Το μεγαλείο της ελληνικής ναυτοσύνης μέσα από το εντυπωσιακό έργο του σχεδιαστή-ζωγράφου, Παναγιώτη Μαστραντώνη
- 20/09/2020
- 0
Θρυλικά ιστιοφόρα της Επανάστασης του 1821 αφηγούνται ιστορικές στιγμές του μεγαλείου της ελληνικής ναυτοσύνης χάρη στην ιδιαίτερη λεπτομερειακή τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει τα έργα του σχεδιαστή-ζωγράφου, Παναγιώτη Μαστραντώνη.
Από τη δυναμική εξελικτική πορεία του ελληνικού ιστιοφόρου από τον 16ο αιώνα έως τον 19ο αιώνα, με σημείο αναφοράς το Γαλεόνι, έως τις και μεγάλες ναυμαχίες του 1821-1827, ο κ. Μαστραντώνης, με αγάπη και μεράκι, μας δίνει εικόνες που μας προσκαλούν σε ένα ταξίδι στην θαλασσινή ιστορία της Ελλάδας.
Εφιστά την προσοχή μας στα ωραιότερα ιστιοφόρα του Αιγαίου -12 μικρογραφίες πλοίων του αγώνα του 1821, βασισμένες στις έγχρωμες υδατογραφίες του Υδραίου αντιναυάρχου Αντωνίου Ε. Κριεζή- αλλά και ειδικότερα σε αυτά της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών.
Ο κ. Παναγιώτης Μαστραντώνης μίλησε στον «Νέο Κόσμο» για το έργο του και…«σιτοκάραβα» που έγραψαν ιστορία.
«Νέος Κόσμος»: Πότε και πώς ξεκινήσατε το σχεδιασμό πλοίων και τι αποτέλεσε/και αποτελεί έμπνευσή σας;
Παναγιώτης Μαστραντώνης: Πάντα ήταν το σχέδιο το πάθος μου γι’ αυτό και το σπούδασα και τα συγκεκριμένα ιστιοφόρα πλοία, ξεκίνησαν μία συγκλονιστική περίοδο στη ζωή μου εκεί γύρω στα 1993 οπότε και άρχισε και η επισταμένη πλέον ιστορική μελέτη της ελληνικής παλιγγενεσίας του 1821 και περισσότερο συγκεκριμένα η ανεπανάληπτη εκείνη ιστορία του κατά θάλασσαν αγώνα των Ελλήνων.
Όντας στην Ύδρα και έχοντας άμεση πρόσβαση στα Ιστορικά Αρχεία του Ιστορικού Αρχείου Μουσείου Ύδρας, χάθηκα μέσα στους τόμους των ιστορικών αναφορών της εποχής της ελληνικής επανάστασης, της ιστορίας των εμπορικών εκείνων πλοίων – των «σιτοκάραβων» όπως τα αναφέρει και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης – που με το πείσμα, τη γενναιότητα, το θάρρος και κάποτε και το θράσος ακόμη των καπεταναίων και πληρωμάτων τους, κατάφεραν εκείνο που τουλάχιστον για τον πάρα έξω κόσμο φάνταζε ακατόρθωτο… κατόρθωσαν να μετατρέψουν εκείνα τα «σιτοκάραβα» στα πολεμικά πλοία που έγραψαν ιστορία!
«Ν.Κ.»: Έχετε καταγωγή από την Ύδρα και την Ιό, γεννηθήκατε στον Πειραιά. Κατά πόσο έχει επηρεάσει η θάλασσα την προσωπική σας ζωή και το επαγγελματικό σας έργο;
Π.Μ.: Ναι σίγουρα η καταγωγή μου την έχει επηρεάσει. Η θάλασσα ήταν πάντα για εμένα μία μεγάλη αγάπη και τα Ιστιοφόρα που την ταξίδευαν ήταν κάτι που με γαλήνευε και ασκούσε επάνω μου μία αφάνταστη μαγεία.
Επίσης όταν κάποια στιγμή στη ζωή μου ασχολήθηκα με το ναυτιλιακό scrap στην από το 1939 μάντρα του πεθερού μου ήρθα πλέον σε άμεση επαφή με όλα όσα υπάρχουν μέσα σε ένα πλοίο, τα δούλεψα, τα πετρελαίωσα, τα ματσακώνισα, τα έκανα δικά μου, με αυτήν την άμεση επαφή.
Από το καΐκι του ψαρά για το οποίο εγώ με τα χέρια μου σχεδίασα και έφτιαξα μία τιμονιέρα ή έναν μπούσουλα, μέχρι τα μεγάλα πλοία, των οποίων τα εξαρτήματα (μπαστέκες, κλειδιά, αλυσίδες, εντατίρες) χρειάστηκε να ματσακωνίσω, με έκαναν και αυτά… δικό τους.
«Ν.Κ.»: Ποια η τεχνοτροπία σας και πώς επηρεάστηκε αυτή ανά τα χρόνια που ασχολείστε με την αρχιτεκτονική μακέτα, αλλά και τον σχεδιασμό πλοίων;
Π.Μ.: Η Τεχνοτροπία από την αρχή των πρώτων μου έργων εξακολουθεί να είναι η ίδια. Είναι εκείνη που με εξέφραζε και τότε όπως και τώρα. Ανάλυσή της, περιέλαβα και τον φάκελό μου προς το Ελληνικό Καλλιτεχνικό Επιμελητήριο που με τίμησε με το να με συμπεριλάβει στους ζωγράφους του.
Χιλιάδες γραμμές με σινική μελάνι εμφανίζουν τις φωτοσκιάσεις ουρανού, θάλασσας και πλοίου. Όλες οι λεπτομέρειες με αυτές τις άπειρες γραμμές. Τώρα τα τελευταία χρόνια, ίσως θέλοντας να δοκιμάσω τον εαυτό μου και σε κάτι ακόμη πιο δύσκολο, προχώρησα στα «ένθετα» πανιά του πλοίου.
Επιμένω στο «ένθετα» καμία σχέση με κολάζ. Με απόλυτη ακρίβεια η θέση των πανιών του σχεδίου αφαιρείται για να προστεθεί στο κενό που αφήνει το σχέδιο, το ακριβές αντίστοιχο πρόσθετο χαρτόνι των πανιών. Από εκεί και πέρα όλος ο εξαρτισμός σχεδιάζεται με κάθε λεπτομέρεια όπως πάντα.
Μία εργασία το αποτέλεσμα της οποίας έγκειται ακριβώς σε αυτή την ακρίβεια του σχεδιασμού και είναι κάτι που εν γνώσει της δυσκολίας του το επιλέγω για την αναπαράσταση ιδιαίτερα αγαπημένων μου πλοίων της ελληνικής επανάστασης του 1821, με ιδιαίτερο αγώνα. Ένα από αυτά και ο «Άρης» του Υδραίου Τσαμαδού, πάνω στον οποίο εργάζομαι αυτή τη στιγμή.
Επειδή αναφερθήκατε και στην αρχιτεκτονική μακέτα, δηλαδή το πρόπλασμα, το οποίο ξέχωρα από το αρχιτεκτονικό σχέδιο, σπούδασα στη Γερμανία, ναι, ίσως με έναν τρόπο έχει επηρεάσει όχι τον τρόπο της δουλειάς μου αλλά το αποτέλεσμα που ήθελα (ονειρευόμουν) πάντα να αποδώσω.
Τότε στην δική μου εποχή – γιατί τώρα με τις ηλεκτρονικές τρισδιάστατες απεικονίσεις τα πράγματα έχουν αλλάξει και είναι περισσότερο απλά – το πρόπλασμα αποτελούσε μία σε μεγάλη σμίκρυνση αρχιτεκτονική κατασκευή έργου όπου τα πάντα γίνονταν με το χέρι.
Επάνω σε αυτό θα επεξεργάζονταν ο μηχανικός και αρχιτέκτονας, τις όποιες μεγάλες ή μικρές αλλαγές της τελικής μορφής του, οτιδήποτε και να ήταν αυτό, από γέφυρα, κατοικία, εκκλησία, στάδιο, θέατρο, εργοστάσιο ή και μνημείο ακόμη.
Από plexiglass τα κτίρια και αντικείμενα επί του τοπογραφικού, με καμπύλες στα στρώματα από φελλό που έδειχναν τις υψομετρικές διαφορές του εδάφους, μέχρι ακόμη και οι άνθρωποι, αυτοκίνητα, δέντρα και θάμνοι του περιβάλλοντος χώρου, που θα βοηθούσαν στην αντίληψη του πραγματικού όγκου του υπό κλίμακα έργου, εκείνους που το βλέπουν. Όλα σε τέλεια απόδοση, σαν να ήταν το πραγματικό έργο σε μικρογραφία.
Εδώ λοιπόν είναι που ίσως απαντώ στο ερώτημά σας γιατί εκείνο που είχα μάθει να κάνω με το πρόπλασμα, επεδίωκα να πραγματοποιήσω και τώρα με τον σχεδιασμό ενός πλοίου, την πραγματικότητα. Μπορεί όχι – μια και δεν κατασκευάζω μοντέλα – την τρισδιάστατη, αλλά την πραγματικότητα επάνω στο χαρτόνι με όσες χιλιάδες γραμμές σινικής θα ήσαν απαραίτητες για να αποδώσουν την αλήθεια.
«Ν.Κ.»: Περιγράψτε μας τη διαδικασία ώστε να φτάσετε σε ένα σχέδιο ιστιοφόρου με τόση λεπτομέρεια; Πόσος χρόνος χρειάζεται και πόση μελέτη; Υπήρξαν στιγμές που νιώσατε απογοήτευση;
Εν τω μεταξύ έχεις επεξεργαστεί στη σκέψη σου τον περιβάλλοντα χώρο, θάλασσα, ουρανό, ίσως και κάποιες φωτοσκιάσεις όπως και την πιθανότητα κάποιου ακόμη άλλου στοιχείου σε απόσταση, πλοίου ή ξηράς. Όλα αυτά με πολύ απαλό μολύβι θα σχεδιαστούν και θα τελειοποιηθούν, γιατί όπως είπαμε όταν προχωρήσεις στην σινική μελάνι δεν έχεις περιθώριο διόρθωσης.Η διαδικασία έχει τρία στάδια. Πρώτο στάδιο είναι το κεντράρισμα του κυρίως θέματος μέσα στον πίνακα και η σχεδίαση με πολύ απαλό μολύβι ώστε να έχεις την δυνατότητα διόρθωσης γιατί όταν προχωρήσεις με τη σινική, εκεί δεν υπάρχει η δυνατότητα πλέον καμιάς διόρθωσης.
Σε δεύτερο στάδιο αρχίζει με προσοχή η σχεδίαση του κεντρικού θέματος με την σινική. Τότε μόνον αφού το κυρίως θέμα σου έχει ξεπροβάλει μέσα στον πίνακα μπορείς να ξανασκεφτείς ίσως κάποιες αλλαγές στον περιβάλλοντα χώρο, όπως στην αρχή τον είχες φανταστεί, και να προχωρήσεις και σε αυτήν την σχεδίαση όπως επίσης στους τόνους τις σκιάσεις ουρανού θάλασσας, ίσως υπάρχουσας γης και να τελειοποιήσεις και τις φωτοσκιάσεις στα πανιά αφού πλέον έχεις συγκεκριμενοποιήσει το φως στον πίνακα.
Μεγάλη σημασία παίζει ο αέρας που πνέει στα πανιά και ο οποίος θα σου δώσει την φορά την τελική φορά της σημαίας και σινιάλων που πιθανά θα υπάρχουν και θα πρέπει οπωσδήποτε να είναι η σωστή.
Ο χρόνος εξαρτάται από την σύνθεση του θέματος και το περιεχόμενο της εικόνας. Για παράδειγμα θα μπορούσα να φέρω, εάν έχετε δει, τα πλοία της σειράς «Ύδρα – Σπέτσες – Ψαρά» όπου έχουμε μεμονωμένα πλοία σε πίνακες διαστάσεων 1 x 70 και οι οποίοι χρειάστηκαν με δουλειά καθημερινή οκταώρου, όχι λιγότερες από πέντε εβδομάδες ο καθένας. Σε αντιπαραβολή να μιλήσω για τους 12 πίνακες της σειράς «Ναυμαχία του Ναυαρίνου», που χρειάστηκε τρία περίπου χρόνια για να ολοκληρωθεί.
Χοντρικά πιστεύω να σας έδωσα μία ιδέα για τον χρόνο, στον οποίο όμως εκτός της απόδοσης του θέματος του πίνακα, παίζει ρόλο και η επιπλέον μελέτη που ίσως χρειαστεί επί του θέματος, πράγμα που πολύ συχνά συμβαίνει και γι αυτό το λόγο ξεκινώντας κάτι δεν μπορώ να ξέρω πότε θα ολοκληρωθεί.
Κύριος άξονας της δουλειάς είναι αυτό που έχει ξεκινήσει αρχικά σαν μία ιδέα, δουλεύοντας το να γίνεται κάτι τόσο πολύ δικό σου και αναγνωρίσιμο, όχι μόνον ως προς τα χαρακτηριστικά του πλοίου αλλά και ως ιστορική οντότητα.
Βεβαίως και στιγμές απογοήτευσης υπάρχουν όταν κάποτε εκείνο με το οποίο ασχολήθηκες τόσο πολύ, δεν σου δίνει απόλυτα εκείνο που περίμενες από την όλη σου εργασία. Και τότε, εάν με ρωτήσετε τι κάνεις τότε, ε, τότε λοιπόν, αφού αλλάξεις θέμα προχωρώντας σε κάτι άλλο, εκείνο που δεν σε είχε απόλυτα ικανοποιήσει τελικά, δεν το ξεχνάς αλλά αφού θα περάσει κάποιος χρόνος θα το ξαναπροσεγγίσεις, περισσότερο έτοιμος ίσως αυτή τη φορά.
Το πρώτο έργο ιστιοφόρου, μικρού μεγέθους πίνακας σε μουσαμά και χρωματιστές σινικές μελάνες με πενάκι, το είχα δουλέψει σε μια εποχή με μεγάλη ένταση ανάμεσα σε δύο αρχιτεκτονικά προπλάσματα.
Με ιδιαίτερες δυσκολίες αλλά και πίεση χρόνου αφού το ένα από αυτά επρόκειτο να πάρει μέρος σε έναν διαγωνισμό. Ας πούμε ότι ήταν μία διέξοδος στην ένταση και την σωματική κούραση εκείνης της εποχής.
Υπάρχει ακόμη στο σπίτι μας αφού το έκανα δώρο στη γυναίκα μου για τα γενέθλιά της. Όμως έγινε εκείνος ο πίνακας ίσως η αρχή για να συνεχίσω, αρχικά από παρότρυνση – σχεδόν απαίτηση – μέσα από τον φιλικό μου κύκλο όπου όλοι ήθελαν κάτι αντίστοιχο για τον εαυτό τους.
Η πρώτη μου έκθεση στην Ύδρα, «Οι Θαλασσινές μικρογραφίες» το 1998, είχαν γίνει σε μουσαμά με χρωματιστές σινικές μελάνες και πενάκι, όμως ο σχεδιασμός στο ειδικό χαρτόνι και σε μεγάλο μέγεθος, καλύπτει την ανάγκη για την απόδοση όλων των λεπτομερειών των πλοίων που θέλω να απεικονίσω.
«Ν.Κ.»: Ξεχωρίζετε κάποια από τα έργα σας; Αν ναι, ποια είναι αυτά και γιατί;
Ναι, έχω μία ιδιαίτερη αδυναμία στην σειρά της «Ναυμαχίας του Ναυαρίνου» όπως και στις άλλες ναυμαχίες ιδιαίτερα των Παλαιών Πατρών που την έχω αναπτύξει και σε ιδιαίτερα μεγάλα μεγέθη, επιφανείας πολλών τετραγωνικών, όχι επειδή είχα κάποια συγκεκριμένη παραγγελία για αυτό, αλλά από προσωπικό ενδιαφέρον και αναζήτηση.
Είναι κάποια θέματα της δουλειάς μου που με έχουν ιδιαίτερα γοητεύσει όχι μόνον ως απεικονίσεις αλλά και για την ιστορία που εμπεριέχουν ή αφηγούνται.
Τέτοια είναι ο «Άρης» του Τσαμαδού, ναυαρχίδα του Ανδρέα Μιαούλη, ο «Αγαμέμνων» της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, ο «Αλέξανδρος» του Χατζή Αλεξανδρή, και επιμένω ιδιαίτερα σε αυτό το πλοίο που η επανάσταση το βρήκε σαν εμπορικό όπως και τόσα άλλα, μετά οπλισμένο πλέον σχεδόν σε όλες τις ναυτικές συγκρούσεις του αγώνα του 1821 που πήρε μέρος με ένδοξα αποτελέσματα και κατόπιν συνέχισε την εμπορική του δραστηριότητα μέχρι και την Αμερική με γενικό εμπόριο, όπου έχουμε πληροφορίες για αυτό από την Βοστώνη, για να καεί δυστυχώς στην Ερμούπολη της Σύρου όπου και είχε κατασκευαστεί. Ε ναι, αυτό το καράβι το έχω μέσα στην καρδιά μου…
«Ν.Κ.»: Σε ποιες εκθέσεις έχετε έως τώρα παρουσιάσει τα έργα σας και πώς θα μπορούσαν οι Έλληνες από την Αυστραλία, αλλά και ανά τον Κόσμο να τα δουν;
Έχω συμμετάσχει αλλά και διοργανώσει περί τις δέκα εκθέσεις από το 1998 μέχρι το 2018, σε Ύδρα, Σπέτσες, Πειραιά, Αθήνα αλλά και στα Ψαρά, όπου είχα την τύχη και τιμή να είμαι και ο πρώτος καλλιτέχνης που εξέθεσε εκεί με την αμέριστη και συγκινητική συμπαράσταση & συνεργασία του δημάρχου, εκπληρώνοντας παράλληλα το πολυετές όνειρο απότισης φόρου τιμής στο ηρωικό νησί.
Επίσης έχω τη χαρά έργα μου να φιλοτεχνούν κάποιες σημαντικές ναυτικές εκδόσεις αλλά και να βρίσκονται σε ιδιωτικές και μουσειακές συλλογές, συμπεριλαμβανομένου του Εθνικού Ιστορικού Μουσείο αλλά και του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδας.
Βέβαια σε όλα αυτά μόνο ένα σχετικά μικρό μέρος του έργου που έχει παραχθεί μέσα στα χρόνια έχει παρουσιαστεί. Και έτσι έρχομαι στο καίριο ερώτημα σας, που αποτελεί και δική μου ιδιαίτερη αδυναμία, σχετικά με τους Έλληνες εκτός πατρίδας και την επαφή τους όχι μόνο με το δικό μου έργο αλλά με τα εδώ δρώμενα, ιδίως σε μια τόσο σημαντική συγκυρία όπως η επέτειος των διακοσίων χρόνων από την επανάσταση του 1821.
Η εκατέρωθεν επαφή είναι ένα ζήτημα που πάντα ιδιαίτερα με συγκινούσε, με συγκινεί και ενίοτε με πονάει. Με κάνει όμως τόσο συχνά και περήφανο να τους βλέπω να προκόβουν και κάποτε πολύ περισσότερο από ότι εδώ στην πατρίδα.
Όσον αφορά το έργο μου υποθέτω οι ψηφιακές τεχνολογίες και το διαδίκτυο αποτελούν τον πιο άμεσα διαθέσιμο τρόπο επαφής με αυτό. Προσωπικά δεν είχα ποτέ και εξακολουθώ να μην έχω ιδέα από τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα και δυνατότητές τους, όμως ο γιος μου Γιώργος Μαστραντώνης, ειδικευμένος εδώ και πολλά χρόνια στον τομέα των πολυμέσων έχει αναλάβει πλέον την ψηφιακή προώθηση και διάθεση του έργου μου, επιμένοντας ότι δεν μπορεί να μένει πλέον μόνον μέσα στον Ελλαδικό χώρο.
Έτσι υπάρχει ήδη ο σχετικός ιστότοπος (mastrantonis-istiofora.gr) που σταδιακά ενημερώνεται με την παράλληλη ψηφιοποίηση των πινάκων, ενώ πάντα επεξεργαζόμαστε κι αναζητούμε όποια δυνατότητα ή ευκαιρία μπορεί να δοθεί για κάποια πιο λεπτομερειακή, εκ του σύνεγγυς, παρουσίαση – ίσως κάποια έκθεση ψηφιακών ανατύπων ή με χρήση πάλι άλλης τεχνολογίας.
Θέλω από καρδιάς να ευχαριστήσω την εφημερίδα σας που είχε την ευαισθησία να ενδιαφερθεί για τη δουλειά μου και να ευχηθώ η τόσο δραστήρια ομογένεια της Αυστραλίας να βγει γρήγορα και δημιουργικά αλώβητη από την πανδημία αυτή, κάτι που πέρα από ευχή είναι και πεποίθηση βάσει του αποθέματος ψυχής που φρονώ πως τη διακρίνει.