Υποναύαρχος (Ο) Δημήτριος Γεωργαντάς ΠΝ ε.α.

Αρχιπλοίαρχος (Ο) Ιωάννης Βιδάκης ΠΝ ε.α.

Αρχιπλοίαρχος (Ο) Γεώργιος Παναγιώτου ΠΝ ε.α.

«Μόνος του είναι ικανός να καταστρέψει τελείως το εμπόριο που διεξάγεται μέσω Ιταλίας». Αναφορά του D’ Evant, προξένου της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη για τον Angligrec κουρσάρο Κωνσταντή Καλαμάτα.

Αντί Προλόγου

Οι Έλληνες άνοιξαν τα πανιά τους τον 18ο αιώνα στις θαλάσσιες λεωφόρους της Δυτικής Μεσογείου, Δυτικής Ευρώπης και του Ατλαντικού Ωκεανού. Επεκτάθηκαν στη Δυτική Μεσόγειο χάρη στην αγγλική αποικιακή πολιτική της Levant Company στον άξονα Μινόρκα – Λιβόρνο. Το λιμάνι του Λιβόρνο αποτελούσε το κυριότερο εμποροναυτιλιακό κέντρο των Άγγλων. Η Levant Company των Άγγλων είχε το μονοπώλιο εμπορίας και διαχείρισης του στόλου που δρούσε στην περιοχή. Το σημαντικότερο εμπόριο της Levant Company του 18ου αιώνα βασίζονταν στο εμπόριο δημητριακών, κυρίως σιτάρι και κριθάρι, από τα λιμάνια του Αιγαίου και του Ιονίου και από το 1780 τη Μαύρη Θάλασσα. Άλλα εξαγώγιμα προϊόντα της εταιρείας προς τη Δύση ήταν λάδι και σταφίδες από την Πελοπόννησο, την Κρήτη και τα Ιόνια νησιά, βαμβάκι και μαλλί από τη Σμύρνη, την Πελοπόννησο και την ηπειρωτική Ελλάδα, καπνό από την Θεσσαλονίκη, ρύζι, λινάρι και καφέ από την Αλεξάνδρεια. Οι Άγγλοι είχαν συνεργασία με πολλούς Έλληνες υποπρόξενους μπερατλήδες[1] και κατείχαν εκτενές δίκτυο πληροφόρησης. Ήταν σημαντικό το δίκτυο των προξένων και υποπροξένων στην Ανατολική Μεσόγειο, πολλοί εκ των οποίων στα νησιά και τα μικρά λιμάνια ήταν Έλληνες, Οθωμανοί υπήκοοι. Καταλυτική ήταν η συνεισφορά της Levant Company στους Έλληνες καραβοκύρηδες και στις ελληνικές ναυτιλιακές επιχειρήσεις για την πρόσβασή τους στο Λονδίνο από τα τέλη του 18ου αιώνα. Οι έμποροι Νεγρεπόντης, Σακκάς, Πετροκόκκινος, Μαυροκορδάτος, Σκαραμαγκάς, Μαρασλής, Ράλλης, κ.α. ήταν σπουδαίοι έμποροι της διασποράς της Levant Company 18ου με αρχές 19ου αιώνα.

Ίδρυση της ελληνικής Παροικίας στο Πορτ Μαχόν

Το 1708, η Μινόρκα καταλήφθηκε από τους Άγγλους κατά τον πόλεμο της Ισπανικής διαδοχής, και αποτέλεσε τμήμα του Βρετανικού στέμματος. Η βρετανική κυριαρχία επισημοποιήθηκε με τη συνθήκη της Ουτρέχτης (1713-1715). Με κυβερνήτη το στρατηγό Ρίτσαρντ Κέιν, η πρωτεύουσα του νησιού μεταφέρθηκε στην πόλη Μαό ή Μαχόν, όπου και κατασκευάστηκε ισχυρότατη ναυτική βάση. Κατά τον Επταετή Πόλεμο της Αγγλίας με τη Γαλλία, ο γαλλικός πολεμικός στόλος απέκλεισε το νησί και ακολούθησε η ναυμαχία, γνωστή ως Μάχη της Μινόρκας. Στον εν λόγω πόλεμο έλαβαν μέρος Μανιάτες και Σφακιανοί υπέρ των Άγγλων. Παρά την ήττα τους, οι Άγγλοι αντιστάθηκαν στην πρωτεύουσα Μαό, αλλά τελικά παραδόθηκαν με ευνοϊκούς όρους τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Με τη συνθήκη του Παρισιού το 1763, η Βρετανική κυριαρχία επανήλθε στη Μινόρκα, καθώς οι Άγγλοι και οι σύμμαχοί τους επικράτησαν τελικά στον πόλεμο. Κατά τον Πόλεμο της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας, οι Άγγλοι ηττήθηκαν ξανά από Γαλλικές και Ισπανικές δυνάμεις, οι οποίες κατέλαβαν το νησί μετά από μία μακρά πολιορκία του φρουρίου «Σαν Φιλίπ» στις 5 Φεβρουαρίου 1782, όπου πολέμησαν πολλοί Έλληνες κουρσάροι του Πορτ Μαχόν. Η Μινόρκα ανακαταλήφθηκε από τους Άγγλους πάλι το 1798 κατά τους πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά τελικά παραχωρήθηκε οριστικά στην Ισπανία με τη συνθήκη της Αμιένης το 1802. Η πολιτισμική επίδραση των Άγγλων  και των Ελλήνων αποίκων είναι ακόμα ορατή, κυρίως στην τοπική αρχιτεκτονική με χαρακτηριστικά στοιχεία της αγγλικής και ελληνικής κουλτούρας.

To Πορτ Μαχόν την εποχή του Επταετούς Πολέμου

Οι Άγγλοι καταλαμβάνοντας την Μινόρκα το 1708, την μετέτρεψαν στην πρώτη αγγλική αποικία της Μεσογείου. Αυτό αποδείχθηκε κομβικό για την ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας και την επέκτασή της στη Δυτική Μεσόγειο. Το νησί απέχοντας λίγα μίλια μακριά από τις γαλλικές και ισπανικές ακτές, και οι Άγγλοι –παρόλο ότι ήταν προτεστάντες- θέλοντας να ελέγξουν τον καθολικό πληθυσμό του, προσέφεραν απλόχερα κίνητρα στους Έλληνες ορθόδοξους χριστιανούς να δημιουργήσουν παροικία στη Μινόρκα για να λαμβάνουν τις υψηλού επιπέδου ναυτικές – εμπορικές υπηρεσίες τους και να διεξάγουν κούρσο[2]. Η εγκατάσταση των Ελλήνων εμπόρων και ναυτικών στο Πορτ Μαχόν εντάσσονταν στην τακτική του αγγλογαλλικού ανταγωνισμού και ήταν στοιχείο της γενικής πολιτικής της Αγγλίας για τη στερέωση της αγγλικής θαλασσοκρατορίας. Οι Άγγλοι, εφαρμόζοντας στη Μεσόγειο μία φιλελεύθερη εμπορική πολιτική, οργάνωσαν ένα δίκτυο εγκαταστάσεων, όπως διαμετακομιστικές αποθήκες εμπορευμάτων σε κύρια εξαγωγικά λιμάνια της Μεσογείου, κυρίως στη Μάλτα και το Λιβόρνο. Οι Άγγλοι οπαδοί του φιλελεύθερου εμπορίου συνεργάστηκαν με εμπόρους της Ανατολής και κυρίως με τους Έλληνες, ώστε να υπονομεύσουν τη γαλλική πολιτική της Μεσογείου. Στο πλαίσιο του Επταετούς Πολέμου (1756-1763) με την κορύφωση της πολεμικής σύγκρουσής τους με τη Γαλλία, αύξησαν τον αριθμό των Ελλήνων αποίκων στη Μινόρκα, εντάσσοντας το νησί ως προχωρημένη βάση του αγγλικού στόλου, πριν την Μάλτα, παρατηρητήριο και σημείο ελέγχου των θαλάσσιων δρόμων της Γαλλίας και της Ισπανίας. Συγχρόνως, ευνοϊκή θέση για την εγκατάσταση Ελλήνων ναυτικών στο Πορτ Μαχόν έλαβε και η Ρωσία, η οποία ήταν σύμμαχος της Αγγλίας τότε ενάντια στην Γαλλία που ήταν παραδοσιακά φιλοτουρκική.

Η πρώτοι Έλληνες ναυτικοί, άποικοι της Μινόρκας εμφανίζονται περί το 1733. Στις 7 Νοεμβρίου 1745 ο στρατηγός Wynyard, διοικητής της Μινόρκας, έστειλε αίτημα στο Privy Council του αγγλικού στέμματος πρόταση του πρίγκιπα Scherbatov να γίνουν αποδεκτοί για εγκατάσταση στη Μινόρκα Έλληνες έμποροι και ναυτικοί που ήθελαν να λάβουν την αγγλική υπηκοότητα. Με την προϋπόθεση όμως να λάβουν όλα τα προνόμια των Άγγλων υπηκόων, καθώς και την ελευθερία να ασκούν ελεύθερα τη θρησκευτική τους λατρεία και να χτίσουν εκκλησία και νεκροταφείο. Το συμβούλιο του Άγγλου βασιλιά Γεωργίου ενέκρινε το αίτημα με απόφαση στις 28 Νοεμβρίου 1745 και παραχώρησε τα αιτηθέντα προνόμια. Η αντίδραση του καθολικού κλήρου ήταν έντονη. Απαγόρευσε στους ντόπιους κατοίκους να πωλούν υλικά στους Έλληνες αποίκους. Ως εκ τούτου απαιτήθηκε καινούργια πιο αυστηρή διαταγή του αγγλικού ανακτοβουλίου (Ιούνιος 1749) προκειμένου να εφαρμοστεί η απόφαση του Άγγλου βασιλιά.

Μεταξύ των άλλων οι Άγγλοι πρόσφεραν στους έλληνες αποίκους της Μινόρκας[3], καλλιεργήσιμη γη και αλυκές για εκμετάλλευση, καθώς και κίνητρα για την ασχολία με την αλιεία (ιδιαίτερα με τον τόνο). Κτίστηκε στο Cale de Cos de Gracia ορθόδοξη εκκλησία στον πολιούχο Άγιο Νικόλαο[4]  περί τα έτη 1749-1752 και η οποία διοικητικά δεν υπάγονταν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά στην Ρωσική Σύνοδο. Εφημέριος ήταν ο διάσημος Θεόκλητος Πολυείδης, ο οποίος έμεινε γνωστός με το έργο του «Αγαθάγγελος» για την προπαγάνδα του υπέρ της ρωσικής πολιτικής. Συνέπεια αυτού ήταν να δημιουργηθεί και να μεγαλουργήσει μία σημαντικότατη για την ελληνική ναυτιλία παροικία στο Πορτ Μαχόν. Η ελληνική κοινότητα του Πορτ Μαχόν της Μινόρκας αυξήθηκε τις δεκαετίες 1740 και 1750. Δημογραφικά στοιχεία αντλούνται από τον Γάλλο πρόξενο στη Σμύρνη Peyssonel,ο οποίος αναφέρει ότι περί το 1952 κατοικούσαν στο νησί περίπου δεκαπέντε οικογένειες από την Κρήτη και την Πελοπόννησο. Περί το 1954 οι Έλληνες άποικοι της Μινόρκας ανέρχονταν στους εξακόσιους με τόπο προέλευσης – καταγωγής τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου.

Οι Έλληνες της Μινόρκας έδρασαν ως κουρσάροι (καταδρομείς) με έναν μικρό καταδρομικό στόλο στον πόλεμο ανάμεσα σε Αγγλία και Γαλλία, καθόσον εύκολα μετατρέπονταν σε κουρσάρους. Έδρασαν ως κουρσάροι και με άδεια των Άγγλων είχαν το δικαίωμα να λαφυραγωγούν εμπορικά πλοία που έφεραν εχθρική σημαία (κυρίως της Γαλλίας, αλλά και μουσουλμανικών κρατών). Κάποιο ποσοστό των λαφύρων το κρατούσαν για τον εαυτό τους και το υπόλοιπο το έδιναν στους Άγγλους για τους οποίους εργάζονταν. Στην υπηρεσία των Άγγλων προκάλεσαν σημαντικές ζημιές σε γαλλικά πλοία, σύμφωνα με προξενικές γαλλικές εκθέσεις της Ανατολής. Η δράση τους επεκτείνεται σε όλο το διάστημα πριν, κατά την διάρκεια και μετά τον Επταετή Πόλεμο.

Γνωστά ονόματα ελλήνων κουρσάρων από το Πορτ Μαχόν είναι ο Ν. Γεράκης, ο Παναγιώτης Αγιομαυρίτης, ο Λουκάς Βαλσαμάκης, ο Θωμάς Γεωργίου, ο Γιακουμής Ιωάννου, ο Πέτρος Μιχαλίτσης, ο Νικόλαος Καλημέρης, ο Γιώργος Βενιέρης, ο Γιώργος Αγγέλου, ο Νικόλαος Παλαιολόγος, ο Νικόλαος Ζης (Zee), ο διαβόητος καπετάν Στέφανος Σολομός από την Ιθάκη με το κουρσάρικό του Ulysses, ο Αντώνης Βαγιάνος από την Κεφαλονιά, κ.α. Σύμφωνα με τα έγγραφα του Privy Council όλοι οι ανωτέρω έλαβαν ενεργό μέρος το 1756 κατά της πολιορκίας των Γάλλων, στην υπεράσπιση του φρουρίου του Αγίου Φιλίππου που προστάτευε το λιμάνι της Μινόρκας.

Περιβόητη είναι η κουρσάρικη δράση του Κωνσταντή Καλαμάτα στο διάστημα 1756-1764, σε βάρος των Γάλλων στα Πελοποννησιακά παράλια με το κουρσάρικό του «Lord Blankeney». Παρά το επίθετό του ήταν Πάτμιος, και όχι Ζακυνθινός, ενδεχομένως καλαματιανής καταγωγής. Με 150 pesas συνεισέφερε στα έξοδα ανέγερσης του ορθόδοξου ναού στο Πορτ Μαχόν. Φυγάδευσε πολλούς Έλληνες Οθωμανούς υπηκόους στην Μινόρκα. Μέσω των αναφορών και των αιτήσεών του στις διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και στην αγγλική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, αποτυπώθηκαν οι περιπέτειές του. Παρουσιάζονται οι ναυτικές και οι οικονομικές του δραστηριότητες πριν από τον Επταετή Πόλεμο, τη χρεοκοπία του το έτος 1755, την πολεμική του δράση κατά την κατάληψη της Μινόρκας από τους Γάλλους (1756), τη ζωή του στο Λονδίνο και την δραστηριοποίησή του ως κουρσάρου τα έτη 1756-1758, γεγονότα της σύντομης δράσης του στο Αιγαίο, μέχρι τη σύλληψή του από το Οθωμανικό Ναυτικό (1859-1860), καθώς  επίσης και τις προσπάθειες τεσσάρων ετών για την απελευθέρωσή του (1761-1765). Η προσωπογραφία του είναι αντιπροσωπευτική της περιπετειώδους πορείας των Ελλήνων ναυτικών στα μέσα του 18ου αιώνα, μιας γενιάς Ανδρών που δεν καθιερώθηκαν ως εθνικοί ήρωες, όπως ο Λάμπρος Κατσώνης τριάντα χρόνια μετά.

Προσωρινά, το χρονικό διάστημα του Επταετούς Πολέμου (1756-1763) οι Έλληνες άποικοι εγκατέλειψαν το νησί, λόγω του ότου το νησί έπεσε για λίγο στα χέρια των Γάλλων, για να επιστρέψουν πάλι το 1763. Για τα επόμενα περίπου είκοσι έτη η ελληνική κοινότητα των 250-300 περίπου ατόμων, παρουσίαζε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη. Αποτελείτο από περίπου σαράντα οικογένειες, μεταξύ των οποίων ήταν οι οικογένειες Νικολάου, Θεοδώρου και Αλεξάνδρου Αλεξιανού από την Μονεμβασιά, Σίφαντου από την Πάτμο, Λαδικού, Παλαιολόγου και Αντύπα από την Κεφαλονιά. Επισημαίνεται ότι οι πρώτοι άποικοι της Μινόρκας ήρθαν από το Γιβραλτάρ, το Κάδιξ, το Αλγέρι, το Λιβόρνο, και την Κορσική. Οι μισοί Έλληνες άποικοι ήταν από την Πάτμο, με σημαντικότερο τον σιτέμπορο Χατζή – Μανόλη Σίφαντο. Οι υπόλοιποι έλκυαν την καταγωγή τους από την περιοχή του Ιονίου Πελάγους (Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθο, Μεσολόγγι, κ.α.), το Ανατολικό Αιγαίο (Σμύρνη, Μυτιλήνη, Χίο, Πάτμο, κ.α.), την Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Μάνη, κ.α.). Επιπρόσθετα, ο Α΄ Ρωσο – Οθωμανικός Πόλεμος του 1768-1774, δημιούργησε επιπλέον κύμα Ελλήνων μεταναστών προς το νησί. Το Πορτ Μαχόν κατά την διάρκεια του Α΄ Ρωσο – Οθωμανικού Πολέμου (1768-1774) επί Αικατερίνης Β΄, παραχωρήθηκε από τους Άγγλους στους Ρώσους ως ναυτική βάση. Οι Έλληνες άποικοι της Μινόρκας υποστήριξαν με θέρμη και τα ρωσικά συμφέροντα.

Μέρος των Μανιατών που εγκαταστάθηκαν στο λιμάνι του Πορτ Μαχόν προέρχονταν από την οικογένεια των Στεφανοπουλαίων, οι οποίο πριν δεκαετίες είχαν μετοικίσει στην Κορσική, ως ηττημένος κλάδος μιας μακροχρόνιας βεντέτας στη Μάνη. Η οικογένεια των Στεφανοπουλαίων μετανάστευσε κατ’  αρχήν στη Γένοβα μεταξύ των ετών 1675 και 1676. Αποκήρυξαν την ορθοδοξία και προσηλυτίστηκαν στην Ουνία. Αργότερα μετεγκαταστάθηκαν στην Κορσική, όπου συνενώθηκαν με τις πολεμικές δυνάμεις του νησιού για την υπεράσπισή του. Στη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων Κορσικής και Γένοβας, μεταξύ των ετών 1728 και 1768, η Κορσική προσαρτήθηκε στη Γαλλία. Αρκετοί Έλληνες άποικοί του μετανάστευσαν στη Μινόρκα και σε άλλα λιμάνια της Μεσογείου. Οι Έλληνες που έμειναν στο νησί συγκεντρώθηκαν στο χωριό Cargese, όπου μέχρι σήμερα έχουν την ανάμνηση της ελληνικής προέλευσής τους.

Η Ναυτιλιακή και Εμπορική Δράση τους

Η πλειοψηφία των εγκατεστημένων στο νησί Ελλήνων ήταν ναυτικοί με μεγάλη εμπειρία στο θαλάσσιο εμπόριο και το κούρσο (καταδρομείς). Έγιναν ξακουστοί στους Γάλλους και τους Ισπανούς ως AngliGrecs, προσφέροντας στους Άγγλους ένα αποτελεσματικό καταδρομικό στόλο που κούρσευε[5] από τις γαλλικές και ισπανικές ακτές μέχρι τις οθωμανικές ακτές. Επιπλέον, παρείχαν σύνδεση της οικονομίας της Μινόρκας με την Ανατολική Μεσόγειο και τους Έλληνες της οθωμανικής αγοράς.

Η σημαία της Μινόρκα

        Οι Έλληνες της Μινόρκας, οι οποίοι συνεργάζονταν στενά με την ευημερούσα κοινότητα των Ελλήνων του Λιβόρνου, είχαν δυνατότητα χρήσης της αγγλικής σημαίας, αλλά και της σημαίας της Μινόρκας. Η μαονέζικη σημαία της Μινόρκας ήταν η σημαία ευκαιρίας της συγκεκριμένης εποχής. Οι Έλληνες έμποροι της κοινότητας του Λιβόρνου πρόσφεραν τα απαραίτητα κεφάλαια για το κτίσιμο των ιδιόμορφων μαονέζικων πλοίων, ενώ η Ελληνική κοινότητα του Πορτ Μαχόν προσέφερε με τη μαονέζικη σημαία ευπροσάρμοστες και ελεύθερες θαλάσσιες μεταφορές σε όλη τη Μεσόγειο. Ταυτόχρονα μετέφεραν εμπορεύματα ως τμήμα των αγγλικών νηοπομπών στη Μεσόγειο.

         Η επιβίωση και ανάπτυξη των Ελλήνων αποίκων στη Μινόρκα, στο καινούργιο και εντελώς ξένο περιβάλλον ήταν τρομερά δυσχερής. Τα προβλήματα που είχαν στο εμπόριο και οι στενές τους σχέσεις με τους εμπόρους του Λιβόρνο διαπιστώνονται και από ένα σοβαρό γεγονός του 1765, που οι Άγγλοι έλεγξαν την νομιμότητα χρήσης της αγγλικής άδειας ναυσιπλοΐας του Ανδρέα Λαδικού, αλλά χάριν της ευνοϊκής μαρτυρίας του Νικολάου Αλεξιάδη δεν είχε αρνητικές συνέπειες. Οι Άγγλοι προέβαιναν σε επισταμένους ελέγχους της χρήσης της βρετανικής σημαίας και της χορήγησης αδειών σε μη Μινορκέζους που εκμεταλλεύονταν την προστασία της αγγλικής παρουσίας στο νησί.

         Οι Έλληνες άποικοι του Πορτ Μαχόν είχαν εγκατασταθεί σε ένα περιβάλλον εχθρικό. Οι καθολικοί πληθυσμοί του νησιού δεν τους καλοδέχθηκαν θεωρώντας τους σχηματικούς Χριστιανούς. Οι αντιδράσεις των ντόπιων και καθολικών κληρικών ήταν ακόμη περισσότερο έντονες μετά την ανέγερση ορθόδοξης εκκλησίας στο Πορτ Μαχόν, μοναδική ορθόδοξη εκκλησία στις Βαλεαρίδες Νήσους. Το 1756 με την έναρξη του Επταετούς Πολέμου, οι Έλληνες κάτοικοι του Πορτ Μαχόν αναγκαστικά εγκατέλειψαν το νησί, λόγω των στενών σχέσεων που είχαν με τους Άγγλους. Με την λήξη του πολέμου και την επικράτηση των Άγγλων οι Έλληνες επέστρεψαν στο νησί. Πέραν της ενασχόλησης των Ελλήνων του Πορτ Μαχόν με τις καταδρομικές επιχειρήσεις και τον κούρσο, υπέρ των αγγλικών συμφερόντων, ανέπτυξαν επιτυχείς αγροτικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες. Κατά την αξιολόγηση των Ισπανών ιστορικών η περιουσία της οικογένειας Αλεξιανού στις αρχές του 1780 υπολογίζονταν στο ύψος των 260.000 περίπου ρεαλίων.

Το Τέλος Εποχής

Οι Άγγλοι παρέδωσαν περί το 1783 τη Μινόρκα στους Ισπανούς. Γεγονός που συνετέλεσε στο οριστικό τέλος της χρυσής εποχής της ελληνικής κοινότητας του Πορτ Μαχόν. Η πλειοψηφία των Ελλήνων αποίκων εγκατέλειψε αμετάκλητα το νησί. Η οικογένεια Αλεξιανού έφυγε από τη Μινόρκα και εγκαταστάθηκε τη δεκαετία του 1780 στην Κριμαία. Από εκεί μετακινήθηκε στην Αζοφική Χερσόνησο και ειδικότερα στο λιμάνι του Ταγκανρόγκ, όπου αναπτύχθηκε το χιώτικο και το ιονικό θαλάσσιο εμπόριο. Η σημαντικότερη ελληνική οικογένεια που παρέμεινε στο νησί ήταν η οικογένεια Λαδικού από την Κεφαλονιά, η οποία ασπάστηκε το καθολικό δόγμα και σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία κατά τον 19ο αιώνα αποτελούσε μία από τις πλουσιότερες οικογένειες του νησιού.

Αντί Επιλόγου

Η ελληνική κοινότητα του Πορτ Μαχόν προσέφερε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό. Περί το 1783 οι περισσότεροι Έλληνες άποικοι της Μινόρκας μετά την Ισπανική κυριαρχία στο νησί, το εγκατέλειψαν και μετεγκαταστάθηκαν σε άλλους λιμένες της Μεσογείου. Η επί περίπου πέντε δεκαετίες παραμονή τους στο νησί τους έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσουν περισσότερες ναυτικές – εμπορικές εμπειρίες και γνώσεις για τη Δυτική Μεσόγειο και τον Ατλαντικό. Οι γνώσεις και οι εμπειρίες αυτές φάνηκαν πολύ χρήσιμες σύντομα για την περαιτέρω διεθνή ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας και του εμπορίου. Μετά το 1783 αναβαθμίστηκε το Ισπανικό και Οθωμανικό θαλάσσιο εμπόριο, λόγω της σύναψης Ισπανo-Οθωμανικής Συνθήκης Ειρήνης, Φιλίας και Εμπορίου. Πολλά πλοία των Οθωμανών Ελλήνων με οθωμανική σημαία πλημμύρισαν τα λιμάνια της Ιβηρικής Χερσονήσου. Την δε χρονική περίοδο 1792-1807 η συμμετοχή των Ελλήνων ναυτικών κορυφώθηκε, όταν και υπήρξε πολεμική σύγκρουση Ισπανών και Άγγλων. Εκατοντάδες πλοία Ελλήνων Οθωμανών υπηκόων προσέγγισαν τα λιμάνια της Βαρκελώνης, Μάλαγας, Κάδιξ, Μασσαλίας, Πορτ Μαχόν, κ.α.. Ήταν «γραικικά» και «γραικο-οθωμανικά» που μετέφεραν κυρίως σιτηρά στα ισπανικά και γαλλικά λιμάνια. Οι Έλληνες ναυτικοί παρέμειναν στα ισπανικά και γαλλικά χωρικά ύδατα και συμμετείχαν στο εμπόριο της Ιβηρικής Χερσονήσου αλλά και στο μεγάλο υπερατλαντικό αμερικανικό εμπόριο της Ισπανίας και της Γαλλίας.  

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ