Γράφει ο Δρ. Κλεάνθης Κυριακίδης, Διεθνολόγος

Θεμιστοκλής (524 – 460 π.Χ.)

Ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος υπήρξε ο πατέρας της ναυτικής στρατηγικής της Αθήνας και ο νικητής της αποφασιστικής ναυμαχίας της Σαλαμίνας.

Γεννήθηκε το 524 π.Χ. και καταγόταν από σχετικά φτωχή μικροαστική οικογένεια. Επειδή η μητέρα του ήταν «δούλα» από την Καρία ή τη Θράκη, είχε στην αρχή αντιμετώπιση «νόθου». Χαρακτηριστικό είναι ότι στα παιδικά του χρόνια γυμναζόταν στο γυμνάσιο των φτωχών, αλλά ήταν τόσο μεγαλοφυής που έπειθε τα παιδιά των ευγενών να γυμνάζονται μαζί του, με αποτέλεσμα η πόλη να καταργήσει τη θεωρητική διάκριση των νόθων και των γνησίων παιδιών!

Φίλαρχος, με πάθος για την εξουσία, αλλά και χαρισματικός ηγέτης, έγινε από νωρίς στρατηγός και πολέμησε στο πλευρό του Μιλτιάδη στο Μαραθώνα. Παρόλα αυτά ήθελε να ξεπεράσει τη δόξα του Μιλτιάδη και μάλιστα έλεγε ότι «το κατόρθωμα του Μιλτιάδη στο Μαραθώνα δεν με αφήνει σε ησυχία!» Ο θάνατος του Μιλτιάδη δημιούργησε στην Αθήνα κενό εξουσίας, που κάλυπταν πότε οι δημοκρατικοί, με το Θεμιστοκλή και πότε οι αριστοκρατικοί, με τον Αριστείδη, το «δίκαιο». Ο Αριστείδης ήταν υπέρ της εξάπλωσης της γεωργίας και της δημιουργίας ισχυρού στρατού ξηράς, ενώ ο Θεμιστοκλής κατάλαβε πριν από όλους την αξία του εμπορίου, της ναυτιλίας και του πολεμικού ναυτικού. Το 482 π.Χ. και ενώ ήταν γνωστές οι προετοιμασίες του Πέρση βασιλιά Ξέρξη για εισβολή στην Ελλάδα, ο Θεμιστοκλής πέτυχε τον εξοστρακισμό του Αριστείδη. Μπορεί ο εξοστρακισμός να ήταν άδικος, αλλά βοήθησε στην πολεμική προπαρασκευή, αφού η Αθήνα διέθετε στην αρχική της περσικής εκστρατείας 200 τριήρεις!

Η περσική εισβολή αντιμετωπίστηκε κατ’ αρχάς στη μάχη των Θερμοπυλών και τη δίδυμη ναυμαχία του Αρτεμισίου. Εκεί όπως συνέβη και αργότερα στη Σαλαμίνα, παρότι θεωρητικά του ενωμένου ελληνικού στόλου ηγείτο ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης, τη ναυμαχία διηύθυνε ο Θεμιστοκλής. Πριν γείρει η πλάστιγγα του κατά θάλασσα αγώνα, οι Πέρσες κατέβαλλαν μετά από την προδοσία του Εφιάλτη, τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς στις Θερμοπύλες και ο ελληνικός στόλος επέστρεψε στην Αθήνα. Τότε, ο Θεμιστοκλής ζήτησε από τους συμπατριώτες του και πέτυχε να εγκαταλείψουν την Αθήνα και να αμυνθούν στη θάλασσα. Με τεχνάσματα παρέσυρε τους Πέρσες σε ναυμαχία στη Σαλαμίνα, στην οποία διέλυσε τον ασιατικό στόλο, βυθίζοντας εκατοντάδες τριήρεις. Ο παρορμητικός Θεμιστοκλής ζήτησε την καταδίωξη του περσικού στόλου, όμως οι υπόλοιποι ναύαρχοι απέρριψαν ορθώς την πρότασή του, για να μην «αναγκασθεί» ο Ξέρξης να μείνει με ολόκληρο το στρατό του στην Ελλάδα. Πράγματι, το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και ο εναπομείνας στόλος επέστρεψαν γρήγορα στην Περσία.

Μετά τη ναυμαχία, οι Σπαρτιάτες απέδωσαν βραβείο ανδρείας στον Ευρυβιάδη και βραβείο σοφίας και επιδεξιότητας στον Θεμιστοκλή. Επίσης του δώρησαν το καλύτερο όχημα της πόλης και τον οδήγησαν με τιμητική συνοδεία 300 ιππέων μέχρι την Τεγέα! Κατόπιν της πανελλήνιας δόξας του, νομοτελειακά, ο Θεμιστοκλής ακολούθησε τον δρόμο των αρίστων στην αρχαία Αθήνα και δεν εξελέγη στρατηγός το 479 π.Χ., παρότι υιοθετήθηκε η πρότασή τυ για κατασκευή τείχους. Αντίθετα, δικάστηκε για «μηδισμό» και λίγο αργότερα εξοστρακίστηκε και κατέφυγε στο Άργος. Μετέπειτα, κυνηγημένος από τους συμπατριώτες του, έφθασε στην Έφεσσο, όπου ζήτησε άσυλο από τον βασιλιά των Περσών, Αρταξέρξη, γιο του αντιπάλου του στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Ο Πέρσης βασιλιάς τον καλοδέχθηκε και τον διόρισε σατράπη της Μαγνησίας, της Λαμψάκου και της Μυούντος. Το 460 π.Χ. οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στην υπό περσική κατοχή Αίγυπτο και ο Θεμιστοκλής διατάχθηκε να ναυμαχήσει τον αθηναϊκό στόλο. Για να μη στραφεί κατά των Αθηναίων, αλλά και να μην προδώσει την εμπιστοσύνη και φιλοξενία του Αρταξέρξη, αυτοκτόνησε πίνοντας δηλητήριο.

Ξέρξης Α΄ (519 -465 π.Χ.)

Ο Ξέρξης έμεινε στην ιστορία ως ο Πέρσης βασιλιάς που απετυχε να καταλάβει την Ελλάδα, παρά την τεράστια στρατιωτική του δύναμη.

Γεννήθηκε το 519 π.Χ. στην Περσία και ήταν γιος του βασιλιά Δαρείου και εγγονός, από το γένος της μητέρας του, του βασιλιά Κύρου. Τον Οκτώβριο του 485 π.Χ. διαδέχθηκε τον πατέρα του στο θρόνο της περσικής αυτοκρατορίας και διάφοροι υποτελείς λαοί σκέφθηκαν να επαναστατήσουν. Οι πρώτοι που επαναστάτησαν και των οποίων την εξέγερση κατέστειλε εύκολα ο Ξέρξης, ήταν οι Αιγύπτιοι. Αμέσως διόρισε ως σατράπη τον αδερφό του, Αχαμένη και έκτοτε δεν είχε προβλήματα με το λαό αυτό. Μεγαλύτερο προβληματισμό του προκάλεσαν οι Βαβυλώνιοι. Το 484 π.Χ. ο Ξέρξης προέβη σε μια «ιερόσυλη» πράξη. Άρπαξε από τη Βαβυλώνα το άγαλμα του θεού Βελ (ή Μαρντούκ), τα χέρια του οποίου όφειλε να αγγίξει κάθε πρωτοχρονιά ο νόμιμος βασιλιάς της Βαβυλώνας. Μάλιστα, ο ιερέας που προσπάθησε να τον σταματήσει θανατώθηκε. Οι Βαβυλώνιοι ξεσηκώθηκαν αμέσως, αλλά η ανταρσία τους έληξε άδοξα.

Το 483 π.Χ. έχοντας καταστείλει τις πρώτες ανταρσίες, ο Πέρσης βασιλιάς αποφάσισε να επεκτείνει την αυτοκρατορία του προς δυσμάς, εισβάλοντας στην Ελλάδα, υλοποιώντας το όραμα του πατέρα του. Η «νομιμότητα» της εκτρατείας του προέκυπτε από τη βοήθεια των Ελλήνων στην Ιωνική επανάσταση (κυρίως την «προκλητική» συμπεριφορά των Ναξίων, των Αθηναίων και των Ερετριέων) και την ήττα των Περσών στο Μαραθώνα (490 π.Χ.). Για να πετύχει το στόχο του, ζήτησε την κατασκευή γέφυρας στον Ελλήσποντο, η οποία στην αρχή καταστράφηκε από κακοκαιρία. Ο Ξέρξης θυμωμένος διέταξε τον αποκεφαλισμό των μηχανικών του και τη μαστιγωση, καυτηριασμό και δέσιμο με αλυσσίδες του Ελλησπόντου!

Η δεύτερη προσπάθεια ζεύξης του Ελλησπόντου και τμήσεως της χερσονήσου του Άθωνος πέτυχε και ο στρατός του Ξέρξη, αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες από 46 ασιατικά έθνη, ξεχύθηκε στη Βόρεια Ελλάδα. Παράλληλα, κατόπιν έξυπνης προτροπής του Εβραίου συμβούλου του, Μαρδοχαίου, ο Ξέρξης ήρθε σε συμμαχία με την Καρχηδόνα, που εξετέλεσε ταυτόχρονη εισβολή στη Σικελία, κτυπώντας τον Ακράγαντα και τις Συρακούσες, με αποτέλεσμα οι εκεί ευρισκόμενοι Έλληνες να μην μπορούν να ενισχύσουν την άμυνα της κυρίως Ελλάδας. Πολιτικά, κατάφερε και τον προσεταιρισμό των Θεσσαλών, των Θηβαίων και των Αργειτών, ενώ είχε στο πλευρό του τους Αθηναίους Πεισιστρατίδες, τους Λαρισαίους Αλευάδες και τον εξόριστο βασιλιά της Σπάρτης, Δημάρατο.

Η αρχική μάχη εναντίον των Ελλήνων θα δινόταν από τον Ξέρξη στις Θερμοπύλες, με παράλληλη ναυμαχία στο Αρτεμίσιο. Η μεν ναυμαχία έληξε χωρίς απόλυτο νικητή, αλλά με τους Έλληνες να υποχωρούν, η ,δε, μάχη των Θερμοπυλών έληξε μετά από προδοσία σε περσική νίκη, αφού οι Θεπιείς και οι Σπαρτιάτες υπό την ηγεσία του βασιλιά τους Λεωνίδα, έγραψαν αμυνόμενοι μια από τις ηρωικότερες στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας. Επόμενη δυνατότητα ανάσχεσης της τεράστιας στρατιάς δεν υπήρχε, τουλάχιστον μέχρι την Αθήνα, η οποία κατελήφθη αφού την είχαν εγκαταλείψει οι κάτοικοί της.

Ακολούθησε η ναυμαχία της Σαλαμίνας, στην οποία παρέσυρε ο Αθηναίος Θουκυδίδης τον Πέρση βασιλιά και η οποία σήμανε την ολοκληρωτική καταστροφή του στόλου του και τον εξαναγκασμό σε επιστροφή στην Ασία του μεγαλύτεου μέρους του στρατού του (με εξαίρεση περίπου 200.000 ανδρών που παρέμεινα στην Ελλάδα υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου). Ένας άλλος λόγος για τη γρήγορη φυγή του ήταν μια ακόμα επανάσταση των Βαβυλωνίων, την οποία κατέστειλε. Από την υπόλοιπη ζωή του είναι γνωστή μόνο η προσπάθεια του περίπλου της Αφρικής υπό τον Σατάσπη. Το 465 π.Χ. δολοφονήθηκε από τον θείο του, Αρτάβανο, ο οποίος με τη σειρά του δολοφονήθηκε από το γιο του Ξέρξη, Αρταξέρξη Α΄.

Ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.)

Η τρίτη και σοβαρότερη προσπάθεια των Περσών να καταλάβουν την Ελλάδα έλαβε χώρα το 480 π.Χ. Μετά από επτά χρόνια προετοιμασίας, ο βασιλιάς Ξέρξης επιτέθηκε με το μεγαλύτερο στρατό που είχε συγκεντρωθεί ποτέ και που κάποιοι ιστορικοί εκτιμούσαν από 2 έως 5 εκατομμύρια. Η αλήθεια πρέπει να είναι στο 10-25%, ήτοι περίπου 500.000 άνδρες, κάτι που αποτελεί τρομακτική συγκέντρωση δυνάμεων, από 46 έθνη της Ασίας. Η πρώτη μάχη έλαβε χώρα, μεταξύ 6.000 Ελλήνων, εκ των οποίων οι 300 Λακεδαιμόνιοι, στις Θερμοπύλες. Παρά τις επιθέσεις δεκάδων χιλιάδων εχθρών, ο βασιλιάς Λεωνίδας της Σπάρτης κρατούσε τη θέση του προκαλώντας δυσανάλογα μεγάλες απώλειες στον εχθρό. Όταν ο Εφιάλτης πρόδωσε τους Έλληνες και πλέον αντιμετώπιζαν το φάσμα της περικύκλωσης, ο Λεωνίδας επικεφαλής των συμπατριωτών του και 700 Θεσπιέων, παρέμεινε στη θέση του και πολέμησε μέχρις ενός, δίνοντας χρόνο για σύμπτυξη στους υπόλοιπους Έλληνες.. Παράλληλα έληξε χωρίς νίκη η αμφίρροπη ναυμαχία του Αρτεμισίου.

Ο ελληνικός στόλος επανέπλευσε στην Αθήνα όπου ο Θεμιστοκλής, έχοντας χρησιμοποιήσει τεχνάσματα είχε πείσει τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την πόλη τους, μεταφέροντας τα γυναικόπαιδα στην Τροιζήνα και τη Σαλαμίνα και να δώσουν μια αποφασιστική ναυμαχία. Τα πιο φημισμένα από τα τεχνάσματά του ήταν ο χρηματισμός του μαντείου των Δελφών για να συμπεριλάβει στο χρησμό του τα «ξύλινα τείχη», η εξόντωση του «ιερού φιδιού» της Ακροπόλεως και το «θαύμα» της εμφάνισης του ξόανου της Αθηνάς του Παρθενώνα στα πλοία, ενέργειες που είχαν αναλάβει πληρωμένοι πράκτορές του!

Τη στιγμή που οι Πέρσες έμπαιναν στην ερημωμένη Αθήνα, την οποία παρέδωσαν στις φλόγες, ο ελληνικός στόλος συγκεντρωνόταν στη Σαλαμίνα. Υπό την θεωρητική ηγεσία του Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη, αλλά την ουσιαστική του Αθηναίου Θεμιστοκλή υπήρχαν 200 Αθηναϊκές τριήρεις, 40 Κορινθιακές, 30 Αιγηνιτικές, 20 από τα Μέγαρα, 16 από τη Σπάρτη, 15 από τη Σικυώνα (σημερινό Κιάτο), 10 από την Επίδαυρο, 7 από την Αμβρακία, 7 από την Ερέτρια και άλλες 20 από λιγότερο ναυτικές πόλεις. Υπό το θλιβερό αλλά και φοβερό θέαμα της αθηναϊκής Ακροπόλεως στις φλόγες, πήγε να επικρατήσει πανικός και ιδιαίτερα οι Πελοποννήσιοι ναύαρχοι ζήτησαν να φύγουν αμέσως και να μεταβούν στις κεχριές για να δώσουν εκεί ναυμαχία.

Ο Θεμιστοκλής ζήτησε από τον Ευρυβιάδη σύγκληση πολεμικού συμβουλίου, στο οποίο είπε τη μνημειώδη φράση «πάταξον μεν, άκουσον, δε»! Εκεί ανέλυσε το εξαιρετικό του σχέδιο: Θα προσπαθούσε να παρασύρει τον περσικό στόλο στα στενά της Σαλαμίνας. Εκεί τα λιγότερα, πλεόν δυσκίνητα αλλά ισχυρότερα σε κρούση και χαμηλότερα σε ύψος ελληνικά πλοία, θα είχαν πλεονέκτημα, σε αντίθεση με το ανοικτό πέλαγος όπου θα γνώριζαν μια βέβαια ήττα. Ο Κορίνθιος ναύαρχος Αδείμαντος που ήθελε να υποχωρήσει στην πόλη του, είπε στο Θεμιστοκλή ότι εφλόσον η Αθήνα έχει καταληφθεί, ο ίδιος δεν είχε δικαίωμα λόγου! Ο Θεμιστοκλής έξαλλος, του απήντησε με απειλητικό τρόπο ότι «μια πόλη που διαθέτει 200 τριήρεις μπορεί να κατλάβει μια άλλη πόλη, πολύ μεγαλύτερη και από την Κόρινθο!» Ο Ευρυβιάδης συντάχθηκε με τον Θεμιστοκλή και ελήφθη η αρχική απόφαση για ναυμαχία στη Σαλαμίνα.

Ο Θεμιστοκλής διέκρινε την ανησυχία των Πελοποννησίων και για να μην αναστραφεί η απόφαση έστειλε αμέσως τον Πέρση δούλο του, Σίκινο, στον Ξέρξη, μετφέροντας την ψευδή πληροφορία ότι οι Έλληνες φοβισμένοι αναχωρούν από τη Σαλαμίνα και είναι ευκαιρία να μπει στα στενά και να τους καταναυμαχήσει. Τη στιγμή που έφθασε το μήνυμα του Σίκινου, ελάμβανε χώρα πολεμικό συμβούλιο στο οποίο, μόνο η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, Αρτεμισία, επέμενε ότι η ναυμαχία πρέπει να δοθεί σε ανοικτό πέλαγος. Ο Ξέρξης αποφάσισε να επιτεθεί και τοποθέτησε στο κέντρο του στόλου τα περσικά πλοία μαζί με αυτά της Κύπρου, της Κιλικίας, της Λυκίας και της Παμφυλίας, στα δεξιά τις τοποθέτησε τις φοινικικές και αιγυπτιακές τριήρεις και στα αριστερά τις τριήρεις της Ιωνίας και της Καρίας. Οι Έλληνες πληροφορηθέντες τις κινήσεις των Περσών, παρατάχθηκαν με τους Αθηναίους απέναντι από τους ικανότατους Φοίνικες και Αιγυπτίους, οι Πελοποννήσιοι απέναντι από τους Ίωνες και οι υπόλοιποι στο κέντρο.

Τα πάμπολλα ασιατικά πλοία δεν μπορούσαν να κινηθούν με ευχέρεια και τα πλοία παρατάχθηκαν σε σειρές των τριών, με ελάχιστη δυνατότητα ελιγμών και καμία υποχώρησης. Ο Ξέρξης έστησε το θρόνο του σε τέτοιο σημείο στο όρος Αιγάλεω, ώστε να μπορεί να βλέπει τη ναυμαχία. Οι Έλληνες ξεκίνησαν την επίθεση ψάλλοντας τον παιάνα «ίτε παίδες Ελλήνων…» αλλά μόλις οι Περσες τους ακολούθησαν, ανέκρουσαν πρύμα για να παρασύρουν τους εχθρούς περισσότερο μέσα στα στενά. Όταν οι Ασιάτες έπεσαν για τα καλά στην παγίδα, οι Έλληνες επιτέθηκαν με πρώτους τον Αμεινία από την Παλλήνη, αδερφό του Αισχύλου και τον Δημόκριτο το Νάξιο.

Η πρώτη φάση της ναυμαχίας ήταν αμφίρροπη. Μάλιστα οι Ίωνες πίεσαν τόσο πολύ τους συμπατριώτες τους που κάποιοι Έλληνες δείλιασαν. Ο Κορίνθιος ναύαρχος Αδείμαντος αποχώρησε από τη ναυμαχία με τις περισσότερες κορινθιακές τριήρεις δημιουργώντας μεγάλο πρόβλημα στην ελληνική παράταξη. Όμως κατά τη δεύτερη χρονικά φάση της ναυμαχίας οι Αθηναίοι έσπασαν τη φοινικική παράταξη και πίεσαν τους άτακτα υποχωρούντες Φοίνικες, πλευροκοπώντας παράλληλα το περσικό κέντρο. Η συνοχή των πλοίων της Κιλικίας χάθηκε μόλις σκοτώθηκε ο ηγεμώνας τους, Συένεσις και η διάσπαση του περσικού κέντρου ήταν γεγονός. Όμως οι Ίωνες πολεμούσαν γενναία εναντίον των Αιγηνιτών και τελικά άρχισαν να ηττώνται μόνο όταν περικυκλώθηκαν από το αθηναϊκό ναυτικό. Η βύθιση της ναυαρχίδας των Περσών, στην οποία επέβαινε ο αδερφός του Ξέρξη, Αριαβίγνης, τους βύθισε σε απόγνωση. Ο ίδιος ο Αριαβίγνης έπεσε στη θάλασσα, αλλά σώθηκε από παρέμβαση της ναυαρχίδας της Αρτεμισίας.

Η βασίλισσα της Αλικαρνασσού αποτελούσε στόχο των Ελλήνων, διότι μήδισε, ήταν εξαιρετικά έξυπνη και δραστήρια και ένιωθαν προσβεβλημένοι γιατί ήταν γυναίκα! Μάλιστα την είχαν επικυρήξει με 10.000 δραχμές. Όταν την τριήρη της βασίλισσας πλησίασε η τριήρης του Αμεινία, η Αρτεμισία εμβόλισε το πλοίο του συμμάχου της, βασιλιά των Καλυνδέων, Δαμασιθύμου και οι Έλληνες νόμιζαν ότι το πλοίο της ήταν συμμαχικό πλοίο. Το επεισόδιο της βυθίσεως είδε και ο Ξέρξης που νόμιζε ότι η Αρτεμισία βύθισε κάποιο Αθηναϊκό πλοίο και είπε την περίφημη φράση «οι μεν άνδρες γεγονασί μοι γυναίκες, οι δε γυναίκες άνδρες», εξάρροντας τη γενναιότητά της. Παράλληλα, από το θυμό του, ο Πέρσης βασιλιάς έσκισε τα ρούχα του!

Το τέλος της ναυμαχίας βρήκε τους Έλληνες να έχουν χάσει 50 τριήρεις και τους Πέρσες περισσότερες από 200, ενώ πολλές άλλες είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές. Οι Έλληνες δεν καταδίωξαν τους Πέρσες για να βεβαιωθούν ότι ο περσικός στόλος θα επανέπλεε στην Περσία. Ο Ξέρξης φοβούμενος μήπως οι εχθροί του μεταφέρουν τον πόλεμο στην Ασία, αλλά και με δεδομένη μια Βαβυλωνιακή εξέγερση, επέστρεψε στη χώρα του, αφήνοντας τον Μαρδόνιο με 200.000 άνδρες στην Ελλάδα και την εντολή να την κατακτήσει. Τον επόμενο χρόνο, οι Έλληνες υπό την ηγεσία του Παυσανία και με αιχμή του δόρατος το Σπαρτιατικό πεζικό κατανίκησαν τους Ασιάτες στις Πλαταιές και εκδίωξαν τους βάρβαρους από την Ευρώπη. Μετά τις Πλαταιές οι Πέρσες θα επενέβαιναν στα θέματα της Ελλάδας μόνο διπλωματικά και οι Έλληνες θα μετέφεραν τον πόλεμο στην Ασία, πρώτα με τον Αγησίλαο το λακεδαιμόνιο και κατόπιν με τον Αλέξανδρο το Μακεδόνα.

Print Friendly, PDF & Email