη Μπεϊλάν στις 29 Ιουλίου 1832. Κατόπιν εισέβαλε στη Μικρά Ασία και νίκησε τον μέγα βεζίρη Ρασίντ Μεχμέτ Πασά στο Ικόνιο στις 21 Δεκεμβρίου 1832. Ο Οθωμανός Σουλτάνος, αναγκάστηκε υπό την πίεση των όπλων, να υπογράψει τη συνθήκη της Κιουτάχειας, αφήνοντας τη Συρία και φυσικά την Αίγυπτο, στα χέρια του Μωχάμετ Άλι. Ο ίδιος παρέμεινε για ένα χρόνο κυβερνήτης της Συρίας.
Το 1838, οι Οθωμανοί προσπάθησαν να ανακτήσουν τα χαμένα εδάφη και έστειλαν στρατό στη Νεζίμπ, αλλά ξαναηττήθηκαν από τον ικανότατο Αιγύπτιο στρατηγό στις 24 Ιουνίου 1839. Παρόλα αυτά, για μια ακόμα φορά ο Ιμπραήμ, αναγκάστηκε να υποχωρήσει υπό την πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων και με επέμβαση της Μεγάλης Βρετανίας, της Πρωσίας, της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας εγκατέλειψε τη Συρία, τη Μικρά Ασία, αλλά και την Κρήτη. Επέστρεψε στην Αίγυπτο και δεν ξαναπολέμησε. Όταν ο πατέρας του ασθένησε, ανέλαβε την αντιβασιλεία της Αιγύπτου, αλλά την κράτησε μόλις για πέντε μήνες, αφού πέθανε στις 10 Νοεμβρίου 1848 στο Κάιρο.
Ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827)
Μέχρι το 1825, οι Έλληνες με διχόνοιες και εμφύλιο σπαραγμό δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία της Υψηλής Πύλης να καταστείλει την εξέγερσή τους. Ο Σουλτάνος βλέποντας ότι χρειάζεται βοήθεια, ζήτησε από τον υποτελή του, βελή (αντιβασιλέα) της Αιγύπτου, Μωχάμετ Άλι, να στείλει εκστρατευτικό σώμα στο Μοριά. Έτσι, το Φεβρουάριο του 1825, έφθασε στην Πελοπόννησο ο γιος του Μωχάμετ Άλι, Ιμπραήμ Πασάς. Αν κατέπνιγε την Επανάσταση, ο Ιμπραήμ θα κρατούσε την Πελοπόννησο ως δικό του «φέουδο». Ο Αιγύπτιος στρατηγός κατέλαβε γρήγορα τη δυτική Πελοπόννησο και τον Απρίλιο του 1826 το Μεσολόγγι. Η Επανάσταση έσβηνε και μόνο ένα θαύμα μπορούσε να την αναστήσει.
Σε αυτή την κρίσιμη χρονική στιγμή, οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία – Γαλλία – Ρωσία) αποφάσισαν να επέμβουν. Οι Ρώσοι έβλεπαν οποιαδήποτε μείωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως κέρδος και την ανεξαρτησία ενός Ορθόδοξου Χριστιανικού Κράτους ως πιθανό προτεκτοράτο. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι είχαν αφόρητη πίεση από τα φιλελληνικά κινήματα για να βοηθήσουν τους ομόθρησκους Ευρωπαίους κατά των απίστων Ασιατών. Οι σφαγές των ελληνικών πληθυσμών (Χίος, Κάσος, Ψαρά), ο ηρωισμός του Μεσολογγίου και η πολιτική «καμένης γης» και εξανδραποδισμού των γηγενών που εφάρμοζε ο Ιμπραήμ, ενέτειναν την προαναφερθείσα πίεση. Όταν ο Τσάρος Νικόλαος απείλησε τους έτερους ισχυρούς ότι θα δρούσε μονομερώς και παράλληλα στην Αγγλία, έγινε πρωθυπουργός ο φιλέλληνας Κάννινγκ, οι Μεγάλες Δυνάμεις υπέγραψαν την Συνθήκη του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827. Σύμφωνα με αυτή, απαιτούσαν από την Πύλη την άμεση ανακωχή και τη δημιουργία μιας αυτόνομης Ελλάδας, φόρου υποτελής στο Σουλτάνο.
Στο πλαίσιο της ανωτέρω Συνθήκης, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να στείλουν τους στόλους της Μεσογείου στην Ελλάδα, με οδηγία στους ναυάρχους τους να «λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα» για την τήρηση της συνθήκης, «μένοντας ουδέτεροι στη σύγκρουση». Ο φιλέλληνας Άγγλος ναύαρχος Εδουάρδος Κόδριγκτον κινήθηκε πρώτος με το βρετανικό στόλο προς την Πελοπόννησο. Στον Κόλπο του Ναβαρίνου, στην Πύλο, βρισκόταν ο επιβλητικός τουρκο-αιγυπτιακός στόλος με 88 πλοία που διέθεταν 2.180 κανόνια (3 θωρηκτά, 17 φρεγάτες, 30 κορβέτες, 28 μπρίκια, 5 σκούνες και 5 πυρπολικά). Ο Κόδριγκτον έφθασε στις 12 Σεπτεμβρίου 1827 στο Ναβαρίνο και ζήτησε να συναντηθεί με τον Ιμπραήμ πασά. Αφού του εξήγησε τις θέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, αποχώρησε με το στόλο του για τη Ζάκυνθο, αφήνοντας μόνο μια φρεγάτα να περιπολεί έξω από το λιμάνι. Ενώ ο Κόδριγκτον θεωρητικά θα «επέβαλε» την εκεχειρία, επέτρεψε στον Άγγλο ναύαρχο ανιψιό του παλιού του διοικητή, Τόμας Κόχραν, να δημιουργήσει επαναστατικές εστίες στην Ήπειρο, στον Τσερτς να στείλει στρατό εναντίον της Πάτρας και στον έτερο συμπατριώτη του, Άστιγκα, να βυθίσει με το ελληνικό ατμόπλοιο «Καρτερία» – το πρώτο ατμόπλοιο παγκοσμίως που είδε πολεμική δράση – 9 οθωμανικά πλοία έξω από το Σπλιτ, στις δαλματικές ακτές.
Στις 1 και 4 Οκτωβρίου, ο Ιμπραήμ, επικεφαλής ο ίδιος του στόλου του, προσπάθησε να κινηθεί προς την Πάτρα, αλλά ο Κόδριγκτον τον εξανάγκασε να γυρίσει στο Ναβαρίνο. Στις 13 Οκτωβρίου, ο ρωσικός και ο γαλλικός στόλος ενώθηκαν με το βρετανικό, αλλά και πάλι υστερούσαν αριθμητικά σε σχέση με τους Τουρκο-αιγυπτίους. Ο Κόδριγκτον ορίστηκε διοικητής του ενωμένου στόλου και διέθετε πλέον 27 πλοία με 1.258 κανόνια (10 θωρηκτά, 10 φρεγάτες, 4 μπρίκια και 3 σκούνες), ενώ είχε ως υποδιοικητές το Ρώσο Λόγκιν Χέυδεν και το Γάλλο Ερρίκο Δεριγνί. Μια εβδομάδα αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου, και αφού συμβουλεύτηκε τους συναδέλφους του, ο Κόδριγκτον αποφάσισε να κινηθεί μέσα στο Ναβαρίνο και να αγκυροβολήσει το στόλο του μπροστά από τον οθωμανικό. Εισερχόμενος, τοποθέτησε την αγγλική μοίρα στο κέντρο, ακολουθούμενη από τους Γάλλους και τους Ρώσους. Ο Ιμπραήμ δεν εμπόδισε την είσοδο των «εχθρικών» πλοίων στον κόλπο, όμως με ειδικό απεσταλμένο στον Κόδριγκτον ζήτησε από τον Άγγλο ναύαρχο «την άμεση αποχώρηση του στόλου του, στον οποίο δεν είχε δώσει άδεια να εισέλθει στο Ναβαρίνο»! Ο περήφανος Άγγλος διοικητής, απήντησε ότι «ήρθε για να δώσει διαταγές και όχι για να λάβει» και απείλησε ότι οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια των Οθωμανών θα οδηγούσε σε καταστροφή του στόλου τους.
Που οφειλόταν αυτή η αυτοπεποίθηση του Κόδριγκτον έναντι υπέρτερου αριθμητικά αντιπάλου; Ο στόλος του διέθετε «ψηλότερα» σκάφη, ταχύτερα πυροβόλα με μεγαλύτερη εμβέλεια και κυρίως εξαιρετικά εκπαιδευμένους και εμπειροπόλεμους πυροβολητές. Επιπλέον, λόγω της θέσης του, είχε δυνατότητες ελιγμών σε αντίθεση με τα «πακτωμένα» στην ακτή, οθωμανικά πλοία. Ο Γάλλος πλοίαρχος Λετελιέ, ναυτικός σύμβουλος του Ιμπραήμ, του ζήτησε να αποφύγει τη σύρραξη. Όμως όταν δυο τόσο μεγάλοι στόλοι βρίσκονται ενώπιος ενωπίω με εχθρική διάθεση, το ξέσπασμα της ναυμαχίας είναι θέμα χρόνου και μιας μόνο απροσεξίας.
Πριν ολοκληρωθεί η αγκυροβολία του Συμμαχικού στόλου, ο κυβερνήτης της αγγλικής φρεγάτας «Ντάρτμουθ», είδε την προετοιμασία ενός τουρκικού πυρπολικού και έστειλε ένα απόσπασμα με λέμβο για να ζητήσει την απομάκρυνσή του. Οι Οθωμανοί πυροβόλησαν εναντίον της λέμβου σκοτώνοντας τον υποπλοίαρχο Φίτζροϋ και τραυματίζοντας κάποιους ναύτες και άναψαν φωτιά στο πυρπολικό. Η γαλλική φρεγάτα «Σιρέν» και το «Ντάρτμουθ» απήντησαν με απλούς πυροβολισμούς, για να πέσουν οι πρώτοι κανονιοβολισμοί από οθωμανικά πλοία κατά του «Σιρέν». Σε χρόνο μηδέν η σύρραξη γενικεύθηκε. Το γαλλικό θωρηκτό «Σκιπίων» δέχθηκε επίθεση πυρπολικού και παραλίγο να καιγόταν, αν δεν το έσωζε το επίσης γαλλικό θωρηκτό, «Τριντέντ». Το «Σιρέν» βύθισε την αιγυπτιακή φρεγάτα «Ισάνια» και ανατίναξε τα πυροβόλα της ανατολικής πλευράς της εισόδου του λιμανιού και το γαλλικό θωρηκτό «Μπρεσλάου» έσπευσε σε βοήθεια του βρετανικού θωρηκτού «Αλβιόνα» και του ρωσικού «Αζώφ», βυθίζοντας το θωρηκτό «Γκιου Ρεβάν», το πλοίο διοικήσεως του ναυάρχου Ταχίρ πασά, που διοικούσε το στόλο, απουσία του ίδιου του Ιμπραήμ, αλλά και του ασθενούς συμβούλου του, Λατελιέ. Το «Μπρεσλάου» βύθισε και τέσσερις φρεγάτες.
Η φρεγάτα του Κόδριγκτον, «Ασία», αχρήστευσε το θωρηκτό «Φάχτι Μπάρι» και τη φρεγάτα «Γκεριέρ», με τη βοήθεια του ρωσικού «Αζώφ», το οποίο βύθισε τρεις φρεγάτες και μια κορβέτα. Σε λιγότερο από δυο ώρες, τα τρία θωρηκτά και σχεδόν όλες οι οθωμανικές φρεγάτες είχαν αχρηστευθεί ή βυθιστεί και κατόπιν επί δυο ώρες ο στόλος των Μεγάλων Δυνάμεων σφυροκοπούσε τα αβοήθητα μικρά οθωμανικά πλοία. Το 90% του τεράστιου στόλου βυθίστηκε από τους κανονιοβολισμούς ή αυτοκαταστράφηκε από τους Οθωμανούς για να μην πέσει σε Συμμαχικά χέρια. Στο τέλος της ναυμαχίας ένα οθωμανικό θωρηκτό επιδεχόταν επιδιόρθωση και μπορούσε να πλεύσει μαζί με δυο διασωθείσες φρεγάτες και 5 κορβέτες! Τουλάχιστον 4.000 Οθωμανοί σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 2.000 τραυματίστηκαν, ενώ οι Σύμμαχοι είχαν 181 νεκρούς και 480 τραυματίες. Οι Σύμμαχοι είχαν υποστεί πολλές ζημιές, αλλά δεν είχε βυθιστεί κανένα πλοίο!
Η ναυμαχία είχε σημαντικότατες συνέπειες. Ο Κόδριγκτον μετέβη στην Αίγυπτο και πίεσε τον Μωχάμετ Άλι να δεχθεί την απομάκρυνση των Αιγυπτίων από την Ελλάδα, η οποία πραγματοποιήθηκε όταν έφθασαν και 13.000 Γάλλοι στην Πελοπόννησο, ένα χρόνο μετά τη ναυμαχία. Ο Σουλτάνος κήρυξε «ιερό πόλεμο», δίνοντας αφορμή στον Τσάρο να του επιτεθεί και να τον αναγκάσει να δεχθεί την ελληνική αυτονομία με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης. Τέλος, οι Έλληνες εκμεταλλευόμενοι το ρωσοτουρκικό πόλεμο και την αιγυπτιακή υποχώρηση επικράτησαν και στη Στερεά Ελλάδα και απαίτησαν πλήρη ανεξαρτησία, την οποία και κέρδισαν, ανοίγοντας το δρόμο για τους υπόλοιπους χριστιανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων.