Του Δημήτρη Μπαλόπουλου
Αντιναυάρχου (Ο) Π.Ν.(ε.α) – Δημόσιου Ιστορικού (Μ.Α), Μέλος Δ.Σ/ΕΛ.Ι.Ν.ΙΣ

«Τρία ασήμαντα νησίδια αντιπαρετάχθησαν ευτυχώς υπέρ της ελευθερίας όλης της Ελλάδος εναντίον μιας μεγάλης και παλαιάς αυτοκρατορίας και κατήσχυναν στόλους χιλιάκις και μυριάκις
ανωτέρας δυνάμεως δια μόνων των εμπορικών πλοίων των, και δια μόνων των χρημάτων τινών τωνκατοίκων των» 

Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, τόμ.1, σ.170

Όταν ξεκινάμε την οποιαδήποτε συζήτηση για το Ναυτικό Αγώνα του 1821 πρέπει να αντιλαμβανόμαστε μια περίπλοκη παραδοξότητα. Τα ελληνικά πλοία ήταν ιδιόκτητα και τα πληρώματά τους αποτελούνταν από εθελοντές (με την έννοια ότι δεν κατετάσσοντο βιαίως) οι οποίοι έπρεπε να πληρώνονται. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι όλα στηρίζονταν σ’ ένα ιδιότυπο Ισοζύγιο Πατριωτικό και Οικονομικό. Τρία κυρίως νησιά, η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος του Αγώνα στη θάλασσα, χωρίς να παραγνωρίζεται η συμμετοχή πολλών μικρότερων -από απόψεως διαθεσιμότητος πλοίων- νησιών και ναυτότοπων στη μεγάλη αυτή προσπάθεια.
Η συγκρότηση, ο εξοπλισμός και η συντήρηση έπεφτε στους ίδιους τους πλοιοκτήτες και θα πρέπει να γνωρίζουμε, ότι ένα πλοίο κόστιζε για ένα μήνα περίπου 20.000 γρόσια για μισθούς, διατροφή, συντήρηση και πολεμοφόδια. Συνολικά εκτιμάται ότι το κόστος του Ναυτικού Αγώνα ανήλθε σε 37.000.000 εκ των οποίων τα 22 εκ. κατέβαλαν τα νησιά δηλαδή οι πλοιοκτήτες και τα 15 εκ. το κυβερνητικό ταμείο, από το 1824 και έπειτα, μετά το όποιο ποσό εκταμιεύτηκε από τα δάνεια του Αγώνα.

Το τσουρμάρισμα / Η ναυτολογία
Η ναυτολογία συνήθως γινόταν από τον λοστρόμο / ναύκληρο, κατ’ εντολήν του καπετάνιου, ο οποίος ήταν ο άνθρωπος του πλοιοκτήτη, πολλές φορές συνδεόμενος και με συγγενικό δεσμό μαζί του. Αξιωματικοί ήταν ο πλοίαρχος, ο ναύκληρος, ο γραμματικός / σκριβάνος και ο τροφοδότης.

Η Θρησκευτικότητα
Το συναίσθημα της θρησκευτικής πίστης κυριαρχούσε στα πληρώματα των πλοίων κάτι που είναι απόλυτα συνυφασμένο με τους κινδύνους της θάλασσας, μόνο που στην περίπτωσή μας υπήρχε και ένας ακόμη λόγος, καθώς οι Έλληνες ναυτικοί είχαν την πεποίθηση ότι ο αγώνας τους ήταν ιερός.
Στην κάμαρα του καπετάνιου υπήρχε πάντα εικόνα της Παναγίας ενώ ένα καντήλι ήταν κρεμασμένο μπροστά της καίγοντας όλη τη μέρα. Το απόγευμα ο σκριβάνος θυμιάτιζε όλο το κατάστρωμα διαβάζοντας μια προσευχή.
Πριν από τον απόπλου στο νησί τελείτο Θεία Λειτουργία και το τσούρμο / πλήρωμα μεταλάμβανε. Οι ναυτικοί νήστευαν και τιμούσαν όλες τις θρησκευτικές εορτές όταν ταξίδευαν με κανονιοβολισμούς.
Σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα του θρησκευτικού συναισθήματος αναφέρεται, ότι ο Ανδρέας Μιαούλης πριν από κάθε μάχη, σήκωνε ψηλά στο πλωριό άλμπουρο ένα ξύλινο σταυρό.

 

Η ενδυμασία
Τα πληρώματα φορούσαν την τοπική νησιώτικη ενδυμασία που αποτελείτο από :
– Τη βράκα, ένα ένδυμα ευρύχωρο μέχρι το γόνατο με πολλές πτυχώσεις. Οι περισσότερες πτυχές στη βράκα υποδήλωναν αρχοντιά. Το χρώμα της συνήθως ήταν σκούρο μπλε
– Το ζωνάρι, που στερέωνε τη βράκα στη μέση. Ήταν ένα μεγάλου μήκους μάλλινο ύφασμα λευκού χρώματος. Μέσα σ’ αυτό στερέωναν τις μαχαίρες και τις πιστόλες

– Το υποκάμισο και οι φανέλες. Το υποκάμισο ήταν φαρδύ, χρώματος λευκού το οποίο πιανόταν κι αυτό μέσα στο ζωνάρι. Μέσα από το υποκάμισο φόραγαν μάλλινη φανέλα για προστασία από την υγρασία της θάλασσας
– Το μαντήλι. Στο λαιμό τους τύλιγαν ένα μαύρο μαντήλι
– Το γελέκο, ήταν σταυρωτό, βελούδινο, σε κυανό ή μαύρο χρώμα, στολισμένο με σχέδιο.

-Τα γελέκα των καπεταναίων ήταν ασημοκέντητα και των ναυτών βελούδινα
– Οι κάλτσες / τσουράπες. Ήταν μάλλινες, μαύρου χρώματος και έφταναν μέχρι το γόνατο
– Τα παπούτσια ήταν διαφόρων ειδών, ανάλογα με την περίπτωση.
– Το φέσι / τσεβρές. Φέσι φορούσαν είτε τσακισμένο είτε ψηλό και σταθερό. Πολλοί φορούσαν στο κεφάλι τον τσεβρέ, ένα μεγάλο μαντήλι που κάλυπτε όλο το κεφάλι
– Η κάπα τέλος ήταν απαραίτητη για το κρύο της θάλασσας. Ήταν βαριά από μαλλί και στην άκρη είχε κουκούλα.

Η διατροφή
Υδραϊκός νόμος του 1818:
«…να τρέφη τους ανθρώπους του με καλόν φαγί και με κρασί ή ρακή, ήγουν Κυριακή, Τρίτη, Πέμπτη να έχουν το κρέας των και μανέστρα δια το μεσημέρι. Κολατσία και δείπνον να γίνεται με τυρί, σαρδέλλες ή ελιές, τας λοιπάς ημέρας με όσπρια και λαχανικά. Ομοίως ένα ποτήρι κρασί το ταχύ ( = το πρωί) και βράδυ και δύο ποτήρια το μεσημέρι και ελλείποντες του κρασιού να τοις δίδεται ένα ποτήρι ρακή εις το φαγί, ελλείποντες δε και τούτου να πληρώνονται. Εις κωπιαστικήν δουλειάν ή κρύον το ταχύ να τους ξεδιψά κατά δουλείαν ή κατά καιρόν. Τας εορτάς διπλή μερίδα κρασί». Οι ναυτικοί ήταν λιτοδίαιτοι και δεν ήταν λίγες οι φορές που ταξίδευαν με ελάχιστα τρόφιμα λόγω προβλημάτων στον ανεφοδιασμό τους.
Πριν το πλοίο αποπλεύσει τα αμπάρια γέμιζαν με παξιμάδια τα οποία διατίθεντο με μέριμνα της κοινότητας, τυρί, παστά ψάρια, ελιές, ρύζι, κρεμμύδια, σκόρδα και κρασί ενώ και το κρέας δεν σπάνιζε. Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τη διάρκεια του ταξιδιού και το πόσο εύκολος θα ήταν ο ανεφοδιασμός τους.
Έτρωγαν δύο φορές την ημέρα, το μεσημέρι και το λιόγερμα. Καθόντουσαν ανά έξι σε τραπεζάκια που έστηναν ανάμεσα στις κανονάμαξες. Η διανομή του συσσιτίου σε κάθε τραπέζι γινόταν με εντολή του τροφοδότη. Το φαγητό μοιραζόταν από τον γηραιότερο ναύτη του κάθε τραπεζιού ενώ ο νεώτερος μοίραζε το κρασί. Ο λοστρόμος και οι αξιωματικοίέτρωγαν σε ξεχωριστό τραπέζι.
Γεγονός είναι ότι την ώρα του φαγητού επικρατούσε ησυχία, κάτι σπάνιο για τηνκαθημερινότητα του τσούρμου.

Οι αθέατες πλευρές

Ο πόλεμος στη θάλασσα ανέδειξε πολύ νωρίς όλα τα καλά και τα κακά της συνολικότερης ελληνικής προσπάθειας.Το σημαντικότερο στο Ναυτικό Αγώνα είναι ότι δεν υπήρχε ενιαία διοίκηση παρά ένας υποτυπώδης συντονισμός. Η συνεργασία μεταξύ των ναυτικών μοιρών των διαφόρων νησιών δεν ήταν πάντοτε εύκολη ούτε αυτονόητη. Χρειαζόταν υπομονή, διπλωματία, αμοιβαίες υποχωρήσεις και πολύ περισσότερο τις κρίσιμες στιγμές χρειαζόταν η ηγετική παρέμβαση των ναυάρχων διοικητών για να αμβλυνθούν οι διαφορές Η σχέση καπετάνιου και πληρώματος ήταν χαλαρή, με μεγάλη ελευθερία έκφρασης και μια διάθεση διαβούλευσης για όλα τα θέματα, κατάλοιπο της προεπαναστατικής περιόδου κατά την οποία είχε αναπτυχθεί η συνεταιριστική μορφή (συντροφοναύτες). Σε κάθε περίπτωση δεν υπήρχε εξαναγκασμός. Όλοι τους ήταν στο πλοίο γιατί ήθελαν να είναι και αν δεν ήθελαν μπορούσαν να φύγουν.
Το οικονομικό ζήτημα / η μισθοδοσία / ο λουφές ήταν κυρίαρχο θέμα. Οι ναυτικοί απαιτούσαν να προπληρωθούν τρεις μήνες και στις δύσκολες οικονομικές συγκυρίες ήταν δύσκολο να ξεριζωθούν οι πειρασμοί της πειρατείας, ενώ στις περιπτώσεις που ο λουφές καθυστερούσε οι αντιδράσεις γινόντουσαν ακραίες. Μη βιαστούμε να βγάλουμε εύκολα συμπεράσματα. Τα πληρώματα προήρχοντο από άγονα νησιά τα οποία δεν παρήγαγαν τίποτα. Η ζωή τους και η ζωή των οικογενειών τους εξαρτιόταν αποκλειστικά και μόνο από τη θάλασσα, την τόλμη τους και την ναυτοσύνη τους και την περίοδο αυτή ο μισθός αποτελούσε τη μοναδική πηγή βιοπορισμού τους.
Στο κάθε πλοίο όταν ο καπετάνιος έδινε μια εντολή όλοι έτρεχαν με ζήλο για να την εκτελέσουν με μεγάλη φασαρία και φωνές. Όλοι οι φιλέλληνες, οι οποίοι επέβαιναν σε ελληνικά πλοία, αναφέρονται άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο στην έλλειψη πειθαρχίας που χαρακτήριζε τα πληρώματα, κανείς όμως δεν αμφισβητεί τη γενναιότητα των πληρωμάτων την ώρα της μάχης.

Ο Γολγοθάς των τραυματισμένων
Στη ναυμαχία οι ναύτες στα καταστρώματα δέχονταν καταιγισμό πυρών με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να τραυματίζονται. Τότε ξεκίναγε ο δικός τους Γολγοθάς καθώς πάνω στο πλοίο μόνο εμπειρικά μπορούσαν να τους παρασχεθούν πρώτες βοήθειες, με πρακτικά γιατροσόφια. Γιατρός υπηρετούσε σε κάποια μόνο πλοία.
Σαχτούρης στο Ημερολόγιο του πλοίου του «Αθηνά» (1824) [..] Δυστυχία! Είναι τω όντι άξιον λύπης να βλέπη τινάς έναν ολόκληρο στόλον από 50 πλοία χωρίς να έχει ένα γιατρό καθώς πρέπει[..]

Επίλογος
Παρόλα τα προβλήματα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά, την έλλειψη πειθαρχίας και τις επιμέρους διαφορές, ο ελληνικός στόλος κατάφερε το ακατόρθωτο, να έχει δηλαδή μια τόσο καταλυτική παρουσία στην Επανάσταση κάτι που οδήγησε πολλούς να αναγνωρίσουν ότι η Ελευθερία ήλθε από τη θάλασσα.

Πηγές
Συλλογικό έργο, Τα Αρμαμέντα της Ελευθερίας 1821-1829, Αρτέον, Αθήνα, 2020
Κωνσταντινίδης Τρύφων, Καράβια, Καπεταναίοι & Συντροφοναύται1800-1830. Εισαγωγή εις την ιστορία των ναυτικών επιχειρήσεων του Αγώνος, Υ.Ι.Ν,Αθήνα, 1954
Αδαμοπούλου Κωνσταντίνα – Πρασσά Αννίτα, Ανδρέας Μιαούλης [1769-1835]. Από την υπόδουλη ως την ελεύθερη Ελλάδα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2003 Λιάτα Δ. Ευτυχία, Εκ του υστερήματος αρμάτωσαν…Η φρεγάτα «Τιμολέων» στην Επανάσταση του 1821, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα, 2020

Print Friendly, PDF & Email