Εισαγωγή στον κύριο τύπο πλοίου του Βυζαντίου: Δρόμων
- 20/05/2018
- 0
Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου
Συγγραφεύς – Ερευνήτρια Ναυτικής Ιστορίας
Ο Δρόμων, απόγονος της ρωμαϊκής λιβυρνίδος (1),υπήρξε το πλοίο το οποίο «αποτέλεσε την κατεξοχήν μονάδα μάχης του Βυζαντινού Ναυτικού». Η πρώτη πολεμική του εμφάνιση αναφέρεται επί Ιουστινιανού στην Β΄ ναυτική επιχείρηση κατά των Βανδάλων της Αφρικής (533 μ.Χ.). Ο στόλος, με επικεφαλής τον στρατηγό Βελισσάριο, αποτελείτο από 500 οπλιταγωγά και ιππαγωγά πλοία (με συνολικό πλήρωμα 20.000) και από 92 δρόμωνες υπό τον ναύαρχο Καλώνυμο. Ο ιστορικός Προκόπιος, ο οποίος συμμετείχε της εκστρατείας ως γραμματεύς του Βελισσαρίου, παρέχει για τους δρόμωνες τις πληροφορίες ότι ήταν μονήρεις (με μία σειρά κωπηλατών), με κατάστρωμα πάνω από τους κωπηλάτες, ώστε ναπροστατεύονται από τα εχθρικά βλήματα, και ονομάστηκαν έτσι λόγω της μεγάλης ταχύτητας που μπορούσαν να αναπτύξουν(2).
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ – ΤΥΠΟΙ ΔΡΟΜΩΝΟΣ
Ήδη από τον 10ο αιώνα μ.Χ. διακρίνονται τρείς τύποι Δρομώνων. Ο μικρός (ελάσσων), ο μέσος και ο μεγάλος (μείζων). Οι μικροί είχαν από 25 κουπιά σε κάθε πλευρά. Ήταν ελαφριά, ταχύτατα πλοία, τα οποία χρησιμοποιούνταν σε αποστολές ή καταδιώξεις. Οι μέσοι διέθεταν από 50 κουπιά σε κάθε πλευρά σε δύο επάλληλες σειρές, δηλαδή 25 ανά σειρά. Οι ερέτες της άνω ελασίας, αποτελούσαν τους επίλεκτους ερέτες, οι οποίοι ήταν ικανοί και για μάχη σώμα με σώμα κατά τις συμπλοκές (3). Οι μεγάλοι είχαν 200 ερέτες σε δύο επάλληλες σειρές (2 ερέτες σε κάθε κουπί). Επίσης ο βαρύς τύπος δρόμωνος περιελάμβανε 230 ερέτες και 70 πολεμιστές.
Το μέγεθος του δρόμωνα υπολογίζεται περίπου στα 35 μ., μπορούσε να φθάσει μέχρι τα 50μ., ενώ η ταχύτητα με κωπηλασία κυμαινόταν στα 6-7 ναυτικά μίλια την ώρα.
Για την ιστιοφορία του γινόταν χρήση τουλάχιστον ενός μεγάλου τετραγώνου ή τραπεζοειδούς ιστίου και μικρότερων βοηθητικών (δόλωνες). Εκ παραλλήλου υπήρχαν και τα τριγωνικά ιστία (λατίνια) των οποίων το όνομά τους προέρχεται εκ παραφθοράς της λατινικής ονομασίας «alla trina» (σε αντίθεση με τα τετράγωνα «alla quadra») και όχι εκ του «Λατίνος» όπως έχει εσφαλμένως κατά καιρούς εννοηθεί (4). Τριγωνικά ιστία ήταν ήδη σε χρήση στα Ρωμαϊκά πλοία από την εποχή του Αυγούστου.
Στους μεγάλους δρόμωνες, στο μεσαίο ιστό, υπήρχε θωράκιο κατασκευασμένο από ξύλο, το «ξυλόκαστρον», το οποίο χρησίμευε εκτός από παρατηρητήριο και ως μέσο για να εξακοντίζουν οι στρατιώτες διάφορα όπλα(5).
ΕΠΑΝΔΡΩΣΗ
Η σύνθεση του πληρώματος δεν διέφερε πολύ από εκείνην της αρχαίας τριήρους παρά μόνο στις ονομασίες.
Ο «στρατηγός των Καραβησιάνων» ήταν ο αρχηγός του Ναυτικού όπου μετά τον Θ΄ αιώνα το αξίωμα αυτό μετονομάσθηκε σε «Δρουγγάριος των πλωίμων».
Μεταξύ άλλων, ο πρωρεύς και ο κελευστής διατηρούν την αρχαία ονομασία τους ως έχει, ενώ ο τριήραρχος ή ναύαρχος καλείτο κένταρχος. Στην υπηρεσία του κεντάρχου υπήρχαν και οι δύο πρωτοκάραβοι (κυβερνήτες) που χειρίζονταν τα πηδάλια. Στην πρύμνη υπήρχε ο κράβατος, ο θάλαμος του κεντάρχου απ’ όπου μπορούσε να παρατηρεί και αναλόγως να δίδει εντολές. Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το επίστεγο της πρύμνης είχε από την αρχαιότητα ιερό χαρακτήρα. Εκεί στους αρχαίους χρόνους φυλάσσετο το ομοίωμα της θεότητος στην οποία ήταν αφιερωμένο το πλοίο. Κατά το ίδιο έθιμο, στους Βυζαντινούς χρόνους εκεί υπήρχαν τα εικονίσματα των Αγίων που προστάτευαν το πλοίο και τους επιβαίνοντας. Ο σεβασμός διατηρήθηκε ως τις μέρες μας. Ο κανονισμός των Βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού ορίζει ότι όποιος πατεί για πρώτη φορά επί του πρυμναίου καταστρώματος οφείλει να αποδίδει στρατιωτικό χαιρετισμό (6). Το ίδιο αποδίδουμε στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό (στη σημαία)
Άπαντες, όπως και στα αρχαία ελληνικά σκάφη, ήταν ελεύθεροι πολίτες σε αντίθεση με τις γαλέρες της Δύσης όπου, από τον 14ο αι. και μετέπειτα το ερετικό αποτελούνταν από σκλάβους ή καταδίκους με αποτέλεσμα η κωπηλασία να μεταβληθεί ως έργο τιμωρίας(7). Για τον λόγο αυτό και προς διαχώριση της ελληνικής νοοτροπίας, οι Βυζαντινοί ονόμασαν τις γαλέρες της Δύσης «κάτεργον» και τους επί αυτών ερέτες «κατεργάρηδες(8)». Επιπροσθέτως στα «τσιούρμα» (ιταλ. πληρώματα) των γαλερών υπήρχαν και Ιταλοί τρόφιμοι αποσπασθέντες από τις φυλακές οι οποίοι ήταν αλυσοδεμένοι στους πάγους των γαλέρων καθώς και άλλοι, εθελοντές (κοινωνικά αποβράσματα), οι οποίοι κινούνταν δίχως αλυσίδες. Κατά την στιγμή της ναυμαχίας έσπευδαν και οι ελεύθεροι κωπηλάτες στα σέλματά τους για να κωπηλατήσουν μαζί με τους υπόλοιπους καταδίκους αλυσοδεμένους κατόπιν κελεύσματος του αξιωματικού. Οι Έλληνες αιχμάλωτοι μετέφρασαν το κέλευσμα «κάθε ερέτης στο σέλμα του» ως «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του» (9).
ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ –ΤΑΚΤΙΚΗΟι στρατιώτες ήταν οπλισμένοι με κλιβάνια (θώρακες από μεταλλικό δίκτυ), σκουτάρια (ασπίδες), κασσίδες (περικεφαλαίες), κοντάρια, μέναυλα (ακόντια) λογχοδρέπανα κ.α. Παρετάσσοντο άλλοι προς την πλώρη, στο ψευδοπάτιο (σανιδένιο ψευδοδάπεδο, εξέδρα, πάνω από τον σίφωνα), άλλοι κατά μήκος της μαχόμενης πλευράς του ανωτέρου καταστρώματος (καταπατητόν).
Σε γενικές γραμμές η τακτική του Δρόμωνος κατά την επικείμενη ναυμαχία δεν παρουσίαζε ουσιώδεις διαφορές με εκείνην της τριήρους στην αρχαιότητα. Ο σύνηθες σχηματισμός ήταν γραμμή μετώπου σε ευθεία παράταξη ή μηνοειδή. Σε απόσταση κοντινή (ανάλογη με το βεληνεκές των βλητικών όπλων της εποχής) το πλοίο που εξαπέλυε επίθεση έβαλλε κατά του αντιπάλου. Σε αντιπαράθεση με την τριήρη δεν ήταν ευέλικτο σκάφος όπως εκείνη και το έμβολο που έφερε δεν ήταν στην ίσαλο γραμμή αλλά υπεράνω από αυτήν, μεταβάλλοντας έτσι την κύρια τακτική, όχι πλέον στον εμβολισμό του εχθρικού πλοίου αλλά στην εμβολή (abordage) με σκοπό το ρεσάλτο και εν συνεχεία τη σύρραξη μεταξύ επιβατών (πεζοναυτών) και στρατιωτών. Επιπροσθέτως, ομαδικοί ελιγμοί τύπου «περίπλου» και «διέκπλου» δεν φαίνεται να πραγματοποιούνται ενώ αντιθέτως ατομικοί ελιγμοί ήταν στα πλαίσια των κανόνων της τακτικής.
Ο Δρόμων ήταν εξοπλισμένος με ποικίλα εκηβόλα όπλα όπως καταπέλτες, γερανούς και τοξοβαλίστρες(10). Εκ παραλλήλου, εκσφενδονίζονταν στα εχθρικά πλοία χύτρες με δηλητηριώδη ερπετά και σκορπιούς, χύτρες με ασβέστη, σιδερένιοι τρίβολοι, ξύλινες χειροβομβίδες, στουπιά εμποτισμένα με εμπρηστικές ύλες κλπ.(11)
[Εμείς συμβουλεύουμε να εκσφενδονίζονται τσουκάλια γεμάτα μείγματα υγρού πυρός μέσα στα εχθρικά πλοία, διότι όταν σπάσουν οι χύτρες, τα πλοία εύκολα κατακαίονται]
«Ημείς δε τζυκάλια κελεύομεν γέμοντα πυρός σκευαστού ίνα ρίπτωνται έσωθεν των πολεμικών πλοίων κλωμένων γαρ των τζυκαλίων, ευκόλως κατακαίονται τα πλοία»
(Νικηφόρου Ουρανού, Ναυμαχικά, ΝΔ’ Περί Θαλασσομαχίας, 60)
Από τον 7ο αιώνα μ.Χ. την επαναστατική καινοτομία στα οπλικά συστήματα για την καταστροφή των εχθρικών πλοίων σε ναυμαχίες έφερε η επινόηση του Έλληνα μηχανικού Καλλινίκου, το υγρό πυρ. Πρόκειται για ένα καυστικό μείγμα (άγνωστη μέχρι σήμερα η ακριβής σύνθεσή του) από θειάφι νίτρο και νάφθα, το οποίο είχε την ιδιότητα να μην σβήνει στο νερό. Το σύστημα εκτόξευσης του υγρού πυρός αποτελείτο κυρίως από ένα χάλκινο σωλήνα τοποθετημένο στην πλώρη του δρόμωνος, τον σίφωνα, ο οποίος αντλούσε το εμπρηστικό μείγμα στοχεύοντας το εχθρικό πλοίο. Υπήρχαν επίσης και δύο σίφωνες στα πλάγια οι οποίοι ενεργοποιούνταν όταν τα πλοία επιτίθονταν από τα πλάγια(13).Τα περισσότερα τεχνάσματα ήταν ήδη γνωστά από την αρχαιότητα καθώς οι αρχαίοι Έλληνες διακρίθηκαν και στον τομέα αυτό (12).
Αργότερα εμφανίστηκαν και οι χειροσίφωνες, χειροκίνητοι σίφωνες που κρατούσαν οι στρατιώτες (όχι οι σιφωνάτορες) τοποθετημένοι στα πλευρά του σκάφους και προστατευμένοι από τις σιδερένιες ασπίδες τους (σκουτάρια). Πρώτη χρήση του υγρού πυρός αναφέρεται στην ναυμαχία της Κυζίκου (680 μ.Χ.) όπου οι Βυζαντινοί κατέκαψαν τον μουσουλμανικό στόλο, ο οποίος επί 7 έτη πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 1977.
Κ. Α. Αλεξανδρή (1957): Η Θαλασσία Δύναμις εις την Ιστορίαν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Ιστορική Υπηρεσία Β.Ν.
Κίμων Εμμανουήλ Πλακογιαννάκης (2001): Τιμητικοί τίτλοι και ενεργά αξιώματα στο Βυζάντιο. Εθιμοτυπία, Διοίκηση, Στρατός, Ιανός.
Λέοντος ΣΤ, Μαυρικίου, Συριανού Μαγίστρου, Βασιλείου Πατρικίου, Νικηφόρου Ουρανού (2005): Ναυμαχικά, Εκδόσεις Κανάκη.
Φαίδωνος Κουκουλέ (1954): Ο Βυζαντινός Πολεμικός Στόλος, Ναυτική Επιθεώρηση, <εκδόσεις ΓΕΝ /Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού> τ. 247, σελ. 305.
John H Pryor (1995): From Dromon to Galea: Mediterranean bireme galleys AD 500-1300, The Age of the Galley,(1995), Conway Maritime Press.
Lucien Basch (1987): Le musée imaginaire de la marine antique, Athens p. 128
Tropis I & Tropis IV (1996): International Symposium of Ships Construction in Antiquity, Athens.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Ελαφρύ ρωμαϊκό πλοίο, αρχικώς με μία σειρά κωπών αργότερα με δύο. Είχε μήκος 30 –35μ., ήταν επανδρωμένη με περίπου 120 άνδρες και ανέπτυσσεταχύτητα 5 κόμβους. Κατά την ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) οι λιβυρνίδες αποτελούσαν τον κύριο όγκο του στόλου του Οκτάβιου.
(2) Procopius of Caesarea, History of the Wars: Book III. The Vandalic War, xi 15-16, στο H. B. Dewing ed & trans, Procopius, Vol 2 (London 1916) p 105.
(3) Λέοντος ΣΤ΄, Ναυμαχικά, 20 (ιθ΄)
(4) Michele Vocino (1949): La nave nel tempo, L. Alfieri, Milano, σελ. 29 –30 / Κ. Α. Αλεξανδρή (1957): Η Θαλάσσια Δύναμις εις την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κεφ. Β’, σελ. 72
(5) Λέοντος ΣΤ΄, Ναυμαχικά, 7
(6) Κ.Α. Αλεξανδρή (1956): Η Θαλάσσια Δύναμις εις την Ιστορίαν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κεφ. Β, σελ. 61, σημ. 2.
(7) Joseph Furttenbach (1975): Architectura Navalis, New York, pp 16-17 / G.B. Rubbin de Cervin (1985): La flotta di Venezia, Milan, pp 31-32
(8) Η λέξη «κατεργάρης» ουδέποτε υπήρξε ως επίσημος όρος στο ελληνικό κωπήλατο ναυτικό.
(9) Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, τ.10 , σελ. 495, λ. κατεργάρης
(10) Τοποθετούνταν στην πλώρη/ πρύμνη & στις δύο πλευρές του δρόμωνος.Έριπταν μικρά βέλη, τις λεγόμενες «μυίες».
(11) Λέοντος ΣΤ’, Ναυμαχικά, 60-63, 64 & 66.
(12) Λέοντος ΣΤ’ Ναυμαχικά, 72 & 73./ Εκ των τακτικών Νικηφόρου Ουρανού, ΝΔ’ Περί Θαλασσομαχίας, 65.
(13) Βασιλείου Πατρικίου και Παρακοιμώμενου, Ναυμαχικά, 2, 14