Tου Δημήτρη Μπαλόπουλου, Αντιναυάρχου (Ο) Π.Ν. ε.α, Δημόσιου Ιστορικού (MA)

Ιδρυτικό μέλος ΕΛ.Ι.Ν.ΙΣ

Κεντρική εικόνα: Η φρεγάτα «Τιμολέων», έργο του Παναγιώτη Μαστραντώνη

Όταν ξεκινάμε την οποιαδήποτε συζήτηση για το Ναυτικό Αγώνα του 1821 πρέπει να αντιλαμβανόμαστε μια περίπλοκη παραδοξότητα, καθώς τα ελληνικά πλοία ήταν ιδιόκτητα και τα πληρώματά τους αποτελούνταν από εθελοντές (με την έννοια ότι δεν κατετάσσοντο βιαίως) οι οποίοι έπρεπε να πληρώνονται. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν, ότι όλα στηρίζονταν σ’ ένα ιδιότυπο Ισοζύγιο πατριωτικό και οικονομικό.  Τέσσερα νησιά, η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Κάσος και ένας ναυτότοπος το Γαλαξίδι, σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος του Αγώνα στη θάλασσα, χωρίς να παραγνωρίζεται η συμμετοχή πολλών μικρότερων νησιών και ναυτότοπων στη μεγάλη αυτή προσπάθεια.

Τα έξοδα συγκρότησης, εξοπλισμού, συντήρησης, μισθοτροφοδοσίας καλύπτονταν από τους πλοιοκτήτες και μετά το 1825 κατά ένα μέρος και από την Προσωρινή Διοίκηση, από το προϊόν των δανείων της Επανάστασης που τελικά εκταμιεύτηκαν. Το οικονομικό ζήτημα / η μισθοδοσία / ο «λουφές» ήταν κυρίαρχο θέμα και μόνιμο πρόβλημα, καθώς οι ναυτικοί απαιτούσαν να προπληρωθούν προ του απόπλου για τρεις μήνες, ενώ στις δύσκολες οικονομικές συγκυρίες ήταν δύσκολο να ξεριζωθούν οι πειρασμοί της πειρατείας. Μη βιαστούμε να βγάλουμε εύκολα συμπεράσματα. Τα πληρώματα προήρχοντο από άγονα νησιά τα οποία δεν παρήγαγαν τίποτα. Η ζωή τους εξαρτιόταν αποκλειστικά και μόνο από τη θάλασσα, την τόλμη τους και τη ναυτοσύνη τους και την περίοδο αυτή ο μισθός αποτελούσε τη μοναδική πηγή βιοπορισμού τους.

 Η φρεγάτα «Τιμολέων» (εμφανίζεται σε αναφορές και ως μπρίκι, παρότι είναι τριίστιο), ήταν ιδιοκτησία κατά τα ¾ του Λάζαρου Πινότση και του Ιωάννη Ορλάνδου (γαμπρού των Κουντουριώτηδων) και άλλων 5 με μικρότερα ποσοστά.

Αγοράστηκε στο Γιβραλτάρ το 1813, την περίοδο της αθρόας παραγγελίας μεσαίων και μεγαλύτερων πλοίων από τους Υδραίους πλοιοκτήτες. Η κατασευή της από ξύλο δρυός κόστισε 24.296 ισπανικά δίστηλα. Είχε μήκος 34 ναυτικούς πήχεις, έφερε 14 κανόνια και είχε πλήρωμα 60 – 70 άνδρες.

Ο «Τιμολέων» εμφανίζεται στη δύναμη του υδραίικου στόλου από την έναρξη της Επανάστασης μέχρι και το 1830, ενώ το 1833 δεν αναφέρεται, γεγονός που υποδηλώνει την πώλησή της ή ενδεχομένως και τον παροπλισμό της. Μαζί με τη γολέτα «Τερψιχόρη» των Τομπάζηδων ήταν τα ταχύτερα πλοία της Ύδρας και για τον λόγο αυτό συνήθως στέλνονταν ως προφυλακή του στόλου.

Πλοίαρχος στον «Τιμολέοντα» ήταν ο Λάζαρος Πινότσης (1765 – 1859), πρωτοξάδελφος του Ανδρέα Μιαούλη, 56 ήδη ετών το 1821, μάλλον ο μεγαλύτερος σε ηλικία καπετάνιος, ο οποίος επέλεξε μεταξύ των 70 ανδρών του πληρώματος τους Δημ. Λισμάνη και Δημ. Βούλγαρη τους οποίους όρισε πηδαλιούχους. Ο Πινότσης ανήκε στην κατηγορία των Υδραίων εμποροκαπεταναίων που εμπορεύονταν λάδι και σιτάρι στα «χρυσά» χρόνια της προεπαναστατικής περιόδου στη Μασσαλία, τη Νεάπολη, τη Μάλαγα και τη Λισσαβόνα.

Ήταν αναλφάβητος, έμαθε μάλιστα να βάζει μια απλοϊκή υπογραφή όταν παρέλαβε τα καθήκοντα του Εφόρου στο ναύσταθμο Πόρου. Επί Καποδίστρια οι καραβοκύρηδες της Ύδρας τον εξέλεξαν πληρεξούσιό τους για να μεταφέρει μαζί με άλλους δύο Υδραίους τις αναφορές με τις απαιτήσεις τους στον Κυβερνήτη για όσα ξοδέψανε στον Αγώνα. Αναφέρεται ως ένας τολμηρός ναυτικός, ακαταπόνητος μέχρι τα βαθιά του γεράματα.

Ο «Τιμολέων», με βάση τα στοιχεία από το κατάστιχο εξόδων -ένα από τα σημαντικότερα διασωθέντα τεκμήρια- φαίνεται να συμμετέχει στις ναυτικές επιχειρήσεις από την πρώτη εκστρατεία στη Χίο στις 29 Μαρτίου 1821 μέχρι την τελευταία στις 5 Μαρτίου 1828 «εκστρατεία δια τον σφαλλυσμόν των Μοθοκορονών», με καπετάνιο πάντα τον Πινότση και με 800 άτομα να έχουν συνδέσει την τύχη τους με το πλοίο.

Η αξία του κατάστιχου εξόδων του «Τιμολέοντος», που μεγάλη υπευθυνότητα και συνέπεια τηρούσε ο ανώνυμος σκριβάνος του, μας δίνει μια εικόνα για μια σημαντική παράμετρο, που δεν είναι άλλη από το κόστος του Αγώνα στη θάλασσα. Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι ο «Τιμολέων» κόστιζε 15.000 γρόσια για κάθε ετήσια πολεμική συμμετοχή του ή 250.000 γρόσια για όλο το διάστημα που συμμετείχε σε εκστρατείες, στοιχείο που με αναγωγή μας δίνει μια καλή προσέγγιση της μεγάλης εικόνας των οικονομικών της Επανάστασης.

Παρακολουθώντας την αδιάλειπτη παρουσία του «Τιμολέοντος» στις ναυτικές επιχειρήσεις εύλογα δημιουργείται το ερώτημα πως τα ελληνικά πλοία, μπρίκια ή και τα ακόμη μικρότερα τύπου γολέτας, κατάφεραν να αντιπαρατεθούν με τις άρτια εξοπλισμένες τρίκροτες και δίκροτες οθωμανικές φρεγάτες και κορβέτες και βέβαια είναι άξιο θαυμασμού, πως απλοί εμποροκαπεταναίοι μεταβλήθηκαν σε ικανούς ναυμάχους.

Σίγουρα δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι και στο ναυτικό Αγώνα υπήρξαν και οι γκρίζες πλευρές, όμως εκείνο που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει είναι, ότι οι ναυτικοί της περιόδου εκείνης, επώνυμοι και ανώνυμοι, ξεπέρασαν τους εαυτούς τους και ήταν αυτοί που με τα πλοία τους καθόρισαν  την τελική έκβαση με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι «Ο Αγώνας κρίθηκε στη θάλασσα».

 

Πηγές

Βασίλης Κρεμμυδάς, «Προεπαναστατικές Πραγματικότητες – Η Οικονομική κρίση και η Πορεία προς το Εικοσιένα», Μνήμων, τόμ. 24 (2002)

Ευτυχία Δ. Λιάτα, Εκ του υστερήματος αρμάτωσαν..Η φρεγάτα «Τιμολέων» στην Επανάσταση του 1821, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2020

Δημήτριος Αν. Λισμάνης, Υδραίοι πρόδρομοι και ναυμάχοι, Αθήνα, 2007